Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Νέα ασθενής σεισμική δόνηση (3,2R) στο Ζαγόρι ξημερώματα Δευτέρας 27 Σεπ 2010.


Ξημερώματα Δευτέρας 27 Σεπ. 2010 (ώρα περίπου 2) σημειώθηκε νέα σεισμική δόνηση, πίσω από το Μιτσικέλι προς το κεντρικό Ζαγόρι με μέγεθος 3,2 R.
Το επίκεντρο (γεωγραφικό πλάτος 39,83 Βόρεια, γεωγραφικό μήκος 20,85 Ανατολικό) 18 km βόρεια των Ιωαννίνων, 26 km Νότιο νότιο δυτικά της Κόνιτσας.
Το εστιακό βάθος μικρότερο από 10 km.
Πριν μέρες είχε σημειωθεί ασθενής σεισμική δόνηση με μεγάλο εστιακό βάθος επί του Αράχθου, ο κύκλος που φαίνεται δεξιά.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ασθενής σεισμική δόνηση (3R) σήμερα στο Δυτικό Ζαγόρι;


Γύρω στις 3 το μεσημέρι, σήμερα Κυριακή 26 Σεπ. 2010 σημειώθηκε ασθενής σεισμική δόνηση με επίκεντρο, όπως δείχνει ο χάρτης, στην περιοχή πίσω από το Μιτσικέλι (υποθέτω προς το Δυτικό Ζαγόρι)
Ο σεισμός είχε μέγεθος 3R.
Το επίκεντρο ήταν σε γεωγραφικό πλάτος 39,85 Βόρεια, γεωγραφικό μήκος 20.77 Ανατολικά, σε απόσταση 22 km νότια της Κόνιτσας, 21 km Βόρεια, βόρεια δυτικά των Ιωαννίνων.
Το εστιακό βάθος λιγότερο από 10 km. Ο σεισμός είχε ελάχιστη διάρκεια.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Οι Aναλώσιμοι του 8ου

Ήταν περίεργη αυτή η βδομάδα που πέρασε στο σχολείο. Αρχή της σχολικής χρονιάς, κι όμως κάτι έλειπε. Η δροσερή ατμόσφαιρα του Σεπτέμβρη με τα πρωτοβρόχια, τώρα που στην Ελλάδα η φύση ξαναπρασινίζει πριν τον τελικό της ύπνο, παράξενο αυτό, κι ας λένε τα σχολικά βιβλία ότι το φθινόπωρο είναι ο προθάλαμος του χειμώνα, αυτό σ’ άλλες χώρες, είχε κάτι το πυρετώδες, το θερμό, το βαρύ, το βαρύθυμο, το πένθιμο. Ναι, ξαναβρεθήκαμε την πρώτη του μηνός και πάλι: Ο Παύλος, ο Τέλης, η Δήμητρα, η Αγγέλα, η Ευγενία… Και κάποιοι άλλοι που έλειπαν προσωρινά ξανάρθαν. Είπαμε τα «Καλή Χρονιά», «Με υγεία», τα γνωστά, τα καθιερωμένα από χρόνια, ακόμα και το γνωστό γλυκό «επί της ενάρξει» του σχολικού έτους φάγαμε. Ναι, τα έθιμα τα τηρήσαμε. Κι όμως. Αυτό κράτησε για μια στιγμή. Μετά, τα νέα: «Φεύγω…». «Κι εσύ;» «Ναι, το αποφάσισα, δεν γίνεται, δεν πάει άλλο». «Γιατί;» «Ξέρεις, Να.» Και να σου απαριθμούν τα προβλήματα, τις ανησυχίες. Και προπάντων να εκδηλώνουν το ΦΟΒΟ, την ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ… «Μήπως έρθει κι άλλο;» «Φοβάμαι ότι…». Ναι, έχουν δίκιο. Κι εσύ φοβάσαι. Όλοι φοβούνται. (Μόνο κάποιοι νεαροί καθηγητές χαμογελάνε συγκαταβατικά: «Εμείς τι να πούμε;»). «Ξέρεις την έριξα και  τη δεύτερη αίτηση». «Μα, γιατί τόσο νωρίς, εμάς τους παλιούς δεν μας πειράζουν;» «Κι αν χαθεί το εφάπαξ; Τόσα χρόνια, τόσος κόπος;» «Μα, έχεις κάποια χρόνια ακόμα». «Τίποτα δεν έχω», η τελική απάντηση με πίκρα. Σιωπή… Τι άλλο να τους πεις; «Εγώ, μ’ αυτή την κατάσταση, βαρέθηκα, κουράστηκα». Ξέρω, δεν είναι από τη δουλειά, δεν είναι δα και τόσο «γέροι». Ξέρουμε καλά τι φταίει. Μάλλον όλοι το ξέρουμε. Ναι, έτσι είναι. Βάζεις τα πράγματα κάτω, σκέφτεσαι, ξανασκέφτεσαι, ξενυχτάς ίσως, συζητάς με τον/την σύντροφο, με το συνάδελφο, ρωτάς, ξαναρωτάς, ώρες αγωνίας, καμιά φορά αφόρητης, και αποφασίζεις. Κάπως έτσι γίνεται. Σε όλους. Τέρμα πια τα όνειρα στην Εκπαίδευση. Όχι, δεν έχεις μέλλον εκεί πια. Τι περιμένεις πια; Προσπαθείς να βρεις τρόπους να ξεφύγεις από το αδιέξοδο, να ονειρευτείς ξανά, ίσως. Στην πραγματικότητα ξέρεις ότι παροπλίζεσαι. Πρόωρα. Κλείνεσαι στο καβούκι σου πια.  Το ατομικό πάνω από το συλλογικό. Τι θα κάνεις από δω και πέρα; Ξέρω. Τους βλέπεις στην Πλατεία. Να περπατάνε αργά, συνήθως αργά. Δυο-δυο ή τρεις-τρεις καμιά  φορά. Καφέ σε κάποια καφετέρια. Χαρτάκι σε κάποιο καφενείο. Ή να ξεκοκαλίζουν μια εφημερίδα, ώρες ατέλειωτες. Μάτια αδρανή, σβησμένα. Κι όμως κάποτε…
Όχι, ο Παύλος δεν ήξερε ότι  στις 13 Μαΐου 2010, τότε που έκανε μάθημα με το Β’τάδε τμήμα, όταν έγραφε τον τελευταίο του τύπο στον πίνακα και χτυπούσε το κουδούνι, ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος που θα έγραφε σε πίνακα στη ζωή του. Τα ωραία γράμματα του Παύλου, που πάντα θαύμαζα. «Παιδιά, τελειώσαμε για φέτος. Στις εξετάσεις θα έχετε….». Όχι, δεν είπε «Παιδιά, τελειώσαμε μαζί». Οριστικά.  Δεν το ήξερε αυτό ακόμα, δεν το είχε σκεφτεί. Και στο διάλειμμα μας μιλούσε για τον αγαπημένο του μαθηματικό, τον Galois, την κoρδέλα του Moebius και για το πόσες διαστάσεις είχε το Σύμπαν τον καιρό του Big Bang. Και μετά με την Νίκη μας έλεγε ένα ανέκδοτο, να γελάμε με τις ώρες. Όχι, η Δήμητρα, η αυστηρή και θεολογίζουσα, δεν θα ξαναφέρει φέτος το καλό της τραπεζομάντιλο να σκεπάσουμε το θρανίο στον αγιασμό φέτος. Ποτέ ξανά δεν θα το ξαναφέρει. Να βρούμε άλλο. Ο γερόλυκος Τέλης δεν θα ξανακάνει το αγχωμένο του τσιγάρο (υπό διωγμόν, «κόψτο το ρημάδι, Τέλη», κρυφά), μήτε θα μας μιλήσει για την εποχή που ήταν μαθητής στο χωριό, πόση φτώχια μας έδερνε τότε. Πάει κι αυτό. Η Αγγέλα, αεικίνητη πάντα, δεν θα με ξαναρωτήσει πια «Θα προτείνεις κανένα πρόγραμμα φέτος; Να σπάσουμε τη ρουτίνα». Η Ευγενία δεν θα φλυαρήσει στο διάλειμμα για χίλια δυο, από το ποιος έχει ομορφότερο χωριό, μέχρι τα προβλήματα των παιδιών στην εφηβική ή μετέπειτα ηλικία. Ούτε πια θα κάνουμε την καθημερινή μας ανάλυση των γεγονότων, και ειδικά για την εκπαιδευτική πραγματικότητα, πρωί-πρωί με την τσίμπλα στο μάτι- πού την βρίσκουν την όρεξη;- και θα τσακωθούμε, κι έντονα καμιά φορά, για να συμφωνήσουμε απογοητευμένοι από την καθημερινή μας ζούγκλα στο τέλος. Ή, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, στο δρόμο για την τάξη.
Και γυρίζω ακόμα πιο παλιά: Όταν «κάναμε έφοδο προς τον ουρανό», καθηγητές σε απεργίες διαρκείας, για ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, μόνο που στην πραγματικότητα απεργούσαμε για να δηλώσουμε ότι είμαστε παρόντες, ότι νοιαζόμαστε, ότι είμαστε (ακόμα) πολίτες. Ανήκαμε στην λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», βέβαια, όλοι τότε. Να παλέψουμε και να ονειρευτούμε, ο καθένας το δικό του όνειρο. Τότε, θυμάστε, συνάδελφοι, που καθόμαστε μέχρι  ντάλα καλοκαίρι,, επιστρατευμένοι, άεργοι, και οργανώναμε ενδοσχολική αυτό-επιμόρφωση, μόνοι μας, μεταξύ μας, ο καθένας να μάθει απ’ αυτά που ξέρει ο άλλος, τέτοια τρέλα, μου φαίνεται αδιανόητο στους σημερινούς καθηγητές. Τότε που σπάζαμε τον τοίχο της αίθουσας του άλλου. Κι άλλα: «Θα μας βγει καλή σχολική γιορτή; Τι θα κάνουμε με τη μουσική, είναι γραμμένη καλά η κασέτα;» Πού πήγαν όλ’ αυτά; Έγιναν μνημόνιο και δηλώσεις Υπουργών; "Προσλάβαμε τόσους, θα προσλάβουμε τόσους. Δεν υπάρχουν προβλήματα", κλπ. Αλίμονο στον Υπουργό Παιδείας, που μιλάει με και για αριθμούς εκπαιδευτικών, σαν να ‘ναι φασόλια. Ξέρεις τον Παύλο, την Ευγενία, τον Τέλη, την Αγγέλα, τη Δήμητρα, κ. Υπουργέ μου; Έχεις ποτέ συζητήσει μαζί τους; Δεν μπορείς να τους μάθεις; Κακώς. Εσύ χάνεις, Γιατί τότε θα γινόσουν καλύτερος Υπουργός. Μπορείς, αντί να συμμετάσχεις στον «Πρωινό καφέ» μιας σύσκεψης, να συμμετάσχεις, χωρίς τα γαλόνια σου, στον «Πρωινό καφέ» ενός σχολείου; Αν δεν μπορείς, εσύ χάνεις. Γιατί θα ήξερες πολύ περισσότερα.
Χαθήκαν ολ’ αυτά μέσα σε μιαν απλή αίτηση παραίτησης. Και έτσι κάποιοι (καλοί) εκπαιδευτικοί πήραν το δρόμο για τα αζήτητα. Ευδοκίμως περατώσαντες; Όχι βέβαια. ΚΑΚΗΝ ΚΑΚΩΣ.
Γεια σου, Παύλο, Τέλη, Ευγενία, Δήμητρα, Αγγέλα. Κι άλλοι πολλοί. Φίλοι και συνάδελφοι. Κάποτε οι δρόμοι μας θα διασταυρωθούνε πάλι. Πώς; Ζωή ειν’ αυτή. Ποτέ δεν ξέρεις. Αν όχι σε κάποια σχολική τάξη,  σίγουρα όμως στο Παράδεισο των Εκπαιδευτικών, εκεί που οι Υπουργοί γνωρίζουν  όλους, μα όλους τους Εκπαιδευτικούς με τα ονόματά τους.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Νίκος Σκοπούλης, ο Γιατρός.


Από το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη ο Γιατρός - Εκδόσεις Δωδώνη 

Ο Νίκος Σκοπούλης γεννήθηκε στις 15 Μάρτη 1907 στο χωριό Πεδινή (παλιά Ραψίστα) των Ιωαννίνων. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ο πόλεμος του 1940 τον βρίσκει οργανωμένο στο Αγροτικό Κόμμα κι ύστερα στο ΕΑΜ και στην Αλληλεγγύη.
Οι Ιταλοί κατακτητές τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν στις φυλακές Μεσολογγίου.
Μετά την απελευθέρωση (Οκτώβριος 1945) το μισαλλόδοξο κράτος τον φυλακίζει στις φυλακές του Άη Κοσμά στα Γιάννινα (Σεπτέμβρης 1946 μέχρι την Άνοιξη 1947) και στη συνέχεια εξορίζεται στη Ζάκυνθο, στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επιστρέφει στα Γιάννινα και συμμετέχει δραστήρια στην ΕΔΑ με την οποία εκλέγεται βουλευτής το 1958 και το 1964.
Η χούντα το 1967, τον εξορίζει στη Γυάρο και στη Λέρο.
Με την μεταπολίτευση το 1974, ο Νίκος Σκοπούλης συμμετείχε στην ΕΔΑ.
Έφυγε από τη ζωή, ανήμερα της γιορτής του, στις 6 Δεκεμβρίου 1990.
Ήταν ο Γιατρός των φτωχών και καταφρονεμένων που έδινε χρήματα για τα φάρμακα τους, ο Γιατρός που σ’ αυτόν κατέφευγαν για τα παιδιά τους και οι της αντίπερα όχθης, ακόμα και οι χωροφύλακες που τον παρακολουθούσαν.
Δεν φταίτε εσείς τα όργανα, τους έλεγε ο Γιατρός, αλλά οι οργανοπαίκτες….

(Ακολουθούν ορισμένες μαρτυρίες για τον Γιατρό, σταχυολογημένες από το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη. Το βιβλίο αυτό θάπρεπε να το διαβάσει κάθε φοιτητής - φοιτήτρια των Ιατρικών Σχολών)

….Το δεύτερο έκανε κοκκινίτσα, στα δυο του χρόνια. Κι εγώ τ’ άφησα μόνο του και πήγαινα στα χωράφια….το τρίτο γεννήθηκε άρρωστο και πέθανε κι αυτό. Ερχόταν εδώ ο Γιατρός, καβάλα στο κόκκινο άλογο, και μας κοίταγε και μας έφερνε και τα φάρμακα. Ξακουστός. Και άνθρωπος και γιατρός. Με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος. Δεν είχε περηφάνια, δεν ήταν εγωϊστής. Έτσι ήταν ο γιατρός μας ο Σκοπούλης. Ααα, μα κουράστηκα! Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο. Για το χατίρι του γιατρού μας μίλησα! Ο Σκοπούλης ένας ήτανε. Μόλις είπαν Σκοπούλη, ράγισε η καρδιά μου… (Ελένκω 93 χρονών, Μπάφρα 2006)


….Εικοσιμιά Απρίλη του 1967 το πρωϊ βγήκα έξω ν’ αγοράσω ψάρια. Έξω από τη λέσχη των αξιωματικών συναντάω έναν φίλο από την Ηγουμενίτσα, ήταν με αυτοκίνητο, σταματάει και μου λέει: Τρέξε να πεις στο γιατρό να φύγει να κρυφτεί, έγινε δικτατορία!
Πήγα τρέχοντας, του το είπα. Σηκώνουμε το τηλέφωνο κομμένο!
Το ιατρείο γεμάτο κόσμο. Δεν έφυγε.
Τους εξέτασε όλους, ανέβηκε επάνω ώρα τρεις και φάγαμε.
Τότε ήρθε και ο Χριστογιώργος, γιατρός και πρώην βουλευτής της ΕΔΑ. Ρε Νίκο, του λέει, θα κάτσουμε να μας πιάσουν σαν τα ποντίκια; Έμεινε λίγο και μετά έφυγε για το σπίτι του που ήταν εκεί κοντά.
Μετά κάμποση ώρα χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγουμε. Ήταν η ασφάλεια. Ήρθαν επάνω.
Ξυπνάμε και το θείο κι έρχεται στο σαλόνι. Ήταν ο διευθυντής ασφάλειας, ο διευθυντής του τμήματος και ένας βοηθός.
Στη λίστα ήμουν και εγώ. Αυτός ο βοηθός βοήθησε να μη με πιάσουν. …Τον πήραν και έφυγαν.
 Μας έλεγε μετά ο θείος ότι οι αστυνομικοί του έλεγαν: Ντρεπόμαστε γιατρέ, που αναγκαζόμαστε να σε συλλάβουμε, είμαστε αναγκασμένοι, τι να κάνουμε; …..
Το Πάσχα πήγαμε να τους δούμε στη Λευκάδα. Είχαν μεταφέρει και τη θεία Αφροδίτη εκεί. Τους πήγαμε αρνιά, πίτες, αυγά, τα είχαν ετοιμάσει οι θείες στο χωριό.
Την επομένη τους βάλανε στο καράβι όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες. Το βράδυ παίρνανε τους πιο νέους στο κατάστρωμα και τους δέρνανε…
Σταματήστε αυτό που κάνετε, τους είπε ο καπετάνιος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, γιατί θα βουλιάξω το καράβι. Τώρα είναι δικοί μου κρατούμενοι. Όταν βγείτε στη στεριά κάντε ό,τι νομίζετε.

Τους πήγαν στη Γυάρο όπου δεν υπήρχε τίποτε, μόνο κάτι παλιές φυλακές. Τους δώσανε τσουβάλια και τα γέμισαν με άχυρα για να κοιμηθούν. Εκεί ο θείος έπαθε έμφραγμα.
 Ήταν ξαπλωμένος χάμω, με τον ορό στο χέρι, και έτυχε να πάει ο Πατακός.
Τι έχει αυτός εδώ; Έμφραγμα του λένε.
Α! δεν είναι τίποτε θα περάσει, του είπε.
Μετά τον πήγανε στη Λέρο, στις φυλακές στο Παρθένι, και μετά στο νοσοκομείο.
Πήγαμε κι εμείς να τον δούμε αλλά δεν μας επέτρεψαν, ούτε στα παιδιά του!

Μετά το νοσοκομείο της Λέρου τον μετέφεραν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα.
Μου στέλνει μήνυμα η θεία Αφροδίτη που ήταν ακόμη στην εξορία και μου λέει να πας στον Λαδά να ζητήσεις επιείκεια για τον Νίκο, του έσωσε το παιδί κάποτε. Ο Λαδάς ήταν υπουργός τότε.
Ζήτησα άδεια για ακρόαση. Με δέχτηκε.
Τι θες εσύ μικρή;
Είμαι ανηψιά του Σκοπούλη που ήταν στη Λέρο άρρωστος και είμαστε τρία παιδιά μόνα μας χωρίς οικονομικούς πόρους.
Αυτός είναι καλό φαϊ σε άσχημο πιάτο βαλμένο, μου λέει.
Αφού είναι καλό φαϊ ας κάνουμε και το πιάτο καλύτερο, του απαντάω. Είσαι κομουνίστρια;
Και να μην είμαι θα γίνω τώρα, γυρίζω και του λεώ. Φύγε, φύγε, δεν ξέρω…μου λέει
(Χρυσάνθη Αναγνώστου 61 χρονών, νοικοκυρά, από Πεδινή Αθήνα 2 Ιούλη 2007)



Στις εκλογές του 1958 βρέθηκε στην Καταμάχη ένας ψήφος στην ΕΔΑ. Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ αυτό. Οι προύχοντες του χωριού άρχισαν να ψάχνουν, να ρωτούν. Πήγε και ο αστυνόμος και ρώτησε κι αυτός. Οπότε βγαίνει ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Μηλιώνης και λέει:
  «Τι θέλεις καπετάνιε; Εγώ ψήφισα το Σκοπούλη γιατί μούσωσε τη ζωή!
Ήμουν στην πλατεία στα Γιάννενα διπλωμένος στα δυο από τον πόνο. Είχε σπάσει η σκωληκοειδίτιδα. Τυχαία πέρναγε ο Σκοπούλης από εκεί και με πήγε κατευθείαν στο Νοσοκομείο
(Βασίλειος Πάκος 88 χρόνων αγρότης από Παρδαλίτσα, Απρίλης 2008)



