Από το βιβλίο του Γιάννη Κ. Παπαϊωάννου «Στα μονοπάτια τα
παλιά»
..Όμως στο παιδικό μυαλό μου εκείνης της εποχής φάνταζε σαν
κάτι μαγικό και πολύ μεγάλο το Κάστρο και ο φούρνος του την πρώτη εβδομάδα του
Σεπτεμβρίου.
Ήταν τότε που ο δήμαρχος της πόλης, ο Γρηγόρης Σακάς, είχε
καθιερώσει την εβδομαδιαία εμποροπανήγυρη στην παραλία της λίμνης και μάλιστα
φρόντιζε με κάθε επισημότητα να κάνει τα εγκαίνια πριν από την έναρξή της.
Για το σκοπό αυτό επιστράτευε την μπάντα της φιλαρμονικής
του Δήμου. Πυροτεχνήματα έσκαγαν στον ουρανό και αντικατοπτρίζονταν στα νερά
της Παμβώτιδας λίμνης. Και τα χειροκροτήματα από τους συγκεντρωμένους
γιαννιώτες μαζί με τα «μπράβο», τα «ζήτω» , τα «όλοοο…» μαζί με τα χαχανητά
δονούσαν την ατμόσφαιρα, όταν ο δήμαρχος έκλεινε την ομιλία του από την
πρόχειρη ξύλινη εξέδρα των επισήμων -
που είχε στηθεί για την συγκεκριμένη περίπτωση – με τη φράση «Φιλοδοξία μας
είναι να κάνουμε την εμποροπανήγυρη των Ιωαννίνων εφάμιλλη της Διεθνούς
Εκθέσεως Θεσσαλονίκης».
Εκείνη την εβδομάδα όλος ο μόλος έξω από το Κάστρο και από
τις δυο του πλευρές ήταν γεμάτος με πρόχειρες παράγκες στην σειρά φτιαγμένες με
ξύλινα δοκάρια, φύλλα χάρμποτ, τσίγκο και λινάτσα.
Δεν χόρταινε κανείς να βλέπει και να θαυμάζει αραδιασμένα
εμπορεύματα κάθε λογής. Η πορεία ξεκινούσε πρώτα από τη δεξιά πλευρά του
παραλίμνιου δρόμου – από τη μεριά του Κάστρου δηλαδή- και με επιτόπια στροφή
εκατόν ογδόντα μοιρών συνέχιζε η αντίστροφη περιήγηση από την πλευρά της λίμνης
ετούτη τη φορά.
Μάλλινες κουβέρτες, βελέντζες, κιλίμια και στρωσίδια από τις
βιοτεχνίες της Θεσσαλίας.
Σεντόνια, πετσέτες, βαμβακερά όλων των μεγεθών και σχεδίων.
Πιάτα, βάζα, ποτήρια, πιατέλες κουζινικά και γυαλικά όλων
των ειδών. Παπούτσια καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, πέδιλα γυναικεία και
ανδρικά. Παλτά, σακάκια και πουκάμισα βρίσκονταν απλωμένα και εκτεθειμένα σε
τιμές ευκαιρίας στις παράγκες του παζαριού.
Κάμποσοι γιαννιώτες καταστηματάρχες και αρκετές γνωστές
ελληνικές φίρμες της εποχής έδιναν το παρόν τους στην εμποροπανήγυρη της πόλης.
Παρόντες και οι κράχτες που διαλαλούσαν τα εμπορεύματα: «Εδώ
η φτήνια. Περάστε κόσμε να πάρετε καλό πράγμα», «Όχι με δόσεις. Ό,τι θα πάρεις
θα το πληρώσεις», «Ελάτε να δείτε και να ντυθείτε. Από εδώ πήρε η Μαρίκα και
την πήραν δίχως προίκα. Από εδώ πήρε και η Ελένη και παντρεύτηκε η καημένη».
Από την άλλη μεριά της λίμνης, στο χώρο της σημερινής
πλατείας Μαβίλη – που από τότε ήταν ακόμη αναξιοποίητος και οδηγούσε στον
προσφυγικό συνοικισμό Μάτσικα – ήταν στημένο το Λούνα – παρκ. Σωστή αποπλάνηση
για τα παιδιά αλλά και για τους μεγάλους. Εκεί σε περίμεναν οι παιδικές
περιστρεφόμενες κούνιες, τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, οι αιωρούμενες βάρκες,
ο γύρος του θανάτου με το τεράστιο ξύλινο βαρέλι και τις μοτοσυκλέτες, η πάνινη
σκηνή με τον φακίρη και τα φίδια και τα άγρια ζώα της ζούγκλας.
Για τους μεγαλύτερους στην ηλικία άξιο λόγου ήταν το
σκοπευτήριο με τα όπλα, τα τόξα και τους κρίκους, για να κερδίσεις ένα κουτί
λουκούμια ή δυο μπουκάλια κρασί, ανάλογα με τους πετυχημένους στόχους που θα
έκανες.
Σε απόσταση αναπνοής και πίσω από το λούνα παρκ γινόταν την
ίδια περίοδο και το αλογοπάζαρο και την τιμητική τους είχαν σε τούτον τον χώρο
οι τσαμπάσηδες της εποχής.
Ένας μαγικός κόσμος σου προσφέρονταν στο πιάτο, γι’ αυτό και
η λίμνη με το παζάρι της συγκέντρωνε για μια εβδομάδα την περιέργεια και τα
χρήμα όχι μόνο των γιαννιωτών, αλλά και των χωριών του λεκανοπεδίου.
Όλοι τους έρχονταν διατεθειμένοι να ξεποδαριαστούν, για να
δουν και να απολαύσουν. Να αγοράσουν και να πληρώσουν χωρίς διαμαρτυρία. Όλοι
τους ήταν διψασμένοι για καινούργιες εικόνες
αλλιώτικες από τις καθημερινές.
Στο δρόμο της επιστροφής από το καφενείο του Μακρή και μέχρι
την κεντρική πύλη του Κάστρου μπροστά στο Κουρμανιό έβλεπες στην σειρά
εναλλασσόμενες τάβλες και καροτσάκια με βιβλία και λογής λογής πραμάτειες.
Πλαστικά παιχνίδια, κούκλες, αυτοκινητάκια, φορτηγάκια,
σφυρίχτρες, ψεύτικα ρολογάκια και δαχτυλίδια είχαν την τιμητική τους.
Μικροπωλητές με παστέλια, γλειφιτζούρια, μαντολάτα,
καραμέλες και χαλβά Φαρσάλων. Κάποιοι άλλοι με μαλλί της γριάς. Πιο πέρα ένας
καλοσυνάτος παππούς με την καταβολή μιας δραχμής να μοιράζει το γράμμα της
τύχης στους διαβάτες ανάμεσα από δεσμίδες μικρά φακελάκια, που ο καθένας από
μόνος του είχε την περιέργεια να διαλέξει, άλλες φορές το διάλεγμα το έκανε
ένας παπαγάλος.
Και τα παιδιά να χαζεύουν τις πραμάτειες και να κρέμονται
από τα ρούχα των γονιών τους και να παρακαλούν να τους αγοράσουν απ’ όσα έβλεπε
και ζήλευε το αχόρταγο μάτι τους. Κι εκείνοι να προσπαθούν να γλιτώσουν από τις
απαιτήσεις τους ξεγελώντας τα με ένα παστέλι, λίγο χαλβά Φαρσάλων, με μαλλί της
γριάς, με καμιά σφυρίχτρα ή με κάποιο φτηνό παιχνιδάκι.
Κανένας δεν προλάβαινε να γνωρίσει και να χορτάσει με μια
επίσκεψη την εμποροπανήγυρη
Ο Γιάννης Κ. Παπαϊωάννου γεννήθηκε στα Γιάννινα.
Φοίτησε στα Πρότυπα Δημοτικά σχολεία της Ζωσιμαίας
Παιδαγωγικής Ακαδημίας και στην συνέχεια στην Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων.
Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Από τον Οκτώβριο του 1979 και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010
εργάστηκε σε υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ και της Περιφέρειας Ηπείρου στα Γιάννινα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου