Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Δύο ασθενείς σεισμοί σήμερα στην περιοχή μας

Σύμφωνα με το Σεισμολογικό Εργαστήριο  του Πανεπ. Αθηνών (αυτόματος υπολογισμός)
σήμερα 28 Σεπ. 2012 σημειώθηκε ασθενής σεισμός 2.2 R στις 8.16 το πρωϊ με επίκεντρο 12 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Ιωαννίνων με εστιακό βάθος μικρότερο των 10 χιλιομέτρων

και το βράδυ στις 8.45 ασθενής σεισμός 2,8 R με επίκεντρο 24 χιλιόμετρα δυτικά βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, με εστιακό βάθος μικρότερο των 10 χιλιομέτρων.
Ο σεισμός αυτός - παρά το μικρό του μέγεθος- έγινε αρκετά αισθητός στα Γιάννενα, πολλοί Γιαννιώτες βγήκαν στους δρόμους καθώς ο σεισμός συνοδεύονταν από βοή, ενώ προκάλεσε έντονο ταρακούνημα στα κτίρια, είχε ευτυχώς ελάχιστη διάρκεια.
Πιθανώς τα κτίρια συντονίστηκαν στις συχνότητες του σεισμού, ίσως αρκετή ενέργεια διοχετεύτηκε προς τα Ιωάννινα, και εξ αιτίας του μικρού εστιακού βάθους.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα www.seismoi.gr ο σεισμός είχε μέγεθος 3,2 R, επίκεντρο 14  χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Ιωαννίνων και εστιακό βάθος 5 χιλιόμετρα.
....................................
Ο Ηπειρωτικός Αγών του Σαββάτου 29 Σεπ. 2012 γράφει ότι το επίκεντρο ήταν  στην βορειοδυτική πλευρά της  πόλης. 

Ασθενής σεισμός με επίκεντρο μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων
Ασθενής σεισμική δόνηση σημειώθηκε χθες το βράδυ, στις 20.46 στα Γιάννενα. Ο σεισμός υπήρξε μεν ασθενής (κάτω από 3 ρίχτερ), εντούτοις έγινε ιδιαίτερα αισθητός, αφού ήταν επιφανειακός, ενώ το επίκεντρο του ήταν μέσα σε κατοικημένη περιοχή, και συγκεκριμένα στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης.
 Το Γεωδυναμικό Ινσιτιτούτο δεν έκανε σχετική ανακοίνωση, αφού θεωρεί τον σεισμό μη ανησυχητικό, μεμονωμένο γεγονός, από αυτά που συμβαίνουν κατά δεκάδες στην επικράτεια. 
Να σημειωθεί ότι πριν από μία εβδομάδα, στις 22 Σεπτεμβρίου είχε σημειωθεί ασθενής σεισμική δόνηση μεγέθους 4,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ με επίκεντρο της δόνησης 12 χλμ. βορειοανατολικά της Κόνιτσας.
.................................
To Ευρωπαϊκο Μεσογειακό Σεισμολογικό Κέντρο δίνει στο σεισμό μέγεθος 2,5 R , εστιακό βάθος μόλις 1 χιλιόμετρο, και επίκεντρο 4 χιλιόμετρα Βορειοδυτικά των Ιωαννίνων
MagnitudeML 2.5RegionGREECE
Date time2012-09-28 17:44:44.0 UTC
Location39.70 N ; 20.83 E
Depth1 km
Distances316 km NW Athens (pop 729,137 ; local time 20:44:44.3 2012-09-28)
136 km W Lárisa (pop 128,758 ; local time 20:44:44.3 2012-09-28)
4 km NW Ioánnina (pop 64,012 ; local time 20:44:44.3 2012-09-28)
2 km W Pérama (pop 3,066 ; local time 20:44:44.3 2012-09-28)

...................................................

Θυμάμαι, μαθητής τότε, στις 12 Οκτωβρίου 1969 ημέρα Κυριακή το πρωί και το απόγευμα έγιναν αισθητοί στα Γιάννενα δύο όχι δυνατοί σεισμοί.
Το βράδυ της Κυριακής – ξημερώματα Δευτέρας 13 Οκτωβρίου 1969 έγινε ιδιαίτερα αισθητός ισχυρός σεισμός. Πολλοί Γιαννιώτες ξημέρωσαν τότε στους δρόμους. Την Δευτέρα τα μαθήματα έγιναν κανονικά. Δεν θυμάμαι για χρόνια μετά άλλο ισχυρό σεισμό...

Ο κατάλογος σεισμών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου αναφέρει για τον Οκτώβριο του 1969 στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων

Τα Γιάννενα ή ο σταθμός του σεισμογράφου στο Πέραμα ίσως, έχουν συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος, μήκος)                     39,66Ν   -      20,85Ε

                          ΩΡΑ GMT   Πλατος (Ν)     Μήκος (Ε)      Μέγεθος R
 1969 OCT 12   12 45 34.0   39.70                20.30                   4.0
 1969 OCT 12   13 17 14.0   39.60                20.50                   3.9
 1969 OCT 12   13 34 18.0   39.60                20.50                   4.9
 1969 OCT 12   13 56 34.0   39.70                20.40                   3.9
 1969 OCT 12   14 02 38.0   39.60                20.60                   3.9
 1969 OCT 12   14 06 40.0   39.70                20.40                   4.0
 1969 OCT 13   00 15  9.0    39.60                20.80                  3.8
 1969 OCT 13   01 02 32.0   39.60                20.70                   5.6
 1969 OCT 13   01 41 59.0   39.70                20.80                   3.8
 1969 OCT 13   01 49 54.0   39.60                20.70                   3.9
 1969 OCT 13   03 24 28.0   39.00                28.20                   4.1
 1969 OCT 13   12 17 43.0   39.60                20.70                  4.0

Τότε, όπως γράφει ο Σπύρος Θεμελής στο βιβλίο του «ΓΙΑΝΝΙΝΑ 1967-1973»
...το οικονομικό γυμνάσιο παθαίνει μεγάλες ζημιές, όπως και ο Ναός του Αρχιμανδρείου. Από το κωδωνοστάσιο της Αγίας Αικατερίνης έπεσε ο Σταυρός, ενώ το κτίριο του Γηροκομείου γίνεται επικίνδυνο.
Δεκάδες σπίτια κρίνονται επικίνδυνα. Μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων διαπιστώθηκε ότι: Στην πόλη των Ιωαννίνων κατέρρευσαν 7 σπίτια, κρίθηκαν ετοιμόρροπα 221, με σοβαρές ζημιές βρέθηκαν 467.
Στην ύπαιθρο κρίθηκαν ετοιμόρροπα και με σοβαρές ζημιές 521.
Τραυματίστηκε μια 75 χρονη στα Κτίσματα Πωγωνίου.


Από το σεισμολογικό εργαστήριο του Πανεπ. Θεσσαλονίκης ... τελικά μόνο
στο έτος μήνα μέρα ώρα συμφωνούν ...οοολοι!
 ΕΤΟΣ ΗΜΕΡ ΜΗΝ ΩΡΑ    Ν     Ε   ΒΑΘΟΣ  ΜΕΓΕΘΟΣ
 1969 12 OKT 1245  39.8  20.3     0  4.5R
 1969 12 OKT 1334  39.8  20.5    46  5.3R
 1969 12 OKT 1406  40.0  20.8   121  4.5R
 1969 13 OKT 0102  39.8  20.6    27  5.8R
 1969 13 OKT 0324  39.2  28.4     9  4.6R
 1969 13 OKT 1217  39.9  20.3     0  4.5R
............................
Ο σεισμός της 1ης Μαϊου 1967 και οι μετασεισμοί που ακολούθησαν 


O κύριος σεισμός της 1ης Μαϊου 1967 με επίκεντρο στο βουνό Περιστέρι (Γότιστα – Κράψη) με εστιακό βάθος 12 km και μέγεθος 6,4 R – σύμφωνα με τον κατάλογο σεισμών του Σεισμολογικού Σταθμού του Αριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης  
1967 MAIOS  01  0709    39.47N      21.25E      12km   6.4R
και οι μετασεισμοί που ακολούθησαν στην ευρύτερη περιοχή.  
 1967 MAIOS  01  0815    39.70N      21.40E      38km   4.6R
 1967 MAIOS  01  0828    39.40N      21.50E      34km   4.5R
 1967 MAIOS  01  0947    39.50N      21.20E      10km   4.6R
 1967 MAIOS 01   0950    39.50N      21.30E      33km   5.3R
 1967 MAIOS 01  1019     39.90N      20.40E       0km    4.5R
 1967 MAIOS 01  1438     39.40N      21.30E     21km    4.6R
 1967 MAIOS 01  1640     39.51N      21.48E     38km    4.5R
 1967 MAIOS 02  0127     39.60N      21.20E     35km    4.6R
 1967 MAIOS 02  0811     39.40N      21.30E     39km    4.6R
 1967 MAIOS 02  0956     39.39N      21.14E       0km    4.6R
 1967 MAIOS 02  1521     39.75N      20.50E       0km    4.5R
 1967 MAIOS 02  1529     41.30N      20.60E       0km    4.7R
 1967 MAIOS 02  1929     39.70N      21.30E     35km    4.5R
 1967 MAIOS 03  1841     39.50N      21.30E     37km    5.0R
 1967 MAIOS 04  0446     39.50N      21.50E     55km    4.5R
 1967 MAIOS 04  1313     39.80N      21.50E     60km    4.5R
 1967 MAIOS 04  1331     39.60N      21.30E     39km    4.8R
 1967 MAIOS 04  1711     39.80N      21.10E       0km    4.5R
 1967 MAIOS 05  0626     39.60N      21.30E     57km    4.7R
 1967 MAIOS 05  1450     39.42N      21.15E     45km    4.6R
 1967 MAIOS 05  1558     39.70N      21.10E       0km    4.5R
 1967 MAIOS 05  2018     39.56N      21.25E     20km    4.5R
 1967 MAIOS 09  0405     39.60N      27.10E     37km    4.5R


Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Το συναπάντημα του μοναχού Παϊσιου με αρκούδα στην Κόνιτσα.


Ο Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης (Αρσένιος Εζνεπίδης, 25 Ιουλίου 1924-12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας μοναχός που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. 
Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. 
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. 
Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο.
Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. 
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. 
Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως "Ασυρματιστή του Θεού". Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι "ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
..............
 Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. 
Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. 
Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.....................

Το συναπάντημα με την αρκούδα στην Κόνιτσα

Ο Γέροντας Παϊσιος (κατά κόσμον Αρσένιος Ενζεπίδης) βρισκόταν κάποτε στο μοναστήρι, στην Κόνιτσα. Ήταν χειμώνας κι είχε χιόνι. Κάποια μέρα, ξημερώματα, βάδιζε μέσα στο δάσος και πήγαινε να ξελειτουργήσει (να βοηθήσει τον ιερέα στην τέλεση της θείας λειτουργίας) έναν ιερέα. Καθώς περπατούσε μέσα στο χιόνι, σ’ ένα στενό μονοπάτι, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια αρκούδα, που ερχόταν προς αυτόν.
Όταν η αρκούδα έφτασε κοντά στο Γέροντα, εκείνος έβγαλε από τον ντορβά του ένα από τα δύο πρόσφορα, που μετέφερε, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της αρκούδας και της το πρόσφερε. Η αρκούδα το πήρε, έβαλε μετάνοια στο Γέροντα, γύρισε πίσω και έφυγε!
Όταν πια βρισκόταν στο κελί της Παναγούδας στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, κάποιος που είχε ακούσει το γεγονός πήγε και τον ρώτησε, αν είναι αλήθεια. Κι εκείνος του απάντησε:
- Βρε, ευλογημένε, που να θυμάμαι εγώ από την Κόνιτσα!
Του είπε ο προσκυνητής:
- Ε, Γέροντα, είναι δυνατόν να σου συνέβη τέτοιο πράγμα και να μη το θυμάσαι;
Κι ο Γέροντας:
-Βρε, ευλογημένε! Ε, άμα πείναγε η αρκούδα, δεν θα έπαιρνε το πρόσφορο;



Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Ο καπετάν Κουμπούρας (Παρούσης) νύχτα εισβάλλει στη Σαγιάδα (17 Γενάρη 1948)


Γράφει ο Γεώργιος Τσόγκας στο βιβλίο του «Η Σαγιάδα – Η ιστορική της Πορεία Γραπτές Μαρτυρίες και Αφηγήσεις» (Εκδόσεις Δωδώνη Αθήνα 2009)

Οι κομμουνιστές αντάρτες νύχτα στο χωριό

Ένα χρόνο πριν λήξει η μεγάλη αυτή αλληλοσφαγή, στις 17 Γενάρη του 1948 μπήκαν νύχτα στο χωριό από την τοποθεσία «Βούνο», οι κομμουνιστές αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. με επικεφαλής τον «καπετάν Κουμπούρα» (Παρούση).
Οι λίγοι στρατιώτες και κάποιοι Σαγιαδινοί, οι οποίοι φρουρούσαν πάνω από το χωριό κοντά στη θέση Λυκογιάννη, δεν τους πήραν μυρωδιά. Έτσι μπήκαν ανενόχλητοι. Παραβίασαν τα καταστήματα για να πάρουν τρόφιμα και τσιγάρα και επιστράτευσαν νέους του χωριού.
Πήγαν τότε μαζί τους, άλλοι βιαίως και κάποιοι οικειοθελώς, οκτώ νέοι:
Φάνης Κέρος,  Γερ Γκόγκος,  Πέτρος Καλέσης,   Φάνης Κόρος,  Σπ Μπιρμπίλης, 
Θεοδ Μπομπολής,  Σπ Μποροβίλης και ο Παύλος Μπέσιος.
Ο τελευταίος τους ξέφυγε και γύρισε στο χωριό με τα πόδια του καταπληγωμένα.

Αποχωρώντας έγιναν αντιληπτοί από τους ευρισκόμενους στο φυλάκιο και αντάλλαξαν πυροβολισμούς. Οι πυροβολισμοί ξεσήκωσαν το χωριό.
Αλαφιασμένοι οι κάτοικοι ξεμυτούσαν δειλά από τα σπίτια τους, για να δουν τι γίνεται.  Οι γυναίκες και τα παιδιά ξεφώνιζαν έντρομα. Ο κόσμος, που τόσα φοβερά έβλεπε και ζούσε εφτάμιση χρόνια τώρα από τον Οκτώβρη του 1940, πανικοβλήθηκε.

Τελικά, δεν ξέρω πως έγινε και αρχίσαμε, μ’ όλο το σκοτάδι, να εγκαταλείπουμε τα σπίτια και να ροβολάμε στα νότια του χωριού. Μαζευτήκαμε στο λιουτρουβειό της εκκλησίας οι περισσότεροι κάτοικοι. Εκεί μάθαμε για τους νέους που πήραν μαζί τους οι αντάρτες, δυο μάλιστα από το λιουτρουβειό αυτό (η Σαγιάδα είχε τότε δυο λιουτρουβειά, το δεύτερο ήταν του Νικ. Κωνσταντή, δυτικά από το Πηάδι)
Τους μισούς δεν τους ξανάδαμε. Έπεσαν στις μάχες με το Στρατό, Σκοτώθηκαν τότε οι: Πέτρος Καλέσης,  Γεράσιμος Γκόγκος,  Θεοφάνης Κόρος, Γεώργιος Κολοκυθιάρης (ο τελευταίος πήγε αργότερα).
Σώθηκαν και επαναπατρίστηκαν μετά το 1952 οι Σπυρίδων Μποροβίλης και ο Θεόδωρος Μπιρμπίλης.
Μετά το 1974 επέστρεψαν οι δύο αδελφοί Φάνης και Γρηγόρης  Κέρος.
Σ΄ αυτούς ήταν και ο Σπ. Μπιρμπίλης, ο οποίος δραπέτευσε από τους αντάρτες και κατέφυγε στον Στρατό όπου πήρε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού λόγω ανδραγαθίας.  

Μεταξύ των φονευθέντων ήταν και ο Φάνης Κέρος. Τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί. Πως συμβαίνει αλήθεια συχνά να πληρώνουν μερικοί πολύ ακριβότερα από τους άλλους!
Η χαροκαμένη χήρα μάνα του Κόρου γιόρταζε το γιο της κάθε χρόνο, ώσπου πέθανε το 1967. Πηγαίναμε στη γιορτή και ψελλίζαμε τα χρόνια πολλά με κατεβασμένο το κεφάλι. Την κοροϊδεύαμε, αλλά κι αυτή κορόϊδευε τον εαυτό της, γιατί ήταν έξυπνη γυναίκα και αδύνατον να μην καταλάβαινε την αλήθεια. Ήταν όμως τόσο φοβερά επώδυνη αυτή η αλήθεια, που αρνούνταν επίμονα να την παραδεχθεί.

Σαν ξημέρωσε δόθηκε εντολή να κατεβούμε στο Σκάλωμα. Και αποκεί μεταφερθήκαμε αμέσως στην Κέρκυρα με πλοία του πολεμικού μας ναυτικού. «Ήταν εντολή του στρατηγού Μπότσαρη», λέει ο συγχωριανός μας Βασίλης Μάστορας.
Ήταν βεβαίως τακτική των ιθυνόντων, η οποία αποσκοπούσε στην αποψίλωση της παραμεθορίου, για να μην μπορούν οι κομμουνιστές να επιστρατεύουν άντρες και να εφοδιάζονται με τρόφιμα και άλλα αναγκαία. Και το πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό το στόχο τους, αφού άδειασε όλη σχεδόν η παραμεθόριος από τους κατοίκους της.
Έτσι βρεθήκαμε πρόσφυγες στην Κέρκυρα ανταρτόπληκτοι ή αλλιώς «συμμοριόπληκτοι». Οι κομμουνιστές αντάρτες για πολλούς δεν ήταν παρά κοινοί συμμορίτες!.
 


.....................................................................................................
 Εμφύλιος ή Συμμοριτοπόλεμος ο Πόλεμος 1948-1949;

Μια επιστολή του Βασιλείου Λέττα στον Πρωϊνό Λόγο (Σάββατο 15-16 Σεπτεμβρίου 2012)
Θέλω για μια ακόμη φορά να διευκρινίσω το εάν ο αιματηρός πόλεμος 1948-1949 στο Γράμμο ήταν συμμοριτοπόλεμος και όχι εμφύλιος! Αυτοί, που τον αποκαλούν εμφύλιο θέλουν να αλλάξουν ή να παραποιήσουν την πραγματική ιστορία!
Αυτοί με σκοπό αποκαλούν τους αντάρτες του Μάρκου Βαφειάδη και του Χαρίλαου Φλωράκη αυτούς δηλαδή που άρπαξαν από τις αγκαλιές των μανάδων 28.000 χιλιάδες Ελληνόπουλα, χωρίς ίχνος λύπησης, «Δημοκρατικό Στρατό».
Ντροπή να τον αποκαλούν έτσι και τα επίσημα βιβλία του Κράτους!
Πρέπει να γνωρίζει ο κάθε Έλληνας ότι τις  λέξεις και τις προτάσεις τις στοιχειοθετεί ο Ελληνικός Λαός!
Θυμάμαι τα μαύρα εκείνα χρόνια που οι συμμορίτες έφερναν γύρω τα χωριά και άρπαζαν τους νέους και τις νέες καθώς και ανήλικα παιδιά, οι γριές φώναζαν:
«Παιδιά, κορίτσια φύγετε, έρχονται οι Συμμορίτες»!
Ο πλέον αρμόδιος όμως για να μας δώσει το τι ήταν ο πόλεμος αυτός δεν είμαι εγώ. Είναι ο ειδικός γλωσσολόγος, διδάκτωρ Φιλολογίας Ιωάννης Μενούνος. Στην εφημερίδα «Δημοσιογραφικά» γράφει στο φύλλο 88 :
«Δεν ήταν εμφύλιος πόλεμος, δεν είχαν χωριστεί οι Έλληνες σε δυο μερίδες που αλληλομάχονταν, όχι! Από τη μια μεριά ήταν το Ελληνικό Δημοκρατικό Κράτος και από την άλλη οι Κομμουνιστές, που προσπάθησαν με τη βία και τα όπλα να κάνουν την Ελλάδα τμήμα της διδακτορικής Ρωσίας, ενώ τους ήταν γνωστή η συμφωνία της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945)
Ύστερα από τα παραπάνω δεν έχει κανένας το ηθικό δικαίωμα να ονομάζει τον πόλεμο αυτό εμφύλιο και το στρατό των Κομμουνιστών Δημοκρατικό!
Πρέπει όλοι να ντρέπονται που χρησιμοποιούν τον αντεθνικό αυτό χαρακτηρισμό, είτε είναι Πρωθυπουργοί, Υπουργοί, Επιστήμονες και οποιοδήποτε αξίωμα και εάν έχουν!
 … με όλα όσα γράφω, δεν έχω σκοπό να ξύσω πληγές ούτε να θίξω κανένα. Απλά θέλω να πω κατά τη γνώμη μου την αλήθεια προκειμένου να τη γνωρίζουν οι νέοι μας, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Στου παπά Θανάση την αυλή ...


Αλλού ο παπάς και αλλού τα ράσα του!..

Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ στον ΠΡΩΪΝΟ ΛΟΓΟ

*   Ο Θανασάκης που λέτε ζούσε στην Αθήνα και δούλευε σε βουλκανιζατέρ. Καλό παιδί. Βέβαια, άξιος και εργατικός. Η μεγάλη του αδυναμία ήταν μια κοπελίτσα της γειτονιάς, η Θοδωρούλα.
Σφόδρα ερωτευμένος με τη Θοδωρούλα, έκανε ό,τι μπορούσε να την συγκινήσει και να την κερδίσει. Αυτή πάλι ήταν πολύ ζωηρή! Τίποτα δεν άφηνε να πέσει κάτω… Νόστιμη, τσαχπίνα… χρησιμοποιούσε τα θέλγητρά της, για να ζουρλένει τα αρσενικά της γειτονιάς, ανάλογα με τα κέφια της.
Όμως τα χρόνια πέρναγαν κι η Θοδωρούλα κατάλαβε, πως από όσους την περιτριγύριζαν, μόνο ο Θανασάκης είχε καλό σκοπό. Έκανε λοιπόν την ανάγκη φιλοτιμία και τον παντρεύτηκε. Αποφάσισαν μάλιστα να φύγουν από την Αθήνα και να ζήσουν στην επαρχία, ανοίγοντας μια οικογενειακή ταβέρνα.
Τώρα θες ο καθαρός αέρας, θες κάποιες μεταφυσικές ανησυχίες, που συνεπήραν τον Θανασάκη με την αλλαγή περιβάλλοντος… ένιωσε την ανάγκη πάντως να γίνει παπάς! Και όχι μόνο το ένιωσε αλλά κρίθηκε και κατάλληλος, για να χειρορονηθεί!
***
Με τούτα και μ’ εκείνα λοιπόν το ζευγάρι πορεύονταν εν ειρήνη.
Ο παπα-Θανάσης όταν δεν έκοβε το αντίδωρο στην εκκλησία, έκοβε και έψηνε μπριζόλες, για τους πελάτες στην ταβέρνα. Η Θοδωρούλα πάλι είχε πιο διευρυμένο ορίζοντα. Είχε αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις όλης της περιφέρειας. Ο ρόλος της πρεσβυτέρας την είχε συνεπάρει ποικιλοτρόπως… Έδινε τον καλύτερό της εαυτό, για να τέρπει το ποίμνιο.
Στο σπίτι υπήρχαν ευτυχώς δυο ντουλάπες. Η μία είχε τα ράσα, τα καλιμάφια και το αντερί του Θανασάκη. Η άλλη είχε τα απαραίτητα αξεσουάρ της παπαδιάς… πορφυρά εσώρουχα, τάγκα, μπέιμπι ντολ… και μια σειρά από χειροπέδες. Ναι χειροπέδες, γιατί οι φίλοι και προστατευόμενοι της Θοδωρούλας, ήταν συνήθως νεαροί φυλακόβιοι.
Ο καϋμένος ο Θανασάκης αντιδρούσε σ’ όλα αυτά και καμιά φορά της έδινε και κανά χαστουκάκι. Αλλά η παπαδιά δεν μάσαγε! Τον έβριζε, τον απειλούσε και τον έκανε διαρκώς να ξεχνάει το όνομα του δεσπότη και να τον λέει Παναγιώτη.
Εν τω μεταξύ τα τρία τους παιδιά μεγάλωσαν και η οικονομική κατάσταση της χώρας διαφοροποιήθηκε… Οι πελάτες στην ταβέρνα λιγόστεψαν, οι γάμοι και τα βαφτίσια περιορίστηκαν… άρα και τα «τυχερά» του Θανασάκη. Και το εισόδημα του ζευγαριού συρικνώθηκε.
Η Θοδώρα, που την έλεγαν πλέον Ντόρα, συνειδητοποίησε πως ο Θανασάκης της ήταν πλέον περιττός! Μόνο προβλήματα δημιουργούσε στην προσωπική της ζωή, χωρίς να υπάρχουν ανταποδοτικά τέλη. Χμ, εκεί ακριβώς την έπιασε μια νοσταλγία, τύπου Ταρκόφσκι. Ήθελε λέει να ξαναδεί το πατρικό της! Που ήταν κάτω από τ’ αυλάκι, ανάμεσα στα Κρέστενα και τη Ζαχάρω Ηλείας.
Ο Θανασάκης απείκω. Ποτέ δεν της χάλαγε χατίρι. Έκλεισε το μαγαζί. Ανέβαλε τα μνημόσυνα. Έλεγξε τον αέρα στα λάστιχα και κίνησε για το τελευταίο της ζωής του ταξίδι. Από δω και πέρα η ιστορία του ζευγαριού είναι γνωστή. Το ταξίδι έγινε θρίλερ!
***
Η παπαδιά ήταν αυτή που οδηγούσε. Λίγο έξω από τα Κρέστενα αποφάσισε να κάνει μια στάση, για να φρεσκαριστεί… Να βάλει μάσκαρα και να διορθώσει το μέικ-απ.
«Περίμενέ με έδω» είπε στο Θανασάκη και λάκισε κανονικά. Ο παπάς απόμεινε στην ερημιά μονάχος να ακούει τα τζιτζίκια και να χαλαρώνει… Τότε εντελώς τυχαία (!) πέρασε μια μηχανή, που οδηγούσε ένας από τα πολλά «καψούρια» της πρεσβυτέρας και τον γάζωσε τον άνθρωπο κανονικά.
Έγκλημα πάθους, είπαν στα δελτία. Στυγερή δολοφονία, όπως στο Σικάγο την εποχή του Αλ-Καπόνε, το χαρακτήρισαν τα πρωτοσέλιδα. Γεγονός είναι ότι ο παπάς δολοφονήθηκε με άγριο τρόπο, ενώ η πρεσβυτέρα θάναι ελεύθερη μετά από λίγα χρόνια να συνεχίσει τη ζωή της… γιατί φυσικά στο δικαστήριο θα ισχυριστεί, πως ο παπάς την κακοποιούσε, πως είναι μάνα τριών τέκνων, πως την παρέσυρε ο εραστής της… ότι δηλαδή είχε γίνει παλιά και με την υπόθεση Κολιτσιδοπούλου.
(Η Κολιτσιδοπούλου προφασίστηκε, ότι θέλει να παίξει ένα δελτίο ΠΡΟΠΟ κι άφησε τον άντρα της να μπει πρώτος στην είσοδο της πολυκατοικίας που διέμειναν. Εκεί είχε στήσει ενέδρα ο εραστής της και τον δολοφόνησε. Στη συνέχεια όλες οι φεμινιστικές οργανώσεις στήριξαν την Κολιτσιδοπούλου και πέτυχαν «να πέσει στα μαλακά»).
Ανθρώπινα όλα αυτά. Όμως το ερώτημα έρχεται αυθόρμητα: Πώς έχουν διαμορφωθεί πλέον στις μέρες μας οι προϋποθέσεις, για να φέρει κάποιος το σχήμα; Ποια είναι τα κριτήρια που η εκκλησία αποφασίζει να χειροτονίσει έναν υποψήφιο ιερέα; Το ράσο δεν είναι εύκολη υπόθεση. ΘΕΛΕΙ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ. Ο ρόλος του παπά σε κάθε ενορία, μικρή ή μεγάλη, είναι καθοριστικός. Αποτελεί εθιμικό δίκαιο, οι άνθρωποι στις δύσκολες στιγμές, να προσφεύγουν στον παπά, είτε για να εξομολογήσουν τα προβλήματά τους, είτε για ν’ ακούσουν μια κουβέντα ελπίδας, όταν χάνουν ένα αγαπημένο πρόσωπο, είτε ακόμα για να ζητήσουν ένα πιάτο φαγητό.
***
Το αγαπημένο σε όλους μας δημοτικό τραγούδι: «Στου Παπαλάμπρου την αυλή πολλοί ήταν μαζεμένοι…», αποδεικνύει ότι ο κόσμος συσπειρώθηκε γύρω από τον παπά του… σαν έμαθε πως είναι άρρωστος… Και προσέτρεξε να σταθεί δίπλα στην καϋμένη την Παπαλάμπραινα, γιατί εκτιμούσε την ίδια και την σέβονταν, όσο και τον παπά. Αντίθετα στην αυλή του παπα-Θανάση δεν προσέτρεξε κανένας, γιατί από κανέναν δεν έλλειψε ουσιαστικά.
***
Το τελευταίο διάστημα έχουμε χάσει τη μπάλα κυριολεκτικά, με όλα όσα βιώνει η χώρα μας. Όχι όμως και την αγάπη μας για την εκκλησία. Συνεπώς χρειαζόμαστε ιερείς, χωρίς δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία αλλά ταπεινούς λειτουργούς, που συμπάσχουν και ανταποκρίνονται «στα πάθια του κόσμου».

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Πέτρος Αποστολίδης: Γκάρνιζον Ουσιάκ 1922-23


Ο Πέτρος Αποστολίδης (1896-1988) γεννήθηκε στην Καλουτά Ζαγορίου της Ηπείρου. Τελείωσε τη Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννινα και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Υπηρέτησε στον Στρατό, ως έφεδρος ανθυπίατρος, τον τελευταίο χρόνο 1922-23, αιχμάλωτος των Τούρκων στο Γκαρνιζόν Ουσιάκ.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι όπου απέκτησε την ειδικότητα του δερματολόγου – αφροδισιολόγου.
Εργάστηκε στα Γιάννενα από το 1923 μέχρι το 1967 με ενδιάμεσες διακοπές.
Επιστρατευμένος γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων 1939-1941.

Από το 1924 πήρε μέρος στους αγώνες της Αριστεράς, φυλακίστηκε και εξορίστηκε επανειλημμένα, την τελευταία φορά στη Γυάρο τον Απρίλιο του 1967.

Το 1944 εκλέχτηκε Δήμαρχος Ιωαννίνων(Δήμαρχος της απελευθέρωσης, μετά από την Γερμανική κατοχή – για λίγους μήνες από τον Δεκέμβριο 1944 μέχρι 26 Μαρτίου 1945) εκλεγμένος από τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία, εν απουσία του, ενώ ήταν όμηρος του ΕΔΕΣ στην Πρέβεζα.

Σε εξορίες από το 1945 μέχρι το 1950 (Λήμνος, Αη Στράτης, Ικαριά, Μακρόνησος) και ξανά τον Απρίλη 1967 στη Γυάρο.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1969.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Αμπιντί Ιμπεχτσί για το 1983.
Έγραψε τις αναμνήσεις του (από τον πολυτάραχο περασμένο αιώνα) σε δυο τόμους Όσα Θυμάμαι 1900-1969 Α - Όσα Θυμάμαι Β 1900-1969 - που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος το 1981, 1983 αντίστοιχα)

 



Γράφει ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης ( 1896 - 1988)
αιχμάλωτος στην Τουρκία, στο Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922-1923,
στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ.
……έδινα οδηγίες ένα απιογιοματάκι στους νοσοκόμους και εμφανίζεται ένας ψηλός ως εκεί πάνω επιλοχίας.
«Καλησπέρα σας», λέει ελληνικά, «πούθι είσι κυρ-γιατρέ:» σε ατόφια γιαννιώτικη προφορά.
«Από τα Γιάννενα», του απαντώ, «Ξέρετε ελληνικά;»
«Απού τα Γιάννινα;» με χαιρετάει φιλικότατα και ..
« Αμ, απού τα Γιάννινα είμι κι ιγώ». Μου λέει ότι ο πατέρας του ήταν μπίμπαση ντοκτόρ (επίατρος) στο Μπιζιάνι και ότι τώρα εγκαταστάθηκαν και μένουν με την οικογένειά του στο Αφιόν.
«Μη στενοχωριέσαι», μου λέει, «εγώ θα ‘ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα».
Το σπίτι που έμειναν με τη γυναίκα του –δεν την είδα ποτέ- ήταν στη γειτονιά πιο πέρα από το νοσοκομείο μας. Το όνομά του ήταν Μουζαφέρ.
Μου έρχονταν στο γραφείο – δωμάτιό μου κάθε βράδυ. Πολλές φορές έρχονταν στο νοσοκομείο και την ημέρα, επισκέπτονταν τους αρρώστους, τους πρόσφερε τσιγάρα και τους διάβαζε καμιά καλή είδηση από την τουρκική εφημερίδα, ότι θα υπογραφεί γρήγορα ειρήνη και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Η μόνη ενόχληση που μου ‘φερνε ήταν τα βράδια έρχονταν έχοντας μαζί του πάντα ένα μπουκάλι ρακή, άδειαζε μονάχος του το μπουκάλι μέχρι σταγόνα και τον έστελνα αργά τη νύχτα στο σπίτι του μ’ ένα νοσοκόμο και ένα φρουρό να τον κρατούν να μη τσακιστεί στα γκαλντερίμια.
Ήταν καλόψυχος άνθρωπος, εμένα δε με καμάρωνε σαν πατριώτη του. Κατέβαινα πολλές φορές στην αγορά με τον συνοδό μου και αν τύχαινε να βρίσκεται σε κανένα καφενείο της αγοράς και με έβλεπε να περνώ στο δρόμο, σηκώνονταν μόλις πλησίαζα και με χαιρετούσε στρατιωτικά.
Και όταν οι γύρω του τον ρωτούσαν με απορία «νε ντηρ μπού; (ποιος είναι αυτός) και τον χαιρετάς έτσι», τους απαντούσε με υπερηφάνεια: «είναι ένας μπενήμ μεμλεκέτ ντοκτόρ (πατριώτης γιατρός)».
Έρχεται μια μέρα: «Μπορείς, γιατρέ μου, να ρθεις μια στιγμή στο σπίτι να ιδείς την αδελφή μου; Γέννησε αυτή – είναι τα ίδια λόγια του- και έχει πυρετό και οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε».
«Ευχαρίστως», έρχομαι του λέω, «έρχομαι, αλλά χρειάζομαι άδεια από τον στρατιωτικό Διοικητή».
Παίρνει την άδεια και έρχεται την άλλη μέρα, «Πάμε», λέει. Στην πόρτα του Νοσοκομείου βλέπω σταματημένο ένα αμάξι.
«Τι το θέλεις αυτό;» τον ρωτώ . «Είναι τόσο μακριά;», «Όχι», λέει, «αλλά θα πάμε με αμάξι».
Ο Μουζαφέρ τον πατριώτη του γιατρό ήθελε να τον πάει με αμάξι, επισήμως.
Φθάνουμε στο σπίτι, μπαίνουμε στο πλακόστρωτο χαγιάτι, ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα, ανοίγει μια πόρτα, «μπουγιουρούμ» (περάστε), περνώ κι αυτός κλείνει την πόρτα και ξανακατεβαίνει στο χαγιάτι.
Κατά το μουσουλμανικό έθιμο, από τη στιγμή που θα παντρευτεί η αδελφή, δεν επιτρέπεται να την ιδεί ξεμπούλωτη, χωρίς φερετζέ δηλαδή, ούτε ο αδελφός.
… Στο ντιβάνι του δωματίου ήταν καθισμένη μια μεσόκοπη χανούμ ντυμένη το γνωστό μου από τα Γιάννενα μαύρο κουστούμι που φορούσαν οι Τουρκάλες, όχι τουμάνια (βράκες) όπως στην Ανατολή, αλλά χωρίς φερετζέ. Στο πάτωμα μπροστά της ήταν στρωμένοι δύο παχιοί σελτέδες (στρώματα γεμισμένα με μαλλί) όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη, ντυμένη με καθαρότατα κομπιναιζόν και εσώρουχα και σκεπασμένη με χρυσοποίκιλτο πάπλωμα, η αδελφή του Μουζαφέρ, νεαρότατη και νόστιμη κοπέλα και πλάι της, στη μικρή του κούνια, το σκαφιδάκι – κοπανέλι το λέγαμε στην Ήπειρο – το μωράκι, που κοιμούνταν μακαρίως.
«Σαμπάχ χαϊρ ολσούν (καλημέρα)», λέω μπαίνοντας.
«Καλημέρα», μου απαντάει ελληνικά η χανούμ. «Δεν μιλάς καημένε ελληνικά;»
«Μπα …. ξέρετε ελληνικά;»
«Πως πιδίμ, ιγώ είμι η γυναίκα του μπέη…» και μου λέει ένα όνομα, «από την Κόνιτσα».
«Μωρέ που να το ξερα ότι θα βρω πατριώτες μου στο Αφιόν!»
«Αυτή είναι η άρρωστη» και μου δείχνει τη νεαρή κοπέλα που είναι ξαπλωμένη πάνω στο διπλό σελτέ.
Γονατίζω δίπλα στην άρρωστη και «νε χασταληκ βαρ (τι έχετε)», τι ενοχλήσεις έχετε θέλω να πω, αλλά δεν ξέρω καλά τα τούρκικα.
«Δεν μιλάς καημένε ελληνικά», επαναλαμβάνει η άλλη.
«Αχ» λέω, ξέχασα ότι είναι η αδελφή του Μουζαφέρ και ξέρει ελληνικά». Προσέχω τα λόχια, κανονικά, καμιά δυσοσμία, ούτε άλλο τίποτε ανώμαλο, βάζω το θερμόμετρο και κάθομαι στο ντιβάνι.
Σε μισό λεπτό ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται ένας συμπαθητικός νεαρός υπολοχαγός με καλπάκι αξιωματικού του επιτελείου, ήταν ο σύζυγος της λεχώνας. Τις συστάσεις τις κάνει η χανούμ από την Κόνιτσα.
Ήξερα ότι στους Τούρκους ο γιατρός είναι ελεύθερος να εξετάζει την άρρωστη γυναίκα σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός της απαιτεί η ανάγκη, αλλά με τακτ και να μην πολυψαχουλεύει την άρρωστη. Και όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά παρακαλώ τον υπολοχαγό: «μου παίρνετε σας παρακαλώ το θερμόμετρο;» - για να μην ξαναβάλω το χέρι μου στο στήθος της. Το θερμόμετρο έδειχνε 37,5.
«Δεν είναι τίποτε» λέω, «συμβαίνει τις πρώτες μέρες του τοκετού να έχουμε λίγα δέκατα. Όμως για κάθε ενδεχόμενο ας πάρει λίγα κουφέτα κινίνο, μπορεί να πέρασε στο παρελθόν ελονοσία».
Σερβιρίστηκε το απαραίτητο γλυκό και ο βαρύς γλυκός και αρχίσαμε την κουβέντα. Ο νεαρός υπολοχαγός ήταν από το Ικόνιο και δεν ήξερε ελληνικά και τον διερμηνέα έκανε η χανούμ. Εν τω μεταξύ είχε έρθει και η μάνα του Μουζαρέφ και της λεχώνας.
Αυτή δεν είχε καταφέρει να μάθει καθόλου τουρκικά, δεν ήξερε λέξη- στα Γιάννενα οι Τούρκοι μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Γυρίζει κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα η χανούμ από τη Κόνιτσα και μου λέει, δείχνοντας με κούνημα της κεφαλής τον υπολοχαγό, το γαμπρό τους. «Τι να κάναμε παιδί μου, δε βρήκαμε κανέναν δικό μας να τη δώσουμε και την παντρέψαμε μ’ αυτόν». Με σοκάρισε. Δηλαδή εγώ ήμουν πιο δικός τους από το γαμπρό τους. Ξεδιαλέξτε μου τώρα εχθρούς και φίλους.
………………………………….
Με τους Τούρκους που από τη Ρούμελη και γενικά την Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ανατολή, παρατηρήθηκε τούτο το περίεργο. Ενώ περιμέναμε να είναι πιο σκληροί εναντίον μας και πιο φανατικοί, τουναντίον οι περισσότεροι μας φέρονταν σαν πατριώτες. Εκτός από τον Μουζαφέρ και τους δικούς του και ένα παράδειγμα με τους Τουρκοκρητικούς:
Οι απελευθερωτικοί αγώνες στην Κρήτη βάσταξαν χρόνια, ήταν σκληροί και πολυαίμακτοι, τα δε μίση μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοκρητικών ήταν άγρια. Το ξέραμε και γι’ αυτό, αν κανένας Τούρκος ρωτούσε μήπως είναι μαζί σας κανένας Κρητικός, οι αιχμάλωτοι του απαντούσαν ότι δεν ξέρουν κανέναν.
Μια μέρα όμως κάποιος Τούρκος στρατιώτης ρωτάει έξω από τα σύρματα έναν αιχμάλωτο που τότε γύριζε από την αγγαρία:
«Μώρ’ συ, μπάσι και ξέρεις κανέναν Κρητικό μαζί σας;»
«Εγώ είμαι Κρητικός», του απαντάει αυτός.
«Από ποιο μέρος της Κρήτης;»
«Από το Ρέθυμνος».
Ακούει Ρέθυμνος ο Τούρκος, πέφτει πάνω του τον αγκαλιάζει:
«Γειά σου μωρέ πατριώτη, κι εγώ είμαι από το Ρέθυμνος», τον παίρνει και πάνε σε κάποιο καφενείο και τον κερνάει γλυκό και καφέ σαν παλιός φίλος.

Όπως παρατήρησα και στη συνέχεια, οι Τούρκοι που προέρχονταν από την Ελλάδα με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη αναθυμούνταν την παλιά τους πατρίδα και τη θεωρούσαν ανώτερη από τη νέα πατρίδα και ζωή.
Με εντυπωσίασε η φράση του Μουζαφέρ «…γιατί οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε». Την κάθε στιγμή διαισθανόμουν ότι οι Τούρκοι, στρατιώτες και πολίτες, μας θεωρούσαν ανώτερούς τους σε πολιτισμό και σε γνώσεις και πλουσιότερους σαν κράτος.
Ήταν μήπως κι αυτό ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας δηλαδή, που τους έσπρωχνε να φέρονται τόσο σκληρά, κτηνόδικα, στους αιχμαλώτους τους πρώτους μήνες;
Μπορεί, κατά ελάχιστο όμως ποσοστό.
Εγώ πιστεύω ότι η διαταγή της εξόντωσης δόθηκε από πάνω και οργίασαν ύστερα η βαρβαρότητα των επιμέρους διοικητών και η αλητεία που αφέθηκε ασύδοτη.
Ο τούρκικος λαός ούτε κακός κατά βάθος είναι, και ευκολότατα πειθαρχεί.

…………………………..

ΣΤΗ ΓΥΑΡΟ ΑΠΡΙΛΗΣ του 1967..
Σηκώνεται ο μουσαμάς κι ανοίγει σιγά σιγά η πόρτα. Κάποιος φωνάζει: Η Γυάρος!
Αντικρίζω πρασινάδα και χαίρομαι, περίμενα ξεραΐλα.
Όταν όμως πρόσεξα καλύτερα, η χαρά μου πήγε περίπατο. Το αρματαγωγό είχε φουντάρει στο μικρό όρμο που βρισκόταν το Νοσοκομείο και είχαν φυτεμένα εκεί κάτι κακτοειδή που απλώνουν στη γη σαν κισσός και συγκρατούν το χώμα. Μαζέψαμε τα πράγματά μας κι αρχίσαμε να βγαίνουμε.
Περνούσαμε ένα άνοιγμα μαντρότοιχου κι άλλος τραβούσε μπροστά, άλλος δεξιά, άλλος αριστερά, κανένας δε σου λεγε προς τα που να πας.
Πήρα μαζί μ’ άλλους κατεύθυνση προς τα δεξιά και σε κάποιο λοφίσκο μας σταματούν οι χωροφύλακες. Εκεί βρισκόταν αφημένες κάτω μερικές κωνικές σκηνές με τους πασσάλους τους, φτυάρια και σκαπάνες.
Χωριστήκαμε μόνοι μας σε ομάδες, πήραμε από μια σκηνή κι αρχίσαμε να στήνουμε. Στην ομάδα μου έτυχαν πιο πολλοί Κερκυραίοι.
Δύσκολα έμπαιναν πάσσαλοι, το έδαφος όλο πέτρα, αλλά τα καταφέραμε.
Ύστερα καθαρίσαμε από μέσα τις πέτρες, στρώσαμε κάτω αφάνες – κάτι αγκαθωτούς μικρούς θάμνους – από πάνω χαρτόνια από τα χαρτοκιβώτια μας και μετά τις κουβέρτες μας, ήταν σαν σομιές έτσι.
Το νερό. Η Γυάρος είναι ξερονήσι, το νερό το έφερνε υδροφόρο από τον Πειραιά. Κάτι πηγάδια, που ‘χαν ανοίξει οι παλιοί εξόριστοι, είχαν νερό υφάλμυρο, πινόταν, αλλά από την εγκατάλειψη ήταν γεμάτο ακαθαρσίες.
Εμείς βρήκαμε νερό καθαρό, οι πρώτοι, όμως, που είχαν φτάσει οι περισσότεροι απ’ την Αθήνα, βρήκαν τη μεγάλη δεξαμενή της φυλακής γεμάτη σκουπίδια, τους θαλάμους με ακαθαρσίες, και μέχρι να καθαρίσουν έπιναν νερό με πετρέλαιο, γιατί τους το φέρναν σε σιδερένια βαρέλια που μόλις είχαν αδειάσει το πετρέλαιο.
Ύστερα από δυό τρεις μέρες να κι ένα ελικόπτερο προσγειώνεται στην πλατεία μπροστά από τη φυλακή προς τη θάλασσα.
Οι Πατακός και Τοτόμης μας τιμούν με την υψηλή παρουσία τους.
Δεν μας χωρούσε, τόσες χιλιάδες που μας είχαν μαζέψει εκεί, το τεράστιο συγκρότημα των φυλακών, που οι παλιοί εξόριστοι είχαν κτίσει με αίμα και ιδρώτα – κάπου εκεί παραπέρα βρισκόταν κι ένα νεκροταφείο – γι’ αυτό στήσαμε σκηνές και στους γύρω λόφους.
Δεν ήξεραν τι να μας κάνουν και πώς να δικαιολογηθούν στον έξω κόσμο, γι’ αυτό και η «αγάπη» τους. Πέρασαν κι απ’ το δικό μας λόφο και μας μίλησαν.
Δεν ήξερα τα μούτρα τους να τους ξεχωρίσω, και το βραδάκι που ’πλενα τα πόδια μου στη θάλασσα με ρωτάει κάποιος Κρητικός δικηγόρος: «Ποιος σας μίλησε;»
Δεν ήξερα. «Ποιος από τους δυο έλεγε τα περισσότερα, αυτός ήταν ο Πατακός. Τον ξέρουμε από την Κρήτη, αυτός λέει τις μεγαλύτερες κοτσάνες».
Μας άρχισε ο Πατακός: «Τώρα που σας φέραμε δω, είδαμε ότι ήταν περιττό. Έφτανε ο Στρατιωτικός Νόμος, όμως, τέλος πάντων. Για να γυρίσετε στα σπίτια σας θέλουμε μια δήλωσή σας. Δε σας ζητάμε να αποκηρύξετε τα πολιτικά σας φρονήματα – πιστέψτε ό,τι θέλετε.
Εμείς ζητάμε να μας δηλώσετε ότι γυρίζοντας θα μένετε ήσυχοι και δε θα μπερδεύεστε στην πολιτική, τίποτε άλλο.
Βγαίνει μπροστά ο συμπατριώτης μου Τσακελίδης.
--Εγώ ζούσα ήσυχα και κοίταζα μονάχα τη δουλειά μου. Και για να μην παρεξηγηθώ, απόφευγα τις επισκέψεις σε φίλους μου που τους θεωρούσαν αριστερούς.
Γιατί λοιπόν με πιάσατε και με κουβαλήσατε δω χάμω;
--Φαίνεσαι που είσαι αναρχικός, είπε ο Πατακός.
--Εγώ αναρχικός; Έξαλλος ο Τσακελίδης, ή εσείς που δε σεβαστήκατε ούτε Σύνταγμα ούτε Νόμους και κουβαλήσατε εδώ όλη την Ελλάδα;
--Εδώ θ’ αφήσεις τα κόκαλά σου.
Και πραγματικά, έφυγε από τους τελευταίους.
Έκανα τότε τη σκέψη ότι η πρόταση αυτή ήταν παγίδα. «Δε δηλώνεις ότι θα καθίσεις ήσυχα; Καλά λοιπόν σε φέραμε στη Γυάρο».
Την άλλη μέρα για την ίδια δήλωση μας μίλησε κι ο διοικητής Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Γυάρου – σε λίγες μέρες τον μεταθέσανε.
Πολλοί τότε έτρεξαν να κάνουν δήλωση.
Εμφανίστηκαν όμως οι «υπερεπαναστάτες»: να μην κάνει κανείς!
Μόνο ο Ηλιού, καθώς άκουσα, τους είπε:
«Αφήστε αυτό τον κόσμο που χρόνια τώρα ταλαιπωρείται» - κι έβλεπες εκεί πατέρα και γιό ή δυο και τρία αδέρφια με κλειστά τα μαγαζιά που μόλις είχαν στήσει, με οικογένειες αφημένες στο έλεος του Θεού – «αφήστε τον να γυρίσει σπίτι του, μια που η δήλωση είναι κάπως λιγότερο ταπεινωτική».
Αλλά η Ασφάλεια, βλέποντας το κύμα των αθρόων δηλώσεων, ζητούσε τώρα και αποκήρυξη αρχών, κόμματος κ.τ.λ. όπως παλιά.
Υποψιάστηκαν μάλιστα, ότι το κόμμα έδωσε εντολή να υπογράψουν όλοι τις ανώδυνες δηλώσεις.
Οι αιώνιοι όμως στενοκέφαλοι κι αρτηριοσκληρωτικοί, όχι μόνον επέμεναν, αλλά και κυκλοφόρησαν την εντολή ν’ αποδοκιμάσουμε εκείνους που φεύγανε, τη στιγμή που θα μπαίνανε στο καράβι. Πως σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι;
Να διώξουμε όλο αυτό το δικό μας κόσμο!
Κανένας όμως, κανένας απολύτως, δεν τους άκουσε κι έβλεπες το ωραίο θέαμα, δάσος τα μαντίλια πάνω στο καράβι που’ φευγε και δάσος τα μαντίλια από την παραλία ασφυκτικά γεμάτη και «στο καλό παιδιά, καλό ταξίδι, γεια σας, συναγωνιστές, γρήγορα και σεις κάτω, σας περιμένουμε»
Δεν ξέρω τι σκέψεις έκαναν οι υπερεπαναστάτες μας, οι χωροφύλακες όμως παρακολουθούσαν σιωπηλοί και κατάπληκτοι, σίγουρα θα περίμεναν κι αυτοί, όπως κι οι δογματικοί μας, γιουχαΐσματα. Τα άκρα συναντιόνται.

……………………….
Παπάς δεμένος γράφ’ και ξέγραφ’.
Σε ένα καλυβάκι μέναμε με τον Κώστα Μανωλάκη. Έναν εξαιρετικό νέο από τη Ρόδο. Οι πατριώτες του όλοι είχαν φύγει με δήλωση, είχε μείνει μονάχα αυτός ο φτωχότερος.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια και στο σπίτι του – η σοδειά έρημη στα χωράφια – έμενε η γριά μάνα του και τα δυο παιδιά του
Ένα βράδυ μου λέει:
---Γιατρέ, σε θεωρώ σαν πατέρα και σου ζητώ τη γνώμη σου.
Στο σπίτι άφησα τη μάνα και τα παιδιά μου. Πως τα βολεύουν με τα χτήματα, ένας Θεός το ξέρει. Βρίσκομαι σε απελπισία, να κάνω δήλωση και να πάω να συμμαζέψω το διαλυμένο μου νοικοκυριό;
--Μανωλάκη μου, εσύ είσαι ένας απλός και τίμιος αγωνιστής. Με μένα το πράγμα κάπως διαφέρει, έτυχε να μου αναθέσουν κάποιο σημαντικό πόστο και μια δήλωση δική μου μπορεί να ΄χει ίσως κάποια επίδραση, μια δική σου όμως όχι τόσο.
Ύστερα όλοι ξέρουν πως παίρνονται αυτές οι δηλώσεις.
Ο Αλή Πασάς, έπιασε κάποιον παπά Σουλιώτη και τον υποχρέωσε να γράψει στους συμπατριώτες του να παραδοθούν. Τι να κάνει ο φουκαράς. Τους έστειλε γράμμα, αλλά σαν υστερόγραφο έγραφε: «Παπάς δεμένος γράφ’ και ξεγραφ΄»
Οι αγωνιστές δε χάνονται με δηλώσεις δια της βίας.
Υπόγραψε και σε λίγες μέρες έχανα τη συντροφιά μου. Έμενα μόνος στο σκυλοκάλυβο……
  
Η ψυχολογική μου κατάσταση
Δεν ήμουν πρωτάρης. Χρόνια είχα γευτεί τις εξορίες. Η τροφή εδώ ήταν ασύγκριτα καλύτερη, παίρναμε μερίδα στρατιώτη που ήταν αρκετή, τρώγαμε πότε πότε και κανένα φρούτο.
Η συμπεριφορά των χωροφυλάκων καλή, ούτε βρισιές ούτε αγγαρείες. Είχα και πάνω μου λεφτά. Όμως η εξορία της Γυάρου με πίεζε πολύ ψυχικά. Ήταν η κόπωση τόσα χρόνια φτιάσε – χάλασε δουλειά, οι απανωτές διώξεις και εξορίες, τα «κολέγιά μου»; Μήπως η πίκρα και η αγανάχτηση, που, μετά από τόσα και τόσα, καταντήσαμε αιχμάλωτοι τριών φασουλήδων; Η γιατί βρισκόμουν φυλακισμένος πάνω σ’ έναν ξερόβραχο, στη μέση του πελάγου, μακριά από τους ανθρώπους μου; Πάντως ένιωθα το ίδιο να είναι και για τους άλλους γύρω μου.
Η ζωή σιγά - σιγά οργανωνόταν. Φτιάχτηκε ραφείο, κουρείο, παπουτσίδικο και καθώς το κτίριο της φυλακής ήταν απέραντο, οργανώνονταν κρυφά διαλέξεις και θεατρικές παραστάσεις. Δίνονταν σ’ έναν από τους θαλάμους και γύρω – γύρω κρατούσαν τσίλιες. Με την εμφάνιση χωροφύλακα ή σε ύποπτη κίνηση διαλυόμαστε στη στιγμή κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Κάθε Κυριακή λειτουργία, δεν ήταν όμως υποχρεωτική η παρουσία σου. Κάποιος παπάς μας έφερε και μια κινηματογραφική ταινία από τα μοναστήρια του Αγίου όρους.
Το μεγάλο πανηγύρι ήταν οι ομιλίες του Παπαδόπουλου από το μεγάφωνο. Δε μας μάζευαν υποχρεωτικά, πηγαίναμε μόνοι μας. Έτσι που μιλούσε τσιριχτά και πετούσε τις ασύνταχτες κι ασυνάρτητες εκείνες κοτσάνες, γίνονταν πικάντικα και απρόοπτα σχόλια γύρω. Ήταν μια σπάνια ψυχαγωγία.
Όταν βρισκόμουν στις σκηνές, πήγαινα συχνά στον καταυλισμό που ‘μεναν ο εκλεκτός εκείνος άνθρωπος κι επιστήμονας, υφηγητής της Παιδιατρικής Γιώργος Σπηλιόπουλος, κι ο νομικός ο Αλέκος Σακελλαρόπουλος, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για ν’ αλλάξω καμιά κουβέντα. Όταν αυτοί έφυγαν με μεταγωγή, γύρισα κι εγώ στο κτίριο των φυλακών.
Εδώ βρήκα μια ωραιότατη συντροφιά, το συγγραφέα ιστορικό Νίκο Ψυρούκη, το βουλευτή της ΕΔΑ Κατριβάνο και το χημικό από τη Θήβα Λουκά Αγγελίνα.
Φυλακή και Νοσοκομείο είχαν ηλεκτρικό φως όλη τη νύχτα – με ειδική μηχανή – και σουλατσάραμε στο διάδρομο μπροστά στην είσοδο συζητώντας πέρα απ’ τα μεσάνυχτα.
Σε λίγο παίρνουν μεταγωγή τον Κατριβάνο και φοβόμουν μη χάσω και τους άλλους. Φύγαμε όμως την ίδια μέρα μαζί με τον Ψυρούκη, ο Αγγελίνας αργότερα.
………………………………

Ένας παπάς αλλιώτικος
Ο παπάς που μας έστειλαν εδώ, δεν ήταν σαν τους άλλους. Καλλιεργημένος άνθρωπος, ευγενικός, κι έδειχνε κατανόηση για την περιπέτεια των εξόριστων. Πολλοί εκεί λέγαν «υποκρισία», το αποκλείω. Συζητούσε δεν έκανε κήρυγμα. Ήταν έξυπνος και καταλάβαινε ότι άνθρωποι, που αγωνίζονται και μαρτυρούν για ιδέες, δεν ακούν κηρύγματα.
Μια μέρα τον βρίσκω να κάθεται στην αμμουδιά. Συχνά συνήθιζε ν’ ανακατεύεται με τους εξόριστους και να κουβεντιάζει μαζί τους. Τον καλημερίζω, κάθομαι κοντά του και πιάνουμε κουβέντα.
--Επιτρέψτε μου, πάτερ. Συναναστρέφεστε κι είστε ευγενικός μαζί μας και σας ευχαριστούμε. Νομίζω ότι η αριστερή ιδεολογία, εσφαλμένα – δε λέω εσκεμμένα- έχει παρερμηνευθεί από τα ιερατείο. Αλλά αυτό τα’ αφήνω, άλλο ζήτημα. Θα σας πω όμως ειλικρινά τι σκεφτόμαστε για τον κλήρο.
Δεν είχαμε την απαίτηση η Εκκλησία να είναι με το μέρος μας, την περιμέναμε όμως τουλάχιστον ουδέτερη. Θέλαμε τον Αρχιεπίσκοπο να σηκώσει τα χέρια του και ναπέι: «Ε, εσείς, κι από δώ κι από κεί, σταματήστε να σκοτώνετε αδελφός τον αδελφό».
Τέτοια Εκκλησία και τέτοιον κλήρο, ποιος μπορεί να μην τιμάει και να μη σέβεται;»
Όμως πήγε ανοικτά με το μέρος των διωκτών και βασανιστών μας. Κι άκουγες τον παπά του ΒΕΤΟ της Μακρονήσου να φωνάζει από τα μεγάφωνα, παροτρύνοντας και δικαιολογώντας τους βασανιστές. Ή τον παλιό παπά στη Γυάρο – δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω-, που του παραπονούνταν οι εξόριστοι και του ΄δειχναν το συσσίτιο με τις σκουληκιασμένες φακές κι αυτός έλεγε: «Αχ, παιδάκια μου, εσείς μεν θα φάτε τας ωραίας φακάς, εμείς δε τους βρωμερούς ιχθείς».
Κι αναρωτιέμαι πάτερ: Πιστεύει στ’ αλήθεια η ιεραρχία μας ότι με τέτοια νοοτροπία και συμπεριφορά των αντιπροσώπων της γίνεται σεβαστή η Εκκλησία και η ίδια η θρησκεία, όχι από μας, που μας θεωρεί αντιπάλους της, αλλά και από τους φίλους της τους βασανιστές μας;
Έμεινε σκεπτικός χωρίς να πει λέξη. Ας αλλάξουμε θέμα σκέφτηκα.
--Κοιτάξτε, λέω, τους γλάρους, πως βουτάνε στο νερό σαν στούκας!
Σε λίγο με καληνύχτισε κι έφυγε.
Ο τελευταίος του λόγος από το μεγάφωνο ήταν πολύ ασυνήθιστος. «Φεύγω, είπε, φεύγω λυπημένος, γιατί έλπιζα να φύγουμε μαζί. Όμως εκεί που θα πάω, θα μιλήσω σ’ αυτιά που μπορούν να μ’ ακούσουν, θα μιλήσω για τον πόνο και τις στενοχώριες σας κι ελπίζω να μ’ ακούσουν».
Δεν ξέρω αν και που μίλησε, κι αν εκείνοι είχαν τρύπα στ’ αυτιά, όπως έλεγε ο Γιάννης ο Κατσιούρας από το χωριό μου, ξέρω όμως ότι για πρώτη φορά άκουγες ανθρώπινη κουβέντα από παπά στην εξορία.
Κάποια μέρα με καλούν επιτέλους να ετοιμάσω τα πράγματά μου για την επιστροφή. Αθήνα και συνέχεια λεωφορείο για τα Γιάννενα.
Τώρα τι κάνουμε; Η κατάσταση στην Ελλάδα μαύρη και σκοτεινή. Να συνεχίσω τη δουλειά μου; Οι καλοθελητές κι η Ασφάλεια δε θα μ’ άφηναν ήσυχο.
Είχα συμπληρώσει σαράντα χρόνια από επάγγελμα, υπόβαλα τα χαρτιά μου στο Ταμείο Συντάξεων Υγειονομικών κι έγινα συνταξιούχος.
Αργότερα πούλησα τμήμα από το οικόπεδο του σπιτιού μου, αγόρασα ένα δυάρι στην Αθήνα κι έτσι βρισκόμουν μακριά από τους «άσπονδους» φίλους μου των Γιαννίνων, αλλά προπαντός κοντά στο γιό μου, στη χαρά της Αθηνάς και στην οικογένειά μου. Ήταν το 1969.