Μια γυναίκα του έφερε για επίσκεψη οκτώ καρύδια! Δεν έχω τίποτε άλλο γιατρέ, είπε. Από τη Νέα Ζωή, πάνω από το αεροδρόμιο, που ήταν οι πιο πολλοί γύφτοι και πολύ φτωχοί, ποτέ δεν έπαιρνε, τους έδινε και τα φάρμακα.
Όταν πρωτοξεκίνησε, τον φώναξαν στην Καλούτσανη οι γύφτοι να δει μια κοπέλα που λιποθύμησε. Δεν έχει τίποτα, τους είπε, από την εγκυμοσύνη είναι. Χίμηξαν να τον δείρουν, ποιος σου είπ’ εσένα ότ’ είναι έγκυος; Τους ζήτησε να την ξαναδεί και είπε, λάθος έκανα…Από τότε ρώταγε πριν αν είναι παντρεμένη – αφού την πάτησε μια φορά!
Μάλλον είσαι έγκυος- ήταν αρχή της εγκυμοσύνης- είπε σε μια κυρία. Καλά γιατρέ, ότ’ είμαι έγκυος το κατάλαβες, ότι τόχω μ’ άλλον πως το πέτυχες; - ο άντρας μου λείπει στη Γερμανία… (Άρτεμις Παπαιωάννου 56 χρόνων, μοδίστρα, από Γότιστα Γιάννενα Νοέμβρης 2007)


….Ο μύθος που κουβάλαγα μέσα μου για τον Σκοπούλη με οδήγησε στο ιατρείο του. Τη φυσιογνωμία του δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Μας καλοδέχτηκε με ανεπιτήδευτη ευγένεια, απλά, καλοσυνάτα, αποδιώχνοντας την αμηχανία και τον κάποιο φόβο μου για το πώς θα μας αντιμετώπιζε. Με ρώτησε αν είμαστε συγγενείς.
--Όχι του είπα, είναι απ’ τα μέρη μου και μου ζήτησε να τον πάω σε γιατρό.
---Και ποιος σ’ έστειλε σε μένα;
--Κανένας, άκουγα στο χωριό μου από μικρό παιδί για το Σκοπούλη, τον Κρόκο και το Γρηγόρη. Κι έτσι ήρθα. Είναι πολύ φτωχός, ήρθε στην καρότσα ενός φορτηγού..
---Δεν πειράζει, μ’ έκοψε ευγενικά, όλοι ξέρουμε από φτώχεια. Κι άρχισε να τον εξετάζει. Όταν τελείωσε, του είπε με την ήρεμη φωνή του: Μη φοβάσαι, δεν έχεις τίποτε, όλα θα πάνε καλά. Είσαι πλευριτωμένος. Κάθισες ιδρωμένος σε ρεύμα; Θα πάρεις λίγα φάρμακα και θα γίνεις περδίκι. Με το που άκουσε αυτός φάρμακα με κοίταξε ερωτηματικά. Κι ο γιατρός που το πιασε με την κόρη του ματιού του, καθώς έγραφε τη συνταγή, μου είπε σε ποιο φαρμακείο θα πάμε για τα φάρμακα, το κόστος των οποίων θα έμπαινε στις οφειλές του.
Είπαμε στα όρθια και δυο πολιτικές ή περίπου πολιτικές κουβέντες, καθώς με ρώτησε για τους σπουδαστές και τα προβλήματά τους στην πόλη, και μας άπλωσε το χέρι του. Του το έσφιξα με ευγνωμοσύνη. Ευχαριστούμε πολύ, του είπα, καθώς ο συντοπίτης μου έσκυβε να του το φιλήσει. Ο Γιατρός το τράβηξε γρήγορα, έμεινα με την εντύπωση πως κοκκίνισε το πρόσωπό του, και μας αποχαιρέτησε ευγενικά, σαν να ‘μασταν γνωστοί από χρόνια. Περαστικά, περαστικά!, να πάτε στο καλό!
Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, ο καημένος ο συντοπίτης μου γύρισε προς το ιατρείο κι έκανε το σταυρό του: «Να στα δίνει ο Θεός διπλά και τριπλά αυτά που κάνεις. Εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγιος».
Πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε. Κι ο κόσμος όλος λέει ακόμη: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, ήταν άγιος»
Αλήθεια, αναρωτιέμαι, υπάρχει κάπου στην πόλη των Ιωαννίνων μια προτομή του Σκοπούλη;

(Λαοκράτης Βάσσης, 63 χρονών από Ριζοβούνι Πρέβεζας, φιλόλογος, Αθήνα Μάης 2008)


Υπηρετούσα, το 1962, ως καθηγητής φιλόλογος στο Γυμνάσιο Φιλιατών Θεσπρωτίας. Στο διπλανό σπίτι έμενε ένας χωροφύλακας, απλός άνθρωπος και λαμπρός οικογενειάρχης, αλλά, σύμφωνα με τις επιταγές της πρώτης Καραμανλικής οκταετίας, βαμμένος αντικομουνιστής. Αρρώστησε, βαριά μάλιστα, ο μικρός του γιος και η οικογένεια του είχε περιέλθει σε απόγνωση. Είχε επισκεφθεί κάμποσους γιατρούς, αλλά γιατρειά για το γιο του δεν βρήκε. Του συνέστησα να επισκεφθεί στα Γιάννενα το γιατρό Νίκο Σκοπούλη. Αντιμετώπισε, αρχικά, την πρότασή μου με πολλή απορία και σκεπτικισμό. Ένας ακραιφνής εθνικόφρονας πως μπορούσε να εμπιστευθεί την υγεία του γιου του σε ένα κομουνιστή γιατρό; Τελικά η πατρική στοργή και η προτροπή των συγγενών του νίκησαν τους δισταγμούς του.
Επισκέφτηκε το γιατρό Σκοπούλη στο ιατρείο του, άκουσε τις σοφές συμβουλές του, δωρεάν μάλιστα, δέχτηκε την πλούσια προσφορά των φαρμάκων για τη θεραπεία του γιου του και γύρισε στο Φιλιάτι κατενθουσιασμένος. Αν είναι έτσι όλοι οι κομουνιστές, μου είπε, τότε εμείς οι εθνικόφρονες που τους κυνηγάμε και τους φακελώνουμε είμαστε για τα πανηγύρια.
….Την άλλη μέρα, στο γραφείο των Ηλιού και Ηλιόπουλου, βουλευτών της ΕΔΑ τότε, συναντηθήκαμε ο φίλος μου ο δικηγόρος κι εγώ με το Νίκο Σκοπούλη. Δεν έκρυβε την απογοήτευσή του για την κατάληξη της υπόθεσης (σύσταση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής να εξετάσει την υπόθεση της αγοράς οικοπέδων από τις οικογένειες Καραμανλή). Δυστυχώς, παιδιά, μας είπε, σε τούτον εδώ τον τόπο δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Αυτά που συνέβαιναν στην εποχή της οκταετίας της ΕΡΕ, εξακολουθούν να συμβαίνουν, δυστυχώς, για πολύν καιρό ακόμα. Το θύμα, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ο λαός που κάθε τόσο καλείται να πληρώνει τα σπασμένα. Τα πλήρωσε στον πόλεμο του ’40, τα πλήρωσε στην Κατοχή, τα πλήρωσε στον εμφύλιο, εξακολουθεί να τα πληρώνει και τώρα. Εμείς όμως δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον αγώνα, αν θέλουμε να ανατείλουν και για το λαό μας καλύτερες μέρες.
«Καλύτερες μέρες για το λαό μας», αυτό ήταν το όραμα του γιατρού, του πολιτικού και αγωνιστή Νίκου Σκοπούλη. Αυτές τις καλύτερες μέρες περιμένει και σήμερα ο λαός μας, αλλά αυτές δεν φαίνονται ακόμα στον ορίζοντα. Και το κακό για τούτο τον τόπο είναι ότι ένας – ένας λείπουν τέτοιοι αγνοί αγωνιστές, τέτοιοι τέλειοι άνθρωποι, όπως ήταν ο Νίκος Σκοπούλης.
(Σπύρος Εργολάβος 71 χρονών, φιλόλογος, συγγραφέας από Παραμυθιά, Γιάννενα Αύγουστος 2008)

