Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

Η ζωή των Σαρακατσάνων σε φωτογραφίες

Κάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου γίνεται το πανελλήνιο αντάμωμα των Σαρακατσάνων στο Περτούλι (Τρίκαλα) μια ονειρεμένη τοποθεσία μέσα στα έλατα.
Στο βίντεο μια συλλογή φωτογραφιών από το Σαρακατσανέικο βίο, όπως το βρήκα στο youtube


Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Γίνονταν και παληά απαγωγές για λύτρα. Το τραγούδι της Βασιλαρχόντισας. Η ξαγορά μας έρχιτι, μια μούλα φορτωμένη.

Τρεις περδικούλες κάθουνταν Βασιλ’ αρχόντισσα,
Πάνω στο Μαυροβούνι
Η μια τηράει Βάσω μ’ το Μέτσοβο,
Η μια τηράει το Μέτσοβο Βασιλ’ αρχόντισσα
Κι άλλη το Πιριβόλι
Ν’ η τρίτη Βάσω η ομορφότερη, Βασιλ’ αρχόντισσα
Ορε Μιριολογάει κι λέγει
Δεν είναι κρίμα μορέ κι άδικο,
Δεν είναι κρίμα κι άδικο Βασιλ’ αρχόντισσα
Μιγάλη ν’ αμαρτία
Να ειν’ η Βάσου γιέ μου σ’ εριμιά
Να ‘ναι η Βάσου σ’ ερημιά, Βασίλω αρχόντισσα.
Κάτω στη Βάλεα Κάλντα
Να στρώσει φτέρις Βάσου μ’ στρώματα
Να στρώσει φτέρις στρώματα, Βασιλ’ αρχόντισσα
Κι οξιές προσκεφαλάκι
Κι ο Θύμιος Γάκης Βάσουμ στο πλευρό
Κι ο Θύμιος Γάκης στο πλευρό, Βασιλ’ αρχόντισσα
Κρυφά την κουβεντιάζει
Σήκου Βασίλουμ κι έφεξε κι πάϊσε η πούλια γιόμα, Βασιλ’ αρχόντισσα
Σήκου να ψήσεις τον καφέ, να φάς να κολατσήσεις
Η ξαγορά μας έρχιτι, μια μούλα φορτωμένη

Αντίστοιχο τραγούδι με παραλλαγές τραγουδιέται και χορεύεται στα χωριά στο Ζαγόρι.
Εδώ τρεις παραλλαγές του τραγουδιού από το e-konitsa

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Μια κορυφαία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Θανάσης Βέγγος, κατ' ανάγκη οδηγός σε ξένο φορτηγό φτάνει στο χωριό Βωβούσαι Παραλίμνης με τέρμα τα μεγάφωνα. Οι δυο μουσικές και οι "δυο Ελλάδες" θα συναντηθούν στην πλατεία του χωριού. Ξέρει κανείς από ... κασετόφωνο! Ε πατριώτ!

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Μπορείτε να ψήσετε ποπ κορν με κινητά τηλέφωνα!

Τα κινητά τηλέφωνα, σε κατάσταση κλήσης (και συνομιλίας) λειτουργούν σαν φούρνοι μικροκυμάτων, και επομένως μπορούν να ψήσουν ποπ κορν ή αν μαζευτούν όλα τα κινητά ενός σχολείου μπορούν να ψήσουν μέχρι και αρνί. Δεν θα το πίστευα ποτέ, μέχρις ότου είδα το βίντεο

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Η κραυγή των σεισμών. Πρόδρομα σήματα. Άρθρο του Τάσου Καφαντάρη στο ΒΗΜΑ (15 Ιουνίου 2008)

Τα τεκτονικά ρήγματα φαίνεται πως λειτουργούν ως... μπαταρίες. Η σύνθλιψη των πετρωμάτων απελευθερώνει ρεύμα θετικά φορτισμένων ηλεκτρονίων που φθάνει να διαταράσσει ως και την ιονόσφαιρα. Γι' αυτό και στο κυνήγι της πρόβλεψης σεισμών έχουν εξαπολυθεί οι δορυφόροι

Στις 9 Μαΐου 2008, τρεις ημέρες προτού εκδηλωθεί ο πρόσφατος μεγασεισμός της Κίνας, οι ποδηλάτες της πόλης Γουετσουάν είδαν χιλιάδες βατράχια να διασχίζουν τρελαμένα τον δρόμο. Σε μια πιο ανατολική μεριά της χώρας περίεργα φωτισμένα σύννεφα εμφανίστηκαν στον ουρανό. Κάποιος γέρος που τα άκουσε αυτά κούνησε απλά το κεφάλι του και είπε: «Μεγάλος σεισμός θα γίνει τούτες τις ημέρες». Το ίδιο είπε και η επίσημη ιστοσελίδα της περιφέρειας Αμπα (όπου βρίσκεται η Γουετσουάν), αλλά αργότερα η είδηση αποσύρθηκε ως ανυπόστατη φήμη. Είχε προέλθει από τη δήλωση του ντόπιου σεισμολόγου Τζενγκ Κουίνγκ Γκουό, στις 26 Απριλίου, πως θα συμβεί στην περιφέρεια αυτή σεισμός άνω των 7 ρίχτερ, στις 8 Μαΐου ±10 ημέρες. Η πρόβλεψή του βασιζόταν στη θεωρία του ότι σε κάθε περιοχή που υφίσταται τριετή ξηρασία επακολουθεί σεισμός
Τα σημάδια αυτά δεν είναι ακριβώς πρωτόγνωρα. Παρόμοιες περιγραφές έχουμε και εμείς σε αναφορές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Είναι βαθιά χαραγμένο στη λαϊκή σοφία ότι δεν μπορείς να προβλέψεις έναν σεισμό παρά μόνο αν έχεις την τύχη να γίνεις θεατής του απρόβλεπτου: ποντίκια να βγαίνουν τρέχοντας όλα μαζί από τις φωλιές τους, βατράχια να πηδούν ομοθυμαδόν από το ποτάμι και φίδια να τρέχουν... σαν λαγοί! Τι συμβαίνει και όλα αυτά τα πλάσματα - και άλλα πολλά - «ακούνε» τον σεισμό πολύ προτού εκδηλωθεί; Οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι είτε αντιλαμβάνονται υπερήχους - που ταξιδεύουν πολύ ταχύτερα από τα κύματα Rayleigh και S των σεισμών - ή «πιάνουν» ηλεκτρομαγνητικά σήματα χαμηλής συχνότητας. Η δεύτερη μάλιστα πιθανότητα εξετάζεται εδώ και χρόνια. Το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο έχει αποδείξει ότι η σύνθλιψη των κρυστάλλων κατά τη βίαιη μετατόπιση πετρωμάτων δημιουργεί ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Οι «δικοί μας» επιστήμονες του προγράμματος VAN (Βαρώτσος, Αλεξόπουλος και Νομικός) ψάχνουν τέτοια ηλεκτρικά σήματα επερχόμενου σεισμού (Seismic Electric Signals - SES) βυθίζοντας εδώ και 28 χρόνια ηλεκτρόδια στη γη. Οι Ιάπωνες, από την πλευρά τους, ψάχνουν από το 2004 την υψηλή ευαισθησία των γατόψαρων στη μεταβολή των ηλεκτρικών πεδίων. Οι μεν πρώτοι όμως αντιμετωπίζουν κατηγορίες περί ασάφειας των προβλέψεων - και το «ουδείς προφήτης στον τόπο του» -, οι δε δεύτεροι... την απάθεια των γατόψαρων στα μέχρι στιγμής πειράματα.
Το 2001 οι Ρώσοι σχεδίασαν το σύστημα Βουλκάν για την παρακολούθηση και πρόβλεψη φυσικών καταστροφών. Τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους εκτόξευσαν τον δορυφόρο «COMPASS» (Complex Orbital Magneto-Plasma Autonomous Small Satellite), με όργανα που είχαν κατασκευαστεί από επιστήμονες και μηχανικούς της Ρωσίας, της Ελλάδας(!), της Ουγγαρίας, της Ουκρανίας και της Πολωνίας. Δυστυχώς τεχνικά προβλήματα διέκοψαν τα πειράματα. Η προσπάθεια συνεχίστηκε τα έτη 2002-2003 με τον δορυφόρο «Meteor-3Μ», που προέβλεψε 44 από 47 καταγεγραμμένους σεισμούς στη Γη! Τώρα τα πειράματα ετοιμάζονται να συνεχιστούν από τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό μέσω του προγράμματος Uragan.
Εν τω μεταξύ και οι Αμερικανοί άρχισαν να βλέπουν τη σχέση ιονόσφαιρας - σεισμών μέσω των δορυφόρων τους ανίχνευσης υπέρυθρης ακτινοβολίας. Η πρώτη φορά ήταν στις 21 Ιανουαρίου 2001, όταν ο δορυφόρος «Terra Earth Observing System» της NASA κατέγραψε ένα θερμικό άλμα επτά ημέρες προτού εκδηλωθεί ο σεισμός των 7,7 ρίχτερ στο Γκουτζαράτ της Ινδίας. Οι επιστήμονες ερμήνευσαν την καταγραφή αυτή όχι ως πραγματική αύξηση της θερμοκρασίας αλλά ως υπεριώδη φωτοβολία που γεννήθηκε από τη συσσωμάτωση των σεισμογενών ηλεκτρονίων «pholes» με τα ηλεκτρόνια της ιονόσφαιρας.
Από τον Ιούνιο του 2004 τη σκυτάλη έχει πάρει μια πολυεθνική κοινοπραξία, με επικεφαλής το Εθνικό Κέντρο Διαστημικών Ερευνών της Γαλλίας, CNRES, με τον μόνο εξειδικευμένο και εν ενεργεία αυτή τη στιγμή δορυφόρο προσεισμικής ιοντοβολίας, τον «DEMETRA» (Detection of Electro-Magnetic Emissions Transmitted from Earthquake Regions). Παρά τις συχνές διακοπές λειτουργίας του, στα κατορθώματά του περιλαμβάνεται η κατά επτά ημέρες πρόβλεψη των σεισμών 7,1 ρίχτερ που σημειώθηκαν στη Ν. Ιαπωνία στις 29 Αυγούστου και στις 5 Σεπτεμβρίου 2004.
Ως επωδός, το 2006, δύο χρόνια προτού υποστεί τη νέα ανθρωποθυσία της στον Εγκέλαδο η πιο χτυπημένη από αυτόν χώρα του πλανήτη, η Κίνα ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει δορυφόρο πρόβλεψης σεισμών με ανίχνευση των διαταραχών της ιονόσφαιρας.
Το πλήρες κείμενο στο ΒΗΜΑ

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Τι είναι το ΒΑΝ και τα προσεισμικά ΗΛΜ κύματα

Μετά τις τελευταίες διαμάχες για την δυνατότητα πρόγνωσης σεισμών από τους σταθμούς ΒΑΝ, ανατρέχοντας στο διαδίκτυο βρήκα αυτή την ανάρτηση στο blog του Ν.
Γνωστός μου, που είχε κάνει την διπλωματική του εργασία (διηλεκτρκές απώλειες σε κρύσταλλο NaJ με προσμίξεις ιόντων θαλίου) κοντά στο Παν. Βαρώτσο (γύρω στα 1974-75)
μου έλεγε για την ιδιοφυή κατασκευή της εργασίας αυτής.

Η ιστορία του τζαμιού της Καλούτσιανης (του Γιάννη Παπαϊωάννου, πολιτικού μηχανικού)

Το τζαμί της Καλούτσανης (Καλούτσα=Καλούτσανη=Καλούτσιασμη=Καλούτσιεσμε=πηγή αίματος, από τσεσμές=πηγή, καν=αίμα κανλή=αίματος)είναι ένα από τα τρία τζαμιά που σώζονται σήμερα στα Γιάννενα, από σύνολο δεκαεπτά τζαμιών που υπήρχαν, όταν η πόλη ελευθερώθηκε το 1913 από τον τουρκικό ζυγό.
Τα άλλα δύο τζαμιά βρίσκονται μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων και είναι το τζαμί του Ασλάν πασά (σημερινό Δημοτικό Μουσείο)και το Φετιχέ τζαμί (δηλαδή τζαμί της κατάκτησης)
Κατά πληροφορίες το τζαμί της Καλόυτσανηςκτίστηκε περί τα τέλη του 15ου αιώνα, αρχικά ως μετζίτ (μουσουλμανικός ναός χωρίς μιναρέ)για τις λατρευτικές ανάγκες τω Τούρκων, που άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή μετά την "προσκύνηση" (δήλωση υποταγής) των γιανιωτών αρχόντων του κάστρου στον σουλτάνο ....
Από το δρόμο μπροστά από το τζαμί της Καλούτσανης, πέρασε πανηγυρικά ο ελληνικός στρατός, τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου 1913. Η ιστορία μ' αυτό τον τρόπο θέλησε να δικαιώσει και να αποτίσει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στους πρώτους επαναστάτες του κινήματος του 1611 ενάντια στον τούρκικο ζυγό, που γέμισαν τότε με αίμα χριστιανικό την παρακείμενη στο τζαμί της Καλούτσιανης περιοχή. Μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που πραγματοποιήθηκε το 1923-24, το τζαμί της Καλούτσανης μαζί με τα άλλα τζαμιά θεωρήθηκε αστική ακίνητη περιουσία των Τούρκων ανταλλαγέντων και μεταβιβάστηκε η διαχείρισή του στην Εθνκή Τράπεζα. Από εκεί μπόρεσε να το αγοράσει ένας ντόπιος ιδιώτης,η οικογένεια του οποίου διατηρεί μέχρι σήμερα την ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση του τζαμιού. ....
Τις πρώτες μέρες της Ιταλικής επίθεσης (Οκτώβριος 1940) τα Γιάννινα βομβαρδίζονται από ιταλικά αεροπλάνα. Βόμβες πέφτουν στο στρατιωτικό νοσοκομείο, που στεγάζεται στο κτίριο της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας και σκοτώνονται γιατροί, νοσοκόμοι, στρατιώτες.
Τη μανία των ιταλικών βομβαρδιστικών γνωρίζουν για τα καλά τα μποστάνια (σ.σ. γιατί άραγε;)της περιοχής της Καλούτσανης. Αρκετά σπίτια της Καλούτσανης καταστρέφονται από τις ιταλικές βόμβες.
Μαζί μ' αυτά κι ο μιναρές του τζαμιού της Καλούτσανης, που χάσκει από τότε ακέφαλος και μισοκατεστραμμένος, και έχει σήμερα σαν σκούφια μια φωλιά πελαργών.
Περισσότερα στο περιοδικό ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Μικροί τοπικοί σεισμοί τις τελευταίες μέρες κοντά μας.

Τις τελευταίες μέρες θα καταλάβατε (εκτός τον χτεσινό σεισμό στην Ανδραβίδα)
τοπικές σεισμικές δονήσεις, έντονες μεν, αλλά με μικρή χρονική διάρκεια, σαν να σπάει κάτι κοντά μας σε βάθος. Η μία μάλιστα χθες, αρκετά έντονη με βοή μισή, μια ώρα μετά το σεισμό της Ανδραβίδας. Θα παρατηρήσατε ακόμη, ότι λόγω του κοντινού επίκεντρου οι λάμπες, τα φωτιστικά των δωματίων δεν ταλαντώνονται.
Τα Ιωάννινα έχουν γεωγραφικό πλάτος 39,66 Ν ( Βόρεια) και γεωγραφικό μήκος 20,85 Ε (ανατολικά)
Στη σελίδα του Αστεροσκοπείου Αθηνών, και στο θέμα "πρόσφατοι σεισμοί" μπορείτε να αναζητήσετε τους τοπικούς αυτούς σεισμούς, και να εκτιμήσετε πόσο κοντά μας είναι τα επίκεντρα τους, αναζητώντας γεωγραφικό πλάτος περίπου 40Ν και γεωγραφικό μήκος περίπου 21Ε. Εδώ ένας χάρτης με τους πρόσφατους σεισμούς στην Ήπειρο από το ΑΠΘ
Προσωπικά θυμάμαι το μεγάλο σεισμό της άνοιξης του 1967, και το φθινόπωρο του 1969.
1 Μαϊου 1967 (39,47Ν 21,25Ε εστιακό βάθος= 12km Μέγεθος= 6,4R) ακολούθησαν αρκετοί μετασεισμοί.
13 Οκτ 1969 (39,8Ν 20,6 Ε εστιακό βάθος=27km Μέγεθος=5,8R) Αρκετές ζημιές μέσα στα Γιάννενα, όπως στο Αρχιμανδρειό κλπ

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας (του Γιάννη Παπαϊωάννου)

Ο πολιτικός μηχανικός Γιάννης Παπαϊωάννου
μας ξεναγεί με μεράκι στην Παμβώτιδα (Παν+βώτωρ) / βώτωρ=βοσκός=γελαδάρης και όχι όπως πίστευα από το (παν+βρώσκω). Συγκεντρωμένα στοιχεία θρύλοι, γεωλογία, ιστορία, αφηγήσεις.
Στοιχεία για όλα, για τα Γιάννινα την αρχαία Εύροια (ευ+ροή), τις πηγές της Ντραμπάτοβας, τις εστεβέλες, την χωνεύτρα της Μπινίκοβας που καταλήγει στα Τρίκαλα, πως χάνονταν τα πρόβατα του τσέλιγγα της Κατσικάς, τα χέλια που έρχοταν μέσω Καλαμά από το Γιβραλτάρ, κάτω από το Μιτσικέλι υπάρχει άλλη τόση λίμνη όπου καταφεύγουν τα ψάρια το Χειμώνα, το υπόγειο σπήλαιο που βρήκαν οι Γερμανοί στην κατοχή, κάτω από τη λίμνη και είπαν αν ήξεραν οι Γιαννιώτες που κάθονται θάφευγαν αυθημερόν, γιαυτό μάζεψαν τους Εβραίους των Γιαννίνων για να τους σώσουν.
Ο Ντουραχάν πασάς που πέρασε πάνω από τη παγωμένη λίμνη βράδυ, χωρίς να το ξέρει και έχτισε το κόνισμα κάτω από το μοναστήρι της Δουραχάνης.
Να προσθέσω ... την εικόνα με τα καϊκια με τα κόκκινα πανιά από το νησί προς τη λιμνοπούλα στην ταινία "Ο θίασος" του Αγγελόπουλου με το τραγούδι στα ανοιχτά του πέλαου με καρτέρεγαν με μπομπάρδες τρικάταρτες ....
Ένα πραγματικό πόνημα.
Μπράβο γιαννιώτη φίλε Γιάννη Παπαϊωάννου.
Περισσότερα στή . . . πλήρη διδακτορική διατριβή:

Ο τελευταίος ταμπάκος (του Χριστόφορου Μηλιώνη)

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, φιλόλογος και συγγραφέας, σε αφιέρωμα του περιοδικού ΑΝΤΙ, στον Δημήτρη Χατζή, στο κλίμα των διηγημάτων του βιβλίου "Η μικρή μας πόλη" έγραψε το διήγημα που ακολουθεί. Σεργιανίστε νοερά στα παληά χάνια του Γυαλί Καφενέ, στο Κουρμανιό, στη Σιαράβα, στα Ταμπάκικα.
Απολαύστε το διήγημα πίνοντας ένα ρακί στη μνήμη του Δημήτρη Χατζή και του Χαρίση του τελευταίου ταμπάκου.

Ο τελευταίος ταμπάκος (του Χριστόφορου Μηλιώνη)

Ο παπουτσής ο Μέρμηγκας πήρε με τη σειρά τα χάνια στο Κριθαροπάζαρο. Έριξε μια ματιά απ’ την τζαμαρία στο Γυαλί Καφενέ - τι γυρεύει εδώ ο Χαρίσης, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Έφτασε ως το χάνι του Κόρακα, ρώτησε κι εκεί:
«Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος;»
«Δεν τον είδαμαν» του λένε.
Ξαναγύρισε στο Κριθαροπάζαρο. Κοίταξε ακόμα μια φορά στο χάνι του Ζώη, ξαναρώτησε μην πέρασε εντωμεταξύ, «δεν φάνηκε», του λένε, και κατηφόρησε στη λίμνη. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κερατά. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη. Την ακούει που βρυχιέται και ξερνάει τα κύματα στο μώλο – πάλι καμιά βρώμα έκανε το μούλικο και δεν θα ησυχάσει, ώσπου να το ξεβράσει σε τίποτα καλαμιές. Κοίταξε έναν- έναν τους καφενέδες ανηφορίζοντας στο Κουρμανιό κι έφτασε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, στο μαγέρικο του Γκογιάννου.
«Στεφάνωσα» τους είπε. «Τίποτα δεν έκαμα». Εκείνοι τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό: ο Ζώης ο χανιτζής, ο Καραμπίνας ο κουρέας, ο Κατσούλης ο αμαξάς, ο Γκριμπογιάννης ο φαναρτζής, ο Σιέμος ο ντουφεξής. Στην πιατέλα απείραχτος και ο μεζές κόντευε να κρυώσει. Και τα ποτήρια γιομάτα.
«Τι με τηράτε;» τους λέει, σαν χάχηδες. Δεν τον ήβρα πουθενά». Κι ο Γκουγιάννος, κοιλαράς και λιγδιασμένος, με την ξύλινη κουτάλα μετέωρη πίσω απ’ τον πάγκο του:
«Έμένα δεν μου φαίνεται για καλό» είπε. Μα οι άλλοι τον αποπήραν:
«Άει γκρεμίσου παλιοκερατά» του λένε. «Κάπου έντεσε ο άνθρωπος. Αρχέψτε κι όπου να ‘ναι θα ΄ρθει, τι θα κάνει». Κάρφωσαν τα πιρούνια στα συκωτάκια, βούτηξαν με τα δάχτυλα το ψωμί στο λάδι, «άντε γειά μας», είπαν, «εβίβα το πρώτο». Μα το κρασί δεν έκανε κάτω.
«Τι διάολο πάθατε;» είπε ο Ζώης. «Με το ζόρι το μισολάενο».
«Αν είχαμε τώρα το Χαρίση, θάταν αλλιώς»
Κι ύστερα έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο λιγόστευαν οι ελπίδες να φανεί.
«Μας την έσκασε ο παλιοταμπάκος» ξέπασε επιτέλους ο Κατσούλης. «Αν ήταν αυτός, θάταν αλλιώς απόψε. Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. Ήξερε για τους παλιούς Γιαννιώτες, τους σκωταράδες, που δεν κινούσαν το πρωϊ στη δουλειά, αν δεν περνούσαν πρώτα απ’ το μαγέρικο – συκώτια και μισολάενο αναντάμ παπαντάμ».
«Καλλιώρα σαν κι εμάς».
«Τι σαν κι εμάς; Μια φορά κάθε σαββατόβραδο, το λες σαν κι εμάς εσύ; Εκείνοι ήταν άλλοι άνθρωποι».
Ήξερε για τη Βασιλαρχόντισσα ακόμα, που την είχαν πάρει οι κλέφτες, για να τους στείλει λύτρα ο Βλαχλείδης, κι ύστερα της βγάλανε τραγούδι:
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι αμαρτία
Να μένει η Βάσω στα βουνά, σε κλέφτικα λημέρια.

«Ντε μωρέ Σιέμο, κάνε την αρχή»
«Δεν βγαίνει» είπε ο Σιέμος. Σώπασαν.
Παλιοτικός άνθρωπος. Τα ‘χε ζήσει αυτά και τα ‘λεγε.
Ήξερε τους παλιούς, τους Μολυβάδες, τον Σαμπεθάη τον Καμπιλή, που πήρε στο λαιμό του τους Εβραίους. Τότε με τους Γερμανούς. «Άντε να φύγουμε», τους λέγανε, να βγούμε στα Ζαγόρια, να τραβήξουμε απογάλια και τον κόσμο μας». Εκείνος το χαβά του, με το νόμο και τα γρόσια, να ταϊσει τον ένα, να μπουκώσει τον άλλο. Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε το αντάρτικο.

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

«Εγώ τον θυμάμαι τον Καμπιλή» είπε ο Κατσούλης. Και τη Μαργαρίτα του Μολυβάδα τη θυμάμαι. Την έπαιρνα με το παετόνι. Ύστερα την εκτελέσανε οι Γερμανοί. Μα ο Χαρίσης τα λεγε αλλιώς. Είχε τον τρόπο του»
«Και στα πολιτικά, μπασμένος. Ιδεολόγος»
«Σαν κι εμάς»
«Τι σαν κι εμάς; Ποιος από μας βγήκε στο βουνό, σαν τον Χαρίση; Εμείς – κανά μπερντάχι στο τμήμα μοναχά. Σαν κι εμάς το λες εσύ αυτό;»
Λεβέντης σ όλα του. Κι άμα έβλεπε θηλ’κό έστριβε τα μουστάκια του. Έλεγε κι εκείνο για τις εβραιοπούλες-«πως το ΄λεγε, μωρή κωλοσούσα;»
«Μαρή Ρεβέκα! Απόψε που έλειπι ο άντρασι μ’ , έρθε ένας κύριος στο σπίτι και μ’ άνοιξε την πόρτα. – Κι εσύ τι έκαμες; - εγώ τον άφκα να ιδώ τι θα κάμει. Βγάνει το παλτό του και το κρεμάει σαν κύριος στην κρεμάστρα. Τον αφήνω εγώ, να ιδώ τι θα κάμει. Με παίρνει, με πηγαίνει στο κρεβάτι, βγάνει τα ρούχα του, βγάνει και τα δικά μου. Εγώ τον αφήνω, να ιδώ τι θα κάμει. Ξαπλώνει απάνω μου και μου βάνει κάτι ανάμεσα στα σκέλια. –Τι κάνεις αυτού; Του λέω…».
Ο λόγος του κουρέα έμεινε μετέωρος, κανένας δεν γέλασε. Σώπασαν με βλέφαρα κατεβασμένα, βαριά από το κρασί. Ο καημένος ο Χαρίσης, πως τα ΄λεγε και γελούσε ο πρόσωπός του! Άνθρωπος μερακλής, γεροντοπαλίκαρο. Το θηλυκό δεν το ΄χε μπουχτίσει.
Τις απόκριες στις τζαμάλες, γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τραγούδια – «τις τρανές, μπρε μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές». Κι εκείνο τα’ άλλο, που τα παράσταινε κιόλας:
Πως το τρίβουν το πιπέρι
Του διαόλ’ οι καλοέροι

-άεντε, Χαρίση, να μας δείξεις πως το τρίβουν το πιπέρι. Χαλασιά σου.
«Χαλασιά σου, Χαρίση» είπαν κι έφεραν τα ποτήρια στα χείλη τους.
Μα πιο καλά τα ΄λεγε για τους ταμπάκηδες. Πως αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ’ τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες στην μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ’ αχαμνά τους. Κι όλο αφυσκιές έλεγαν. Είχαν δικά τους χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας αρχαντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος. Μονάχα ο Χαρίσης τώρα, ο τελευταίος ταμπάκος… Κόπηκε πάλι η κουβέντα στη μέση. Σώπασαν, κοιτάχτηκαν με μάτια θολά. Σκοτεινιασμένοι.
«Άεντε, εβίβα! Πανάθεμά σε, Γκουγιάννο κιρατα. Λειψό το φέρνεις» Κι ο Γκριμπογιάννης άπλωσε τη χωματένια κανάτα στον πάγκο του μάγερα. Κι εκείνος,
«Δεν πάτε, λέω γω, να ιδείτε τι γένεται ο άνθρωπος;» τους λέει. Και τότε σαν τους έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκαν, ένας ένας ξεπόρτισαν. Κατηφόρισαν κατά τη λίμνη, στα παλιά ταμπάκικα, ένας πίσω τον άλλο, με σκυφτό κεφάλι, βαρύ απ’ το κρασί, γερασμένοι, με τα φαρδιά παντελόνια τους, τα μπαλωμένα – εκτός απ’ τον κουρέα τον Καραμπίνα, που πήγαινε μπροστά σεινάμενος κουνάμενος, βεργαλυγώντας, κι ούτε νοτιάς τον έπιανε ούτε υγρασία. Όλα τα σοκάκια τα ΄ξερε κι όλες τις πόρτες τις κρυφές η κωλοσούσα. «Πέρα από τα ξυλάδικα έχει το σπίτι του, πίσω απ΄ το παλιό το Συναγώι, ξέρω εγώ» Κι όλο γύριζε και τους έκανε κουνήματα να τον ακολουθήσουν, η παλιοκαραμπίνα, κι αυτοί να μην μπορούν να τον φτάσουν, τους έβγαλε την ψυχή στους έρημους δρόμους.
Έκοψαν μέσα απ΄ τα ξυλάδικα, που μύριζαν μουχλιασμένο πριονίδι, και χώθηκαν σ΄ένα στενό σοκάκι λησμονημένο. Ο Καραμπίνας σταμάτησε στο μισοάνοιχτο πορτάκι, οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Κανένας δεν τολμούσε. Μόνο κοίταζαν το παλιόσπιτο με τον γκρεμισμένο τσατμά, και πάνω από την πόρτα τα χαρβαλωμένο παραθύρι- είχε φως μέσα ή ήταν από το ηλεκτρικό στη γωνία, με το τενεκεδιένο καπέλο, που το ταρακουνούσε ο αγέρας και το ‘ κανε να τρίζει λυπητερά; Κανένας δεν αποφάσιζε να σπρώξει τη θύρα. Κι ο Καραμπίνας, τώρα που τους έδειξε, εκανε πίσω και δεν σάλευε.

Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. Ήταν ένα έμπασμα θεοσκότεινο, μύριζε μούχλα. Όμως εκεί στην κώχη ξεκινούσε μια σκάλα που πότε πότε φωτίζοταν αχνά από ένα φως που κατέβαινε από ψηλά. Σκουντουφλώντας πήραν να την ανεβαίνουν και σε κάθε πόδι που πατούσε θρηνούσε το ξύλινο σκαλοπάτι, έτσι που ο θρήνος ανέβαινε μαζί τους ως επάνω, στη μικρή κάμαρη, όπου είδαν ένα ντιβάνι καταμεσής με δυο λαμπάδες, κι αναμεσά τους ο Χaρίσης αναπαυόταν, με μισό χαμόγελο κάτω από τις άσπρες μουστάκες του. Οι άντρες στριμώχτηκαν στη γωνία. Δυο γριές κάθονταν στα σκαμνιά, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά τους. Μονάχα σήκωσαν τα μάτια. Ύστερα από λίγο η μια είπε:
«Φουρτούνα σου, Χαρίση ήρθαν οι φίλοι σου»
Κι εκείνοι, σαν να κατάλαβαν, ανέβασαν τα βαριά τους χέρια, έκαναν το σταυρό τους και πάλι ασάλευτοι κι αμήχανοι.
«Τι στέκεστε έτσι;» ξανάπε η γριά. «Τι δεν κάθεστε;»
Κοίταξαν γύρω, όλοι μαζί. Ύστερα στρώθηκαν, δυο στο πάτωμα, δυο στο τζάκι, που ήταν κλεισμένο μπροστά μ’ ένα μπερντέ, ένα παλιό πανί, σκούρο – χρόνια θάχε ν’ ανάψει φωτιά. Ο Σιέμος κι ο Γκριμπογιάννης απόμειναν όρθιο, με τα σκέλια ανοιχτά, τα χέρια κρεμασμένα.
«Καλά ήρθατε εσείς, να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας, να κλείσουμε μάτι. Γειτόνισσες είμαστε… Θα μας έρθει και λιγοθυμιά απ΄ την κρασίλα, π’ ανάθεμά σας. Πάρτε τα σκαμνιά».
«Κι αύριο μπονώρα εδώ είμαστε»
Κι ενώ η μια κατέβαινε τη σκάλα, η δεύτερη ακολουθούσε, ξεγοφιασμένη, σκαμπανεβάζοντας τα πισινά της μια πάνω μια κάτω, σαν βάρκα δεμένη στο μώλο, και μουρμούριζε:
«Ποιο αύριο; Ούτε τρεις ώρες νύχτα δεν απόμειναν».
Έφυγαν οι γυναίκες, κι εκείνοι, καθισμένοι σταυροπόδι, με τον Χαρίση στη μέση, ξανάσαναν.
«Δεν έπρεπε να μας το κάνεις αυτό αδερφέ» είπε ο Σιέμος, κι εκείνος χαμογελούσε αχνά και σαν λυπημένα στο λιγοστό φως που ρίχνανε οι λαμπάδες.
«Ν’ ανάβαμε τη λάμπα…»
Ο Μέρμηγκας ανέβηκε έπιασε τη μικρή γυάλινη λάμπα, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι. Την κούνησε, είχε λίγο πετρέλαιο. Την άναψε. Ένα ήμερο φως απλώθηκε στους μαυρισμένους τοίχους, στο ντουλάπι με το τζαμωτό, στα σκαμμένα πρόσωπα με τα πρησμένα μάτια, τα βοϊδίσια. Κι η ώρα άρχισε να κυλάει ήσυχα, σπιτικά, κι ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του – αν είχε να σκεφτεί. Το κρύο έμπαινε απ’ όλες τις χαραμάδες και ανάγκαζε τους άντρες να σφίγγονται και να τυλίγονται στα φαρδιά τους σακάκια, τα μπαλωμένα, κουκουβισμένοι καθένας στη μεριά του.
Κάποια στιγμή ο Καραμπίνας, εκεί που κάθοταν στην ποδιά του τζακιού άπλωσε το χέρι κι ανασήκωσε τον μπερντέ – μια κίνηση αυθόρμητη, να ιδεί αν θα μπορούσαν ν’ ανάψουν κάτι, να ζεσταθούν. Το χέρι του έπιασε μια νταμιζάνα. Την κούνησε κι ακούστηκε το πάφλασμά της.
«Ο καημένος ο Χαρίσης» είπε, «εδώ το φυλάει το ρακί». Και τα μπιρμπιλωτά του μάτια παίξανε πάνω στο τζαμωτό ντουλάπι. Γλίστρησε ως εκεί με μια κίνηση γατίσια, το άνοιξε και ανάμεσα σ’ αδειανά μπουκάλια βρήκε τρία ρακοπότηρα.
«Από ένα» είπε. «Για τ’ αντέτι»
Γέμισε πρώτα τα τρία ποτήρια, τα πήραν οι διπλανοί του – «ο Θεός να μακαρίσει την ψυχή του» είπαν. Ύστερα, το ίδιο, οι άλλοι τρεις. Το ρακί κατέβηκε ζεστό στην καρδιά τους – «ρακί ματαβγαλμένο, μερακλής άνθρωπος». Φούντωσαν.
«Σήκου, Καραμπίνα» πετάχτηκε ο Μέρμηγκας, «σβήσε εκείνες τις λαμπάδες και δεν τις αντέχω. Μας μπούκωσαν καπνό οι ρουφιάνες». Κι ο Καραμπίνας πάλι γλίστρησε σαν τη γάτα και φύσηξε τις λαμπάδες. Πριν καθίσει στη θέση του, περιμάζεψε κοντά του τα ποτήρια, ύστερα έστριψε εκεί που καθόταν στο τζάκι και ξαναγέμισε – δεύτερη σειρά. Ο Σιέμος τότε άρχεψε σιγανά να μουρμουρίζει ένα θλιβερό σκοπό σαν μοιρολόι .

Για σήκου απάνω, Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
«Σιέμο!» τον έκοψε ο Γκριμπογιάννης. «όχι λυπητερά του Χαρίση- στα Γιάννενα στον Κουραμπά, αυτό να πούμε».
Και τότε ξεκίνησαν όλοι μαζί, όπως στου Γκογιάννου τ’ άλλα σαββατόβραδα:
Στα Γιάννενα στον Κουραμπά είν’ ένα χιλιδόνι
Φωνές βραχνές, ασυντόνιστες, σπασμένες απ’ το παράπονο.
«Καραμπίνα» έκοψε πάλι το τραγούδι ο Ζώης, «φέρε μωρή κωλοσούσα την νταμιζάνα, να μην σε βλέπω να κλωθογυρίζεις όλη την ώρα αυτού στο τζάκι, σαν ο γανωματής στον τέντζερη. Βάλ’ την εδώ στη μέση να γιομίζουμε τα ποτήρια σαν άνθρωποι, να μας βλέπει κι ο Χαρίσης, να χαίρεται η ψυχή του. Μια Κυριακή…», συνέχισε τα λόγια του με τραγούδι, κι οι άλλοι ακολούθησαν:
μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
ήρθε μια περιστέρα
να μην την είχα ιδεί…
Είπαν ύστερα δε σ’ άρεγαν τα Γιάννενα, Φέζο ντερβέναγα, είπαν Βασιλική προστάζει, βεζύρη Αλήπασα, είπαν το Σιαμαντάκα, ώσπου βράχνασιαν οι φωνές και δεν έβγαιναν, και ένας σώπαινε, όχι αμέσως, παρά μόνο έλεγε το τραγούδι ως τη μέση, ύστερα ένα στίχο εδώ έναν παρακάτω, ύστερα λέξεις, κατόπι συλλαβές ασύνδετες και τέλος έγερνε στο πάτωμα κι αποκοιμιόταν, και μαζί τους έσβηνε ένας άλλος κόσμος, ώσπου βαθιά ησυχία απλώθηκε στην κάμαρη. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε τελειώσει, ανέβηκε η φλόγα μια δυο φορές ως την κορφή στο λαμπογυάλι, ν’ ανασάνει, και τέλος έσβησε. Και τότες ήσυχα – ήσυχα πέρασε μέσα το φως της αυγής και φώτισε το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια.

Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του Χαρίση, του τελευταίου ταμπάκου. Όταν καλοξημέρωσε, ήρθαν τέσσερις του δήμου, μαζί κι οι φίλοι του, μαζί κι οι δυο γριές της νύχτας, και τον πήρανε.
Είδα σήμερα ψάχνοντας στο google ότι το μικρό αυτό διαμάντι του Χ. Μηλιώνη γυρίστηκε σε ταινία μικρού μήκους.

O Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου το 1932.
Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά και με την εφημερίδα Τα Νέα ως επιφυλλιδογράφος.
Έχει εκδώσει βιβλία με διηγήματα:(Παραφωνία, Το πουκάμισο του Κενταύρου, Τα διηγήματα της δοκιμασίας, Καλαμάς και Αχέροντας, Χειριστής ανελκυστήρος, Τα φαντάσματα του Γιόρκ, Μια χαμένη γεύση)
Πεζογραφήματα: Το μικρό είναι όμορφο
Νουβέλες:Ακροκεραύνια
Μυθιστορήματα: Δυτική Συνοικία, Ο Σιλβέστρος
Δοκίμια: Υποθέσεις, Με το νήμα της Αριάδνης, Σημαδιακός και αταίριαστος
Βιβλία του μεταφράστηκαν στα ρωσικά, γερμανικά, αγγλικά, και ιταλικά.
Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά, στα ρωσικά, γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά, ουγγαρέζικα και ολλανδικά.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

Η αύξηση της εντροπίας με τη ροή του χρόνου μέσα από φωτογραφίες.


Νάταν ο χρόνος να κυλούσε ανάποδα
Τα ποτάμια να κυλούσαν προς τις πηγές τους
Νάταν τα νειάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία.
Να γυρνούσαμε λέει στο 1965, να μην τσακώνονταν ο νιούτσικος βασιλιάς με τον λαοπρόβλητο γέρο Παπαντρέου, να μην έτρεμε τον "κυρίαρχο" ΛΑΟ, να μην σκευωρούσε με την μάνα του, τον Αρναούτη, τον αριστερό Κόκκα της Εφημερ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, τον Δρακουμέλ, τον Νόβα, τον Γαρουφαλιά, τους Στρατηγούς και τη CIA, ......
Στη γωνία ενέδρευαν οι συνταγματάρχες Γεώργιος, Νικόλαος με τον ταξίαρχο Στυλιανό και τάλλα τα παιδιά. Αν προέτασσε το περίστροφο όταν πήγαν και του είπαν, ξημέρωμα Παρασκευής 21 Απριλίου 1967, σε δέσαμε μεγαλειότατε ... δεν θα έτρεχε το Δεκέμβριο του 1967 από χωρίον εις χωρίον με το ανεπιτυχές αντιπραξικόπημα. Δεν θα το σχεδίασε καλά.
Δεν θάχαμε χρονάκια επτά τη χούντα τη μικρή.
Σκέψου νάχαμε τη χούντα τη μεγάλη.
Θάχαμε ακόμα βασιλιά; Ήταν που λέτε μια φορά οπούχαμε ένα βασιλιά καλό ανθρωπάκι!
Θα γίνονταν νωρίτερα πρωθυπουργός ο Δρακουμέλ, αλλά σαν αρχηγός της Ε.Κ. ;
Θα χάναμε την Αλλαγή και τον Αντρέα.
Θάχαμε Λεύτερη την Κύπρο;
Σύμφωνα με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα η ροή της Ιστορίας και το μεγάλωμα των ανθρώπων είναι εξόχως ΜΗ ανιστρεπτά φαινόμενα.
Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο ή διαφορετικά Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.