Στα Γιάννενα με έφερε ένα τυχαίο γεγονός,
ένας σεισμός. Το 1967 τα μεγάλα φράγματα του Αχελώου
(Καστράκι και Κρεμαστά) είχαν ολοκληρωθεί και γέμιζαν με εκατομμύρια τόνους νερό. Η μεγάλη αυτή
φόρτιση του εδάφους ήταν αυτή που προκάλεσε τον σεισμό στην Ήπειρο. Έτσι μας έλεγαν τότε οι
σεισμολόγοι, που είναι πάντα καθησυχαστικοί. Ο σεισμός πάντως έγινε τον Μάιο του 1967 και πολλοί
κάτοικοι έχασαν τα σπίτια τους.
Έπρεπε να αποκατασταθούν οι σεισμόπληκτοι. Το έργο ανέλαβε ο στρατός
με τις ΜΟΜΑ (Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκροτήσεως). Οι ΜΟΜΑ δημιούργησαν τα ΕΑΣ
(Εργοτάξια Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων) και έπρεπε να τα επανδρώσουν. Ο στρατός ζήτησε από το
ναυτικό και την αεροπορία τεχνικούς αξιωματικούς. Το Πολεμικό Ναυτικό έψαξε και βρήκε λουφατζήδες
εφέδρους σημαιοφόρους και τους έστειλε στα ΕΑΣ.
Έτσι βρέθηκα από τον ∆ημόκριτο στα Γιάννενα, με
μεγάλη ευχαρίστηση. Όσοι είχαν ισχυρά μέσα (οκτάρια κατά την έκφραση του Ναυτικού) φρόντισαν να
μείνουν στις κεντρικές υπηρεσίες στην Αθήνα.
Αρχίσαμε λοιπόν να εναρμονιζόμαστε με την ζωή στην πόλη και με την ζωή των αξιωματικών του
στρατού. Πρώτα έπρεπε να μάθουμε που θα τρώμε. Στην λέσχη των αξιωματικών πήγαιναν οι μεγαλόβαθμοι
αξιωματικοί και δεν πλησιάσαμε ποτέ. Οι λοχαγοί του στρατού έτρωγαν σε εστιατόρια της πόλης και το ίδιο
κάναμε και εμείς. Το εστιατόριο έπρεπε να έχει καλό φαγητό, σε καλές τιμές. Έπρεπε επιπλέον να είναι ήρεμο
και σεμνό. Τέτοιο εστιατόριο ήταν το "Τζάκι", ένα υπόγειο που σήμερα δεν υπάρχει πια. Ήταν σε μια
πάροδο, βορείως της Μεραρχίας. Το αναζήτησα τελευταίως, αλλά το μόνο που βρήκα ήταν οι αεραγωγοί της
κουζίνας του που μου έδειξε ένας κοσμηματοπώλης στο πίσω μέρος του μαγαζιού του.
Κάποια εστιατόρια ήταν "κακόφημα" μεταξύ των αξιωματικών του στρατού και τα αποφεύγαμε. Τα
δοκιμάσαμε αργότερα και δεν βρήκαμε τίποτα το ανησυχητικό σε αυτά, αλλά κρατήσαμε την γενική γραμμή
της τοπικής παράδοσης. Από τότε μου έμεινε το συνήθειο να επιλέγω εστιατόριο σε άγνωστες πόλεις με το
ερώτημα: "Που τρώνε εδώ οι αξιωματικοί του στρατού"; Είμαι σίγουρος ότι το εστιατόριο αυτό θα έχει καλό
φαί, σε λογικές τιμές. Σε πόλεις που έχουν στρατιωτικές μονάδες, η μέθοδος αυτή δεν με πρόδωσε ποτέ.
Ένα άλλο εστιατόριο ήταν μάλλον εξοχικό κέντρο. Βρισκόταν πάνω στην λεωφόρο ∆ωδώνης κοντά στην
ΜΟΜΑ και ονομαζόταν "μπαρμπα-Θωμάς".
Σήμερα δεν υπάρχει πια, οι δε περίοικοι δεν γνωρίζουν καν ότι
υπήρξε ποτέ. Πηγαίναμε συχνά εκεί, παρ όλο που υπήρχε η αντένδειξη ότι "εκεί πηγαίνουν ζευγαράκια". Ένα
εξοχικό κέντρο με τραπέζια ορατά από τον δρόμο, δεν μπορούσε να είναι προβληματικό. Ένα βράδυ μάλιστα
που τρώγαμε εκεί, παρακολουθήσαμε ένα γλέντι γάμου με όργανα. Παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον τους
Ηπειρώτες να διασκεδάζουν με τους ίδιους υπέροχους θλιβερούς ρυθμούς σε μινόρε, που απλώς τους
έπαιζαν γρήγορα. Είδαμε και μια διαδικασία που δεν έχουμε ξαναδεί έκτοτε:
Ο κλαριντζής άρχισε να αφαιρεί
κομμάτια από το κλαρίνο του, συνεχίζοντας να παίζει, μέχρις ότου έπαιζε μόνο με το επιστόμιο. Μετά
συναρμολόγησε πάλι το κλαρίνο του, χωρίς να σταματήσει καθόλου το γλέντι.
Τα Γιάννενα ήταν μια μικρή πόλη, πολύ μικρότερη από ότι είναι σήμερα. Το πανεπιστήμιο είχε ανοίξει πριν
από λίγα χρόνια και δεν είχε ακόμα τον μεγάλο όγκο φοιτητών που αλλάζει την ζωή της πόλης.
Σημαντικότερη ήταν η παρουσία του στρατού. Το κτίριο του πανεπιστημίου ήταν τότε νεόδμητο στον λόφο
του Βελισαρίου. Αργότερα έμεινε σε αυτό μόνο η φοιτητική εστία.
Η ζωή της πόλης γύριζε γύρω από ένα περιορισμένο κέντρο, στη περιοχή του κτιρίου της Μεραρχίας. Εκεί
γινόταν κάθε απόγευμα ο τυποποιημένος περίπατος, το "σουλάτσο" κατά τους επτανήσιους, το
"νυφοπάζαρο" κατά τους σκωπτικούς. Γύρω από την δύση του ηλίου, ο κόσμος φορούσε τα καλά του και
ερχόταν να περπατήσει στην οδό ∆ωδώνης, από το κτίριο της Μεραρχίας μέχρι την λοξή διασταύρωση με
την οδό Ναπολέοντος Ζέρβα. Κάθε απόγευμα κάναμε και εμείς τον τακτικό μας περίπατο, διασκεδάζοντας
με τις οικογένειες που περπατούσαν μπροστά μας. Όταν έφθαναν στο ύψος της Ν. Ζέρβα, χωρίς κανένα
λόγο, έκαναν μεταβολή επί τόπου και κατέβαιναν πάλι προς την Μεραρχία. ∆εν υπήρχε κάποια
διασταύρωση με αυτοκίνητα που αποτελούσε όριο. Έστρεφαν ξαφνικά σε κάποιο σημείο, σαν να άκουγαν
το παράγγελμα "μεταβολή".
Όλη η ζωή της πόλης ήταν γύρω από τον χώρο περιπάτου. Λέγαμε χαρακτηριστικά ότι, όποιο μαγαζί
άνοιγε λίγο μακρύτερα από τον περίπατο, ήταν καταδικασμένο να κλείσει. Αυτό δεν ήταν πολύ μακριά από
την πραγματικότητα. Το νεόδμητο τουριστικό περίπτερο, πάνω στον λόφο, δεν είχε καθόλου κίνηση.
Σήμερα, η ευρύτερη περιοχή της οδού ∆ωδώνης, μου δίνει την ίδια εικόνα, με μια βασική διαφορά. Ο
κόσμος πια δεν περπατάει. Βρίσκεται καθισμένος σε δεκάδες μαγαζιά που έχουν ανοίξει στην περιοχή. Τα
μαγαζιά έχουν γυάλινες προσόψεις για να βλέπουν οι θαμώνες τούς περαστικούς, που όμως δεν
σουλατσάρουν, αλλά πηγαίνουν να κάτσουν και αυτοί κάπου αλλού.
* * *
Πλάι στην Μεραρχία υπήρχε ο κήπος του αρχαιολογικού μουσείου που είχε προσφάτως διαμορφωθεί, με
ωραία θέα προς την λίμνη. Εκεί όμως δεν ήταν σωστό να πηγαίνουμε μετά την δύση του ηλίου, γιατί υπήρχε
η φήμη ότι "εκεί πηγαίνουν ζευγαράκια".
Κάτω από τον κήπο και μέχρι την λίμνη, η πόλη θύμισε τουρκομαχαλά. Η περιοχή αυτή ονομαζόταν
Καλούτσιανη. Πρέπει να στέγαζε αποθήκες και συνεργεία. Η εικόνα συμπληρωνόταν με τον σαλεπιτζή που
γυρνούσε στους δρόμους τον χειμώνα πουλώντας σαλέπι. Ήταν όμως ένας σύγχρονος σαλεπιτζής που
σέρβιρε το σαλέπι σε πλαστικά ποτηράκια μιας χρήσεως και όχι στα τενεκεδένια ποτηράκια του παλιού
καιρού.
Ο σύγχρονος χάρτης μου αναγράφει στην Καλούτσιανη το τοπωνύμιο "Ταμπάκικα", δηλαδή βυρσοδεψία.
∆εν θυμάμαι να είχαμε δει βυρσοδεψία στην περιοχή, αλλά τα βυρσοδεψία φημίζονται για την βρώμα τους.
Βρώμα και λάσπη θυμάμαι στην Καλούτσιανη, βυρσοδεψία δεν θυμάμαι.
Από την Καλούτσιανη ξέραμε ότι ο δρόμος συνέχιζε προς τον Κατσικά, όπου όμως δεν πήγαμε ποτέ.
Στην περιοχή αυτή η λίμνη είχε εκτεταμένους καλαμιώνες, χωρίς προσβάσεις.
* * *
Ο άξονας κινήσεως στα Γιάννενα ήταν από την λεωφόρο ∆ωδώνης προς στην προέκτασή της που
ονομαζόταν οδός Αβέρωφ και οδηγούσε στο Κάστρο. ∆υτικότερα από τον άξονα ∆ωδώνης-Αβέρωφ ήταν η
αστική περιοχή, όπου επίσης δεν είχαμε λόγο να πηγαίνουμε. Ο στρατός και οι φοιτητές της εποχής εκείνης,
δεν είχαμε σχέση με την τοπική κοινωνία. Είμαστε προσωρινοί, περαστικοί, παρατηρητές, με κυριότερη
συνάντηση στον κοινό απογευματινό περίπατο.
Ο περίπατος γινόταν κάθε απόγευμα στην οδό ∆ωδώνης, εκτός από την Κυριακή. Την Κυριακή το πρωί
οι ίδιοι περιπατητές σουλατσάραμε στον Μόλο.
Με την λέξη "Μόλος" οι Γιαννιώτες χαρακτηρίζουν τον παραλίμνιο δρόμο, κάτω από το τείχος του
κάστρου. Ο δρόμος αυτός δεν έκανε τότε το γύρω του κάστρου, όπως σήμερα. Ξεκινούσε από την βορινή
πλευρά και, κάπου στα ανατολικά εκφυλιζόταν σε τέλμα από καλάμια και βούρλα. Η νότια περίβολος του
τείχους όπου σήμερα υπάρχει ευρύς χώρος αναψυχής, ήταν τότε η υποβαθμισμένη πλευρά της πόλης (η
Καλούτσιανη).
Από τον Μόλο ξεκινούσαν, τότε όπως και σήμερα, τα πλεούμενα για το νησάκι της λίμνης. Η λίμνη τότε
είχε καθαρότερο νερό από ότι έχει σήμερα. Υπήρχαν περιοχές όπου το νερό ήταν τελείως διαυγές. Αυτές
ήταν στην απέναντι όχθη της λίμνης στους πρόποδες του Μιτσικελίου. Εκεί ήταν και η πλευρά που μου άρεσε
να περνάω τα απογεύματά μου.
Η ΜΟΜΑ
Πριν συνεργαστώ με τον στρατό, είχα λανθασμένη εικόνα για τις ΜΟΜΑ. Θεωρούσα ότι θα ήταν μονάδες εντάσεως εργασίας, με πολλούς άνδρες. Θεωρούσα ότι ένα μεγάλο πλήθος ικανών εθελοντών, αντί να εξασκούν την παραδοσιακή λούφα, θα απασχολούνταν σε παραγωγική εργασία, επ΄ ωφελεία της χώρας μας. Θεωρούσα ότι θα προέκυπταν φθηνά αναπτυξιακά έργα, με μη αμειβόμενη εργασία. Όταν γνώρισα όμως την ΜΟΜΑ, διαπίστωσα ότι τα εργασιοβόρα τεχνικά έργα των δρόμων (τοίχοι αντιστηρίξεως, οχετοί ομβρίων, γέφυρες) εδημοπρατούντο σε τοπικούς εργολάβους. Η ΜΟΜΑ είχε σαν αντικείμενο μόνο αυτό που υποδηλούσε και η ονομασία της "Μηχανήματα Ανασυγκροτήσεως", δηλαδή μπουλντόζες, γκρέιντερ, οδοστρωτήρες, γερανούς, φορτηγά οδοποιίας και άλλα παρόμοια βαρέα μηχανήματα. Είχε λίγους χειριστές μηχανημάτων και ένα συνεργείο για την συντήρησή τους. Τα ΕΑΣ αντιθέτως θα απασχολούσαν ένα πλήθος εξειδικευμένων τεχνητών. Τα ΕΑΣ ήταν πιο κοντά στην ιδανική εικόνα που είχα για εργοτάξια άμισθης εργασίας στον στρατό. Η άμισθη εργασία έπρεπε να γίνεται κατά το δυνατόν ευχάριστα. Η απασχόληση των τεχνιτών στις προηγμένες για την εποχή τεχνολογίες, θα απέδιδε επιπλέον εξειδικευμένα στελέχη για την ελεύθερη αγορά εργασίας.
* * * * * * * * * * * *
Στην 1η ΜΟΜΑ διοικητής ήταν ο Ιδομενεύς Μανωλιάδης, ένας λεβέντης αντισυνταγματάρχης του μηχανικού, ξερακιανός με μουστάκι α λα Γρίβα. Ανήκε στην κατηγορία των αξιωματικών με Α κεφαλαίο. Στην γραμματεία του διοικητού (υπασπιστήριο) υπηρετούσε ο Γεώργιος Χριστόπουλος, λοχαγός του πυροβολικού, και αυτός αξιωματικός με Α κεφαλαίο. Το να ξεχωρίζω τους αξιωματικούς με αυτό τον τρόπο, το είχα μάθει από τα πρώτα βήματά μου στο ναυτικό. Όταν ορκιστήκαμε αξιωματικοί, ο ναύαρχος ΑΝΕ (Αρχηγός Ναυτικής Εκπαιδεύσεως) κάλεσε στο γραφείο τους τρεις από εμάς που τοποθετηθήκαμε σε υπηρεσίες του αρχηγείου του. Μας καλωσόρισε και μεταξύ άλλων μας είπε: - Ελπίζω να προσφέρετε κάτι θετικό στο Βασιλικό Ναυτικό και να μην καταντήσετε "απλοί διεκπεραιωτές ανοήτων εγγράφων", όπως κάποιοι αξιωματικοί. -
Αυτό τώρα δεν το καταλαβαίνετε, αλλά να το θυμόσαστε αργότερα, συμπλήρωσε. Τα λόγια του ναυάρχου δεν τα ξέχασα ποτέ και διαχώριζα τους γύρω μου σε δύο κατηγορίες. Όλοι γνωρίζουμε ότι σε κάθε οργάνωση υπάρχουν κάποιοι που διακρίνονται, γιατί βγαίνουν μπροστά και παίρνουν πρωτοβουλίες. Η ευδιάκριτη αυτή ομάδα των αξιωματικών με Α κεφαλαίο, στηρίζει κάθε σοβαρή προσπάθεια σε περίοδο κρίσεως, είτε είναι το αλβανικό μέτωπο, είτε είναι κάποια ενέργεια εν ειρήνη, όπου οι άλλοι απλώς σφυρίζουν αδιάφορα.
* * * * * * * * * * * *
Ο Χριστόπουλος λοιπόν ήταν λοχαγός του πυροβολικού με Α κεφαλαίο. Είχε και αυτός κάποια δική του ιδιότυπη κατηγοριοποίηση των γύρω του. Όταν έλεγε για κάποιον ότι "είναι σκυλί", αυτό ήταν έπαινος και όχι ύβρις. Όταν κάποτε με ανέφερε σαν "σκυλί μαύρο", κατάλαβα ότι με είχε σε εκτίμηση. Με τον Χριστόπουλο μάς συνέδεε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είμαστε και οι δύο ιπτάμενοι. Εγώ με ανεμόπτερα, εκείνος με τα Piper της Αεροπορίας Στρατού. Κάποια χρόνια αργότερα, η Αεροπορία Στρατού θα μας έδινε τα παλιά της Piper σαν αερορυμουλκά, για να ανυψώνουμε με αυτά τα ανεμόπτερά μας. Τότε όμως, τα Piper τα είχαν δώσει οι Αμερικανοί στον Στρατό, για εναέρια παρατήρηση στόχων από το πυροβολικό. Το πυροβολικό διέθετε ιπτάμενους αξιωματικούς, ένας από τους οποίους ήταν και ο Χριστόπουλος.
Στο αεροδρόμιο Ιωαννίνων υπήρχε ΛΑΣ (λόχος αεροπορίας στρατού, φωτογραφία 18 1188 18 ) με αεροπλάνα του οποίου πετούσε ο Χριστόπουλος. Έτσι βρεθήκαμε κάποτε στον αέρα ένας λοχαγός του στρατού και ένας σημαιοφόρος του ναυτικού, με κατεύθυνση προς τα σύνορα.
Κοντά στο Καλπάκι άρχισε να μου δείχνει την γραμμή των συνόρων. ∆εν φαινόταν όμως καμία γραμμή, όπως έχει ο χάρτης. Την εποχή εκείνη τα δικά μας βουνά δεν είχαν διαφορά από τα αλβανικά.
Σήμερα αντιθέτως, τα δικά μας βουνά είναι γκρίζα υποπράσινα, από κάποια πουρνάρια, ενώ τα αλβανικά είναι γκρίζα προς το άσπρο. Φαίνεται ότι τα γίδια της Αλβανίας τρώνε σήμερα κάθε υποψία πρασινάδας.
Η πτήση προς τα σύνορα μάς έφερε προς τα Ζαγοροχώρια, κοντά στην χαράδρα του Βίκου. Από τον αέρα παρατηρεί κανείς αμέσως ότι η πλαγιά δυτικά της χαράδρας συνεχίζεται στον ορεινό όγκο ανατολικότερα. Η χαράδρα υπάρχει εκεί παράλληλα και όχι κάθετα προς την πλαγιά. Φαίνεται ότι σε παλιότερες γεωλογικές περιόδους, ο ποταμός Βοϊδομάτης κυλούσε προς βοράν σε κάποια πεδιάδα και αποστράγγιζε την λεκάνη απορροής που είναι βόρια από το Μιτσικέλι. Όταν το έδαφος άρχισε να ανεβαίνει, ο Βοϊδομάτης συνέχισε να ρέει προς βορράν, κόβοντας συνεχώς το έδαφος που ανέβαινε γύρω του. Ο γεωλογικός σχηματισμός είχε πολύ ενδιαφέρον και αποφάσισα να τον επισκεφθώ από το έδαφος.
Η συνέχεια ΕΔΩ (το πληρες κείμενο)
Επίσκεψη 1972
Το καλοκαίρι του 1972 βρέθηκα πάλι στα Γιάννενα, σαν πολίτης και θέλησα να επισκεφθώ τον οικισμό
των σεισμοπλήκτων. Οι εργασίες είχαν τελειώσει και τα σπίτια είχαν όλα παραδοθεί στους δικαιούχους.
∆οκιμάζοντας να περιδιαβώ τον οικισμό σαν τουρίστας, άρχισα να αισθάνομαι περίεργα. Σαν κάποιος να
με παρακολουθούσε, σαν να ήμουν ανεπιθύμητος.
Από μακριά είδα μια γυναίκα να υφαίνει σε παραδοσιακό
ξύλινο αργαλειό. Το θέαμα ήταν πολύ γραφικό και θέλησα να πλησιάσω στο σπίτι. Πριν όμως διασχίσω τον
δρόμο, η γυναίκα έσπευσε να κλείσει και να ασφαλίσει το παράθυρό της.
Σε ένα τέτοιο εχθρικό περιβάλλον, δεν τόλμησα να πάρω καμία φωτογραφία και απομακρύνθηκα
προβληματισμένος.
* * *
∆ιαπίστωσα ακόμα ότι, σαν πολίτης δεν είχα πια την άνεση κινήσεων που είχα σαν ένστολος.
Είχαμε πρόθεση να επισκεφθούμε την Βύσσανη (που γράφεται με δύο σίγμα και προφέρεται αναλόγως).
Η Πυρσόγιαννη ήταν άλλος ένας μυθικός προορισμός, για τον οποίο είχα ακούσει πολλά στην ΜΟΜΑ και
θα ήθελα κάποτε να πάω. Φθάνοντας όμως στο Καλπάκι, μας σταμάτησε η χωροφυλακή και μας είπε ότι,
για να πάμε βορειότερα χρειαζόμαστε ειδική άδεια.
- Εντάξει.
Από που θα πάρουμε την άδεια; ρώτησα φιλικά.
Μου ελέχθη όμως ότι μόνο το αστυνομικό τμήμα της κατοικίας μας (500 χλμ μακριά), μπορούσε να
εκδώσει τέτοια άδεια.
Γυρίσαμε λοιπόν πίσω στα Γιάννενα άπρακτοι.
Επίσκεψη το 2008
Επίσκεψη το 2008
Γύρω στο 2000 άρχισα να απλώνω σε όλη την Ελλάδα την ερασιτεχνική έρευνα που έκανα από το 1976,
για τις ορεινές και θαλάσσιες αύρες στην χώρα μας. Το αεράθλημα του παραπέντε είχε διαδοθεί ευρέως. Είχα
ήδη πολλούς πληροφοριοδότες ανά την Ελλάδα και πολλούς ενδιαφερόμενους για τα πορίσματα της έρευνας
για τις τοπικές αύρες.
To 2008 επεξέτεινα την έρευνα στην Ήπειρο, όπου και έκανα επανειλημμένα ταξίδια. Όπως ήταν φυσικό,
πέρασα τότε και από την Βύσσανη (με δύο σίγμα) και από την φιλόξενη Πυρσόγιαννη. Τώρα πια η
αστυνομία δεν ανησυχούσε για όσους πήγαιναν προς βοράν, αλλά για λαθρομετανάστες που έρχονταν προς
νότον.
Στα Γιάννενα διανυκτέρευα πάντα στο ξενοδοχείο "Βυζάντιο" που είναι πολύ κοντά στον χώρο της
παλιάς ΜΟΜΑ και του Μπουνταλά. Μου δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία να ψάξω και πάλι για την τύχη του
οικισμού των σεισμοπλήκτων. Το τοπίο όμως είχε μεταβληθεί τελείως. Η πόλη είχε επεκταθεί προς την
περιοχή Μπουνταλά και είχε καταβροχθίσει τον οικισμό.
Περπατώντας ανάμεσα στα σπίτια, κανείς δεν με κοίταζε πια περίεργα. Επεσήμανα κάποια από τα παλιά
σπίτια των σεισμοπλήκτων που επιβιώνουν μέχρι σήμερα και τα φωτογράφησα.