…ως υπαξιωματικός υπηρέτησα στο τμήμα ασφάλειας Ιωαννίνων και από τον Αύγουστο του 1959 μου είχε ανατεθεί και η παρακολούθηση του βουλευτή της ΕΔΑ Σκοπούλη. Ως επιστήμων υπήρξε καθολικής αποδοχής, είχε καταξιωθεί και υφίστατο διάχυτη η εντύπωση ότι ασκούσε ιατρικό λειτούργημα και όχι επάγγελμα για πλουτισμό. Ως πολιτικός εκπροσωπούσε το ξεχωριστό ήθος, την πραότητα, την ευγένεια και την αυτοσυγκράτηση χωρίς ακρότητες.
Κατά την παρακολούθηση, εκ του σύνεγγυς και σε απόσταση αναπνοής, ουδέποτε είχε εκδηλώσει αγανάκτηση. Αντίθετα, με το αφοπλιστικό του χαμόγελο, έλεγε σε μένα και τους δυο χωροφύλακες: «Κάντε τη δουλειά σας παιδιά μου, δεν φταίτε εσείς τα όργανα, αλλά οι οργανοπαίχτες». (Λεωνίδας Νικόπουλος 72 χρονών, αστυνομικός, από Πάπιγγο, Σεπτέμβρης 2008)

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Να 'ρθει ο Μένιος, να 'ρθει ο Τσοβόλας, να 'ρθει ο Άκης, να 'ρθει το ΠΑΚ


3η του Σεπτέμβρη

Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι, πάρτι από εκείνα τα παλιά
Και να καλέσω σε εκείνο το πάρτι να ‘ρθουν τα πιο καλά παιδιά
Να ‘ρθει ο Μένιος, να’ρθει ο Τσοβόλας, να ‘ρθει ο Άκης, να ‘ρθει το ΠΑΚ
Να ‘ρθει ο Καντάφι, να ‘ρθει κι η Λιάνη, να ΄ρθει η Σούχα, και να ‘ρθει κι ο Αραφάτ

Γιο,χο,χο,γιο,χο,χο σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι γιο.χο.χο,γιο.χο,χο, μ’ ένα μπουκάλι ρούμι

Να’ ρθει η ΕΟΚ, να ‘ρθει το ΝΑΤΟ, να ‘ρθει το ΧΟΡΑ, να ‘ρθει το ΣΙΣΜΙΚ
Να ‘ρθει η Θάσος, να ‘ρθει κι η Κύπρος κι όλους μαζί να μας δείχνει το ΡΙΚ
Να ‘ρθει ο Κοσκωτάς, να ‘ρθει ο Μητσοτάκης, να ‘ρθει κι ο Πάλμε, να ‘ρθει κι ο Βίλι Μπράντ.
Να ‘ρθει κι ο Κύρκος με τον Φλωράκη και ξαφνικά να μπουκάρει ο Μιτεράν.

Γιο, χο, χο, γιο, χο, χο σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι γιο, χο,χο γιο,χο,χο μ’ ένα μπουκάλι ρούμι


Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές, καλοδεχούμενες.

η σημερινή πρόγνωση βροχής, αρκετό νερό μέχρι το μεσημέρι, χορταστική βροχή.
και η αυριανή πρόγνωση βροχής, λίγο νερό εδώ και εκεί, ή διαφορετικά πέρα βρέχει.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί, η Λεφτεριά να μην χαθεί, 3 του Σεπτέμβρη του 1843.

Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843



Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά
σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις
να μην σ' ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.

Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί.
Κι όπου φοβάται φωνή ν' ακούει απ' το λαό
σ' έρημο τόπο ζει και βασιλεύει,
κάστρο φυλάει ερημικό, έχει το φόβο φυλαχτό
όπου φωνή φοβάται ν' ακούει απ' το λαό.

Γη παιδεμένη με σίδερο και με φωτιά,
για κοίτα ποιον σου φέρανε καημένη
να σ' αφεντεύει από ψηλά, τα κρίματά σου είναι πολλά,
γη που το σίδερο παιδέψαν κι η φωτιά.
Καίει το φυτίλι, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά,
κάνουν βουλή συντακτική και γράφουν
το θέλημά τους στα χαρτιά κι η κοσμοθάλασσα πλατιά,
κάνουν βουλή, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά.

Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
τι φέρνουνε στον βασιλιά, βαθιά γραμμένο στα χαρτιά
τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά

Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά,