Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Χωρίον Λυγγιάδες Ιωαννίνων... Μια παλιά ενθύμηση από τον ναό του Αγ. Γεωργίου

Από τα "Ηπειρωτικά Χρονικά", 1934, άρθρο του Γυμνασιάρχη της Ζωσιμαίας Σχολής Χρίστου Σούλη (1892-1951) (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Εργαστηρίου Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας του Παν. Ιωαννίνων)

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Οι Λιγκιάδες στις φλόγες 3 Οκτωβρίου 1943

Τοποθεσία του εγκλήματος: Λυγκιάδες Ιωαννίνων

Ημερομηνία του εγκλήματος: 3 Οκτωβρίου 1943

Κατηγορίες: τραυματισμοί, εκτελέσεις, πυρπόληση του χωριού, λεηλασίες, κατάσχεση ζώων, απανθράκωση ανθρώπων, κακοποιήσεις, τυφεκισμοί 40 παιδιών

Κατηγορούμενοι:
1)      Λαντς Χούμπερτ, στρατηγός, διοικητής του ΧΧΙΙ ου Ορεινού Σώματος Στρατού
2)      Μάγιερ, ταγματάρχης
3)      Φον Στέττνερ Βάλτερ, υποστράτηγος, διοικητής της 1ης Μεραρχίας ορεινών καταδρομών
4)      Μπάουερ Κάρλ, αξιωματικός από το Μόναχο
5)      Υποδιοικητής του Μπάουερ με μικρό όνομα Χανς
6)      Λέδι ή Λέντι, λοχαγός
7)      Σχιούμαχερ Καρλ ανθυπολοχαγός από τη Βαυαρία – ίσως ο πιο αμέτοχος – για να καλυφθούν και οι πραγματικοί ένοχοι. Ο Καρλ Σχιουμάχερ είχε αρνηθεί να πάρει μέρος στην «επιχείρηση» στους Λιγκιάδες και εκείνη την ημέρα έκανε τον άρρωστο.  

Διοικητής της μονάδας (εφεδρικό τάγμα 79)  που αιματοκύλισε τους Λιγκιάδες ήταν ο Άλφερντ Σρέπελ.
Ο Φραγκ Μάγερ (συγγραφές του Αιματοβαμμένου Εντελβάις) εντόπισε τον Σρέπελ, αλλά καμιά εισαγγελία στη Γερμανία δεν άρχισε ποτέ προκαταρτικές έρευνες για τη δράση του στην Ελλάδα. Έτσι δεν ασκήθηκε καμιά ποινική δίωξη ενεντίον του.

Ο κύριος υπεύθυνος στην Ήπειρο, ο στρατηγός Χούμπερτ Λαντς, καταδικάστηκε το 1948 στη Νυρεμβέργη από αμερικανικό στρατοδικείο σαν εγκληματίας πολέμου σε δώδεκα χρόνια φυλάκιση. Μετά από λίγο όμως του απονεμήθηκε χάρη. Βγήκε από τη φυλακή το 1952.

Οι πρώτες ανακρίσεις για τα Εθνοσοσιαλιτικά Εγκλήματα Βιαιοπραγιών – Ελληνικά Θέματα, ξεκίνησαν από την εισαγγελία του Μονάχου το 1957. Μεταξύ τους βρισκόταν και προανακριτικές έρευνες εναντίον του στρατηγού Λαντς.
Μα όλες οι ανακρίσεις αυτές κατέληξαν στο αρχείο. Το 1965, στο Μόναχο ξεκίνησε μια καινούργια ανακριτική έρευνα.
Ο Λαντς και ο φον Λέντε με διάφορα νομικά τεχνάσματα πέτυχαν τη δικαστική απαλλαγή τους, εξαιτίας ενός λάθους του Αντώνη Τούσση, διευθυντή του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, που είχε αναφέρει εσφαλμένα την 4η Ιουνίου 1943 ως ημερομηνία της «τέλεσης αντιποίνων» στους Λιγκιάδες, μια περίοδο κατά την οποία ο Λαντς ήταν πράγματι ακόμα διοικητής στο ανατολικό μέτωπο.
Ακόμη ο Λαντς την ημέρα του ολοκαυτώματος βρισκόταν στην κηδεία του Ζάλμινγκερ (ο εξολοθρευτής του Κομμένου, που σκότωσαν αντάρτες του ΕΔΕΣ στο Κουκλέσι).
Ακόμα και αν ο φον Στέττνερ ήταν εκείνος που εξέδωσε την διαταγή εξολόθρευσης των Λιγκιάδων, ο Λαντς με την ημερήσια διαταγή της 1ης Οκτωβρίου 1943 (μετά την ενέδρα των ανταρτών στο Κουκλέσι) δημιούργησε το κλίμα της σφαγής.

Έτσι ο Λαντς και ο φον Λέντε επέστρεψαν αλώβητοι στις καθημερινές τους ασχολίες.
Ο Λαντς έγραψε τα απομνημονεύματά του, ίδρυσε το Σωματείο παλαιών ορεινών καταδρομέων, ορίστηκε ειδικός για θέματα άμυνας και ήταν υποψήφιος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1961.
Ο φον Λέντε εργάστηκε σαν νομικός σύμβουλος του Συνδέσμου των Ιπποτών (γαλαζοαίματοι ευγενείς και πρώην μεγαλοκτηματίες) και σαν δικηγόρος βετεράνων του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Στη δίκη της Νυρεμβέργης του 1946 ο φον Λέντε θυμόταν ακόμα τους Λυγκιάδες και ότι ο Λαντς, όταν του έγινε γνωστή η καταστροφή του χωριού διέταξε «στρατιωτική δικαστική έρευνα» Το πόρισμά της, όμως, υποστήριξε ο φον Λέντε τότε, δεν του έγινε γνωστό.
(ο Λέντε εννοούσε την παρωδία έρευνας από τον στρατονόμο Τομ Κόβιακ με  διερμηνέα, τον καθηγητή της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας, Πουλμέντη)

Ακόμα και ο Σπυρίδων, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, έδωσε κατάθεση στο Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου. Μιλάει και για την ανακοίνωση που είχε ετοιμάσει το γερμανικό επιτελείο, όταν ανέλαβαν την κατοχή στην Ήπειρο μετά τον αφοπλισμό των Ιταλών. Ο Σπυρίδων λέει ότι αρνήθηκε να υπογράψει την ανακοίνωση και γι’ αυτό του επέβαλλαν κατ’ οίκον κράτηση. Αναφέρει τις σφαγές στην Παραμυθιά και στους Λυγκιάδες και υπογραμμίζει πως ο Λαντς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ήξερε την καταστροφή των Λυγκιάδων, αφού το χωριό φαινότανε απ’ τα παράθυρα, ακριβώς απέναντι απ’ την οικία και το γραφείο του.

ΠΗΓΗ Μνήμες Κατοχής ΙΙΙ – Οι Λυγκιάδες στις φλόγες  Christoh U. Schminck Gustavus.


Απέναντι από την πόλη των Ιωαννίνων, ριζωμένο στην κορυφή του Μιτσικελιού βρίσκεται το χωριό Λιγκιάδες. Έχει την τύχη να έχει θέα όλο το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και την «ατυχία» να φαίνεται από την πόλη και όλη τη γύρω περιοχή.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1943, ημέρα Κυριακή, και ενώ ακόμα δεν είχε χαράξει οι προβολείς και το πυροβολικό του γερμανικού στρατού κατοχής είναι στραμμένοι στο χωριό. Έξι καμιόνια με Γερμανούς καταδρομείς ανηφορίζουν προς τα εκεί. Μετά από λίγες ώρες το χωριό θα έχει σβηστεί από το χάρτη. Και 82 κάτοικοι – κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι – δε θα προλάβουν ούτε καν να ρωτήσουν σε τι έφταιξαν.

Οι καπνοί θα σκεπάσουν τα Γιάννενα και η λήθη τη μνήμη.



Ο Christoph SchminckGustavus θα μιλήσει με τους επιζώντες της σφαγής. Θα δώσει το λόγο στα θύματα. Αλλά και θα ψάξει στη Γερμανία τους θύτες. Θα προσπαθήσει να καταλάβει γιατί ποτέ δε λογοδότησαν για τα εγκλήματά τους.

Το «Μνήμες Κατοχής ΙΙΙ. Οι Λιγκιάδες στις φλόγες» είναι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του για την Ήπειρο.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η σφαγή του Κομμένου 16 Αυγούστου 1943



Σφαγή του Κομμένου
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η σφαγή του Κομμένου ήταν μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην ιστορία της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στις 16 Αυγούστου 1943, στο χωριό Κομμένο που βρίσκεται στον νομό Άρτας και είναι χτισμένο κοντά στις όχθες του ποταμού Άραχθου.

Τα γεγονότα πριν τη σφαγή

Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, μετέπειτα Γυμνασιάρχη και μάρτυρα κατηγορίας στή Δίκη της Νυρεμβέργης, στις 12 Αυγούστου 1943 ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες του τάγματος Φιλιππιάδας διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κάποια στιγμή το τζίπ ανατράπηκε από λακκούβα στο χωματόδρομο και προσέτρεξαν σε βοήθεια κάτοικοι του χωριού Κομμένου. Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι «μέσα σε χωράφι είδαν ένα ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος». Το τζιπ με την βοήθεια των χωρικών επαναφέρθηκε στην κανονική θέση και οι στρατιώτες ελαφρά τραυματισμένοι επέστρεψαν στη Φιλιππιάδα όπου έδωσαν αναφορά.
Ο επικεφαλής ταγματάρχης Φάλνερ (Falner) της μονάδας Φιλιππιάδας Πρέβεζας επικοινώνησε με το Στρατηγείο στα Ιωάννινα (στρατηγός Χούμπερτ Λαντς (Hubert Lanz)) και έλαβε την εντολή «να εξαφανίσει το χωριό από το χάρτη» σύμφωνα με εντολές του Αδόλφου Χίτλερ.
Κατά πληροφορίες, ο Falner αργότερα συνελήφθη από παρτιζάνους του Τίτο στη Σερβία και εκτελέστηκε. Την εντολή της σφαγής εκτέλεσε η μονάδα της Φιλιππιάδας με επικεφαλής τον υπολοχαγό Κόβιακ (Koviack). (Στέφανος Παππάς: "Η Σφαγή του Κομμένου", Αθήνα 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος: "Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας", έκδοση 2009).

Όμως, υπάρχει και δεύτερη άποψη.[1]. O συγγραφέας Χέρμαν Φρανκ Μάγιερ[2] (τέκνο Ναζιστή αξιωματικού πού εκτελέστηκε από Έλληνες αντάρτες), το έτος 2008 ισχυρίζεται ότι το βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα Στέφανου Παππά έχει κάποιες ανακρίβειες. Κατά τον Μάγερ, «ο Hubert Lanz δεν είναι ο εντολέας της «ισοπέδωσης» του Κομμένου, διότι αφίχθη στην Ήπειρο στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 ενώ η σφαγή έγινε στις 16 Αυγούστου 1943».[3].

Σύμφωνα με μιά άλλη άποψη, στις 12 Αυγούστου 1943 μια μικρή ομάδα ανταρτών μπήκε στο χωριό Κομμένο με σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων. Στη διάρκεια της παραμονής τους, μια αναγνωριστική ομάδα από δύο Γερμανούς μοτοσυκλετιστές μπήκε τυχαία στο χωριό και μόλις είδαν τους αντάρτες έφυγαν χωρίς να εμπλακούν μαζί τους. Οι κάτοικοι που αντιλήφθηκαν το γεγονός το ίδιο βράδυ διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο φοβούμενοι αντίποινα. Αντιπροσωπεία των κατοίκων την άλλη μέρα πήγε στον Ιταλό διοικητή της Άρτας με σκοπό να εξηγήσουν τα γεγονότα και να ζητήσουν την κατανόηση του για το συμβάν. Εκείνος τους καθησύχασε και τους διαβεβαίωσε οτι δεν υπήρχε κίνδυνος. Διαφορετική όμως ήταν η άποψη της Γερμανικής διοίκησης της 1ης Ορεινής Μεραρχίας που έδρευε στα Γιάννενα. Καθώς οι προσπάθειες των κατακτητών να πλήξουν το αντάρτικο είχαν ισχνά αποτελέσματα, οι Γερμανοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν παραδειγματική επιχείρηση αντιποίνων.

Η σφαγή
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, η μηχανοκίνητη μονάδα ναζιστικών στρατευμάτων από τη Φιλιππιάδα, με την εντολή της Διοίκησης Ιωαννίνων, εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, με το πρόσχημα των αντιποίνων για την ύπαρξη ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή. Το χωριό κοιμόταν ήσυχο μετά από γαμήλια γιορτή πού είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο χωριό υπήρχαν και ορισμένοι φιλοξενούμενοι από την Πρέβεζα. Την εποχή εκείνη πρακτικά το Κομμένο ανήκε στο Νομό Πρέβεζας με θαλάσσια επικοινωνία. Τα ναζιστικά στρατεύματα προέβησαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Λίγοι ξέφυγαν με βάρκες στον Αμβρακικό Κόλπο. Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα. Συνολικά οι νεκροί της σφαγής ήταν 317 άτομα. Διασώθηκαν 440 άτομα. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι ισοδύναμη με αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου. Ο αείμνηστος Στέφανος Παππάς, μετέπειτα γυμνασιάρχης, από το Κομμένο, νεαρός τότε επέζησε της σφαγής και έγραψε βιβλίο με πλήρη περιγραφή των γεγονότων. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του είναι το εξής: «Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Αλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…». (Στέφανος Παππάς, 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος, 2009).

Σύμφωνα με μιά δεύτερη παραλλαγή των γεγονότων, το έργο της σφαγής ανατέθηκε στο 98ο Σύνταγμα του συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ.
Το ξημέρωμα της 16ης Αυγούστου 100 άνδρες του 12ου λόχου με επικεφαλής των υπολοχαγό Ρέζερ οπλισμένοι με όλμους, πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα όπλα περικύκλωσαν το χωριό. Η τελευταία εντολή που πήραν από τον Ρέζερ, σύμφωνα με μαρτυρία ενός από τους στρατιώτες, ήταν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Οι άντρες της Βέρμαχτ εκτέλεσαν κατά γράμμα την εντολή. Οι στρατιώτες σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Έμπαιναν στα σπίτια των αιφνιδιασμένων χωρικών και ξεκλήριζαν ολόκληρες οικογένειες. Χαρακτηριστικό είναι οτι 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέχρις ενός. Επί 9 ώρες οι Γερμανοί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν οτι υπήρχε στο διάβα τους. Όταν αποχώρησαν είχαν αφήσει πίσω τους 317 νεκρούς μεταξύ των οποίων 97 νήπια και παιδιά μέχρι 15 χρονών και 119 γυναίκες. H σφαγή έγινε μια μέρα μετά το πανηγύρι του χωριού για τη γιορτή της Παναγίας.

Η συνέχεια μετά τη σφαγή

Ο επικεφαλής των δολοφόνων ταγματάρχης Φάλνερ εκτελέστηκε αργότερα στη Σερβία από παρτιζάνους αντάρτες του στρατάρχη Τίτο. Για τον υπολοχαγό Κόβιακ δεν υπάρχουν πληροφορίες.
Ο επικεφαλής Μέραρχος των Ναζί στα Ιωάννινα Χούμπερτ Λαντς παραπέμφθηκε και δικάσθηκε στη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης γνωστής ως "Δίκη των ομήρων" (Hostages Trial) ή Δίκη του Λιστ ως εγκληματίας πολέμου, το 1947, και καταδικάστηκε σε 12 έτη κάθειρξης. Ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Ο Λαντς κατά τη δεκαετία του 1970 έλαβε μέρος σε τηλεοπτική συζήτηση με τον γνωστό από τη δράση του στην κατεχόμενη Ελλάδα Βρετανό στρατιωτικό Κρις Γούντχάουζ στην τηλεόραση της Κολωνίας (Köln) σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης.
Πολιτική αγωγή και μάρτυρας κατηγορίας στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ήταν ο Στέφανος Παππάς, με δικηγόρο τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωάννη Σιόντη, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Κράτους. (Στέφανος Παππάς, 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος, 2009).

Ήδη από τη δεκαετία του '60 Γερμανοί ιδιώτες έμαθαν για τη σφαγή του Κομμένου και επισκέφθηκαν το χωριό. Μάλιστα μια ευκατάστατη Γερμανίδα χρηματοδότησε την ανέγερση νέου Δημοτικού Σχολείου. Από τη δεκαετία του 80 άρχισε να ασχολείται με τις θηριωδίες των Ναζί ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, ο οποίος και για το σχετικό βιβλίο του τιμήθηκε από την Κοινότητα Κομμένου.

Το έτος 2003, Γερμανοί ακτιβιστές παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων άπλωσαν πανό μέσα στο Μουσείο Περγάμου (The Pergamon Museum) που βρίσκεται στο τέως Ανατολικό Βερολίνο με το σύνθημα «Καλάβρυτα- Δίστομο - Κομμένο. Να αναγνωρισθεί η σφαγή και να δοθούν αποζημιώσεις», στα Γερμανικά και Ελληνικά. Τελικά στις 30 Απριλίου 2004 ανακοινώθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ότι ο εισαγγελέας του Μονάχου άνοιξε το φάκελο της σφαγής του Κομμένου, και ο Πρόεδρος του Κομμένου Γεώργιος Παππάς δήλωσε ότι επιτέλους ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω διεκδικήσεις. Κάθε χρόνο στις 15-16 Αυγούστου γίνεται στο Κομμένο μνημόσυνο και τελετές σε ανάμνηση αυτής της θηριωδίας που δεν τιμά τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. (Στέφανος Παππάς, 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος, 2009, Περιοδικό "Απειρος Χώρα": "Μνημόσυνο στό Κομμένο Αρτας", τεύχος Σεπτ. 2010).