Γράφει ο Ευριπίδης Μακρής στο βιβλίο του
«Κουκούλι Ζαγορίου – ένα παλιό αρχοντοχώρι οχτώ αιώνων» -
Ιωάννινα 2005.
Στο κεφάλαιο: Το Κουκούλι κατά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο
... στα χρόνια του εμφυλίου...
Ο «τρίτος γύρος» άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1946. Ο
καταστροφικός και αδελφοκτόνος πόλεμος είχε αρχίσει και κράτησε τέσσερα χρόνια,
μέχρι τον Αύγουστο του 1949. Οι κομουνιστές αντάρτες πήραν τα όπλα για να
διώξουν τους «μοναρχοφασίστες», όπως ονόμαζαν την κυβέρνηση και το βασιλιά και
κατ’ επέκταση και τον εθνικό στρατό, και να επιβάλουν τη λαϊκή δημοκρατία….
Το Κουκούλι δεν είχε συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα των
επαναστατών ανταρτών του εμφυλίου.
Τον Αύγουστο του 1947 πέρασαν από το
Κουκούλι τρεις χιλιάδες αντάρτες με τον «Υψηλάντη» τον καθηγητή Αλέξη Ρόσιο από
τη Σιάτιστα
(Στο βιβλίο του «στα φτερά του οράματος» καταδικάζει ο ίδιος
το κομουνιστικό σύστημα, αφού είχε την ευκαιρία να το γνωρίσει στην πράξη,
όταν, μετά τον ανταρτοπόλεμο, αναγκάστηκε να ζήσει στη Σοβιετική Ένωση)
Στο χωριό βρήκαν μόνο τα γυναικόπαιδα. Οι άντρες από 16
χρονών και πάνω είχαν φύγει. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς όλοι οι
Κουκουλιώτες εγκατέλειψαν το χωριό και επέστρεψαν σ’ αυτό μετά από τρία χρόνια.
Έμειναν σ’ αυτό μονάχα μερικές ηλικιωμένες γυναίκες. Στο Ζαγόρι κυρίαρχοι ήταν
οι αντάρτες.
Το χειμώνα του 1948 συνέβη ένα τραγικό περιστατικό. Οι
κομουνιστές αντάρτες πέρασαν από «δικαστήριο» την Κλεονίκη Παπαβασιλείου και
τον τσεπελοβίτη γαμπρό της από αδελφή, Φώτη Δεληγιάννη, και τους εκτέλεσαν.
Τι είχε συμβεί;
Ο Δεληγιάννης ήταν δεξιός. Κατηγορήθηκε από κάποιους
συγχωριανούς του ότι πήγαινε μηνύματα στην κουνιάδα του Κλεονίκη, τα οποία αυτή
τα διαβίβαζε στο στρατό που ήταν στη Βίτσα.
Έτσι πήγαν να τον συλλάβουν στο σπίτι του στο Τσεπέλοβο.
Αυτός ανέβηκε στο ταβάνι του σπιτιού. Απειλούσαν τη γυναίκα του να τους
αποκαλύψει που βρισκόταν ο άντρας της. Για μια στιγμή απείλησαν να σφάξουν το γιο
του.
Τότε ο Δεληγιάννης, φοβούμενος μην πραγματοποιήσουν την
απειλή τους, κατέβηκε από το ταβάνι και παρουσιάστηκε μπροστά τους. Τον έδεσαν
και τον οδήγησαν στους Κήπους. Πήγαν και στο Κουκούλι και συνέλαβαν και την
Κλεονίκη και την πήγαν στο κρατητήριο στους Κήπους.
Αφού τους ξυλοκόπησαν άγρια για να μαρτυρήσουν για κάτι το
οποίο δεν είχαν κάμει – ήταν ανυπόστατα τα όσα τους καταμαρτυρούσαν – την άλλη
μέρα τους πέρασαν από «στρατοδικείο».
Οι «δικαστές» τους έκριναν ενόχους και τους επέβαλαν την
ποινή του θανάτου.
Την άλλη μέρα τους εκτελέσανε, μαζί με άλλους δύο (σύνολο
τέσσερα άτομα) στο δάσος, μισή ώρα ανατολικά των Κήπων.
Εφτά χρόνια μετά βρήκαν τους θαμμένους σκελετούς.
Ο Νίκος Παπαβασιλείου, ο άντρας της Κλεονίκης γνώρισε τον
σκελετό της γυναίκας του από ένα χρυσό δόντι στην οδοντοστοιχία της.
Για πολλά χρόνια – και σήμερα (2005)- οι συγγενείς της
Κλεονίκης και του Δεληγιάννη και οι άλλοι Κουκουλιώτες πιστεύουν πως ο κύριος
«δικαστής» στη δίκη της Κλεονίκης και του Δεληγιάννη ήταν ο Γκαστής από το
Δίλοφο.
Εγώ (γράφει ο Ευριπίδης Μακρής) όταν κουβέντιασα με το
Χρυσόστομο Νούλη από τους Κήπους (πολιτικό υπεύθυνο στο Ζαγόρι του ΕΑΜ ΕΛΑΣ )
διέψευσε αυτή την εκδοχή για πέρα ως πέρα λανθασμένη
«εγώ, λέει ο Χρυσόστομος Νούλης, ήμουνα στη Φολέγαντρο
εκείνη την εποχή. Έμαθα για την εκτέλεση της Κλεονίκης ένα μήνα μετά. Βρίσκαμε
τρόπους επικοινωνίας και τους διαμήνυσα ότι έκαμαν ένα έγκλημα. Όλοι ήξεραν ότι
εγώ είμαι Κουκουλιώτης. Λυπήθηκα πολύ για την Κλεονίκη που περάσαμε μαζί όλα τα
χρόνια με πάρα πολλές δυσκολίες, προπαντός τα χρόνια της Κατοχής. Φρόντισα και
πληροφορήθηκα ποιοι έβγαλαν την απόφαση να την εκτελέσουν. Οι «δικαστές» ήταν
Μακεδόνες και δεν ήξεραν τους Ζαγορίσιους. Δεν ήταν ο Γκαστής στην υπόθεση
αυτή. Μακάρι να’ταν, δεν θα τους τουφέκιζαν, γιατί πραγματικά «πήγαν σαν το
σκυλί στ’ αμπέλι»…»
Άλλο ένα δυστύχημα που έγινε στο Κουκούλι το 1948, αποτέλεσμα
και αυτό του εμφυλίου, ήταν ο θάνατος που βρήκαν δυο Κουκουλιώτισες κοπέλες από
νάρκη.
Στις 20 Ιουλίου του 1948 η Ασπασία Κόκκορου και η Φιλομήλα
Αναστασιάδη, γυρίζοντας από τον προφήτη Ηλία της Βίτσας, κοντά στο γεφύρι του
Μίσιου, πάτησαν νάρκη και σκοτώθηκαν. Επειδή δεν υπήρχαν άνθρωποι να τις
μεταφέρουν στο χωριό τις έθαψαν επιτόπου. Ύστερα από λίγες μέρες σκοτώθηκε
επίσης από νάρκη και ο γέρο – Τσάλιος ο Γιώργος.
(Ο Ευριπίδης Μακρής τελείωσε με άριστα τη Ζωσιμαία
Παιδαγωγική Ακαδημία, μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και έκαμε μεταπτυχιακές
σπουδές με υποτροφία του ΙΚΥ (1974-77) στο Πανεπιστήμιο του Ντούϊσμποργκ.
Υπηρέτησε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ως Δάσκαλος,
Διευθυντής, Σχολικός Σύμβουλος.
Συνέγραψε αρκετά βιβλία και εκπόνησε πλήθος εργασιών –
εισηγήσεων
Τιμήθηκε με έπαινο από την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία και
το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων Σερρών)