Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Ο θησαυρός του Αλή πασά του Τεπελενλή στα αγγλικά θησαυροφυλάκια ή δίπλα σε κυπαρίσσι στους Γεωργουσάτες;


Ο Αλή πασάς ο Τεπελενλής ήταν το πρόσωπο που σημάδεψε καθοριστικά την πορεία και την εξέλιξη της πόλης των Ιωαννίνων, καθώς και την νοοτροπία των κατοίκων της στη νεότερη ιστορία τους. Γεννημένος το 1744 στο Τεπελένι της Αλβανίας ο γιός της Χάμκως και του ληστή Βελή, αρβανίτης μουσουλμάνος, γίνεται το 1788 πασάς των Ιωαννίνων.
Αποδυναμώνει τους Τούρκους γαιοκτήμονες (μπέηδες και αγάδες φεουδάρχες) της περιοχής του, των οποίων σφετερίζεται την περιουσία τους και τα πλούτη τους.
Από το 1792, 1799 ασχολείται με την κατάκτηση του Σουλίου και τον Δεκέμβριο του 1803, υπογράφει τη συνθηκολόγηση με τους Σουλιώτες.
Το 1798 καταλαμβάνει με την ανοχή των Γάλλων, που τότε κυριαρχούν στα Επτάνησα, τη Νιβίτσα, στην ακτή της Χειμάρρας. Κατόπιν εκτοπίζει (και σφαγιάζει) τις φρουρές των Γάλλων από το Βουθρωτό και την Πρέβεζα. Η λίμνη του Βουθρωτού, στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, είναι το αγαπημένο του καταφύγιο. Το 1819 αγοράζει από τους Άγγλους την Πάργα.

Θα ήταν αδιανόητο για την νοοτροπία και την απληστία του χαρακτήρα του, να ξεφύγει ο Αλή πασάς από τη σιγουριά και τη γοητεία του χρυσού.
Οι εκστρατείες εναντίον των Σουλιωτών, η συντήρηση του στρατού, το δίκτυο των πληροφοριοδοτών, τα δώρα στους ξένους περιηγητές απαιτούσαν καλό πουγγί με φλουριά ασημένια και χρυσά.
Ας αναφέρουμε ότι δυο πονηροί βενετσιάνοι αλχημιστές πέρασαν από το σεράι του και του υποσχέθηκαν έναντι αδράς αμοιβής την κατασκευή χρυσού, κι εκείνος τους έκλεισε στο κάστρο, δεν τους άφηνε να φύγουν αν δεν ανακάλυπταν τη μαγική συνταγή που τόσο πολύ επιθυμούσε.

Όταν μετά την πολύμηνη πολιορκία των Ιωαννίνων, καταφεύγει στο νησάκι της λίμνης στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα και με παγίδα πέφτει νεκρός, οι θησαυροί που καταμετρά ο Χουρσίτ πασάς – απεσταλμένος του σουλτάνου- είναι μόνο 45.000.000 γρόσια. Θεωρείται πολύ λίγος για το μέγεθος της ανάπτυξης που είχε πάρει το πασαλίκι των Ιωαννίνων, με συνέπεια να αποκεφαλιστεί ως ύποπτος και ο Χουρσίτ πασάς.

Από τότε δεν έπαψαν οι διάφορες φημολογίες για τον χαμένο θησαυρό του Αλή πασά και η αναζήτησή του από χρυσοθήρες παλιότερα, αλλά και πρόσφατα.
Έτσι δεν πρέπει να θεωρηθεί παράξενο το σκάψιμο κάποιων άγνωστων στο μαυσωλείο του Ασλάν πασά στο κάστρο της πόλης των Ιωαννίνων, όπως έγραψαν οι τοπικές εφημερίδες στις 15 Φεβρουαρίου 2000, προκειμένου να βρουν τον θησαυρό του Αλή πασά.

Σε σχόλιο της η εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών της 19/2/2000 γράφει: «Που βρίσκεται λοιπόν ο θησαυρός του Αλή; Από τα ιστορικά αρχεία που υπάρχουν και είναι καταγεγραμμένα, ο θησαυρός στάλθηκε από το γιό του Αλή, τον Μουχτάρ, το 1820 στην Πρέβεζα και εκεί φορτώθηκε σε αγγλικά πλοία με προορισμό τη Μάλτα. Οι εκτιμήσεις είναι ότι τελικά κατέληξε στα αγγλικά θησαυροφυλάκια. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913, μια ιταλική εταιρεία πήρε άδεια, και για πέντε χρόνια κατέσκαψε κάθε πιθανή περιοχή με εκατοντάδες εργάτες, αναζητώντας τον θησαυρό. Εγκατέλειψαν όμως στη συνέχεια την προσπάθεια τους απογοητευμένοι. Θησαυρός …γιοκ λοιπόν και ας μη ταλαιπωρούνται άδικα οι σύγχρονοι χρυσοθήρες.

Ο παμπόνηρος και πανούργος Αλής θα εμπιστευόταν ποτέ ένα τόσο ακριβό μυστικό σε κανέναν; Δεν θα φρόντιζε να εξαφανίσει κάθε αποδεικτικό, ή το κυριότερο θα θόλωνε τα νερά με τη διασπορά παραπλανητικών φημών;
Σύμφωνα με βορειο Ηπειρώτη από τη Δρόπολη, που δούλευε σε οικοδομικά έργα το 1991 ο θησαυρός του Αλή περιήλθε στα χέρια του Εμβέρ Χότζα το 1966.
Οι αμύθητοι θησαυροί που μάζεψε ο Αλή πασάς του δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα για την εξασφάλιση τους. (Τότε δεν υπήρχε …Χρηματιστήριο, ομόλογα, να τα …επενδύσει, Τράπεζες να τα φυλάξει)

Η έδρα του πασαλικιού του τα Γιάννενα δεν πρόσφεραν τη σιγουριά που ήθελε.
Έστειλε έναν έμπιστό του στο χωριό Γεωργουσάτες της Δρόπολης. Αυτός βρήκε τρεις μαστόρους που έχτισαν μια κρυψώνα έξω από τους Γεωργουσάτες, κοντά σ΄ένα κυπαρίσσι μιας εκκλησίας. Όταν οι εργάτες τελείωσαν, ο έμπιστος του Αλή τους τουφέκισε με διαταγή του πασά. Στη συνέχεια ο Αλής σκότωσε τον έμπιστο, ώστε να είναι σίγουρος, σιγουρότατος, για τη μυστική κρυψώνα του θησαυρού.
Πλην όμως ένας από τους τρεις εργάτες τραυματίστηκε απλώς, και έκανε τον σκοτωμένο. Στη συνέχεια κρύφτηκε, όμως το μυστικό το εμπιστεύθηκε σε κάποιον δικό του, και αυτός στην κόρη του, η οποία έλεγε για το «κυπαρίσσι με το θησαυρό, που είναι κοντά σ’ αυτό, και θάτρεφε τη Δρόπολη για εκατό χρόνια.
Το 1966 κάποιοι εργάτες έσκαβαν στους Γεωργουσάτες, για να φτιάξουν ένα οχυρωματικό έργο – ένα από τα πολλά που συνήθιζε να κάνει το καθεστώς Χότζα.
Έφτασαν να σκάβουν κοντά στο κυπαρίσσι που αναφέραμε, όταν σκόνταψαν σ’ ένα τοίχο, πάχους δύο μέτρων περίπου. Συνέχισαν να εργάζονται μέχρι που βρήκαν μια πόρτα χοντρή σιδερένια, ενώ ταυτόχρονα την άλλη μέρα ήρθαν άνθρωποι του καθεστώτος και βρέθηκαν μπροστά σ’ έναν πραγματικό θησαυρό από χρυσάφι αμύθητης αξίας. Μια γουρούνα ολόχρυση δυο τόνων βάρους (2.000 κιλά) με δώδεκα γουρουνάκια χρυσά κι αυτά, σερβίτσια πιάτων και κουταλομαχαιροπήρουνα, όλα χρυσά. Ήρθε επί τόπου κι ο Εμβέρ Χότζα και ο θησαυρός μεταφέρθηκε μυστικά και επειγόντως πρώτα στα Τίρανα και μετά που;
Με το που βρέθηκε ο θησαυρός το 1966 η γιαγιά που διηγούνταν την ιστορία με το κυπαρίσσι και το θησαυρό έπαθε μελαγχολία και είκοσι χρόνια μετά, μέχρι το 1986 που άφησε την πνοη της, δεν έβγαλε μιλιά.
Ύστερα από αυτά για τον θησαυρό του Αλή πασά το λακωνικότατο «Σχόλιο ουδέν» που λέει και ο Αντώναρος, σας αφήνω στην κρίση σας να πιστέψετε ό,τι θέλετε!

(Από το βιβλίο του πολιτικού μηχανικού Γιάννη Παπαϊωάννου «Γεγονότα από τη νεότερη ιστορία» Ιωάννινα 2006)

(ΣΗΜ. Σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία της 7 Μαίου 2000, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα διέταξε σχετική έρευνα στις 10 Μαρτίου 2000 για την κλοπή των αποθεμάτων χρυσού της Αλβανίας, αξίας 2,8 εκατομμυρίων δολλαρίων, ο οποίος εξαφανίστηκε μέσα από τη θωρακισμένη και φυλασσόμενη από ειδικές δυνάμεις σήρραγγα, όπου φυλάσσονταν τα αλβανικά αποθέματα χρυσού.)

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Φινίτο γκουάρε, Μπαρούχ νταγιάν αεμέτ.

Ο πολιτικός μηχανικός Γιάννης Παπαϊωάννου, στο βιβλίο του "Γεγονότα από τη νεότερη ιστορία" γράφει για τον διωγμό της ρωμανιώτικης κοινότητας των Ιωαννίνων, το Σάββατο (του χιονιά) 25 Μάρτη 1944, ελάχιστους μήνες πριν ...φινίτο γκουάρε - τελειώσει ο πόλεμος. Οι γερμανοί έφυγαν από τα Γιάννενα, μόλις έξι μήνες μετά.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Αθήνα και στις 18 Οκτωβρίου 1944 έρχεται στην Αθήνα η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καϊρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Στα Γιάννενα ο γερμανός διοικητής φον Λανς σε συμφωνία με τον Δήμαρχο Βλαχλείδη κανονίζουν ώστε η αποχώρηση των μεν, και η είσοδος των δε να είναι ομαλή.
(Αργότερα ο φον Λανς θα δικαστεί στη Γερμανία για τα εγκλήματα του Κομμένου, της Άρτας, των Λιγκιάδων και της Κέρκυρας)
Οι Γερμανοί θα φύγουν από τα Γιάννενα, μέσω Περάματος στις 14 Οκτωβρίου 1944.
Την επόμενη μέρα, σύμφωνα με τη συμφωνία της Καζέρτας της Ιταλίας, μπαίνει στα Γιάννενα ένα τάγμα του ΕΔΕΣ και φροντίζει να μην γίνουν διαδηλώσεις εναντίον των Γερμανών ούτε και συμπλοκές.
Ο λοχαγός Λυγεράκης του ΕΔΕΣ έρχεται με βενζινομηχανές από την περιοχή του Κατσικά, καταλαμβάνει πρώτα το νησί και μετά αποβιβάζεται στο μώλο.
Ο Ναπολέων Ζέρβας έρχεται στα Γιάννενα μετά από μια εβδομάδα μέσω της οδού ΚΑ Φεβρουαρίου.
(Δυστυχώς για όλους μας, λίγο μετά θα αρχίσει ένας μακρύς σκληρός εμφύλιος, ένας χρόνος η ειρήνη, δέκα οι πόλεμοι και η συμφορά)
Οι σύμμαχοι ανοίγουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία το Μάη του 1945.


(ευχαριστούμε τον Γιάννη που διέσωσε μνήμες, αφηγήσεις, ντοκουμέντα)

Γερμανικά στρατεύματα εμφανίζονται στα Γιάννενα την 21η Απριλίου 1941 (Δευτέρα του Πάσχα), στην Αθήνα μπαίνουν στις 27 Απριλίου 1941, και στις 29 Απριλίου 1941 ο εντολοδόχος των Γερμανών Γεώργιος Τσολάκογλου σχηματίζει «κυβέρνηση».
Στις 25 Νοεμβρίου 1942 ανατινάζεται η γέφυρα του Γοργοπόταμου στη Ρούμελη από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ με τη συνεργασία έξι Άγγλων αξιωματικών με την εποπτεία του Κρις Γουντχάουζ.

Οι Γερμανοί μπαίνουν στα Γιάννενα περίπου δυο μήνες πριν από την κατάρρευση του ιταλικού μετώπου, η οποία έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 και έχουν πολλά μηχανοκίνητα (τζιπ, μοτοσυκλέτες, φορτηγά, κανόνια) Αφήνουν και τους Ιταλούς που βρίσκουν στα Γιάννινα, τους οποίους έχουν πλέον υπό την εποπτεία τους.
Στην περιοχή των Ιωαννίνων οι Γερμανοί στέλνουν την πρώτη ορεινή μεραρχία αλπινιστών Εντελβάις (φορούσε ένα λουλούδι στο αυτί – μόνο που ήταν άνθη του κακού) η οποία είχε δράσει στην περιοχή του Καυκάσου.

Μία από τις πρώτες ενέργειες των Γερμανών στα Γιάννενα, ήταν να προγράψουν, το φθινόπωρο του 1943 όλα τα γιαννιωτοεβραίϊκα σπίτια μέσα και έξω από το κάστρο χαράσσοντας έναν σταυρό στο πρέκι της εξώπορτας τους.
Ήταν ένα δείγμα ότι κάποια ενέργεια ετοιμάζουν σε βάρος τους.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 οι Γερμανοί σε αντίποινα για την απαγωγή και την εκτέλεση ενός αντισυνταγματάρχη τους, στο δρόμο προς τη Φιλιππιάδα θα προβούν στο ανατριχιαστικό ολοκαύτωμα του χωριού που δεσπόζει περήφανο στο Μιτσικέλι, πάνω από τα Γιάννενα, των Λιγγιάδων.
Το χωριό καίγεται μαζί με ογδονταπέντε κατοίκους όλων των ηλικιών.
Πριν είχαν καλέσει τον Δήμαρχο Βλαχλείδη και άλλους προύχοντες να ερευνήσουν και να βρούν τους δύο Γερμανούς αγνοούμενους, και σε περίπτωση που δεν βρεθούν θα σκοτώσουν πενήντα Έλληνες. «Πρώτον εμένα» τους αντιτείνει ο γιαννιώτης Δήμαρχος.



Οι Ασπράγγελοι καταστρέφονται ολοκληρωτικά, πυρπολούνται στις 15 Ιουλίου 1943.
Χωριά του Ανατολικού Ζαγοριού (Φλαμπουράρι, Γρεβενήτι, Καβαλάρη, Διπόταμο, Δόλιανη) πυρπολούνται από την ορεινή ταξιαρχία Εντελβάις το Φθινόπωρο του 1943. Τα χωριά πίσω από το Μιτσικέλι, όπως η Καλουτά και ο Μανασής πυρπολούνται από τμήμα της Εντελβάις στις 23 Οκτωβρίου 1943. Οι κάτοικοι έντρομοι από το προηγηθέν ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων κρύβονται στα δάση και στις ρεματιές της περιοχής. Περίεργο πως, στα χωριά δεν έκαψαν τις εκκλησίες ίσως και τα δημοτικά σχολεία, τουλάχιστον σε μερικά χωριά.
Το κάψιμο γλίτωσαν τα άλλα χωριά του κεντρικού και δυτικού Ζαγοριού.
Στην Καλουτά δυό τρείς ηλικιωμένοι που τόλμησαν να μείνουν στα σπίτια τους δεν τους πείραξαν, δεν έκαψαν τα σπίτια τους, ούτε πολυενδιάφερθηκαν που είναι οι άλλοι κάτοικοι. Γλεντοκόπησαν όλη τη νύχτα, σφάζοντας και ψήνοντας τα ζωντανά, πίνοντας το μούστο που έβραζε στα βαρέλια.

Την άλλη μέρα η Καλουτά λαμπάδιασε!
Ακόμη γλίτωσαν σπίτια που δεν ήσαν ορατά, κάπως κρυμένα πίσω από υψώματα.


Οι Γερμανοί τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 1943 συγκέντρωσαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και τους μετέφεραν σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Αρχές του 1944 είναι παρακινδυνευμένο να κυκλοφορεί κανείς με αυτοκίνητο το πρωϊ τόσο στο δρόμο προς Φιλιππιάδα, όσο και στο δρόμο προς Μπαλντούμα από τα αγγλικά βομβαρδιστικά, που σφυροκοπούν ανελέητα, προκειμένου να δημιουργήσουν πλήγματα στις γερμανικές εφοδιοπομπές και αποστολές.
Το αντάρτικο έχει φουντώσει για τα καλά και συμμετέχει σ’ αυτό με πολλούς τρόπους μεγάλο μέρος του Ελληνικού λαού. Ίσως είναι η μεγάλη απόγνωση των ανθρώπων, που γεννά την αντίδραση και την ελπίδα. Και η απλόχερη (ανιδιοτελής;) βοήθεια των Εγγλέζων έχει αποδώσει καρπούς.
Οι αντάρτες για να τονώσουν το ηθικό των κατοίκων, φροντίζουν με κάθε ευκαιρία να περάσουν το μήνυμα ότι τα πράγματα δεν είναι ευνοϊκά για τους Γερμανούς πλέον.
Μια μέρα μεσημέρι στο παζάρι, οι εαμίτες σκοτώνουν έναν καταδότη των Γερμανών έξω στον δρόμο. Οι Γερμανοί δεν αντιδρούν καθόλου, ίσως τους βόλεψε που απαλλάχτηκαν από κάποιον που γνώριζε πολλά.
Βρισκόμαστε στο 1944, και οι διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις αρχίζουν να ετοιμάζονται να διεκδικήσουν η κάθε μία για λογαριασμό της την αποκλειστική διακυβέρνηση στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου.
Οι Εαμίτες τραγουδούν «Στ’ άρματα, στ’ άρματα εμπρός στον αγώνα για την χιλιάκριβη τη Λευτεριά…»
Οι Εδεσίτες έχουν δικό τους ύμνο «Άδικος λογαριασμός, δεν θα ρθεί κομμουνισμός, γιατί ο Ζέρβας είναι άγρυπνος φρουρός…»
Στα βόρεια των Ιωαννίνων, πίσω από το Μιτσικέλι, στις ορεινές περιοχές του Ζαγοριού και του Μετσόβου οργανώθηκε το αντάρτικο του ΕΑΜ ΕΛΑΣ με ελεύθερους πυρήνες που δεν ελέγχονταν από τον κατακτητή.
Στα νότια της πόλης όλη η περιοχή από Ξηροβούνι – Κατσανοχώρια – Λάκκα Σούλι μέχρι Παραμυθιά ελέγχονταν από ένοπλα τμήματα του ΕΔΕΣ.

Όλα τα αντάρτικα σώματα είτε του ΕΔΕΣ, είτε του ΕΛΑΣ εφοδιάζονταν με ρούχα, οπλισμό και χρυσές λίρες από τους Εγγλέζους, χωρίς διάκριση(;). Σύνδεσμοι των Εγγλέζων στρατολογούνται και μέσα στα Γιάννενα, και πληρώνονται μια λίρα τον μήνα για τις υπηρεσίες που προσφέρουν, και βγάζουν πέρα τη δύσκολη κατοχή.
Σύμφωνα με το τεύχος 80 των Ιστορικών της "Ελευθεροτυπίας " της 26 Απριλίου 2001, για την συντήρηση και ενίσχυση του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ οι Άγγλοι διέθεσαν 1.108.000 χρυσές λίρες περίπου, ενώ για τις μυστικές οργανώσεις 101.975 χρυσές λίρες.

Στις 24 Μαρτίου 1944, ημέρα Παρασκευή (και ηλιόλουστη) έρχεται και προσαράζει στην γιαννιώτικη λίμνη, στην περιοχή της Σκάλας στη συνοικία Σιαράβα (κάτω από το σημερινό κέντρο Ναυτάκια) ένα υδροπλάνο που φέρνει την εντολή της ομαδικής συγκέντρωσης των γιαννιωτοεβραίων. Μέχρι τα χαράματα της επόμενης ημέρας, Σάββατο 25 Μαρτίου (μια μέρα με χιονιά) για τους χριστιανούς ξημερώνει η γιορτή του Ευαγγελισμού- οι Γερμανοί έχουν καταφέρει να πιάσουν στον ύπνο την συντριπτική πλειοψηφία τους και τους μεν καστρινούς να τους οδηγήσουν στο στρατιωτικό νοσοκομείο τους Ιτς – Καλέ στο κάστρο, τους δε εξωκαστρινούς στην πλατεία Μαβίλη στην περιοχή της λίμνης.
Σκεφτείτε τις εφιαλτικές στιγμές και ώρες να αφήνουν τα σπίτια τους και να πηγαίνουν στο άγνωστο, που πολλά ίσως είχαν ακούσει, την απόγνωση, τη θλίψη του ζωντανού αποχωρισμού. Να μην τις ζήσει ξανά άνθρωπος στη Γή.


Ελάχιστοι πρόλαβαν να ξεφύγουν από το μπλόκο των Γερμανών.
Γλυτώνει ο Βοχορόπουλος που βρίσκεται έξω από τις εβραϊκές γειτονιές και συγκεκριμένα στην οδό Σεραφείμ Φαναρίου, πάνω από το τζαμί της Καλούτσανης, κάποιοι γιαννιωτοεβραίοι που λείπουν από την πόλη σε χωριά, για δουλειές, ένας γιαννιωτοεβραίος έμπορος που εκείνο το βράδυ ήταν σε γιαννιώτικο φιλικό σπίτι.
Μερικοί διώχνουν τους δισταγμούς τους και καταφεύγουν την τελευταία σε γειτονικά χριστιανικά σπίτια, όπου κρύβονται και προωθούνται από τις αντιστασιακές οργανώσεις στο βουνό.
Μόνο κάποιοι νέοι γιαννιωτοεβραίοι αψήφισαν τα καθιερωμένα και βγήκαν έγκαιρα με δική τους πρωτοβουλία στην ελληνική αντίσταση, όπως ο νεαρός Σάμι Κοέν που είχε φίλους χριστιανούς και πήγε μόνος του στον ΕΔΕΣ στα Κατσανοχώρια.
Μέσω Μετσόβου και Κατάρας τους μεταφέρουν στη Λάρισα, όπου μένουν οκτώ μέρες. Στη Λάρισα τους επιβιβάζουν σε βαγόνια και μετά από 10-12 ημερών διαδρομή με το τραίνο καταλήγουν στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Μπιρκενάου της Γερμανίας.

Ίσως η διαρκής επιμονή τους να μην είναι ποτέ προκλητικοί και ταυτόχρονα να μην θέλουν να ταυτίσουν τις τύχες τους με εκείνες των γιαννιωτών χριστιανών συμπατριωτών τους να εξηγεί το γεγονός ότι δεν βρήκε ανταπόκριση γιαννιώτης τραπεζικός, ο οποίος συναντήθηκε έγκαιρα με εκπροσώπους της ισραηλιτικής κοινότητας και με την ιδιότητα του απεσταλμένου του ΕΑΜ τους πρότεινε να βγούνε στο βουνό. Ίσως παρασύρθηκαν από απατηλές υποσχέσεις να προσφέρουν χρυσό στους Γερμανούς με τη διαβεβαίωση ότι θα παραμείνουν ασφαλείς και δεν θα πειραχθούν, εφόσον δείξουν καλή διαγωγή και δεν προκαλέσουν τον κατακτητή. Δεν αποκλείεται μάλιστα να έδωσαν χρυσές λίρες αρκετές φορές.

Το 1904 άρχισε να λειτουργεί στα Γιάννινα παράρτημα της Αλιάνς - Φρανσέζ (Alliance Israelite Francaise) το οποίο λειτουργούσε σ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Για μεγάλο χρονικό διάστημα στεγάστηκε στο κτίριο του ισραηλιτικού δημοτικού σχολείου, το οποίο παραμένει στην ιδιοκτησία της Ισραηλιτικής κοινότητας στην οδό Νεοπτολέμου (πάροδο της Κουντουριώτη)
Στην Αλιάνς Φρανσεζ εκτός από τους γιαννιωτοεβραίους μάθαιναν γαλλικά και πολλά γιαννιωτόπουλα δωρεάν.
Εδώ στα Γιάννινα γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της σύντομης ζωής του ο γιαννιωτοεβραίος ποιητής Γιοσέφ Ελιγιά (1901-1931) ο οποίος δίδαξε και στο παράρτημα της Αλιάνς πριν καταδιωχθεί με τον τρόπο που ξέρουν να κυνηγούν στις μικρές επαρχιακές πόλεις.

Στην ελληνική αντίσταση (ΕΔΕΣ – ΕΛΑΣ) δεν έλαβαν μέρος, πλην ίσως ελαχίστων.
Οι οργανώσεις ΕΔΕΣ, ΕΛΑΣ, είχαν ζητήσει από τους Γιαννιωτοεβραίους να βγούνε στα βουνά εναντίον των Γερμανών, όμως εκείνοι (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις δεν δεχτήκανε). Μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευαν ότι θα γλιτώσουν δίνοντας στους γερμανούς χρήματα, όπως έκαναν αρκετές φορές. Όμως γελάστηκαν.

Δεν προβληματίστηκαν ούτε από το μάζεμα της πολύ μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης που προηγήθηκε του δικού τους ένα χρόνο πριν, για να ξεστρατίσουν στο ελληνικό αντάρτικο.
Ίσως να οφείλεται στην πειθαρχία και την επιβολή που ασκούσε στα μέλη της γιαννιωτοεβραίικης κοινότητας ο Μωυσής Σαμουήλ Καμπελής, που ήταν πανίσχυρος οικονομικά παράγοντας, με θρησκευτική δύναμη και με βαρύνουσα γνώμη στα ζητήματα της κοινότητας. Το σπίτι του βρισκόταν στη θέση που σήμερα είναι το Εργατικό Κέντρο στην οδό Γιοσέφ Ελιγιά.




Ο Χάγκεν Φλάϊσερ στο βιβλίο «Στέμμα και Σβάστικα» θέτει το ερώτημα: «Τι ρόλο έπαιξαν οι σύμμαχοι εγγλέζοι στην μη αφύπνιση της γιαννιωτοεβραίικης κοινότητας, εφόσον η ένταξή τους σε μια αντιστασιακή οργάνωση – με πιθανότερη το ΕΑΜ που είχε τον έλεγχο της Πίνδου- θα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση ενδυνάμωσή της με τον χρυσό, που μαζί τους θα κουβαλούσαν οι Εβραίοι;»
Έτσι έμειναν όλοι μέσα στην πόλη, ετοιμοπαράδοτη λεία στους Γερμανούς, τόσο οι πλούσιοι όσο και οι ταπεινοί γιαννιωτοεβραίοι, τόσο οι ηγέτες τους, όσο και οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες της κοινότητας.
………………………………………….
Έτσι καταστράφηκε από τους Γερμανούς η ιστορική ρωμανιώτικη κοινότητα των Γιαννιωτοεβραίων.
«Μπαρούχ νταγιάν αεμέτ» όπως λένε οι Εβραίοι το «Θεός σχωρεσ’ τους» για όλους τους Γιαννιωτοεβραίους, που χάθηκαν άδικα ελάχιστους μήνες πριν από το τέλος του Πολέμου (φινίτο γκουέρα, που φώναζαν οι Ιταλοί στρατιώτες)


Με την απελευθέρωση επέστρεψαν στα Γιάννενα, όσοι πρόλαβαν και κρύφτηκαν από τους γιαννιώτες και όσοι λίγοι γλίτωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όμως τίποτε δεν ήταν πια όπως πριν. Αρκετοί από αυτούς πήραν τη μεγάλη απόφαση να εγκατασταθούν στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ.
Άλλοι κατέληξαν στην Αθήνα, η οποία μετατράπηκε μεταπολεμικά σε κομβικό κέντρο διακίνησης του ελληνικού εμπορίου και πραγματικό χωνευτήρι της ελληνικής αστυφιλίας.

Λίγοι απέμειναν στα Γιάννενα. Λίγοι και μετρημένοι και με αξιόλογη παρουσία. Είναι οι τελευταίοι των Μοϊκανών μιας ιστορικής κοινότητας, οι οποίοι έχουν ταυτίσει πια την ύπαρξή τους και το μέλλον τους με την τύχη των γιαννιωτών συμπατριωτών τους.


ΣΧΕΤΙΚΑ
1) Ιάκωβος Καμπανέλλης στη βικιπαίδεια
2) Παρασκευή 24 Σάββατο 25 Μάρτη 1944
3) Οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων στο ιστολόγιο Περα Βρε Εχει
4) Ένα film με κινούμενα σχέδια για τη Γάζα.
5) Δίκτυο μαρτυρικών πόλεων και χωριών. Τα Ελληνικά ολοκαυτώματα

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Κώστας, Γιώργος, Αλέκα, Αλέξης, Γιώργης στην πασαρέλα για καμιά ψήφο.


Αθάνατη Ρωμιοσύνη (του Διογένη Καμένου)


Λες και είναι σήμερα, ίσως και αύριο!
Εμπρός για μια Βουλή έξι κοματιών!

Καραϊσκάκης: Για να μιλάνε αυτοί για διάλογο, κάποιο βόλι θα μου έρθει πισώπλατα.
Β: Οι αγροίκοι, είναι ανίκανοι να αντιληφθώσι τας δραματικάς στιγμάς ας διέρχεται το Έθνος.
Μιαούλης: Ωραίος ο Υψηλάντης! Βάζουμε εμείς τα γρόσια, τα πλοία, τις θυσίες, το αίμα, για να το παίζει αυτός πρίγκηπας.
Μαυρομιχάλης: Διάλογος χωρίς 7 υπουργεία στους Μαυρομιχαλαίους δεν γίνεται.
Ε. Εγώ στο ίδιο τραπέζι με τη φάρα των Κολοκοτρωναίων; Χο – Χο !!
Κολοκοτρώνης: Τώρα μου ζητάνε διάλογο. Όταν με ξηλώνανε από Στρατηγό δεν το σκεφτότουσαν;

(Από μια Ελευθεροτυπία του 1985)

ΣΧΕΤΙΚΑ
1) Κατορθώματα και ανθρώπινες στιγμές των ηρώων του 1821 στο "ΕΟΝΟΣ"

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο.

Ο Ματρόζος
του Γεωργίου Στρατήγη (1860-1938)

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' έν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

"Εδώ τι θέλεις, γέροντα;" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;". "Ποιος Κωνσταντής;". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!"

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

"Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο 'ναι το νησί σου;",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;"

Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...

Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρώνω από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο;"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".

Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε - θυμάσαι; Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανέβουν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".

"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.-

(Το βρήκαμε έτοιμο στην ιστοσελίδα του Ν. Σαραντάκου)

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Μανταρόπτα απ' το Ζαγόρι και από τη Χαλκιδική.



Οι εκδόσεις ΙΩΝ κυκλοφόρησαν το 2006 το πολύ καλό, κατατοπιστικό βιβλίο (324 σελίδες) με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, μα προπαντός πολυάριθμες συνταγές μαγειρικής με βάση το μανιτάρι του Στέφανου Διαμαντή.

Στο βιβλίο γίνεται μια πρώτη γνωριμία με τα φαγώσιμα άγρια μανιτάρια του δάσους και των λιβαδιών και στη συνέχεια οι άπειρες συνταγές, όρεξη νάχετε : ορεκτικά με μανιτάρια, μανιτάρια σε κρέπες πίτσες πίτες, μανιτάρια με αυγά, σαλάτες, μανταρόσουπες, μανιτάρια με λαχανικά, με ζυμαρικά και ρύζι, μανιτάρια με κοτόπουλο, κρέας με μανιτάρια, μανιτάρια με ψάρια και θαλασσινά, κ.λ.π.

Ο κ. Στέφανος Διαμαντής, σπούδασε Δασολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μυκητολογία στο Πανεπιστήμιο Aberdeen του Ηνωμένου Βασιλείου και έκανε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley. Ασχολείται με την ελληνική μυκητοχλωρίδα από το 1978 και έχει συγγράψει πολλές επιστημονικές εργασίες καθώς και ένα βιβλίο με τίτλο «Τα μανιτάρια της Ελλάδος» Υπηρετεί ως τακτικός ερευνητής στο ΕΘΙΑΓΕ – Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης.
Διαβάζουμε στο εξώφυλλο του βιβλίου
Όλα τα χρόνια που περιφέρομαι στην Ελληνική ύπαιθρο μελετώντας την άγρια μυκητοχλωρίδα μας, διαπίστωσα πως οι περισσότεροι Έλληνες καταναλώνουν τα μανιτάρια ψητά στα κάρβουνα με λίγο αλάτι, λάδι και λεμόνι ή τηγανητά. Σε πολύ λίγες περιοχές μαγειρεύονται μανιταρόσουπες, μανιταρόπιτες ή άλλες συνταγές. Όμως η ελληνική κουζίνα φημίζεται παγκόσμια για τη φαντασία της, τα αγνά υλικά που χρησιμοποιεί και το ελαιόλαδο. Φαίνεται λοιπόν πως όταν φτάνουμε στα μανιτάρια η φαντασία μας εξαντλείται. Έτσι αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο συνταγών με σκοπό να διευρύνω τη φαντασία της νοικοκυράς και συγχρόνως να συμβάλλω στην αγάπη του μέσου Έλληνα για τα μανιτάρια και στην εκτίμηση και το σεβασμό του για τη γενναιόδωρη φύση.

Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε: Υπάρχουν περισσότερα από 2000 είδη γνωστών αυτοφυών μανιταριών στην Ελλάδα και βέβαια δεν είναι όλα εδώδιμα. Μερικά είναι δηλητηριώδη και πολλά δεν τρώγονται γιατί είναι άνοστα, δύσοσμα, σκληρά ή πολύ μαλακά, μικρά ή σπογγώδη. Εάν λοιπόν αποφασίσετε να συλλέξετε άγρια μανιτάρια μόνοι σας, θα χρειαστείτε τουλάχιστον 2-3 βοτανικά βιβλία για την αναγνώριση μανιταριών ή τη βοήθεια γνωστών ή φίλων σας που έχουν εμπειρία. Θα πρέπει να είστε απόλυτα βέβαιοι ότι τα μανιτάρια που συλλέγετε είναι φαγώσιμα.

(Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του Δημήτρη Κελτεμλίδη, λάτρη και μελετητή της ελληνικής μυκητοχλωρίδας και των παραδόσεων γύρω από αυτήν)
Και τώρα δυο συνταγές μανταρόπτας (μανιταρόπιτας) από το Ζαγόρι και από τη Χαλκιδική από το ως άνω βιβλίο.













Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Ο Γιώργος έχει σε ένα ποσοστό γιαννιώτικο DNA, κρατάει από τον Γυμνασιάρχη της Ζωσιμαίας Μανάρη.


Η Γιαννιώτισσα Περσεφόνη Μανάρη προγιαγιά του Γιώργου Παπανδρέου!
Τι αποκαλύπτει ρεπορτάζ του Φιλήμονα Καραμήτσου στον Πρωινό Λόγο των Ιωαννίνων.

Πολλοί ήταν οι Γιαννιώτες που αναρωτήθηκαν τι εννοούσε ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν στην πρόσφατη ομιλία του στα Γιάννινα επεσήμανε ότι είναι στενή η οικογενειακή του σχέση με την πόλη!
Πράγματι, η οικογένεια Παπανδρέου, και κατά συνέπεια και ο σημερινός Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, έχουν στενούς δεσμούς με τα Γιάννινα, οι οποίοι είναι καλά ριζωμένοι στο βάθος της ιστορίας.
Μια πρώτη αναφορά σε αυτούς τους δεσμούς έγινε με σχόλιο του «Π.Λ» στο φύλλο της περασμένης Τετάρτης. Το σχόλιο αυτό στάθηκε αφορμή ο έγκριτος δημοσιογράφος Φιλήμονας Καραμήτσος να μας στείλει ένα παλαιότερο, πολύ κατατοπιστικό, δικό του ρεπορτάζ στον «Η.Α.», επί του συγκεκριμένου θέματος.
Η γιαγιά του Γιώργου Παπανδρέου, Σοφία Μινέικο, η πρώτη σύζυγος του παππού του Γιώργου Παπανδρέου και μητέρα του πατέρα του Ανδρέα Παπανδρέου, κατάγονταν κατά το ήμισυ από τα Γιάννινα. Ήταν κόρη του Πολωνού Ζίγκμουντ Μινέικο και της Γιαννιώτισσας Περσεφόνης Μανάρη. Το ότι η γιαγιά του Γιώργου Παπανδρέου ήταν κόρη του Ζίγκμουντ Μινέικο είναι γνωστό. Το μη διαδεδομένο ως προς την οικογενειακή καταγωγή του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι ότι η προγιαγιά του, δηλ. η μητέρα της γιαγιάς του Σοφίας, ήταν Γιαννιώτισσα!
Προκύπτουν δύο ερωτήματα: Πώς συναντήθηκαν ένας Πολωνός και μια Γιαννιώτισσα, σε μια εποχή που οι μετακινήσεις ούτε εύκολες, ούτε συχνές ήταν; Και ποια ακριβώς ήταν η δράση της οικογένειας Μανάρη στα Τουρκοκρατούμενα Γιάννινα;
Ο Ζίγκμουντ Μινέικο βρέθηκε στα Γιάννινα στη δεκαετία του 1870 για να εργαστεί ως Νομομηχανικός της Τουρκικής Πύλης σε έργα στην Ήπειρο και την Θεσσαλία. Είδε την όμορφη Γιαννιώτισα, την ερωτεύτηκε, την νυμφεύτηκε και απέκτησαν εφτά παιδιά, ένα από τα οποία ήταν η Σοφία. Ο Μινέικο συνέβαλε στην απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων, όταν μετέφερε προσωπικά στον βασιλιά Κωνσταντίνο τα σχέδια των οχυρών του Μπιζανίου, τα οποία είχε κατασκευάσει. Παρασημοφορήθηκε μάλιστα από το βασιλιά για αυτή του την πράξη.
(η πράξη αυτή αποδίδεται κατά έγκυρες άλλες πηγές στον ομογενή από τη Σμύρνη αξιωματικό του τουρκικού στρατού Νικολάκη Εφέντη – βλέπε ανάρτηση- που σχεδίασε τα οχυρά στο σπίτι του γιαννιώτη Λάππα)
Όσον αφορά στην οικογένεια της μητέρας της Σοφίας Μινέικο, της Περσεφόνης Μανάρη, η δημοσιογραφική έρευνα του κ. Καραμήτσου αποκάλυψε ενδιαφέροντα στοιχεία.
Ο Σπυρίδων Μανάρης, πατέρας της Περσεφόνης, «ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Γεννήθηκε το 1806 και πέθανε στα Γιάννινα το 1886.
Διετέλεσε Γυμνασιάρχης της Ζωσιμαίας (κατά τα διαστήματα 1855-1857 και 1862-1879), στην οποία και δίδαξε από την 1η Σεπτεμβρίου 1852 ως και το 1886. Μαθηματικός και συγγραφέας μαθηματικών βιβλίων για το σχολείο, διακρίθηκε για το εύρος των γνώσεών του και την παιδεία του, ήταν μαθητής και του Αθανάσιου Ψαλίδα.
Ήταν ο πρώτος Γιαννιώτης γυμνασιάρχης της Ζωσιμαίας και βοήθησε τα μέγιστα στην εύρυθμη λειτουργίας της».
Μάλιστα ο κ. Καραμήτσος θυμίζει ότι το 2006 που ο Γιώργος Παπανδρέου είχε ξαναεπισκεφθεί τα Γιάννινα, μίλησε στους μαθητές της Ζωσιμαίας για τον προ-προπάππου του Σπυρίδωνα Μανάρη, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε και το μνημείο που έχει στηθεί στο Αρχιμαντρειό στη μνήμη του Γυμνασιάρχη.
Ορθά, λοιπόν, ο Γιώργος Παπανδρέου αναγνωρίζει τις Γιαννιώτικες ρίζες του, κάνοντας αναφορά σε αυτές.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Ο Γρηγόρης Καψάλης στη Βασιλαρχόντισσα.



Ωρε δεν είναι κρίμα κι άδικο,
Βασιλαρχόντισσα.
Δεν είναι κι αμαρτία να ειν’ η Βασι-
μωρέ να ειν’ η Βασίλω η Βάσω, σ’ ερημιά;

Ωρε να ειν’ η Βασιλω σ’ ερημιά,
Βασιλαρχόντισσα.
Σε κλέφτικα λημέρια να στρώνει πε-
μωρέ να στρώνει πεύκα η Βάσω, στρώματα.

Ωρε να στρώνει πεύκα στρώματα,
Βασιλαρχοντισσα.
Κι οξιές προσκεφαλάκια κι ο Θύμιος Γα-
μωρέ κι ο Θύμιος Γάκης Βάσω μ’, φώναξε.

Ωρε κι ο Θύμιος Γάκης φώναξε,
Βασιλαρχόντισσα.
Από ψηλή ραχούλα, για σήκω Βα-
μωρέ για σήκω Βάσω απάνω, κι έφεξε.

Οι ληστοσυμμορίες του Σαρακατσάνου Βαγγέλη Τάκου και του Θύμιου Γάκη στις 27 Ιουλίου 1884 στο Μέτσοβο, απήγαγαν την κόρη του Νικολάκη Αβέρωφ, Ευδοκία, σύζυγο του Σεργίου Τζοανόπουλου, την περίφημη Βασιλαρχόντισσα του δημοτικού τραγουδιού.
Η απαγωγή έγινε μετά από προτροπή του Μετσοβίτη Γεωργίου Ντάλα και το Μεσολογγίτη Φλέγκα, που εργαζόταν στο Μέτσοβο και τον οποίο είχε ραπίσει ο Νικολάκης Αβέρωφ, επειδή πέρασε από το Κουλτούκι του Μετσόβου, όπου κάθονταν μόνο οι άρχοντες.

Οι ληστές μετά την απαγωγή κατέφυγαν στο πυκνοδάσος της Βάλια Κάλντα και σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή στην περιοχή Περτουλίου Τρικάλων.
Ο Γάκης συνελήφθη το 1894, κατόπιν προδοσίας, και δικάστηκε στα Γιάννενα σε ισόβια δεσμά.
Η μαρτυρία της Βασιλαρχόντισσας Ευδοκίας, την οποία ο Γάκης κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της την προστάτεψε, στάθηκε ικανή για τη μη καταδίκη του ληστή σε θάνατο.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Γάκης μετά την απόδοση χάριτος, κατέφυγε με τη βοήθεια των Χατζηγακαίων στο Παπασλί της Μ. Ασίας, όπου παντρεύτηκε την κόρη του εκεί δημάρχου, Παναγιώτη Κλάρα, Ευαγγελία.
Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις τον Ελληνικό Στρατό .
1)ΕΔΩ μιά άλλη εκτέλεση του τραγουδιού

2) Τρεις παραλλαγές του τραγουδιού

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Κιλελέρ: 6 Μαρτίου 1910


Μαρίνος Αντύπας
(1872-1907)

Τα όρια του θρύλου αγγίζει η σύντομη ζωή του Μαρίνου Αντύπα , του μεγάλου οραματιστή και αγωνιστή του αγροτικού ζητήματος που έπεσε θύμα των δολοφονικών σχεδίων των μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσσαλίας, την ώρα που προσπαθούσε να αφυπνίσει τους εξαθλιωμένους κολίγους, μόλις πριν από έναν αιώνα, το 1907.

Ο Μαρής, όπως τον φώναζαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στα Φερεντινάτα της Πυλάρου, στην Κεφαλονιά, όπου πρωτοείδε το φως της ζωής το 1872, είχε αρκετή τρέλα ώστε να βαφτίσει στην αυγή του 20ου αιώνα δύο κοριτσάκια με τα ονόματα Επανάσταση και Αναρχία.

Αλλά και στη σύντομη ζωή του αυτές τις δύο αξίες πρέσβευε: την Επανάσταση και την Αναρχία, με την έννοια της αταξικής κοινωνίας. Η ζωή του ολόκληρη εξάλλου ήταν ένας αγώνας κατά της καταπίεσης και υπέρ της ελευθερίας, εθνικής και κοινωνικής, η οποία σημαδεύτηκε από τους αγώνες του και τις ιδέες του στις οποίες έμεινε πιστός μέχρι το βίαιο τέλος της ζωής του.

Δεν τον πτόησαν ούτε μία στιγμή οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι απειλές. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που είχε απευθύνει στους εξαθλιωμένους Θεσσαλούς κολίγους, καθώς διέτρεχε τον κάμπο απ’ άκρη σ’ άκρη, και με φλογερούς λόγους τους προέτρεπε να διεκδικήσουν τα αυτονόητα δικαιώματα τους πάνω στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούσαν: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ‘ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας».

Ο Μαρίνος Αντύπας ούτε αγρότης ήταν ούτε πολύ περισσότερο γαιοκτήμονας. Πρωτότοκος γιος του μαραγκού και ξυλογλύπτη Σπύρου Αντύπα, τελείωσε με χίλιες στερήσεις το γυμνάσιο στην Κεφαλονιά και έφτασε στην Αθήνα με το όνειρο να γίνει δικηγόρος. Αλλά δεν έμελλε ποτέ να πάρει το πτυχίο της Νομικής. Αντίθετα έρχεται σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που εμπνέονται από τον Σταύρο Καλλέργη, μυείται στις σοσιαλιστικές ιδέες και ενεργοποιείται στον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο.

Το 1897 μαζί με άλλους συμφοιτητές του κατεβαίνει στην Κρήτη και πολεμά ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Ο τραυματισμός του στο στήθος σε μια μάχη τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Αθήνα.

Απογοητευμένος αλλά και οργισμένος τόσο από την έκβαση της Κρητικής Επανάστασης όσο και από την άδοξη κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 μετατρέπεται σε δριμύ κατήγορο του Παλατιού, το οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τα εθνικά δεινά.

Η ενεργός συμμετοχή του στο λαϊκό συλλαλητήριο στην πλατεία Ομονοίας στις 14 Σεπτεμβρίου 1897, όπου ομιλία του στηλιτεύει με σφοδρότητα τη στάση του Παλατιού προκαλεί τη σύλληψη του και την προσαγωγή του σε δίκη. Στις 8 Ιανουαρίου 1898 καταδικάζεται σ’ ένα χρόνο φυλάκιση στις φυλακές της Αίγινας ενώ χαρακτηρίζεται ως «επικίνδυνος».

Οι συνθήκες κράτησης του χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά σκληρές. Οι εντολές του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν αφήνουν περιθώρια παρεξήγησης για τον «επικίνδυνο» Αντύπα: Σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 4176 διαταγή πρέπει να τεθεί σε απομόνωση και να μην έρχεται σε επαφή με κανέναν. Αν δε συμμορφωθεί επιβάλλεται να τον δέσουν μέσα στο κελί του και να τον θέσουν “υπό άναλον δίαιτα”.

Μετά την αποφυλάκισή του εγκαταλείπει οριστικά τις σπουδές του και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στη Κεφαλονιά εκδίδει την εφημερίδα “Ανάσταση”, με σκοπό τη διάδοση των σοσιαλιστικών του ιδεών. Το πρώτο φύλλο της «Ανάστασης» κυκλοφορεί στις 29 Ιουλίου του 1900, αλλά για μία ακόμη φορά οι ιδέες του Αντύπα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την καθεστηκυία τάξη και ξεκινά νέος γύρος διώξεων με αποτέλεσμα να ανασταλεί η έκδοση μέχρι και τις 3 Ιουλίου 1904 οπότε επανεκδίδεται απρόσκοπτα έως τις 27 Απριλίου 1907, μόλις λίγες ημέρες μετά το βίαιο θάνατο του.

Το 1906 φτάνει στη Θεσσαλία, να εργαστεί ως επιστάτης στα τσιφλίκια του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση, ενός πλούσιου γεωπόνου ομογενή από τη Ρουμανία, τον οποίο ο ίδιος είχε πείσει σ’ ένα ταξίδι του στο Βουκουρέστι το 1903 να αγοράσει κτήματα στη συγκεκριμένη περιοχή.

Ο Αντύπας ωστόσο δε θα μπορούσε να μοιάζει λιγότερο με την τυπική εικόνα που έχουμε για έναν επιστάτη τσιφλικιών. Ξεκινά αμέσως να δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την άθλια ζωή των κολίγων, η οποία καθόλου δεν είχε βελτιωθεί με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, για να μην πούμε ότι είχε επιδεινωθεί.

Με το θείο του ως σύμμαχο βάζει μπουρλότο στο θεσσαλικό κάμπο: παραχωρεί στους κολίγους εκτάσεις για βοσκοτόπια, για να χτίσουν σπίτια στη θέση των καλυβιών που μένουν μέχρι τότε, τους παραχωρεί το δικαίωμα να κρατούν το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε μέχρι τότε, εφαρμόζει τις αργίες, όπως αυτή της Κυριακής πριν ακόμη καθιερωθεί από το κράτος, κάτι που θα γινόταν το 1910, χτίζει σχολεία για τα παιδιά τους, τους οργανώνει σε αγροτικούς συνδέσμους. Παράλληλα αλωνίζει ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο μιλώντας στους αγρότες για τα δικαιώματα τους στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούν και τους κινητοποιεί να απαιτήσουν δυναμικά τη διανομή της γης, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι αρχές του 1907.

Όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για να μπορέσουν να τα χωνέψουν οι μεγαλοτσιφλικάδες που είδαν ξαφνικά την εξουσία τους πάνω στη γη τους αλλά και στις ζωές των κολίγων τους να αμφισβητείται. Οι πρώτες προσπάθειες να αναχαιτίσουν τον οραματιστή Μαρίνο Αντύπα, μέσω συστάσεων από τη Νομαρχία και τη Χωροφυλακή, πέφτουν στο κενό.

Σαν έτοιμος από καιρό ο Αντύπας συνέχιζε τόσο τη δράση του όσο και το μονοπάτι που θα οδηγούσε στο σίγουρο θάνατο του. Οι μεγαλοτσιφλικάδες οπλίζουν τότε το χέρι –και ζεσταίνουν με μόλις 12 χιλιάδες δραχμές την τσέπη- του Ιωάννη Κυριακού, ο οποίος ήταν επιστάτης στα τσιφλίκια του Αριστείδη Μεταξά, συνεταίρου του Γ.Σκιαδαρέση. Η συνωμοσία στήνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να φανεί ως αυτοάμυνα ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Η μοιραία νύχτα ήταν εκείνη της 8ης Μαρτίου του 1907. Ο μόλις 35 ετών Μαρίνος Αντύπας δολοφονείται άνανδρα από τον Κυριακού, όταν δέχεται μια σφαίρα από δίκαννο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν» και εκπνέει στην αγκαλιά του ξαδέλφου του Παναγιώτη Σκιαδαρέση. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία".

Οι Αρχές ωστόσο δεν είχαν καμία πρόθεση να αποδώσουν δικαιοσύνη αλλά το αντίθετο, αφού καλύπτουν πλήρως το δολοφόνο. Ο αστυνόμος στο τηλεγράφημα του προς το Υπουργείο Εσωτερικών αναφέρει: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Στη δίκη που ακολουθεί ο Κυριακού αθωώνεται πανηγυρικά.

Εντύπωση προκαλεί και το δημοσίευμα της 10ης Μαρτίου 1907 της προσκείμενης στην Κυβέρνηση και στο Παλάτι εφημερίδα ΕΣΤΊΑΣ, που αναφέρεται στο θάνατο του Αντύπα: «Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει, ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του». Με λίγα λόγια «Ας πρόσεχε κι αυτός κι όποιος τολμήσει να τον μιμηθεί»…!

Παρά τον πρόωρο θάνατο του ωστόσο, μέσα σε δύο μόλις χρόνια, ο Μαρίνος Αντύπας πρόλαβε να σπείρει στον εύφορο κάμπο της Θεσσαλίας το σπόρο της επανάστασης αφυπνίζοντας τους εξαθλιωμένους επί αιώνες κολίγους να διεκδικήσουν τα αυτονόητα δικαιώματα τους πάνω στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούσαν.

Με το θάνατο του θα γίνει ο πρώτος μάρτυρας του αγροτικού ξεσηκωμού και ο πρώτος ουσιαστικά νεκρός της μεγάλης εξέγερσης του Κιλελέρ, που θα ξεσπάσει στην επέτειο των τριών χρόνων από το βίαιο και άδικο χαμό του, στις 6 Μαρτίου 1910.

Ο Μαρίνος Αντύπας θάφτηκε στο μέρος που αγωνίστηκε. Ο τάφος του βρίσκεται στο χωριό Ομόλιο, εκεί όπου σήμερα είναι τοποθετημένη η προτομή του, στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου.

Τα κείμενα του είναι ελάχιστα αλλά υπάρχει ένα παράθεμα, η αρχή από το τελευταίο του άρθρο, με τίτλο "ΤΙ ΕΙΜΑΙ", που μας αποκαλύπτει το "πιστεύω" αυτού του μεγάλου αγωνιστή:

"Είμαι Σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως Παντοκράτορα, ποιητή ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης, την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφότητα".
ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ kefaloniainfo




Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να μου τον φέρετε στο στρώμα
που λέει στους χουσμεκιάρηδες
που λέει στους μεσιακάρηδες
ότι δικό τους είν' το χώμα.

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να σταματήσει πια να δασκαλεύει
με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς
πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει
θα ζει και θα πεθαίνει σα ραγιάς.

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
που κατσαπλιάδες έχει γύρω,
παράδες θα γεμίσετε
το στόμα αν του κλείσετε
που τάζει στους κολίγους κλήρο.

Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο
αυτόν τον σαρδανάπαλο
να σταματήσει πια να δασκαλεύει
με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς
πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει
θα ζει και θα πεθαίνει σα ραγιάς


ΣΧΕΤΙΚΑ: 1) Θεσσαλία γη των κολίγων.
2) Ο Άγιος των κολίγων
3) Κώστας Βίρβος Θεσσαλικός κύκλος

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Απόκριες και τζαμάλες στα Γιάννενα






Ο πολιτικός μηχανικός Γιάννης Παπαϊωάννου
διασώζει την γιαννιώτικη παράδοση και γράφει για τα έθιμα της αποκριάς και τις τζαμάλες στα Γιάννινα


ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΙΟΡΤΑΖΟΝΤΑΝ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ


Η περίοδος της αποκριάς στη συνείδηση του λαού είναι συνδεδεμένη με τα γλέντια, με τις φωτιές στις γειτονιές, με τα περιπαικτικά τραγούδια και τους μασκαρεμένους. Γενικά ένα φορτισμένο κλίμα χαράς, κεφιού και χαλάρωσης του καθωσπρεπισμού επικρατεί στις σχέσεις των ανθρώπων στις γειτονιές, στους δρόμους, στις πλατείες.
Οι συνήθειες αυτές είναι κατάλοιπα της διονυσιακής λατρείας, από τις γιορτές που γινόταν κάθε χρόνο-στην αρχαιότητα-με τον ερχομό της ανοίξεως.
Η άνοιξη είναι η εποχή, που φέρνει την αναζωογόνηση και το ζωντάνεμα στη φύση-είναι η εποχή που σκορπάει στο διάβα της την ελπίδα της ζωής στα ναρκωμένα ζώα, στα φοβισμένα πουλιά, στα τυραννισμένα από το κρύο δέντρα, στη χέρσα γη, στον ταλαιπωρημένο και κουρασμένο άνθρωπο.

Και ο Διόνυσος, ο Θεός της Αμπέλου, προσκαλεί στο γλέντι και με το άφθονο κρασί που παρεκτρέπει από τα καθιερωμένα τους μέχρι χθες τρομαγμένους-από την περίοδο του χειμώνα-ανθρώπους και γίνεται ο Θεός της ευθυμίας και της χαράς.
Ο χριστιανισμός που επικράτησε αργότερα, δεν μπόρεσε να καταργήσει ολοκληρωτικά τις γιορτές αυτές του ξεφαντώματος, που γίνονταν και εξακολουθούν να γίνονται σε μια μεταβατική περίοδο εξόδου στην αναζωογόνηση της φύσης (κατά τη χαρακτηριστική έκφραση των παλαιοτέρων "την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου αλλάζουν τα αίματα").

Σε αντιστάθμισμα των εθίμων αυτών, οι πατέρες της εκκλησίας έχουν θεσπίσει την προπαρασκευαστική περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής σαν περιόδους προετοιμασίας, κατανοήσεως και συμμετοχής στην γιορτή της ανάστασης του Χριστού, με την οποία συντελείται η νέκρωση του θανάτου και η πραγματική αναγέννηση της ζωής.

Ας παρακολουθήσουμε την αντιπαράθεση των στοιχείων των δυο παραδόσεων, αρχαίας και χριστιανικής, που αφορούν την περίοδο της Αποκριάς.
Η χρονική περίοδος που ξεκινάει από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και κλείνει με τον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου λέγεται Τριώδιο, από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο με τα βιβλικά αναγνώσματα και τους ύμνους της εν λόγω περιόδου, οι οποίοι αποτελούνται από τρεις μόνο ωδές και όχι εννιά, όπως συνηθίζεται στη βυζαντινή υμνογραφία.
Η εκκλησία καλεί τους χριστιανούς σε ταπείνωση μπροστά στο Θεό(δηλαδή έλεγχο των πράξεων τους και μετάνοια) με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου, που διαβάζεται την ομώνυμη Κυριακή. Αυτή την Κυριακή-όπως έλεγαν οι παλιοί -"ανοίγει το Τριώδι".
Δειλά-δειλά κάνουν την εμφάνιση τους οι πρώτοι μασκαρεμένοι στους δρόμους τρομάζοντας και πειράζοντας, άλλοι καλόγουστα κι' άλλοι με χοντρό τρόπο κοπέλες και μικρά παιδιά.

Την εβδομάδα που μεσολαβεί από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Ασώτου έχει καταργηθεί η περιορισμένη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής. Ο κόσμος δεν νηστεύει τις μέρες αυτές με λάδι και τρώει ό,τι να' ναι (ψάρια, κρέατα-τυριά κ.λ.π.) όλη την εβδομάδα. Παλιότερα έλεγαν για την εβδομάδα αυτή "είναι αρτς βούρτς".
Η Κυριακή του Ασώτου, που ακολουθεί την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, είναι για τους χριστιανούς μια πρόσκληση για επιστροφή στις πατρικές αγκάλες του Θεού, του αμαρτωλού που έρχεται σε επίγνωση και μετανοεί (δηλ. αλλάζει τρόπο ζωής και επανέρχεται ολοκληρωτικά στο Θεό). Μετά την Κυριακή του Ασώτου ακολουθεί η Τσικνοπέμπτη.
Οι νοικοκυρές είχαν πολλή δουλειά στη κουζίνα την ημέρα αυτή. Ετοίμαζαν ντολμάδες, κεφτέδες, πίτες λογιών-λογιών. Φτιάχναν γλυκά(κανταΐφι, μπακλαβάδες, κλωστά). Από νωρίς το απόγευμα παρέες μασκαρεμένων επισκέπτονται σπίτια γνωστών και συγγενών, χόρευαν και τραγουδούσαν και δεν φανέρωναν τα πρόσωπα τους, αν δεν τους αναγνώριζε κάποιος από τους νοικοκυραίους.

Οι μασκαρεμένοι δεν έφευγαν, αν δεν δοκίμαζαν τους μεζέδες και τα γλυκά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά του σπιτιού ειδικά την Τσικνοπέμπτη. Πότε για να αναγνωρίσουν κάποιο μασκαρεμένο, πότε για να σύρουν ένα γύρο στο χορό μέσα στο σπίτι τους, πότε για ν' ακούσουν κάποιο στιχοπλάκι από μερακλωμένο περαστικό της γειτονιάς, πότε για να βρουν ρούχα από το σεντούκι για να ντύσουν τα παιδιά τους αποκριάτικα, οι νοικοκυρές μπαινόβγαιναν στην κουζίνα, αφαιρούνταν και τσίκνωναν τα φαγητά.

Έτσι από τα τσικνωμένα φαγητά πήρε το όνομα της η Τσικνοπέμπτη. Στα παλιότερα χρόνια ήταν καθιερωμένη συνήθεια των μαστόρων να κουβαλάνε το βράδυ της Τσικνοπέμπτης "τα βιολιά" στα σπίτια τους, να καλούνε τους υπαλλήλους τους (καλφάδες) μαζί με τις οικογένειες τους και να γλεντάνε όλοι μαζί... Τα τραγούδια, τα αστεία, τα φαγητά και το κρασί έδιναν και έπαιρναν στις βεγγέρες αυτές της Τσικνοπέμπτης. Όλοι έπρεπε να γλεντήσουν το βράδυ της Τσικνοπέμπτης.

Εκτός από τους μαστόρους και τους υπαλλήλους τους, γλέντι οικογενειακό έκανε και κάθε οικογενειακό έκανε κάθε νοικοκύρης συγκεντρώνοντας συγγενείς και φίλους με τα παιδιά τους. Οι καλεσμένοι έρχονταν με διάφορα πράγματα(πίτες, γλυκά, δώρα), για να ενισχύσουν το γιορταστικό τραπέζι και να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα, μέχρι ν' αρχίσει το κέφι με τα τραγούδια του τραπεζιού στην αρχή και να ακολουθήσει στην συνέχεια ο χορός και τα αποκριάτικα στιχοπλάκια. "Με την Τσικνοπέμπτη πιάνεται σαρακοστή" έλεγαν οι παλιοί.
Πως όμως, αφού τρώμε κανονικά, πλούσια κι απ΄ όλα τη μέρα αυτή; Πράγματι δυο μέρες, η Τετάρτη και η Παρασκευή, που περικλείουν την Τσικνοπέμπτη, έχουν ξεχωριστεί και ανήκουν στην Μεγάλη Σαρακοστή. Τις δυο αυτές μέρες επανερχόμαστε στη νηστεία με αποχή του κρέατος. Στην εκκλησία δεν τελείται η θεία Λειτουργία. Στον εσπερινό της Τετάρτης χαιρετίζουμε την Μ. Σαρακοστή με τον παραπάνω ύμνο:
"Ανέτειλε το έαρ της νηστείας και το άνθος της μετανοίας
αγνίσωμεν ουν εαυτούς αδελφοί, από παντός μολυσμού,
τω φωτοδότη ψάλλοντες, είπωμεν-δόξα
σοι, μόνε Φιλάνθρωπε".
Στον εσπερινό του Σαββάτου του 1ου ψυχοσάββατου, του λεγόμενου και κρεατινού, οι γυναίκες φροντίζουν και πηγαίνουν στην εκκλησία με λάδι, ανάμμα, πρόσφορο και βρασμένο σιτάρι τοποθετημένο σ' ένα πιάτο και κεντημένο με ζάχαρη και κανέλλα. Αφού δώσουν το μπουκάλι με το λάδι στον καντηλανάφτη για το άναμμα των καντηλιών και αφού αφήσουν το άναμμα και το πρόσφορο μέσα στο ιερό, περιμένουν υπομονετικά τον παπά να τους διαβάσει τα ονόματα των κεκοιμημένων συγγενών τους. Η ανάμνηση και η αναφορά των ψυχών των κεκοιμημένων είναι εκδήλωση αγάπης και θλίψης γι' αυτούς-είναι ακόμα εκδήλωση της συνέχειας της ζωής πέρα από τη φθαρτότητα και από το θάνατο. Την έννοια της ανάμνησης των κεκοιμημένων και της συγχώρεσης των αμαρτιών τους έχει, στο τέλος του εσπερινού, το μοίρασμα του σταριού από τις γυναίκες στους παρευρισκόμενους στο προαύλιο της εκκλησίας και η αυθόρμητη ευχή απ' αυτούς που το παίρνουν "Θεός σχωρέστ' τους" ή "Θεός σχωρέστ' τ' αποθαμένα σας".

Η Κυριακή της Απόκρεω ή της Αποκριάς, αμέσως μετά το 1ο ψυχοσάββατο, έχει σκοπό να προετοιμάσει τον χριστιανό την εβδομάδα που ακολουθεί σε μια περιορισμένη νηστεία (αποχή από κρέας, εξ ου και τα αποκριά). Στην εκκλησία διαβάζεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κρίσεως, το δε νόημα των ύμνων που αναφέρονται την ημέρα της κρίσεως είναι συγκλονιστικό. Όμως 1η Κυριακή της αποκριάς είναι Κυριακή Κρεατινή ή της Κρεοφάγου.

Και οι νοικοκυρές φροντίζουν να φτιάξουν πίτες (κρεατόπιτες, κοτόπιτες), κεφτέδες, ντολμάδες, για να φάνε οι οικογένειες τους και να έχουν να προσφέρουν στους μασκαρεμένους, που θ' αρχίσουν να τους επισκέπτονται από νωρίς το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής.
Οι μασκαρεμένοι μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς ή γείτονες της οικογένειας κι' είναι όλοι τους το ίδιο καλοδεχούμενοι για το σπίτι, γιατί με τα αστεία και τα τραγούδια τους προσφέρουν μιαν αλλαγή στον καθημερινό ρυθμό της ζωής, σκορπούν, μια νότα χαράς και ευθυμίας στις Κυριακές της χρονιάς.

Και ερχόμαστε στο 2ο ψυχοσάββατο και την 2η αποκριά, την Κυριακή της Τυροφάγου ή την Τυρινή. Οι χωριάτες δεν έδιναν το γάλα στον τυροκόμο το Σάββατο και την Κυριακή της Τυρινής. Το κρατούσαν για τις δικές τους ανάγκες. Σ' όλα τα σπίτια έπηζαν γιαούρτι της σακούλας, έφτιαχναν πίτες (γαλατόπιτες και τυρόπιτες) και περίμεναν με αγωνία το βράδυ της Κυριακής είτε για το οικογενειακό σπιτικό γλέντι, είτε κυρίως, για να διασκεδάσουν στις φωτιές(τζαμάλες), που γίνονταν στις γειτονιές.
Στον εσπερινό του 2ου ψυχοσάββατου η Εκκλησία ποιεί μνήμην των εν ασκήσει λαμψάντων οσίων και θεοφόρων Πατέρων. Οι πατέρες της εκκλησίας έμπρακτα και χειροπιαστά έφεραν σε πέρας τον δύσκολο αγώνα της ανθρώπινης σωτηρίας και της ελπίδας της μέλλουσας ζωής. Έτσι το 2ο ψυχοσάββατο συνήθιζαν να μην πηγαίνουν οι γυναίκες στάρι στην Εκκλησία, γιατί δεν το έχουν ανάγκη οι θριαμβευτές αγωνιστές της-αντίθετα όπως έλεγαν οι γιαννιώτισσες "οι άγιοι Πατέρες πρέπει να παρακαλέσουν για την σωτηρία των ζωντανών".
Η Κυριακή της Τυροφάγου λέγεται και της Συγνώμης καθώς και "της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτόπλαστου Αδάμ". Το ευαγγελικό ανάγνωσμα που διαβάζεται την εν λόγω Κυριακή αναφέρεται ξεκάθαρα στη νηστεία και την συγχώρεση.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο δάσκαλος δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά συντηρούνταν από τις συνδρομές της κοινότητας όπου δίδασκε. Τότε τα κύρια και αποκλειστικά αναγνώσματα των μαθητών ήταν από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Έτσι όταν τα παιδιά έφταναν στο κείμενο που έλεγε "...επ' αυτά τα πετεινά" έπρεπε κάθε σπίτι να στείλει στον δάσκαλο χάρισμα έναν πετεινό.
Κι όταν τις παραμονές της Κυριακής της Τυροφάγου διάβαζαν για τον πεπτωκότα Αδάμ, κάθε μαθητής προμήθευε τον δάσκαλο με πίτα και κότα.
Η νηστεία θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Μεγάλης Σαρακοστής, της περιόδου που ξεκινάει την επομένη της Κυριακής της συγνώμης.
Με φόντο της νηστείας που έρχεται, δικαιολογείται κατά κάποιο τρόπο το γλέντι και το ξεφάντωμα που κυριαρχεί το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής μέχρι τα ξημερώματα της καθαρής Δευτέρας.
Ένα παλιό, πασίγνωστο λαϊκό αποκριάτικο τραγούδι λέει:

Ξύλα για τ’ς αποκριές
να χορεύουν οι γριές
με τις κόκκινες ποδιές
κόκκινες και παρδαλές.

Πάει η βάβω για νερό
για να λούσει το γαμπρό
τον γαμπρό το Νικολή
πούναι όμορφο παιδί.

Στα παλιότερα χρόνια, πολύ πριν αρχίσει το Τριώδι, τα παιδιά κάθε γειτονιάς προγραμμάτιζαν από που θα αρπάξουν ή θα ζητήσουν ξύλα κι έβρισκαν κρυψώνες, όπου τα ασφάλιζαν, για να τα φανερώσουν τις παραμονές της Κυριακής της Τυροφάγου στην πλατεία, όπου θα στήνονταν η φωτιά της γειτονιάς.
Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου άναβε η φωτιά και γύρω από αυτήν μαζεύονταν μεγάλοι και μικροί σέρνοντας το χορό και τραγουδώντας δημοτικά ή περιπαικτικά αποκριάτικα τραγούδια.
Συνήθως το προβάδισμα στον χορό το είχε κάποιος γεροντότερος γλεντζές μερακλής ή κάποια γνωστή μεσόκοπη της γειτονιάς με πειρακτικές διαθέσεις, που γνώριζαν αρκετά τραγούδια, τραγουδούσαν δε κάθε στίχο μόνοι τους και τον επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι. Λειτουργούσε δηλαδή ο χορός σαν πολυφωνικό συγκρότημα και ταυτόχρονα χορευτικό.

Κάποτε, κάποιες αποκριές όχι και τόσο μακρινές-είχα την τύχη κι' εγώ να τις προλάβω-όλα ήταν απλά, μα το κέφι και η ευθυμία που επικρατούσαν ήταν άφθονα. Μια κανάτα κρασί, στο πιάτο καθαρισμένα φρούτα ή αυγά βραστά κομμένα στα τέσσερα, σ' άλλο πιάτο τυρί κι' ακόμα σπασμένες καρύδες, λίγο μεζέ αναλάμβαναν κατά διαστήματα γυναίκες της γειτονιάς να προσφέρουν να κρατηθεί και ν' ανάψει το γλέντι.
Και τα τραγούδια που χορεύονταν και τραγουδιόνταν ήταν πολλά. Συρτά στα τρία. Δημοτικά, λαϊκά, πειρακτικά ειδικά για την μέρα της αποκριάς.
Η Σαμιώτισσα, ο σγουρός βασιλικός, ξεκινάει μια ψαροπούλα απ’ το γιαλό κλπ.
Μπορούσε να σκορπίσει το κέφι σ’ όλους τους παριστάμενους το τραγούδι:
Λεμονάκι μυρωδάτο κι από περιβόλι αφράτο
Μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω…

Οι περαστικές παρέες των μασκαρεμένων ήταν πάντα καλοδεχούμενες και σεβαστές. Ήταν η αλλαγή και το διάλειμμα για ξεκούραση εκείνων, που πρωτοστατούσαν αυθόρμητα στην οργάνωση της φωτιάς.

Ύστερα από κάποια πειράγματα, κάποιο τράβηγμα μάσκας για πιθανή αναγνώριση της παρέας και το απαραίτητο κέρασμα με κρασί, φρούτα ή αυγά, τους δίνονταν το προβάδισμα στο χορό, για να τραγουδήσουν κάποιο αποκριάτικο τραγούδι, για παράδειγμα την "Κουμπαρούλα".
Πίσω απ’ την παλιά στρατώνα, τ’ ακούς κουμπάρα μ’ τ’ ακούς
Έχω μια ’γαπητικιά κουμπαρούλα μου γλυκιά.
Όλοι μου λένε να την πάρω, τ’ ακούς κουμπάρα μου τ’ ακούς.
Μα τα έξοδα πολλά κουμπαρούλα μου γλυκιά.
Δέκα λίρες ο αρραβώνας κι εκατό η παντριά κλπ.

Οι μασκαρεμένοι θα έφερναν βόλτα όλες τις φωτιές των Γιαννίνων, θα περνούσαν από τα γιαννιώτικα κέντρα που λειτουργούσαν τότε(στο Άλσος, στου Μαλάμου, στην ταβέρνα του Πάνου, στην "Κωνσταντινούπολη" του κατεδαφισθέντος ξενοδοχείου ΑΒΕΡΩΦ στην σημερινή κάτω πλατεία, στη "μάντρα του Αλέξη") καθώς και σε φιλικά σπίτια.
Πάντα υπάρχουν κάποια παιδιά της γειτονιάς που φρόντιζαν να κρατάνε αναμμένη τη φωτιά. Έτσι από ώρα σε ώρα έβλεπες να πετάγονται στα ύψη οι φλόγες κάνοντας έναν παράξενο θόρυβο από τα ξύλα που προσθέτονταν και διέκρινες μερικές νοικοκυρές-που γειτόνευαν τα σπίτια τους με την φωτιά-να σταματάνε το τραγούδι και να φωνάζουν μισοτρομαγμένες για την πιθανή μετάδοση της φωτιάς στην ξύλινη κουζίνας τους από κάποια αποκαΐδια που αιωρούνταν στον αέρα. Όμως γρήγορα ξεχνούσαν, για να παρακολουθήσουν τις ιδιότροπες κινήσεις από το τραγούδι "Πως στουμπίζουν το πιπέρι, οι διαβόλοι το καλοκαίρι. Με το γόνα τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν κ.λ.π.
Ή για να χαζέψουν με κάποιο γνωστό αποκριάτικο τραγούδι σαν αυτό:

Στης ακρίβειας τον καιρό θέλησα να παντρευτώ
Και μου δώσαν μια γυναίκα που ’τρωγε για πέντε δέκα.
Και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε έξι αυγά
Και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα μ’ έξι αρνιά.
Και το τρίτο της το βράδυ έφαγε ένα γελάδι, κλπ.

Μέσα στο πηγαινέλα των περίεργων και όταν άναβε για καλά το κέφι, γίνονταν και το παιχνίδι της χάψας. Ακόμα συνηθισμένα ήταν και τα γιαουρτώματα.
Η χάψα ήταν αυγό, βρασμένο σφιχτό, δεμένο προσεκτικά και αιωρούμενο από κλωστή. Την χάψα αιωρούσε κάποιος επιδέξιος της γειτονιάς και από τους παριστάμενους τυχερός ήταν εκείνος, που θα έβαζε την χάψα στο στόμα για να την φάει.

Οι παλιές φωτιές(τζιαμάλες) που άναβαν στα Γιάννινα ήταν:

Στη «Μάντρα» της Καλούτσιανης, όπου πρωτοστατούσε η κυρά Φώνη Μαλάμου, το γένος Αγγελάκη αρχίζοντας τον χορό με το τραγούδι:
Ν’ έρχεται ο σιδηρόδρομος με όλα του τα βαγόνια
Σέρνει βαγόνια δώδεκα με ρόδες ασημένιες.
Σέρνει και την αγάπη μου στο μεσιανό βαγόνι…
Από πίσω ακολουθούσαν άλλοι γείτονες και γειτόνισσες, που εναλλάσσονταν κατά διαστήματα για να παίρνουν δύναμη και να ξαναμπαίνουν με καινούργιο κέφι στον χορό.
Εκεί θ’ άκουγες να χορεύουν το αποκριάτικο τραγούδι:
Θαύμα που ’είδα ένα Σαββάτο
σ’ έναν πλάτανο από κάτω
επαντρέβαν έναν γέρο
εκατό χρονών τον ξέρω
και του δίναν κοριτσάκι
δεκαοχτώ χρονών τσουπράκι…

Στη συνοικία Σιαράβας, όπου πρωτοστατούσε στα τραγούδια, στο κέφι και στο παιχνίδι της χάψας ο παλιός γιαννιώτης Χαρίσης.
Στη Λούτσα, όπου η φωτιά άναβε έξω από το Παυλίδειο Δημοτικό Σχολείο (στη λεωφόρο Δωδώνης, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η κλινική Μπαλτογιάννη).
Στην πέρα Λούτσα (στους παλιούς «τούρκικους καφενέδες») κοντά στο καφενείο του Κοκώνη.
Στον Πλάτανο πίσω από το στάδιο της πόλης (στην παλιά συνοικία «Ντιντιρούτς») στη σημερινή συμβολή των οδών Σαμουήλ, Τεπελενίου, Δεσποτάτου Ηπείρου, Μελετίου Γεωγράφου και Δοσιθέου Φιλίτου.
Εδώ πρωτοστατούσαν στο γλέντι ο Παπλιάκος, ο Χρόνης Δρούγιας, ο Παπαρδής, ο αυτοκινητιστής Λάζος, ο Κώστας Σιαπάτης, ο Φάνης με το ταβερνάκι και το φημισμένο πατσά του, ο Τάτσης ο φούρναρης και άλλοι.
Το γλέντι εδώ θα σταματούσε χαράματα Καθαρής Δευτέρας.
Στην Καραβατιά.
Στην πλατειούλα του Πωλ, η οποία μετά καταργήθηκε, καθώς επικράτησαν οι φωτιές (τζαμάλες) στον Πλάτανο και στην Καραβατιά.
Καθοριστικός παράγων στην εξάλειψη του αυθόρμητου γλεντιού γύρω από τη φωτιά(τζαμάλα) με τα αποκριάτικα τραγούδια στα Γιάννινα πρέπει να ήταν τα χρόνια της εφταετίας, τότε που απαγορεύονταν δημόσιες συγκεντρώσεις πάνω από πέντε άτομα. Αυτό είχε σαν συνέπεια από το'68 μέχρι και το'74 να μη γίνονταν φωτιές(τζαμάλες) στα Γιάννινα, να χαθούν εν τω μεταξύ από την ζωή οι στυλοβάτες του γλεντιού και να ατονήσει το έθιμο από τους νεότερους.
Νέος φερτός κόσμος προστέθηκε στην πόλη από τα γύρω χωριά και άλλες πόλεις, που αγνοούσε αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο γλεντιού. Γειτονιές καινούριες δημιουργήθηκαν από το συνεχιζόμενο ρεύμα της αστυφιλίας στα Γιάννινα και την δεκαετία του'80 έκαναν την εμφάνιση τους διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι συνοικιών για την διατήρηση των εθίμων. Έτσι σήμερα φωτιές (τζαμάλες) με την φροντίδα των αντιστοίχων συλλόγων γίνονται στις εξής περιοχές:

►Στα Λακκώματα στην πλατεία Ειρήνης.

►Στην Λούτσα, στο πλάτωμα της οδού Καποδίστρια, στην συμβολή της με την οδό Πρεμετής.

►Στον πλάτανο πίσω από το στάδιο της πόλης.

►Στην πλατεία Σαπουντζάκη στην περιοχή Καλούτσιανης.

►Στην Καραβατιά, στην συμβολή των οδών Μελετίου Γεωγράφου, Γυναικών Πίνδου, Ευεργετών.

►Στου Αλλάχ, στην πλατεία δίπλα από το εβραϊκό νεκροταφείο.

►Στο Κάστρο.

Σήμερα και παρά την οικονομική ενίσχυση των συλλόγων από τον Δήμο σε μια φιλότιμη προσπάθεια διατήρησης και ξαναζωντανέματος του γραφικού εθίμου της φωτιάς(τζαμάλας) σκέπτεσαι μελαγχολικά τι είναι αυτό που λείπει, ώστε το διερχόμενο πλήθος να μπει στο χορό και να γλεντήσει-να γίνει ενεργό μέλος των δρώμενων γύρω από τη φωτιά. Λείπει σίγουρα ο αυθορμητισμός. Και η όρεξη για διασκέδαση. Ακόμα λείπει η ανάγκη γι' αυτού του είδους την εκτόνωση. Με το ιδιωτικό αυτοκίνητο γίνεται μια περιήγηση στις φωτιές της πόλης και αρκετοί είναι εκείνοι, που δεν συγκινούνται ούτε από το κρασί και τους μεζέδες που προσφέρονται δωρεάν ούτε θαμπώνονται από τον υπερβολικό των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων για τα όργανα που παίζουν-καλαματιανά και τσάμικα μόνον.
Από το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής οι φούρνοι δουλεύουν ασταμάτητα για να βγάλουν τις λαγάνες και να τις πουλάνε στο διερχόμενο πλήθος που τριγυρνάει από φωτιά σε φωτιά.

Βαθιά χαράματα της Καθαρής Δευτέρας και απ' όλο το γλέντι στις φωτιές δεν απομένουν παρά κάποια αποκαΐδια σε σωρούς στάχτης. Η περίοδος της τρελλής αποκριάς με τα καμώματα της έχει περάσει. Γι' αυτό και οι γεροντότεροι σχολίαζαν παλιότερα "πέθανε ο Κρέας πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος", δηλαδή ότι πέρασαν η Κυριακή η κρεατινή και η Κυριακή η τυρινή.
Από δω και μπρος καινούρια περίοδος αρχίζει. Είναι η Καθαρή Δευτέρα με την Σαρακοστή και τη νηστεία της. Κουράγιο και δύναμη για την περίοδο που ξεκινάει πια.
Την Καθαρή Δευτέρα έχουμε σε αρκετά μέρη τα λαϊκά δρώμενα για καλή γεωργική χρονιά με μιμητικό όργωμα και σπορά. Οι μεταμφιεσμένοι φορούν μάσκες, προκειμένου να ενσαρκώσουν τα πνεύματα της βλάστησης και της ανθοφορίας, που φέρνει η άνοιξη μετά την υποχρεωτική νάρκη του χειμώνα.
Η εβδομάδα που ξεκινάει την Καθαρή Δευτέρα ονομαζόταν κι εκείνη από τους παλιούς «Καθαροβδόμαδο». Και τούτο γιατί η κάθαρση των ψυχών και η μετάνοια που πρέπει να γίνεται από τους ανθρώπους την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, έπρεπε να συνδυάζεται και με τη γενική καθαριότητα του σπιτιού. Καθάρισμα λοιπόν στα χαλκώματα με στάχτη και λεμόνι, στις σίτες, στις κανίστρες του ψωμιού, στον πλάστη που έφτιαχναν τα φύλλα, στα πατώματα, στο μαγειργιό και ευκαιρία για γενικό ασβέστωμα του σπιτιού και της αυλής του.
Κουράγιο και δύναμη λοιπόν για την περίοδο της προετοιμασίας που ξεκινάει.

*** Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΙ ΑΓΩΝΕΣ των Ιωαννίνων στις 23 Φεβρουαρίου 2001.