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η ζωή είναι ένας δρόμος μ’ εμπόδια, ή τα περνάς ή πεθαίνεις. Ένας αγώνας, αλλά κι ένα μάθημα μαζί, με ποιόν τρόπο μπορεί να τη φτιάξουμε καλύτερη.
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες είναι αυτές που έστησε ο ίδιος ο άνθρωπος, η απληστία του, το «δικό μου» κι όχι «δικό μας»
Η γενιά μου έζησε σε μια εποχή που ο λαός, ύστερα από την πάλη με τρεις κατακτητές, συνειδητοποίησε τα δικαιώματά του και δε δεχόταν πια να τον σέρνουν οι αφεντάδες του. Αυτοί με τους ξένους τον χτύπησαν – κι η σύγκρουση ήταν τρομερή.
Διάλεξα (γραφεί ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης) την πλευρά των αδικημένων.
Μπορούσα να είμαι με τους άλλους κι αυτοί πολύ το ζητούσαν, αλλά έτσι διάλεξα.
Ο καθένας ακολουθεί μια ιδεολογία, κάνει μια πολιτική.
Θέλω να πω: Αν βάλεις για σκοπό σου να κερδίσεις χρήματα και αξιώματα, δε χρειάζεται παρά λίγο μυαλό και μερικές ευκαιρίες για να πετύχεις.
Θα χρειασθεί όμως να πατήσεις σε πτώματα και να βουλώνεις τ’ αυτιά σου να μην ακούς το θρήνο.
Γύρω σου θα νοιώθεις να σε φοβούνται, καμιά όμως εκτίμηση και φιλία.
Δε θα νοιώθεις πουθενά ασφάλεια, θα φοβάσαι πιο πολύ εσύ κι έτσι θα γίνεσαι χειρότερος και σκληρότερος.
Αν όμως βάλεις για σκοπό να κάνεις τη δουλειά που ‘μαθες όσο γίνεται καλύτερα και να χαίρεσαι την προσφορά σου, την εκτίμηση και την αγάπη των γύρω σου, τότε κι ας μην έχεις χρήματα και οφίκια, θα κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες.
Η συμπεριφορά σου αυτή μπορεί να ζημιώσει καμιά φορά τους προνομιούχους και να βρεθείς στη φυλακή. Όμως και στη φυλακή θα νοιώθεις ελεύθερος.
Τώρα αν με ρωτήσετε, τι θα ‘κανα αν γινόταν να ξαναζήσω τη ζωή μου, απαντώ αδίσταχτα: Θα ‘κανα πάλι τα ίδια. Είναι μεγάλη ευτυχία και ικανοποίηση να μην ντρέπεσαι τον εαυτό σου.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Οι τρεις γιοί και η κόρη δίχως τέρι, του γεροχρόνου τα παιδιά.





Τέσσερα αδέρφια
(από τα παιδικά τραγούδια) του Αλέξανδρου Πάλλη

Τέσσερα
(γύριζε γοργά !)
Τέσσερα αδέρφια το χορό όξω στους κάμπους σέρνουν
πιασμένα χέρι χέρι,
του Γεροχρόνου τα παιδιά
πούναι τα αγόρια ομορφονιοί κι’ η κόρη δίχως τέρι

Κι’ η κόρη
(κοίταζε ομορφιές!)
Κι’ η κόρη πρώτη τραγουδεί «τους κάμπους λουλουδίζω
και τα κλαδιά φουντώνω,
του Πάσχα φέρνω τις χαρές
στις νύχτες μέσα τη δροσιά μ’ αηδόνια ξεφαντώνω».

Το πρώτο
(Μάννα μας γλυκιά!)
το πρώτο αγόρι τραγουδεί «σφαλήστε τα βιβλία
στις εξοχές να πάμε,
να δροσιστούμε στα νερά,
στον ήσκιο της γερομουριάς τα πωρικά να φάμε».

Και τ’ άλλο
(κράτα το χορό!)
και τ’ άλλο αγόρι τραγουδεί «ο τρύγος τώρα αρχίζει
με χαρωπά τραγούδια
σταφύλια κει σταφύλια δω
πατείτε, άντρες, στους ληνούς, τρυγάτε, κοπελούδια!»

Το τρίτο
(ά μα τι χαρά!)
το τρίτο λέει «όμως κι’ εγώ τα παραμύθια φέρνω
τριγύρω στα μαγκάλια
μαζί με κάστανα ψητά
Αγιοβασίλη φέρνω γώ, εγώ και πορτοκάλια».

Κι’ όλα τους
(γύριζε γοργά!)
κι’ όλα τους τραγουδούν μαζί «γυρνάμε νύχτα μέρα
πιασμένα χέρι χέρι,
εμείς του Χρόνου τα παιδιά,
τρεις γιοί κι’ οι τρεις ομορφονιοί, μια κόρη δίχως τέρι».


..........................................
 
Ο Αλέξανδρος Πάλλης κατάγονταν από οικογένεια που έδωσε στο Έθνος αγωνιστές και αρματολούς, διδασκάλους του Έθνους, επιστήμονες, στρατιωτικούς και διπλωμάτες.
Μεταφραστής – μεταξύ άλλων- της «κριτικής του καθαρού λόγου» του Κάντ, μεταφραστής και σχολιαστής της Ιλιάδας και των Ευαγγελίων, που προσπάθησε να καθοδηγήση τη νεοελληνική σκέψη προς τις πιο υψηλές και πιο καθαρές πηγές της ανθρώπινης συνείδησης.
Δημοτικιστής πουριτανός και υποστηρικτής με λόγια και με χρήμα των ομοϊδεατών του λογίων. Ποιητής τέλος χαριτωμένων πρωτότυπων λυρικών και παιδικών τραγουδιών.
Αυτός υπήρξε με λίγα λόγια ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο εμποροτραπεζίτης της Λίβερπουλ, που πεθαίνοτας αφήκε εντολή να μεταφέρουν την τέφρα του στο νησί των Γιαννίνων … (στη Μονή των Φιλανθρωπινών στο Νησί)
Η μαρμάρινη προτομή του, στημένη κάτω από το βράχο του τζαμιού του Ασλάν Πασιά, ήρεμη, χαμογελαστή και λίγο ειρωνική, κοιτάζει το κύμα της λίμνης, που χτυπάει λίγα μέτρα πιο μακρυά…έγραφε ο Τ.Σ. (μαλλον ο Τάκης Σιωμόπουλος) στην Ηπειρωτική Ανθολογία (εκδόσεις Ηπειρωτικής Εστίας)– Ιωάννινα 1955