Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Μίκης Θεοδωράκης: Καλή και ανήσυχη αρχή - για ένα νέο ξεκίνημα, για τον τόπο.


«Κάποιοι με θέλουν μουσείο, αλλά δεν είμαι μουσείο»
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ - Φωτ.: ΠΑΝΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σε μια συνέντευξη εφ' όλης της ύλης, ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά για την υγεία του, τα χειρότερα χρόνια του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, τον θαυμασμό του στον Στάλιν και τον Μάο, αλλά και το διαρκές όνειρό του για μια νέα ιδεολογία κοινωνικής αλληλεγγύης
Είχα ακούσει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είναι σε καλή κατάσταση από άποψη υγείας, τον είχα δει από την τηλεόραση σε κάποιες εκδηλώσεις, όπου με δυσκολία κινιόταν, χωρίς όμως να πάψει να είναι παρών με δηλώσεις σε τρέχοντα καίρια θέματα. Οπότε, πηγαίνοντας έπειτα από καιρούς στο σπίτι του, εκεί στου Φιλοπάππου, με θέα την Ακρόπολη, αναρωτιόμουν πώς θα τον βρω.

Ενα χαμόγελο της Ρένας, της πιστής του γραμματέως, χρόνια τώρα, με προδιαθέτει θετικά.

Τον βρήκα σε άριστη, μπορώ να πω, σε σχέση με ό,τι περίμενα, κατάσταση -μισοξαπλωμένο σε μια πολυθρόνα, αλλά με άκρως ευχάριστη διάθεση. Σε σημείο που δεν αισθάνθηκα ότι έκανα κατάχρηση που έμεινα μαζί του κουβεντιάζοντας περί τις δύο ώρες, μια και άλλωστε είχαμε πολλές κοινές μνήμες.

Ακολούθησαν δύο ακόμη συναντήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της δοκιμασίας της φωτογράφισης -«βγαίνουν ένα σωρό φωτογραφίες και τελικά μπαίνουν οι χειρότερες!», σχολίασε χαμογελώντας στωικά). Και ιδού τι προέκυψε από την κουβέντα μας στην οποία, ομολογώ, θαύμασα, μία ακόμη φορά, τη διαύγεια της σκέψης του, την παρρησία να κοινολογεί τις απόψεις του- να εκτίθεται, αν θέλετε.

Η δική μου πλέον έγνοια, να κουμαντάρω τα όσα είπαμε, ώστε να βγει από τον πληθωρικό του λόγο αυτή η «εφ' όλης της ύλης» συνέντευξη.

Προβλήματα υγείας

- Σε τι κατάσταση, πέρα απ' ό,τι βλέπω, σας βρίσκω;

«Από άποψη υγείας είμαστε λίγο πεσμένοι σ' αυτή την οικογένεια, λόγω και ηλικίας -εγώ 84 χρόνων, η γυναίκα μου 83, έχει μυοπάθεια, δεν βγαίνει καθόλου έξω και, λόγω του ότι είμαστε πολύ δεμένοι, δεν βγαίνω κι εγώ, και είναι τώρα δύο χρόνια. Εχω πρόβλημα και με τα πόδια μου, δεν μπορώ να βαδίσω. Εδώ τώρα είμαι καθισμένος κι έχω δύο κουδούνια, γιατί αν δεν έρθει κάποιος δεν μπορώ να σηκωθώ».

- Εγώ, πάντως, σας βρίσκω καλά.

«Το μυαλό μου δουλεύει κανονικότατα, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό απ' όλα. Εχω μια στεναχώρια για ό,τι συμβαίνει γύρω μου -εννοώ όχι μόνο στην οικογένειά μου, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Μην ξεχνάς ότι εμείς ζήσαμε διαφορετικά, οι ορίζοντες, οι κεραίες μας - υποφέραμε όταν κάποιοι υπέφεραν, ακόμα κι όταν ήταν μακριά. Δεν ήμασταν συγκεντρωμένοι μόνο στον εαυτό μας».

- Πώς περνάτε την ημέρα σας;

«Παρά τα προβλήματα υγείας, όσο μπορώ, δουλεύω. Δεν μπορώ να πω ότι έχω τη δύναμη που είχα παλιά, έχει ελαττωθεί ο χρόνος ο ωφέλιμος, είναι μία ώρα περίπου την ημέρα που κάθομαι και γράφω -πολιτικά κυρίως. Μουσική δεν γράφω, διορθώνω όμως, γίνονται εκδόσεις, έχω δύο μεγάλους γερμανικούς εκδοτικούς οίκους από τους οποίους έχω την ευτυχία να παίρνω σε DVD όπου παίζονται έργα μου. Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης έβγαλαν σε δύο τόμους τους "Δρόμους του Αρχάγγελου" (σ.σ.: η αυτοβιογραφία του που έχει πρωτοεκδοθεί σε πέντε τόμους από τον «Κέδρο») και σύντομα θα βγάλουν και "Το Χρέος" (σ.σ.: μαρτυρία από τη χούντα, που πρωτοεκδόθηκε στο εξωτερικό). Κι απ' αυτή την άποψη περνάω καλά. Και διαβάζω, διαβάζω πολύ -είμαι βιβλιοφάγος».

- Τι διαβάζετε;

«Κυρίως ιστορικά και πού και πού κάποιο μυθιστόρημα».

- Αν σας ρωτούσα, τι σας λείπει περισσότερο;

«Είχα το μεγάλο δώρο να διευθύνω τη μουσική μου. Το να γράφω και να διευθύνω τη μουσική μου, ήταν από τις μεγαλύτερες χαρές μου. Εχω κάνει γύρω στις 2.000 συναυλίες και τώρα ζω με τη νοσταλγία».

- Οπότε μπορούμε να πούμε ότι τα καλύτερα χρόνια ήταν...

«Η δεκαετία του '60 -και για εμένα και για τον τόπο».

- Αυτή η έξαρση, σε όλα τα επίπεδα...

«Ναι. Επίσης ήταν οι συναυλίες στο εξωτερικό, στη διάρκεια της δικτατορίας και μετά. Ηταν ένα λουτρό ψυχικό. Εζησα καταστάσεις, δεν έχω παράπονο. Αν έχω ένα παράπονο είναι ότι η σπορά μας, μολονότι πιστεύω ότι τίποτα δεν πάει χαμένο, κυρίως η σπορά των νεκρών, γιατί αν κρατάει κάτι την Ελλάδα είναι αυτή η σπορά, αλλά και η δική μας η σπορά -καλλιτεχνών, πνευματικών ανθρώπων, επιστημόνων, αγροτών- για να έχουμε μια δημοκρατία σαν τη σημερινή, δεν πέρασε στη νέα γενιά, κι αυτό με στεναχωρεί».

- Υπάρχει ενδεχομένως η άποψη ότι αυτό θα γινόταν από μόνο του, νομοτελειακά.

«Πού είναι η νέα γενιά αυτή τη στιγμή να διαμαρτυρηθεί για το ΝΑΤΟ, για αυτή την ασχήμια που γίνεται, όπου 5-10 μεγάλοι επιβάλλουν τη θέλησή τους στους μικρούς λαούς και τους υποχρεώνουν να ξοδεύουν δισεκατομμύρια για πολεμικές δαπάνες; Πού είναι ν' αγωνιστεί, όπως αγωνιζόταν παλιότερα, για το 114, το 15% για την παιδεία, το Κυπριακό, το Βιετνάμ, την ειρήνη; Το πανεπιστήμιο, που άλλοτε ήταν πρωτοπόρο, πού είναι τώρα;»

Πόλεμος απ' την αριστερά

- Κάτι ανάλογο αναφέρατε και σε ένα άρθρο σας στην «Ε» τον Μάιο του 1998.


«Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ενώ δώσαμε αυτή την προσφορά, όπως έκαναν οι παλιότεροι, αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε δεν ολοκληρώθηκαν. Να θυμίσω μόνο τι κάναμε πριν απ' τη χούντα στον Πειραιά μ' ένα δήμαρχο της ΕΔΑ, τον Κυριακάκο. Με τη βοήθειά του, επειδή από το κράτος δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα, ξεκινήσαμε, σε διάλογο με φοιτητές και με άλλους δήμους, τη δημιουργία Πολιτιστικού Κέντρου, ορχήστρα με 60 άτομα, χορωδία με 80, σεμινάρια, Λαϊκό Ωδείο, Εβδομάδα Λαϊκής Μουσικής στον Λυκαβηττό...».

- Κι έρχεται η δικτατορία και τα κάνει ρημαδιό.

«Και πέφτει η δικτατορία και κάνω τις ίδιες προτάσεις σ' έναν άλλο δήμαρχο του Πειραιά, της αριστεράς, και τον βλέπω μουτρωμένο. Και τι μου λέει; "Δεν έχεις καταλάβει ότι εμείς έχουμε σχέδιο να σε πολεμήσουμε;"»

- Ποιος ήταν αυτός ο δήμαρχος;

«Ενα δεύτερης κατηγορίας στέλεχος που τον κάνανε δήμαρχο γιατί συμφώνησαν όλοι οι αριστεροί».

- Προφανώς είχε ενοχλήσει αυτό το «Καραμανλής ή τανκς».

«Που είχα πει πολύ πιο πριν, με είχανε μάλιστα υποψήφιο στις εκλογές της Ενωμένης Αριστεράς το 1974, αλλά κάτι είχαν μαζί μου. Κι άρχισε ένας πόλεμος...»

- Ενοχλούσε, υποθέτω, το γεγονός ότι είχατε μια αυτονομία, ένα λόγο πέρα από «γραμμές».

«Μου φερθήκανε φριχτά. Να φανταστείς, η κόρη μου πήγαινε στη σχολή Σταυράκου, κι όταν έμαθαν ποια είναι, πήγαν η ΚΝΕ και το ΠΑΣΟΚ και της είπαν έξω από δω. Και η κοπέλα δεν σπούδασε εκεί που ήθελε, τη διώξανε. Εγώ τότε ήθελα να φύγω από την Ελλάδα».

- Για να πάτε πού;

«Δεν με ήθελε ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αριστερά, και, κοντά σ' αυτά, μια μέρα, καθώς ήμουν στο αυτοκίνητό μου, με φτύνει ένας κνίτης».

Τα χειρότερά του χρόνια

- Ηταν τότε που τους είχατε αποκαλέσει γενίτσαρους;

«Είχαν στρέψει τους νέους εναντίον μου. Ηρθε τότε ένας σουηδός δημοσιογράφος να μου πάρει συνέντευξη και του λέω, "υπάρχει καμιά θέση εκεί στη χώρα σου, έστω μαέστρος σε μια επαρχιακή ορχήστρα"; Αυτός τα 'χασε, το 'κανε πρωτοσέλιδο, το πήραν και οι δικοί μας, και μου τηλεφωνεί ο Ράλλης, για να μου πει ότι θύμωσε ο Καραμανλής, και ότι μου δίνουνε το ανακατασκευασμένο θέατρο Λυκαβηττού. Με παίρνει κι ο Καραμανλής, που βέβαια δεν ήταν αυτός που ξέραμε πριν τη δικτατορία, του λέω ότι θέλω να φύγω, γιατί δεν μπορώ πια να κυκλοφορήσω, και μου λέει: "Μήπως μπορώ εγώ;". Και μου δίνουν το θέατρο Λυκαβηττού και κάνω τον Μουσικό Αύγουστο του 1977».

- Αυτό απαντάει στο ερώτημα που ήθελα να σας κάνω για τα χειρότερά σας χρόνια.

«Η κορύφωση των παθών μου ήταν η συμμετοχή μου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη -αυτό ήταν το χειρότερο».

- Οταν σας έκανε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου -άνευ τίποτα, δηλαδή. Πώς το δεχτήκατε;

«Ο Μητσοτάκης ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο, ενώ προδικτατορικά οι σχέσεις μας ήταν τεταμένες, όταν βρεθήκαμε στο Παρίσι μου ζήτησε να συναντηθούμε. Πήγαμε σε μια καφετέρια, πρώτη φορά μαζί, και μου λέει ότι ήθελε να γραφτεί στο Πατριωτικό Μέτωπο, σαν απλό μέλος. "Εχω μεγάλη οικογένεια", μου είπε, "και αν το Μέτωπο θέλει, θα πάω στην Κρήτη να κάνω αντάρτικο"».

- Ακούγεται σαν καλαμπούρι.

«Του είπα ότι δεν μπορεί να γίνει. Με συγκινείς, αλλά πολιτικά δεν στέκει. "Αυτή είναι η προσωπική μου τραγωδία", μου λέει τότε, "εμένα που υπήρξα βενιζελικός". Μείναμε σύμφωνοι, όμως, να έχουμε μια επαφή, γιατί ο Μητσοτάκης ήταν ο καλύτερα πληροφορημένος Ελληνας του Παρισιού: Είχε τον Μπακογιάννη στο Μόναχο, τον Λαμπρία στο Λονδίνο, τον Μαθιόπουλο στην Κολονία και ήξερε τι ακριβώς γινόταν με τη χούντα. Είδα έναν άνθρωπο πανέξυπνο, πολύ μορφωμένο, με μυαλό τόσο αναλυτικό, όσο και συνθετικό, και μια μνήμη φοβερή. Είχε πολλά προσόντα».

- Αλλά δεν έπεισε σε τίποτα. Φαίνεται, όμως, ότι έπεισε εσάς. Πώς έγινε και, πήγατε μαζί του;

«Είχε προηγηθεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, που δεν ήταν μόνο ένα σκάνδαλο οικονομικό, ήταν και σκάνδαλο Τύπου και μην ξεχνάς ότι τα πρώτα πυρά εναντίον του Παπανδρέου ξεκίνησαν από εφημερίδες που τον υποστήριζαν, όπως η δική σας. Ο Ανδρέας ήταν ένας άνθρωπος εγωκεντρικός και τα πρότυπά του ποια ήταν;
Ο Καντάφι, ο Ασαντ, ο Σαντάμ Χουσέιν. Λοιπόν, ο Ανδρέας συνέλαβε αυτή τη μονοκρατορία με πολιτικά και εκλαϊκευτικά μέσα. Μολονότι είχε το μονοπώλιο της ΕΡΤ, τον ενοχλούσε ότι υπήρχαν δικές του εφημερίδες που του έκαναν κριτική. Δεν το ήθελε αυτό, ήθελε ένα είδος πολιτισμένης δικτατορίας -γι' αυτό κι εγώ ξεσηκώθηκα».

- Και βρεθήκατε με τον Μητσοτάκη.

«Είχε προηγηθεί η συμφιλίωση αριστεράς-δεξιάς με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, μ' εμένα απ' έξω. Κι εκεί, το 1989, όταν ο Μητσοτάκης διεκδικούσε την πρωθυπουργία, αποφάσισα να τον ενισχύσω. Και τότε μου είπε ότι πρέπει να μπω στο υπουργικό συμβούλιο. Του είπα ότι αυτό είναι αδύνατο, αυτό τον καιρό γράφω μια όπερα, δουλεύω 18 ώρες το εικοσιτετράωρο, τι να πάω να κάνω; Γραφειοκρατία;»

Υπουργός άνευ... τίποτα

-Τελικά, όμως, ενδώσατε.

«Τελικά, μου λέει, "το βρήκα. Θα έχεις μια θέση επιτελική, θα γίνεις υπουργός Επικρατείας. Θα γίνει μια επιτροπή όπου θα είναι οι υπουργοί Πολιτισμού και Παιδείας και εγώ, αλλά εσύ θα έχεις τον πρώτο λόγο σε θέματα πολιτισμού και παιδείας" -και με έπεισε. Θα ήταν, πρόσθεσε, μια θέση τιμητική, αμέσως μετά τον πρωθυπουργό. Αν θυμάσαι, η κυβέρνηση εκείνη άργησε να συγκροτηθεί. Κάποια στιγμή με παίρνει νύχτα στο τηλέφωνο και μου λέει, "αύριο ορκιζόμαστε". Πήγα εκεί μπροστά και περίμενα. Κι έρχεται η στιγμή να υπογράψουμε. Πρώτος ο Μητσοτάκης -λέω θα' μαι αμέσως μετά. Αλλά ήταν άλλοι, όλοι οι άλλοι, και στο τέλος "κύριε Θεοδωράκη, η σειρά σας", μου λέει ο γραμματέας. "Τι γίνεται;", ρωτάω τον Μητσοτάκη. "Εγινε κάποιο λάθος", μου λέει. "Σε μία βδομάδα θα τακτοποιηθεί". Η βδομάδα κράτησε ένα χρόνο!».

- Ωσπου παραιτηθήκατε. Τελικά, ο Μητσοτάκης σας ενέπαιξε;

«Δεν με ενέπαιξε, γιατί όχι μόνο ήθελε να μείνω και να γίνει αυτό που μου υποσχέθηκε, αλλά και να στελεχώσει τη Ν.Δ. με νομάρχες, γενικούς γραμματείς, ακόμα και υπουργούς από την αριστερά. Αλλά οι δυνάμεις οι αντίθετες ήταν μεγάλες, δεν μπορούσε να το κάνει».

- Οταν μπήκε στην κουβέντα ο Μητσοτάκης, είπατε ότι η συμμετοχή σας στην κυβέρνησή του ήταν η κορύφωση των παθών σας -αυτά που είπατε εννοούσατε;

«Εννοούσα ότι η αριστερά και το ΠΑΣΟΚ, βλέποντας το θέμα πολιτικά, αλλά και συναισθηματικά, θεώρησαν τη συμμετοχή μου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ως προδοσία, κι αυτό είχε ως συνέπεια μια συμπεριφορά απέναντί μου ανελέητη. Οι περισσότεροι φίλοι μου χάθηκαν, τα έντυπα της αριστεράς με αντιμετώπιζαν με υποτίμηση, σαρκασμό και ειρωνεία. Από την άλλη μεριά οι δεξιοί, που με είχαν για αρχικομμουνιστή, δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι είμαι μαζί τους. Και βρέθηκα στο απόλυτο κενό, σ' ένα ψυχολογικό χάος, που δεν το είχα μόνο εγώ, αλλά και η οικογένειά μου. Ηταν μια πολύ τραγική εμπειρία».

- Παλιότερα, με το «Καραμανλής ή τανκς» είχατε εμφανιστεί ως υπερασπιστής του Καραμανλή. Αργότερα δείξατε μια συμπάθεια στον Ανδρέα Παπανδρέου. Θα μπορούσατε να εκδηλώσατε ανάλογα αισθήματα για τους δύο συνεπώνυμους διαδόχους τους;

«Βρίσκω και στους δύο αυτούς νέους καλά στοιχεία. Και οι δύο έχουν ένα προτέρημα, που είναι η μετριοπάθεια -σημαντικό για έναν πολιτικό σήμερα. Είναι νωρίς, όμως, να κρίνω τα μεγέθη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ιστορικά επιβεβαιωμένοι, αυτοί οι δύο κρίνονται τώρα».

- Πώς εκτιμάτε τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου;

«Βρίσκω ότι δεν ήταν μια κοινωνική εξέγερση με συγκεκριμένα αιτήματα. Εκφραζε μια δικαιολογημένη δυσφορία, μια απαισιοδοξία και μια ανασφάλεια -όλα αυτά συγκροτούν μια μαζική ψυχολογία, αλλά για να μετατραπεί σε μαζική εξέγερση χρειάζεται να υπάρχει κάποια ιδεολογία, κάποιος στόχος, κάποιο κόμμα- αυθόρμητα, έχει πει και ο Λένιν, δεν γίνονται αυτά. Γεννήθηκε αυθόρμητα, εντάθηκε με το θάνατο του παιδιού και ξεθύμανε. Τώρα οι μορφές που πήρε με τα σπασίματα και τις βιαιοπραγίες, αυτά τα θεωρώ ύποπτα γιατί δεν συνηθίζουνε οι Ελληνες να τα κάνουν. Κάποιοι θέλουν να περάσει στο εξωτερικό μια εικόνα τελείως παραμορφωμένη. Δεν μπορώ, δηλαδή, να καταλάβω από πού ξεκινούν αυτοί οι κουκουλοφόροι, οι ένοπλοι, οι επαναστάτες, οι γιάφκες που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια».

- Και για τις καταλήψεις και το πανεπιστημιακό άσυλο;

«Το άσυλο, για το οποίο τόσο πολύ έχει αγωνιστεί η γενιά η δική μας - να μπορούν οι φοιτητές να εκφράζονται ελεύθερα, χωρίς παρεμβάσεις της πολιτείας και των κατασταλτικών αρχών, έχει καταλυθεί από μειοψηφίες με ακραίες πολιτικές θέσεις, που εκτός του ότι καταστρέφουν, καταπιέζουν τους άλλους και νομίζω καταστρέφουν τη μόρφωση, κι αυτό το θεωρώ επίσης ύποπτο. Το άσυλο πρέπει να ξαναβρεί το σωστό του προορισμό».

- Είναι και οι καταλήψεις στα σχολεία.

«Θεωρώ ότι η δημόσια εκπαίδευση, που είναι η μόνη που έχει απομείνει στα μεσαία και στα λαϊκά στρώματα, ώστε να μπουν στην αγορά και ν' αντιμετωπίσουν από θέση ισχύος τα παιδιά των ανωτέρων τάξεων που σπουδάζουν στο εξωτερικό, θα 'πρεπε, αφού τα ποσά για την παιδεία είναι απαράδεκτα, να προστατεύεται κυρίως από τους καθηγητές, τους γονείς και τους μαθητές. Θα 'λεγα, αν ήταν στο χέρι μου, στους γονείς να πηγαίνουν κάθε τόσο στα σχολεία και να τα φροντίζουν, σα να είναι το σπίτι τους».

- Και κάτι για τον ελεύθερο χρόνο σας: Σε συνέντευξή της, παλιότερα στο «Εψιλον», η κόρη σας η Μαργαρίτα έλεγε ότι βλέπετε ανελλιπώς τη «Λάμψη».


«Την έβλεπα στο Βραχάτι. Ετυχε να παίζεται την εποχή που έγραφα τις όπερές μου. Αυτό σήμαινε ότι σηκωνόμουν στις έξι το πρωί και δούλευα 14 ώρες, οπότε σε κάποιο διάλειμμα έπρεπε το μυαλό μου να φύγει από τη μουσική, γιατί ήταν πολύ κουραστικό, και τότε αναζητούσα κάτι που θα μου αποσπούσε την προσοχή, και ήταν η "Λάμψη" ή κάποια ταινία, αλλά και πάλι μετά βίας έβγαζα το κεφάλι μου από τη μουσική».

- Σε μια άλλη συνέντευξη είχε πει ότι δεν θα είχε αντίρρηση η ορχήστρα που φέρει το όνομά σας να έπαιζε τραγούδια σας στην εκπομπή της Πάνια.

«Κατανοώ τη Μαργαρίτα, και αναλογιζόμενος τα όσα έχει ζήσει, έχει κάθε λόγο να μιλάει έτσι προκλητικά».

Ζητούνται τραγουδιστές

- Πιστεύετε ότι τα τραγούδια σας είναι δυνατό να περάσουν από καλλιτέχνες και σ' έναν κόσμο που δεν έχει καμιά ιδεολογική και αισθητική σχέση μ' αυτά;

«Το πρόβλημα το δικό μου ήταν να βρω καλές φωνές, και μην ξεχνάς ότι τον Μπιθικώτση τον πήρα από τον "Κήπο του Αλλάχ", και τα ελληνικά του δεν τα καταλάβαινα γιατί ήταν πολύ αργκό. Ο Καζαντζίδης ήταν, επίσης, είδωλο ενός κόσμου που τα έσπαζε. Είδα τη φωνή τους».

- Δεν είναι το ίδιο.

«Το ίδιο είναι. Δεν έγραψα τα τραγούδια μου για να τραγουδηθούν από έναν μόνο τραγουδιστή. Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να ειπωθούν καλά. Κι ενώ έχω πολλούς τραγουδιστές του λυρικού μου έργου, έχω πολύ λίγους του λαϊκού. Πρόσφατα βρήκα τη Γλυκερία κι έκανα μαζί της τραγούδια, όπως και με τον Πασχάλη Τερζή, με τον οποίο θα ήθελα να κάνω έναν ολόκληρο δίσκο, γιατί τον θεωρώ σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή. Είναι κάποιοι που με θεωρούν και με θέλουν μουσείο. Εγώ δεν είμαι μουσείο. Θέλω ανθρώπους ζωντανούς που να 'χουν απήχηση στον κόσμο.

- Τελειώνοντας, αν σας ρωτούσα αν κάνατε πράγματα για τα οποία έχετε μετανιώσει;

«Για καίριες επιλογές δεν έχω μετανιώσει, γιατί τις έκανα με καθαρό μυαλό και συνείδηση, και νομίζω ότι δικαιώθηκα από την ιστορία».

- Μια ευχή για τον εαυτό σας;

«Καλό και ήσυχο τέλος».

- Και για τον τόπο;

«Καλή και ανήσυχη αρχή -για ένα νέο ξεκίνημα».

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Εγώ αναρχικός, ή εσείς που δε σεβαστήκατε ούτε Σύνταγμα, ούτε Νόμους και κουβαλήσατε εδώ όλη την Ελλάδα;

Ο Πέτρος Αποστολίδης (1896-1988) γεννήθηκε στην Καλουτά Ζαγορίου της Ηπείρου. Τελείωσε τη Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννινα και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Υπηρέτησε στον Στρατό, ως έφεδρος ανθυπίατρος, τον τελευταίο χρόνο 1922-23, αιχμάλωτος των Τούρκων στο Γκαρνιζόν Ουσιάκ.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι όπου απέκτησε την ειδικότητα του δερματολόγου – αφροδισιολόγου.
Εργάστηκε στα Γιάννενα από το 1923 μέχρι το 1967 με ενδιάμεσες διακοπές.
Επιστρατευμένος γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων 1939-1941.


Από το 1924 πήρε μέρος στους αγώνες της Αριστεράς, φυλακίστηκε και εξορίστηκε επανειλημμένα, την τελευταία φορά στη Γυάρο τον Απρίλιο του 1967.

Το 1944 εκλέχτηκε Δήμαρχος Ιωαννίνων(Δήμαρχος της απελευθέρωσης, μετά από την Γερμανική κατοχή – για λίγους μήνες από τον Δεκέμβριο 1944 μέχρι 26 Μαρτίου 1945) εκλεγμένος από τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία, εν απουσία του, ενώ ήταν όμηρος του ΕΔΕΣ στην Πρέβεζα.


Σε εξορίες από το 1945 μέχρι το 1950 (Λήμνος, Αη Στράτης, Ικαριά, Μακρόνησος) και ξανά τον Απρίλη 1967 στη Γυάρο.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1969.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Αμπιντί Ιμπεχτσί για το 1983.
Έγραψε τις αναμνήσεις του (από τον πολυτάραχο περασμένο αιώνα) σε δυο τόμους Όσα Θυμάμαι 1900-1969 Α - Όσα Θυμάμαι Β 1900-1969 - που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος το 1981, 1983 αντίστοιχα)


(με όχημα το γλαφυρό λόγο του γιατρού Αποστολίδη θα θυμηθoύμε τα χρόνια 1967-1975, επι τη επετείω της ¨Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως(!) της 21ης Απριλίου" του 1967, πριν σαρανταδυό χρόνια, σαν νάταν χτές)





Πλησίαζε το Πάσχα του 67 και σαν πασχαλινό δώρο μας ήρθε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Περίμενα, αλλά δε μου ‘καναν την τιμή να με πιάσουν απ’ τους πρώτους, αυτούς τους μετέφεραν στην Πρέβεζα.
Έχασα την ευχαρίστηση να ξαναδώ τον Επίσκοπο Πρεβέζης, που τους επισκέφτηκε και τους μίλησε κατά τη μέθοδό του στο ΒΕΤΟ της Μακρονήσου.
Το Μεγάλο Σάββατο γύριζα από το φούρνο μ’ ένα χριστόψωμο στο χέρι.
Στην αυλή διευθυνόταν προς το ιατρείο ένας υπομοίραρχος κι ένας με πολιτικά, νόμισα ήταν πελάτες.
--Μια στιγμή, κύριοι, να δώσω το ψωμί πάνω κι έρχομαι.
Παίρνω το στενό διάδρομο δεξιά γύρω από την κουζίνα. Τρέχει από κοντά μου κι εκείνος με τα πολιτικά.
--Σας ζητούν μια στιγμή στην Ασφάλεια.
Κατάλαβα, ήρθε σκέφτηκα η στιγμή για νέο ταξίδι, φορώ την καπαρντίνα μου τον ακολουθώ.
Η Ασφάλεια στεγαζόταν στο μέγαρο Αδαμίδη, απέναντι απ’ το Άλσος. Μ’ έβαλαν στο γραφείο. Δίπλα είχαν αρκετούς άλλους.
Σε λίγο μας λένε να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας να μας στείλουν ρούχα και κουβέρτες. Πάμε για ταξίδι, πιθανό Γυάρος.
Ήμασταν συγκεντρωμένοι στο δρόμο στην είσοδο και βλέπω να ‘ρχονται βιαστικές η Γεωργία, η κοπέλα που μας βοηθούσε, κουβαλώντας βαλίτσα και κουβέρτες, μαζί κι η Αθηνά. Την ενθάρρυνα, ήταν αναστατωμένη.
Μη φοβάσαι, γρήγορα θα γυρίσω και πάλι, μαθημένοι είμαστε εμείς από τέτοια.
Στο χέρι της κρατούσε πέντ’ έξι χιλιάρικα, είχα φύγει χωρίς λεφτά.
Πάω να πάρω μόνο ένα, «τ’ άλλα κρατήστε τα για τις ανάγκες σας» είπα, αλλά επεμβαίνει ο υπομοίραρχος που βρισκόταν δίπλα μου: «Κρατήστε τα, κύριε, δρόμο έχετε, μπορεί να σας χρειαστούν».
Ο άνθρωπος μιλούσε με συμπόνια στην έκφρασή του κι όπως παρατήρησα στη συνέχεια, η Χωροφυλακή δε φαινόταν να βλέπει ευχάριστα το νέο κύμα εκτοπίσεων. Άκουσα πάντως τη συμβουλή του και τα κράτησα.
Αποχαιρέτησα την Αθηνά και τη Γεωργία και ανέβηκα στο αυτοκίνητο.
Φτάσαμε νύχτα στην Ηγουμενίτσα. Μας επέτρεψαν και καθίσαμε στα καφενεία της παραλίας για καφέ. Περιμέναμε αρκετή ώρα, ήρθε το φέρι –μποτ και περάσαμε στην Κέρκυρα. Ήταν μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ξημέρωνε Πάσχα και λίγος κόσμος στους δρόμους, οι πολλοί βρίσκονταν στη λειτουργία της Ανάστασης.
Γρήγορα - γρήγορα μας οδηγούν κοπάδι στις περίφημες μεσαιωνικές φυλακές από στενούς δρομάκους, για να μην βλέπει ο κόσμος.
Οι λιγοστοί που συναντούσαμε, γύριζαν με τις λαμπάδες τους αναμμένες και μας κοίταζαν περίεργα να διαβαίνουμε.
Φτάσαμε στις φυλακές. Εδώ κατά τον κανονισμό έπρεπε να παραδώσουμε όλα μας τα χρήματα και τα μικροπράγματα στο γραφείο, με απόδειξη όμως – όχι όπως στο ΒΕΤΟ του Τζανετάτου – και τις ζωστήρες και τις τιράντες ακόμα, μη μας κατεβεί η έμπνευση και κρεμαστούμε. Μας μοίρασαν στις διάφορες ακτίνες και σε μένα έλαχε να πάω στην απομόνωση που προορίζεται για τους βαρυποινίτες πάνω τσιμέντο, τοίχοι ψηλοί κι ένας φεγγίτης κοντά στο ταβάνι.

Το πρωί μας πήραν και μας έβαλαν όλους μαζί σε μία άλλη ακτίνα, μαζί μας και μερικούς Κερκυραίους, που ήταν για εκτόπιση. Κόντευε μεσημέρι και βγήκαμε στο προαύλιο για περίπατο.
Βλέπουμε τρία τέσσερα κορίτσια να σηκώνουν καλάθια και μπροστά ο Δήμαρχος της Κέρκυρας. (ΣΗΜ. Δήμαρχος Κερκυραίων ήταν τότε ο Σπύρος Ραθ, που παραιτήθηκε στις 26-7-1967 λόγω αντίθεσής του προς την δικτατορία)
Μπαίνουν στο προαύλιο, αποθέτουν τα καλάθια, τ’ ανοίγουν και προσφέρουν στον καθένα μας ένα χριστόψωμο κι ένα κόκκινο αυγό, μαζί με την ευχή: «Καλή Ανάσταση και γρήγορα λεύτεροι στα σπίτια σας»
Ήταν μια έκπληξη, μια απρόσμενη χειρονομία ανθρωπιάς.
Μπράβο Δήμαρχε, έδωσες ένα γερό χαστούκι στους ένοπλους φασουλήδες.

ΣΤΟ ΑΡΜΑΤΑΓΩΓΟ
(στη φωτογραφία το οχηματαγωγό Κρυσταλλίδης στο δρομολόγιο της άγονης γραμμής Κέρκυρα, Πρέβεζα, Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Κατάκωλο, Γυάρος - τον Απρίλη του 1967)

Ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες μας επιστρέφουν τα μικροπράγματα που είχαμε παραδώσει και μας οδηγούν στην παραλία, όπου μας περίμενε ένα αρματαγωγό.
Ο βιβλιοπώλης Σάκης Κουμπλομάτης είχε παρουσιάσει αιματουρία, τον μεταφέραμε εκεί σε μια κουβέρτα και τον είχαμε ξαπλωμένο κάτω.
Πιο πέρα ήταν μερικοί αξιωματικοί, προχωρώ και απευθύνομαι σε κάποιον ταγματάρχη:
--Είμαι γιατρός και τούτος εδώ από χθες έχει αιματουρία, θα μας πεθάνει στο δρόμο. Νομίζω ότι είναι για Νοσοκομείο.
--Περιμείνατέ με εδώ, λέει και τραβάει προς τους ανωτέρους του.
Κάτι είπαν μεταξύ τους και γυρίζει:
--Τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Αλλά εκεί που θα πάτε θα’ χετε και Νοσοκομείο και γιατρούς.
Εμένα μου λες. Ευτυχώς η αιμορραγία σταμάτησε μόνη της σιγά σιγά.
Μας μπάζουν στο αρματαγωγό και ξεκινάμε.
Πιάνουμε Πρέβεζα, φορτώνουμε καμπόσους, Λευκάδα άλλους, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο κι όλο πληθαίνουμε.
Στο Κατάκωλο της Ηλείας καθυστερήσαμε αρκετά, ήταν πολλοί.
Άθελα έκανε στη σκέψη: «Μωρέ, δεν είμαστε εμείς κι εμείς, μαζί μας όλη η Ελλάδα. Πως μας έπιασαν στον ύπνο; Και τι έκανε η πολιτική μας ηγεσία; Κοιμόταν τον Επιμενίδειο;
Τώρα πια ήμαστε σαν σαρδέλες, το τεράστιο αμπάρι του αρματαγωγού είχε παραγεμίσει. Βρισκόμουν πλάι στο Σωμάκο, είχε πολλές κουβέρτες, μου δάνεισε μια και ξάπλωσα δίπλα του.
Το φοβερότερο όμως πράγμα ήταν το αποχωρητήριο.
Έπρεπε να μπεις σε μια γραμμή, δυο χιλιάδες άνθρωποι και τ’ αποχωρητήρια μόνο τέσσερα.
Η φρουρά με επικεφαλής ένα λοχία – τον γνώριζαν μερικοί, ήταν από τους Χίτες του Θησείου- βρήκαν τρόπο να διασκεδάσουν.
Περίμεναν δυο τρεις μπροστά στ’ αποχωροτήρια, άρπαζαν όποιον τους γουστάριζε, κατά προτίμηση νεαρούς, και τον ξυλοφόρτωναν άγρια. Πολλοί γύριζαν με μαυρισμένα μάτια.
Τότε έγινε κάτι που δεν περιμέναμε. Οι ναύτες βλέποντας αυτά αγανάκτησαν και παραπονέθηκαν στον Πλοίαρχο.
Φώναξε το λοχία, εκείνος του αντιμίλησε κι ο Πλοίαρχος του λέει: «Στο βαπόρι διοικώ εγώ κι απαγορεύω να κακοποιούνται οι άνθρωποι».
Καλεί τους ναύτες του να πάρουν τα όπλα και να επέμβουν στο παραμικρό.
Στη στιγμή σταμάτησαν οι βανδαλισμοί και κάποιος αξιωματικός του πλοίου χώθηκε ανάμεσά μας μοιράζοντας τσιγάρα και καραμέλες.
Κλεισμένοι μέσα στο αμπάρι, ακούγαμε μόνο τις μηχανές να δουλεύουν και δεν ξέραμε νύχτα είναι ή μέρα.
Αν τραβιόταν ο μουσαμάς, βλέπαμε κάνα κομμάτι ουρανού.
Κάποια στιγμή ριπές πολυβόλου στο κατάστρωμα. Τι συμβαίνει; Τίποτε.
Ο «γενναίος» λοχίας μας για να διασκεδάσει, έβαλε στο σημάδι τους γλάρους.
Καμιά φορά νιώθουμε το πλοίο να κάνει στροφή κι οι μηχανές σιγά - σιγά σταματούν.

ΣΤΗ ΓΥΑΡΟ
Σηκώνεται ο μουσαμάς κι ανοίγει σιγά σιγά η πόρτα. Κάποιος φωνάζει: Η Γυάρος!
Αντικρίζω πρασινάδα και χαίρομαι, περίμενα ξεραΐλα.
Όταν όμως πρόσεξα καλύτερα, η χαρά μου πήγε περίπατο. Το αρματαγωγό είχε φουντάρει στο μικρό όρμο που βρισκόταν το Νοσοκομείο και είχαν φυτεμένα εκεί κάτι κακτοειδή που απλώνουν στη γη σαν κισσός και συγκρατούν το χώμα. Μαζέψαμε τα πράγματά μας κι αρχίσαμε να βγαίνουμε.
Περνούσαμε ένα άνοιγμα μαντρότοιχου κι άλλος τραβούσε μπροστά, άλλος δεξιά, άλλος αριστερά, κανένας δε σου λεγε προς τα που να πας.
Πήρα μαζί μ’ άλλους κατεύθυνση προς τα δεξιά και σε κάποιο λοφίσκο μας σταματούν οι χωροφύλακες. Εκεί βρισκόταν αφημένες κάτω μερικές κωνικές σκηνές με τους πασσάλους τους, φτυάρια και σκαπάνες.
Χωριστήκαμε μόνοι μας σε ομάδες, πήραμε από μια σκηνή κι αρχίσαμε να στήνουμε. Στην ομάδα μου έτυχαν πιο πολλοί Κερκυραίοι.
Δύσκολα έμπαιναν πάσσαλοι, το έδαφος όλο πέτρα, αλλά τα καταφέραμε.
Ύστερα καθαρίσαμε από μέσα τις πέτρες, στρώσαμε κάτω αφάνες – κάτι αγκαθωτούς μικρούς θάμνους – από πάνω χαρτόνια από τα χαρτοκιβώτια μας και μετά τις κουβέρτες μας, ήταν σαν σομιές έτσι.
Το νερό. Η Γυάρος είναι ξερονήσι, το νερό το έφερνε υδροφόρο από τον Πειραιά. Κάτι πηγάδια, που ‘χαν ανοίξει οι παλιοί εξόριστοι, είχαν νερό υφάλμυρο, πινόταν, αλλά από την εγκατάλειψη ήταν γεμάτο ακαθαρσίες.
Εμείς βρήκαμε νερό καθαρό, οι πρώτοι, όμως, που είχαν φτάσει οι περισσότεροι απ’ την Αθήνα, βρήκαν τη μεγάλη δεξαμενή της φυλακής γεμάτη σκουπίδια, τους θαλάμους με ακαθαρσίες, και μέχρι να καθαρίσουν έπιναν νερό με πετρέλαιο, γιατί τους το φέρναν σε σιδερένια βαρέλια που μόλις είχαν αδειάσει το πετρέλαιο.
Ύστερα από δυό τρεις μέρες να κι ένα ελικόπτερο προσγειώνεται στην πλατεία μπροστά από τη φυλακή προς τη θάλασσα.
Οι Πατακός και Τοτόμης μας τιμούν με την υψηλή παρουσία τους.
Δεν μας χωρούσε, τόσες χιλιάδες που μας είχαν μαζέψει εκεί, το τεράστιο συγκρότημα των φυλακών, που οι παλιοί εξόριστοι είχαν κτίσει με αίμα και ιδρώτα – κάπου εκεί παραπέρα βρισκόταν κι ένα νεκροταφείο – γι’ αυτό στήσαμε σκηνές και στους γύρω λόφους.
Δεν ήξεραν τι να μας κάνουν και πώς να δικαιολογηθούν στον έξω κόσμο, γι’ αυτό και η «αγάπη» τους. Πέρασαν κι απ’ το δικό μας λόφο και μας μίλησαν.
Δεν ήξερα τα μούτρα τους να τους ξεχωρίσω, και το βραδάκι που ’πλενα τα πόδια μου στη θάλασσα με ρωτάει κάποιος Κρητικός δικηγόρος: «Ποιος σας μίλησε;»
Δεν ήξερα. «Ποιος από τους δυο έλεγε τα περισσότερα, αυτός ήταν ο Πατακός. Τον ξέρουμε από την Κρήτη, αυτός λέει τις μεγαλύτερες κοτσάνες».
Μας άρχισε ο Πατακός: «Τώρα που σας φέραμε δω, είδαμε ότι ήταν περιττό. Έφτανε ο Στρατιωτικός Νόμος, όμως, τέλος πάντων. Για να γυρίσετε στα σπίτια σας θέλουμε μια δήλωσή σας. Δε σας ζητάμε να αποκηρύξετε τα πολιτικά σας φρονήματα – πιστέψτε ό,τι θέλετε.
Εμείς ζητάμε να μας δηλώσετε ότι γυρίζοντας θα μένετε ήσυχοι και δε θα μπερδεύεστε στην πολιτική, τίποτε άλλο.
Βγαίνει μπροστά ο συμπατριώτης μου Τσακελίδης.
--Εγώ ζούσα ήσυχα και κοίταζα μονάχα τη δουλειά μου. Και για να μην παρεξηγηθώ, απόφευγα τις επισκέψεις σε φίλους μου που τους θεωρούσαν αριστερούς.
Γιατί λοιπόν με πιάσατε και με κουβαλήσατε δω χάμω;
--Φαίνεσαι που είσαι αναρχικός, είπε ο Πατακός.
--Εγώ αναρχικός; Έξαλλος ο Τσακελίδης, ή εσείς που δε σεβαστήκατε ούτε Σύνταγμα ούτε Νόμους και κουβαλήσατε εδώ όλη την Ελλάδα;
--Εδώ θ’ αφήσεις τα κόκαλά σου.
Και πραγματικά, έφυγε από τους τελευταίους.
Έκανα τότε τη σκέψη ότι η πρόταση αυτή ήταν παγίδα. «Δε δηλώνεις ότι θα καθίσεις ήσυχα; Καλά λοιπόν σε φέραμε στη Γυάρο».
Την άλλη μέρα για την ίδια δήλωση μας μίλησε κι ο διοικητής Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Γυάρου – σε λίγες μέρες τον μεταθέσανε.
Πολλοί τότε έτρεξαν να κάνουν δήλωση.
Εμφανίστηκαν όμως οι «υπερεπαναστάτες»: να μην κάνει κανείς!
Μόνο ο Ηλιού, καθώς άκουσα, τους είπε:
«Αφήστε αυτό τον κόσμο που χρόνια τώρα ταλαιπωρείται» - κι έβλεπες εκεί πατέρα και γιό ή δυο και τρία αδέρφια με κλειστά τα μαγαζιά που μόλις είχαν στήσει, με οικογένειες αφημένες στο έλεος του Θεού – «αφήστε τον να γυρίσει σπίτι του, μια που η δήλωση είναι κάπως λιγότερο ταπεινωτική».
Αλλά η Ασφάλεια, βλέποντας το κύμα των αθρόων δηλώσεων, ζητούσε τώρα και αποκήρυξη αρχών, κόμματος κ.τ.λ. όπως παλιά.
Υποψιάστηκαν μάλιστα, ότι το κόμμα έδωσε εντολή να υπογράψουν όλοι τις ανώδυνες δηλώσεις.
Οι αιώνιοι όμως στενοκέφαλοι κι αρτηριοσκληρωτικοί, όχι μόνον επέμεναν, αλλά και κυκλοφόρησαν την εντολή ν’ αποδοκιμάσουμε εκείνους που φεύγανε, τη στιγμή που θα μπαίνανε στο καράβι. Πως σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι;
Να διώξουμε όλο αυτό το δικό μας κόσμο!
Κανένας όμως, κανένας απολύτως, δεν τους άκουσε κι έβλεπες το ωραίο θέαμα, δάσος τα μαντίλια πάνω στο καράβι που’ φευγε και δάσος τα μαντίλια από την παραλία ασφυκτικά γεμάτη και «στο καλό παιδιά, καλό ταξίδι, γεια σας, συναγωνιστές, γρήγορα και σεις κάτω, σας περιμένουμε»
Δεν ξέρω τι σκέψεις έκαναν οι υπερεπαναστάτες μας, οι χωροφύλακες όμως παρακολουθούσαν σιωπηλοί και κατάπληκτοι, σίγουρα θα περίμεναν κι αυτοί, όπως κι οι δογματικοί μας, γιουχαΐσματα. Τα άκρα συναντιόνται.

……………………….
Παπάς δεμένος γράφ’ και ξέγραφ’.
Σε ένα καλυβάκι μέναμε με τον Κώστα Μανωλάκη. Έναν εξαιρετικό νέο από τη Ρόδο. Οι πατριώτες του όλοι είχαν φύγει με δήλωση, είχε μείνει μονάχα αυτός ο φτωχότερος.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια και στο σπίτι του – η σοδειά έρημη στα χωράφια – έμενε η γριά μάνα του και τα δυο παιδιά του
Ένα βράδυ μου λέει:
---Γιατρέ, σε θεωρώ σαν πατέρα και σου ζητώ τη γνώμη σου.
Στο σπίτι άφησα τη μάνα και τα παιδιά μου. Πως τα βολεύουν με τα χτήματα, ένας Θεός το ξέρει. Βρίσκομαι σε απελπισία, να κάνω δήλωση και να πάω να συμμαζέψω το διαλυμένο μου νοικοκυριό;
--Μανωλάκη μου, εσύ είσαι ένας απλός και τίμιος αγωνιστής. Με μένα το πράγμα κάπως διαφέρει, έτυχε να μου αναθέσουν κάποιο σημαντικό πόστο και μια δήλωση δική μου μπορεί να ΄χει ίσως κάποια επίδραση, μια δική σου όμως όχι τόσο.
Ύστερα όλοι ξέρουν πως παίρνονται αυτές οι δηλώσεις.
Ο Αλή Πασάς, έπιασε κάποιον παπά Σουλιώτη και τον υποχρέωσε να γράψει στους συμπατριώτες του να παραδοθούν. Τι να κάνει ο φουκαράς. Τους έστειλε γράμμα, αλλά σαν υστερόγραφο έγραφε: «Παπάς δεμένος γράφ’ και ξεγραφ΄»
Οι αγωνιστές δε χάνονται με δηλώσεις δια της βίας.
Υπόγραψε και σε λίγες μέρες έχανα τη συντροφιά μου. Έμενα μόνος στο σκυλοκάλυβο……



Η ψυχολογική μου κατάσταση
Δεν ήμουν πρωτάρης. Χρόνια είχα γευτεί τις εξορίες. Η τροφή εδώ ήταν ασύγκριτα καλύτερη, παίρναμε μερίδα στρατιώτη που ήταν αρκετή, τρώγαμε πότε πότε και κανένα φρούτο.
Η συμπεριφορά των χωροφυλάκων καλή, ούτε βρισιές ούτε αγγαρείες. Είχα και πάνω μου λεφτά. Όμως η εξορία της Γυάρου με πίεζε πολύ ψυχικά. Ήταν η κόπωση τόσα χρόνια φτιάσε – χάλασε δουλειά, οι απανωτές διώξεις και εξορίες, τα «κολέγιά μου»; Μήπως η πίκρα και η αγανάχτηση, που, μετά από τόσα και τόσα, καταντήσαμε αιχμάλωτοι τριών φασουλήδων; Η γιατί βρισκόμουν φυλακισμένος πάνω σ’ έναν ξερόβραχο, στη μέση του πελάγου, μακριά από τους ανθρώπους μου; Πάντως ένιωθα το ίδιο να είναι και για τους άλλους γύρω μου.
Η ζωή σιγά - σιγά οργανωνόταν. Φτιάχτηκε ραφείο, κουρείο, παπουτσίδικο και καθώς το κτίριο της φυλακής ήταν απέραντο, οργανώνονταν κρυφά διαλέξεις και θεατρικές παραστάσεις. Δίνονταν σ’ έναν από τους θαλάμους και γύρω – γύρω κρατούσαν τσίλιες. Με την εμφάνιση χωροφύλακα ή σε ύποπτη κίνηση διαλυόμαστε στη στιγμή κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Κάθε Κυριακή λειτουργία, δεν ήταν όμως υποχρεωτική η παρουσία σου. Κάποιος παπάς μας έφερε και μια κινηματογραφική ταινία από τα μοναστήρια του Αγίου όρους.
Το μεγάλο πανηγύρι ήταν οι ομιλίες του Παπαδόπουλου από το μεγάφωνο. Δε μας μάζευαν υποχρεωτικά, πηγαίναμε μόνοι μας. Έτσι που μιλούσε τσιριχτά και πετούσε τις ασύνταχτες κι ασυνάρτητες εκείνες κοτσάνες, γίνονταν πικάντικα και απρόοπτα σχόλια γύρω. Ήταν μια σπάνια ψυχαγωγία.
Όταν βρισκόμουν στις σκηνές, πήγαινα συχνά στον καταυλισμό που ‘μεναν ο εκλεκτός εκείνος άνθρωπος κι επιστήμονας, υφηγητής της Παιδιατρικής Γιώργος Σπηλιόπουλος, κι ο νομικός ο Αλέκος Σακελλαρόπουλος, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για ν’ αλλάξω καμιά κουβέντα. Όταν αυτοί έφυγαν με μεταγωγή, γύρισα κι εγώ στο κτίριο των φυλακών.
Εδώ βρήκα μια ωραιότατη συντροφιά, το συγγραφέα ιστορικό Νίκο Ψυρούκη, το βουλευτή της ΕΔΑ Κατριβάνο και το χημικό από τη Θήβα Λουκά Αγγελίνα.
Φυλακή και Νοσοκομείο είχαν ηλεκτρικό φως όλη τη νύχτα – με ειδική μηχανή – και σουλατσάραμε στο διάδρομο μπροστά στην είσοδο συζητώντας πέρα απ’ τα μεσάνυχτα.
Σε λίγο παίρνουν μεταγωγή τον Κατριβάνο και φοβόμουν μη χάσω και τους άλλους. Φύγαμε όμως την ίδια μέρα μαζί με τον Ψυρούκη, ο Αγγελίνας αργότερα.
………………………………

Ένας παπάς αλλιώτικος
Ο παπάς που μας έστειλαν εδώ, δεν ήταν σαν τους άλλους. Καλλιεργημένος άνθρωπος, ευγενικός, κι έδειχνε κατανόηση για την περιπέτεια των εξόριστων. Πολλοί εκεί λέγαν «υποκρισία», το αποκλείω. Συζητούσε δεν έκανε κήρυγμα. Ήταν έξυπνος και καταλάβαινε ότι άνθρωποι, που αγωνίζονται και μαρτυρούν για ιδέες, δεν ακούν κηρύγματα.
Μια μέρα τον βρίσκω να κάθεται στην αμμουδιά. Συχνά συνήθιζε ν’ ανακατεύεται με τους εξόριστους και να κουβεντιάζει μαζί τους. Τον καλημερίζω, κάθομαι κοντά του και πιάνουμε κουβέντα.
--Επιτρέψτε μου, πάτερ. Συναναστρέφεστε κι είστε ευγενικός μαζί μας και σας ευχαριστούμε. Νομίζω ότι η αριστερή ιδεολογία, εσφαλμένα – δε λέω εσκεμμένα- έχει παρερμηνευθεί από τα ιερατείο. Αλλά αυτό τα’ αφήνω, άλλο ζήτημα. Θα σας πω όμως ειλικρινά τι σκεφτόμαστε για τον κλήρο.
Δεν είχαμε την απαίτηση η Εκκλησία να είναι με το μέρος μας, την περιμέναμε όμως τουλάχιστον ουδέτερη. Θέλαμε τον Αρχιεπίσκοπο να σηκώσει τα χέρια του και ναπέι: «Ε, εσείς, κι από δώ κι από κεί, σταματήστε να σκοτώνετε αδελφός τον αδελφό».
Τέτοια Εκκλησία και τέτοιον κλήρο, ποιος μπορεί να μην τιμάει και να μη σέβεται;»
Όμως πήγε ανοικτά με το μέρος των διωκτών και βασανιστών μας. Κι άκουγες τον παπά του ΒΕΤΟ της Μακρονήσου να φωνάζει από τα μεγάφωνα, παροτρύνοντας και δικαιολογώντας τους βασανιστές. Ή τον παλιό παπά στη Γυάρο – δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω-, που του παραπονούνταν οι εξόριστοι και του ΄δειχναν το συσσίτιο με τις σκουληκιασμένες φακές κι αυτός έλεγε: «Αχ, παιδάκια μου, εσείς μεν θα φάτε τας ωραίας φακάς, εμείς δε τους βρωμερούς ιχθείς».
Κι αναρωτιέμαι πάτερ: Πιστεύει στ’ αλήθεια η ιεραρχία μας ότι με τέτοια νοοτροπία και συμπεριφορά των αντιπροσώπων της γίνεται σεβαστή η Εκκλησία και η ίδια η θρησκεία, όχι από μας, που μας θεωρεί αντιπάλους της, αλλά και από τους φίλους της τους βασανιστές μας;
Έμεινε σκεπτικός χωρίς να πει λέξη. Ας αλλάξουμε θέμα σκέφτηκα.
--Κοιτάξτε, λέω, τους γλάρους, πως βουτάνε στο νερό σαν στούκας!
Σε λίγο με καληνύχτισε κι έφυγε.
Ο τελευταίος του λόγος από το μεγάφωνο ήταν πολύ ασυνήθιστος. «Φεύγω, είπε, φεύγω λυπημένος, γιατί έλπιζα να φύγουμε μαζί. Όμως εκεί που θα πάω, θα μιλήσω σ’ αυτιά που μπορούν να μ’ ακούσουν, θα μιλήσω για τον πόνο και τις στενοχώριες σας κι ελπίζω να μ’ ακούσουν».
Δεν ξέρω αν και που μίλησε, κι αν εκείνοι είχαν τρύπα στ’ αυτιά, όπως έλεγε ο Γιάννης ο Κατσιούρας από το χωριό μου, ξέρω όμως ότι για πρώτη φορά άκουγες ανθρώπινη κουβέντα από παπά στην εξορία.
Κάποια μέρα με καλούν επιτέλους να ετοιμάσω τα πράγματά μου για την επιστροφή. Αθήνα και συνέχεια λεωφορείο για τα Γιάννενα.
Τώρα τι κάνουμε; Η κατάσταση στην Ελλάδα μαύρη και σκοτεινή. Να συνεχίσω τη δουλειά μου; Οι καλοθελητές κι η Ασφάλεια δε θα μ’ άφηναν ήσυχο.
Είχα συμπληρώσει σαράντα χρόνια από επάγγελμα, υπόβαλα τα χαρτιά μου στο Ταμείο Συντάξεων Υγειονομικών κι έγινα συνταξιούχος.
Αργότερα πούλησα τμήμα από το οικόπεδο του σπιτιού μου, αγόρασα ένα δυάρι στην Αθήνα κι έτσι βρισκόμουν μακριά από τους «άσπονδους» φίλους μου των Γιαννίνων, αλλά προπαντός κοντά στο γιό μου, στη χαρά της Αθηνάς και στην οικογένειά μου. Ήταν το 1969.


ΠΗΓΕΣ 1) Όσα θυμάμαι 1900-1969 Α Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922 -1923 Πέτρος Αποστολίδης – Εκδόσεις Κέδρος 1981.
2) Όσα θυμάμαι 1900-1969 Β Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 1900-1922 και 1923-1969 Πέτρος Αποστολίδης – Εδόσεις Κέδρος 1983.
3) Ιστοσελίδες, Ιστολόγια διαδυκτίου
4) Φωτογραφίες – Εφημερίδες.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η ζωή είναι ένας δρόμος μ’ εμπόδια, ή τα περνάς ή πεθαίνεις. Ένας αγώνας, αλλά κι ένα μάθημα μαζί, με ποιόν τρόπο μπορεί να τη φτιάξουμε καλύτερη.
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες είναι αυτές που έστησε ο ίδιος ο άνθρωπος, η απληστία του, το «δικό μου» κι όχι «δικό μας»
Η γενιά μου έζησε σε μια εποχή που ο λαός, ύστερα από την πάλη με τρεις κατακτητές, συνειδητοποίησε τα δικαιώματά του και δε δεχόταν πια να τον σέρνουν οι αφεντάδες του. Αυτοί με τους ξένους τον χτύπησαν – κι η σύγκρουση ήταν τρομερή.
Διάλεξα (γραφεί ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης) την πλευρά των αδικημένων.
Μπορούσα να είμαι με τους άλλους κι αυτοί πολύ το ζητούσαν, αλλά έτσι διάλεξα.
Ο καθένας ακολουθεί μια ιδεολογία, κάνει μια πολιτική.
Θέλω να πω: Αν βάλεις για σκοπό σου να κερδίσεις χρήματα και αξιώματα, δε χρειάζεται παρά λίγο μυαλό και μερικές ευκαιρίες για να πετύχεις.
Θα χρειασθεί όμως να πατήσεις σε πτώματα και να βουλώνεις τ’ αυτιά σου να μην ακούς το θρήνο.
Γύρω σου θα νοιώθεις να σε φοβούνται, καμιά όμως εκτίμηση και φιλία.
Δε θα νοιώθεις πουθενά ασφάλεια, θα φοβάσαι πιο πολύ εσύ κι έτσι θα γίνεσαι χειρότερος και σκληρότερος.
Αν όμως βάλεις για σκοπό να κάνεις τη δουλειά που ‘μαθες όσο γίνεται καλύτερα και να χαίρεσαι την προσφορά σου, την εκτίμηση και την αγάπη των γύρω σου, τότε κι ας μην έχεις χρήματα και οφίκια, θα κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες.
Η συμπεριφορά σου αυτή μπορεί να ζημιώσει καμιά φορά τους προνομιούχους και να βρεθείς στη φυλακή. Όμως και στη φυλακή θα νοιώθεις ελεύθερος.
Τώρα αν με ρωτήσετε, τι θα ‘κανα αν γινόταν να ξαναζήσω τη ζωή μου, απαντώ αδίσταχτα: Θα ‘κανα πάλι τα ίδια. Είναι μεγάλη ευτυχία και ικανοποίηση να μην ντρέπεσαι τον εαυτό σου.

ΣΧΕΤΙΚΑ Τι μύριζε από το Παρίσι στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1969

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Σα ρωτήσανε "Ποιός ο Χριστός;" τι πες "Να με!"

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες !
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι' αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α ! πώς είχα σα μάνα κι' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει
κι' από δόξες αλάργα κι' αλάργα από μίση !

Ένα κόκκινο σπίτι σ' αυλή με πηγάδι. . .
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι' άμ' ανοίγης την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν' ανασαίνη βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.

Κ' αφού λίγο σταθής και το σπίτι γεμίση
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι' Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνη νερό να σου χύση,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίση.

Κι' ο κατόχρονος θάνατος θάφτανε μέλι
και πολλή φύτρα θ' άφηνες τέκνα κι' αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφια κι' αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψη κι' ο νους με τα μάτια να βλέπη. . .
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεφτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε, τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσύλυμα Καίσαρας να μπης !
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου !)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου !

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη. . .
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι' όσο ο γήλιος να πέση και νάρθη το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι' οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν ! Κι' ακόμα
σα ρωτήσανε : «Ποιός ο Χριστός;» τι πες «Να με !»
Αχ ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα !
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα !

Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσον!

Κώστας Βάρναλης

ΠΗΓΗ: Ειδικό "ένθετο" στον ιστότοπο του Ν. Σαραντάκου

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Αιματοβαμμένο Εντελβάις, από την Βιέννη στα Καλάβρυτα.

(Γράφει ο Αλέκος Ράπτης στον Ηπειρωτικό Αγώνα)

Έφυγε από τη ζωή ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ
Ο γερμανός ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Χέρμαν Φρανκ Μαγερ άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο σε τροχαίο δυστύχημα στην Γερμανία την ημέρα του Καθολικού Πάσχα (Κυριακή των Βαΐων) σε ηλικία 69 ετών.

Ο Χέρμαν Φρανκ Μαγερ επισκέφθηκε πάνω από 200 χωριά της Ηπείρου και της Αλβανίας, πολλά μαζί με τον Αλέκο Ράπτη

Συνέδεσε το όνομά του με την περιοχή της Ηπείρου όσο λίγοι ξένοι ερευνητές. Η είδηση του τραγικού θανάτου του σκόρπισε τη θλίψη στους φίλους αλλά και την επιστημονική κοινότητα στην Ελλάδα και τη Γερμανία
Ο Χέρμαν Φρανκ Μαγερ γεννήθηκε το 1940 στο Αννόβερο και σπούδασε στο Αμβούργο, στο Παρίσι και στο Οχάιο των ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά το 1963 για να αναζητήσει τα ίχνη του αγνοούμενου πατέρα του ο οποίος ως υπολοχαγός του γερμανικού στρατού είχε συμμετάσχει στην επισκευή της γέφυρας του Γοργοποτάμου, η οποία είχε ανατιναχθεί το 1942.

Το έργο του
Στηριζόμενος στις έρευνες για τον αγνοούμενο πατέρα του εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του το 1995 που φέρει τον τίτλο «Η αναζήτηση». Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται τα γεγονότα της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου από τους αντάρτες, η επισκευή της γέφυρας από τον γερμανικό στρατό καθώς και η εκτέλεση του πατέρα του και των γερμανών στρατιωτών από αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Το 1998 ο Μαγερ εκδίδει το βιβλίο που φέρει τον τίτλο « Η φρίκη του Κομμένου» που αναφέρεται στη θηριώδη σφαγή κατά του άμαχου πληθυσμού που διέπραξε μια συγκεκριμένη μονάδα της 1ης ορεινής μεραρχίας γερμανών καταδρομών «Εντελβάις» από τα Γιάννενα στις 16 Αυγούστου του 1943, στο Κομμένο της Άρτας.
Ο Χέρμαν Φρανκ Μαγερ καταθέτει τις τρομακτικές περιγραφές των επιζώντων του Κομμένου, ενώ παράλληλα παρατίθενται οι ωμές περιγραφές της συγκεκριμένης γερμανικής μονάδας που οδήγησε στο θάνατο 317 άμαχους πολίτες.
Το 2004 ο Χέρμαν Φρανκ Μαγερ εκδίδει το τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο
«Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα» στο οποίο καταγράφει τις φρικαλεότητες της 117 γερμανικής μεραρχίας καταδρομών από τη Βιέννη το 1941 στη Σερβία ως την Πελοπόννησο.

Στην Ήπειρο
Με τον καλό φίλο Φρανκ, γράφει ο Αλέκος Ράπτης, συνεργάστηκα για πρώτη φορά το 1999, και αποκόμισα τις καλύτερες εντυπώσεις για την προσωπικότητά του, τον τρόπο σκέψης του, αλλά και την ιστορική του έρευνα για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.
Η συνεργασία που είχα μαζί του αφορούσε τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν από την 1η Ορεινή Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών «Edelweiss», κατά του άμαχου πληθυσμού των χωριών της Ηπείρου τα έτη 1943-1944.
Ο Χέρμαν Φρανκ Μαγερ επισκέφθηκε πάνω από 200 χωριά της Ηπείρου και της Αλβανίας, σε πολλά από τα οποία είχα την τύχη να τον συνοδέψω και να βιώσω αυτόν τον υπέροχο γερμανό ιστορικό ερευνητή, τον ακούραστο εργάτη της ιστορικής έρευνας.
Τον Ιανουάριο του 2008, ο Μαγερ εξέδωσε στην Γερμανία το βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Βlutiges Edelweiss» (Αιματοβαμμένο Εντελβάις) στο οποίο καταγράφονται τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η ανωτέρω μεραρχία κατά των χωριών της Ηπείρου καθώς και η σφαγή της ιταλικής μεραρχίας «Άκουι» τον Σεπτέμβρη του 1943 στην Κεφαλονιά.
Σ’ αυτό το τόσο σπάνιο ιστορικό του έργο που θα κυκλοφορήσει σε δύο τόμους πραγματεύεται τα γεγονότα της κατοχής και της Αντίστασης στην Ήπειρο και τα Ιόνια νησιά στη διάρκεια του πολέμου. Οι επιζώντες μπροστά στην ιστορία καταθέτουν τις βαρβαρότητες του Ναζισμού θαρρείς και ήταν χτες τότε που ήρθαν οι βάρβαροι.
Δυστυχώς ο πρόωρος χαμός του Φράνκ του στέρησε τη χαρά να παρουσιάσει ο ίδιος στην Αθήνα και στα Γιάννενα αυτό το τόσο σπάνιο ιστορικό ερευνητικό υλικό που περιέχει εκατοντάδες φωτογραφίες, σπάνια ιστορικά αρχεία και προσωπικές μαρτυρίες επιζώντων που βίωσαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής στην διάρκεια του Β΄Π.Π.
Καλέ μου φίλε Φράνκ σου ευχόμαστε καλό ταξίδι και να σε συνοδεύουν για πάντα οι τόσο σπουδαίες ιστορικές σου έρευνες που έκανες σ΄αυτή τη ζωή.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Κουρεμένα δέντρα, χωρίς κλαδιά και φύλλα.

Καταστάσεις αυξημένης τάξης, μικρής εντροπίας.
Κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Άνοιξη.
Τα δέντρα θα πετάξουν νέους βλαστούς, κλώνους και φύλλα.
Οι παραταγμένοι στρατιώτες θα διασκορπιστούν, τα όπλα τους θα σκουριάσουν, οι ίδιοι θα γεράσουν, τα δέντρα θάναι εκεί.
Η αταξία θα αυξάνεται για πάντα, μαζί με την φίλη της εντροπία.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Η ειδυλιακή και παρθένα περιοχή του Κάβο Σίδερο, της Μονής Τοπλού στο νομό Λασηθίου, ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ ΒΟΡΑ ΚΑΙ ΛΕΙΑ Βρεττανικών συμφερόντων.

Παγώνουν» τα έργα για την τουριστική ανάπτυξη της έκτασης που έχει στο Κάβο Σίδερο του Νομού Λασιθίου της Κρήτης το Ιδρυμα Παναγία η Ακρωτηριανή (Μονή Τοπλού). Αυτό αποφάσισε σε διάσκεψη, κεκλεισμένων των θυρών, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Μέσα στην περιοχή βρίσκονται και τα απομεινάρια της αρχαίας πόλης Ιτάνου.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας, ακολουθώντας την εισήγηση της κυρίας Κατερίνας Χριστοφορίδου, έκαναν δεκτή την αίτηση περίπου 300 κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι ζητούν να ακυρωθεί η υπουργική απόφαση του 2007 με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη της έκτασης του ιδρύματος Παναγία η Ακρωτηριανή.

Πρόκειται για έργο τουριστικής αξιοποίησης μεγάλης έκτασης περίπου 25.000 στρεμμάτων στο «Kάβο Σίδερο» του Λασιθίου Kρήτης, την οποία παραχώρησαν η Mονή Tοπλού και το Iδρυμα «Παναγία Aκρωτηριανή» σε βρετανική εταιρεία για να δημιουργήσει τουριστικά χωριά και μεγάλες εγκαταστάσεις τουριστικές, αθλητικές, συνεδριακών κέντρων κ.λπ.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι η περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου δεν έγινε νόμιμα.

«Η χθεσινή απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, για τη μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, αποτελεί μεγάλη νίκη των κατοίκων της Σητείας και όλης της Κρήτης, αποτελεί συμβολή στον αγώνα για την περιβαλλοντική προστασία του νησιού αλλά και για την πραγματική οικονομική ανάπτυξη της περιοχής» δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκος Αλαβάνος.

«Ο αγώνας όμως δεν τελειώνει εκεί. Θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι έρευνες της νομιμότητας των διαδικασιών και των συμβάσεων, με τις οποίες παραχωρήθηκαν 26.000 στρέμματα δημόσιας γης.
Πρέπει να υπάρξουν οι ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να ματαιωθούν στο μέλλον ανάλογες κινήσεις σε βάρος της δημόσιας περιουσίας στη Κρήτη ή στην υπόλοιπη Ελλάδα» πρόσθεσε ο κ. Αλαβάνος.

Newsroom ΔΟΛ

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Αυτοκινητοπατήθηκε η μεγαλύτερη γέφυρα της Εγνατίας οδού στο Ζαγορίτικο παραπόταμο του Αράχθου.

Σε παραπόταμο του Αράχθου, με λεκάνη απορροής το κέντρικο - ανατολικό Ζαγόρι η μεγαλύτερη γέφυρα της Εγνατίας, σαν διάδρομος αεροδρομίου.

Σε λιγότερο από μιάμιση ώρα καλύπτουν από σήμερα οι οδηγοί τη διαδρομή Ιωαννίνων - Τρικάλων, μετά την παράδοση στην κυκλοφορία, από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ της εξόδου της γέφυρας του Αράχθου της Εγνατίας οδού προς Θεσσαλία, που το μήκος της ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο.
Το τμήμα της Εγνατίας, Μέτσοβο μέχρι Παναγιά Τρικάλων, συνολικού μήκους 13,5 χλμ. περιλαμβάνει 7 σήραγγες και θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας, καθώς παρακάμπτεται πλέον η διέλευση από Κατάρα.
Όπως τόνισε ο κ. Σουφλιάς, που πραγματοποίησε περιοδεία στην Εγνατία Οδό, δίνοντας στην κυκλοφορία ένα ακόμη τμήμα αυτοκινητόδρομου, μήκους 17,5 χλμ, το έργο πλέον ολοκληρώνεται και από το Μάιο θα μπορεί ο καθένας να διατρέχει ολόκληρο την άξονα από την Ηγουμενίτσα μέχρι τους Κήπους του Έβρου
"Παραδίδουμε σήμερα στην κυκλοφορία 2 σημαντικά τμήματα της Εγνατίας
Με τα τμήματα αυτά πέραν των άλλων επιτυγχάνεται η συγκοινωνία Θεσσαλίας και Ηπείρου μέσω της Εγνατίας. Έτσι αποφεύγεται η Κατάρα και επικίνδυνος δρόμος μήκους 90 χλμ. και συντομεύεται η διαδρομή μέχρι τα Γιάννενα κατά 1,5 ώρα περίπου.
Ουσιαστικά, με αυτά τα δύο τμήματα, η Εγνατία οδός διασχίζει κάθετα την οροσειρά της Πίνδου, ενώνοντας την Ανατολική με τη Δυτική Ελλάδα.
Είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό και δύσκολο πλέγμα έργων το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει :
-24 σήραγγες διπλού κλάδου με συνολικό μήκος 25,6 χλμ. Η μεγαλύτερη του Δρίσκου έχει μήκος 4563 μέτρα και ακολουθεί η σήραγγα Μετσόβου μήκους 3570 μέτρων.
-18 γέφυρες με συνολικό μήκος 6,9 χλμ. Η μεγαλύτερη είναι του Αράχθου μήκους 1036 μέτρων.
Απομένουν 31 χλμ. προς Γρεβενά για να ολοκληρωθεί ολόκληρος ο άξονας της Εγνατίας. Εξ αυτών τα μισά είναι έτοιμα και τα υπόλοιπα θα ετοιμασθούν ως τέλος Απριλίου.

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου (του Δημ. Τάγκα)




Ο Κοινωνικός Μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου
(Τάγκας Δημήτριος, Μηχ/γος Μηχανικός ΕΜΠ,
Πρόεδρος της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου).

Σκοπός της εισήγησης
Σκοπός της εισήγησης αυτής είναι να παρακολουθήσουμε, σε αδρές γραμμές, την πορεία μετάβασης των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου από την νομαδική στην αστική διαβίωση, πώς συντελέστηκε αυτή, ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές και κάτω από ποιες συνθήκες.
Η εισήγηση αυτή παρουσιάζεται στο 21ο «οργανωτικό» συνέδριο
1. Επειδή το συνέδριο αυτό γίνεται στην Ήπειρο
2. Γιατί πιθανόν η γνώση αυτής της πορείας να μας διδάξει
3. Ίσως αποδειχθεί ότι σε κάποιους χρωστάμε και το αγνοούμε
4. Επειδή συνήθως ψάχνουμε για την αρχή των Σ αγνοώντας το τέλος τους.

Βιβλιογραφικές αναφορές.
Κυρίως η βιβλιογραφία ασχολήθηκε με θέματα λαοραφίας, προέλευσης, έναρξης της νομαδικής ζωής των Σ. Υπάρχουν ωστόσο και σημαντικές αναφορές για τον μετασχηματισμό των Σ από τους Διονύση Μαυρόγιαννη , Γιώργο Αγραφιώτη, Θεοπούλα Ανθογαλίδου, Γεώργιο Καβαδία, Αγγελική Χατζημιχάλη, Ευριπίδη Μακρή, Μάρκο Γκιόλια και Λάζαρο Αρσενίου..


Τι είναι Σαρακατσάνος, Χαρακτηριστικά
Οι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν ορισμό των «Σαρακατσάνων» και υπονοούν τους Έλληνες μονόγλωσσους Νομάδες κτηνοτρόφους.. Για τις ανάγκες αυτής της εισήγησης «Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι» είναι αυτοί τους οποίους απέγραψε η Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου στα μέσα της δεκαετίας του 80 όταν με πρωτοβουλία της ΠΟΣΣ έγινε αυτό. Δηλαδή η εισήγηση δεν καλύπτει όσους Σαρακατσάνους άλλων περιοχών της Ελλάδας αναχώρησαν πριν τις αρχές του 20ου αιώνα από την Ήπειρο καθώς και όσους Σαρακατσάνους είχαν ήδη εγκατασταθεί μόνιμα σε χωριά της Ηπείρου πριν τις αρχές του 20ου αιώνα.

Το 1ο Συνέδριο Σαρακατσαναίων στην Ήπειρο.
Η σπουδαιότητα του παρόντος Συνεδρίου είναι αυτονόητη για την ΠΟΣΣ, για το Σύλλογο Σαρακατσαναίων Θεσπρωτίας και για όλους τους Συλλόγους των Σ.
Όμως πριν από 80 περίπου χρόνια στις 5 Αυγούστου 1926, στο Νησί στα Γιάννενα, συγκλήθηκε πιθανόν το πρώτο Συνέδριο Σαρακατσαναίων στην Ελλάδα. Η εφημερίδα «Ηπειρωτική Ηχώ» της επόμενης ημέρας γράφει:

ΕΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ
ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ ΩΣ ΓΝΗΣΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Παρατίθεται απόσπασμα από τα παραπάνω άρθρο:
Χθες συνήλθον εις Νήσον αντιπρόσωποι 300 οικογενειών Σαρακατσαναίων σκηνιτών οι οποίοι συνεζήτησαν το ζήτημα της γεωργικής των αποκατάσεως εκδόσαντες το κάτωθι ψήφισμα το οποίο απέστειλαν προς την Κυβέρνησιν και τον Αθηναικόν τύπον και επέδωκαν προς τον κ. Γενικόν διοικητήν και τον εγχώριον τύπον.
«Αντιπρόσωποι Σαρακατσαναίων Ηπείρου εκπροσωπούντες εντολήν και γνώμας όλων Σαρακατσαναίων Ηπείρου συνελθόντες εις λαϊκόν Συνέδριον εις Νήσον Ιωαννίνων ίνα συζητήσουν περί καθωρισμού καταστάσεώς των απεφάσισαν:
Παρακαλούν σεβαστήν Κυβέρνησιν και Επιτροπήν Αποκαταστάσεως λάβουν μέτρα και αποκαταστήσουν και νομάδας πλανωμένους σαρακατσαναίους Ηπείρου πάντας γνωστοτάτους και πλέον αμειγείς συνείδησιν και αίμα έλληνες εις μονίμους γεωργοκτηνοτροφικούς συνοικισμούς.
……………………………………………
Ουδένα αντιπρόσωπον ελληνικής πατρίδος βλέπομεν, ούτε διδάσκαλον, ούτε ιερέα, ούτε ταχυδρόμον, ούτε πρόεδρον κοινότητος πλην δημοσίου εισπράκτορος, αγρίου απαοσπασματάρχου και στρατολόγου το δε υπόλοιπον της καταστάσεώς μας το συμπληρώνουν οι λησταί.
……………………………………………………………..
Οι αντιπρόσωποι των τριακοσίων περίπου οικογενειών Σαρακατσαναίων Ηπείρου.
Ν. Γ. Τσουμάνης, Κώστας Χ. Κάτσινος, Γρηγόριος Δ. Ζήγος, Μάνθος Μυριούνης, Ευάγγελος Καζούκας, Ανδρέας Κ. Φερεντίνος.

Τι έγινε από την εποχή εκείνου του Συνεδρίου, που οι Σ ζητούσαν την αποκατάστασή τους, μέχρι του σημερινού που έγινε η πλήρης ενσωμάτωσή τους στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία και σήμερα συζητούμε πλέον τρόπους διατήρησης της παράδοσης από τη νομαδική τους ζωή;

Πορεία των Σ μέχρι τον 20ο αιώνα
Οι κοσμογονικές αλλαγές στον 20ο αιώνα σε ολόκληρη την Ελλάδα, σημάδεψαν και τις σημαντικότερες αλλαγές στον τρόπο ζωής και εργασίας των Σαρακατσαναίων, όχι μόνο των Ηπειρωτών. Ο αιώνας αυτός βρήκε στην αρχή του, τους Σ να ακολουθούν, ποιος ξέρει από πότε, ένα χαρακτηριστικό τρόπο ζωής, αποκομμένοι, αλλά όχι απομονωμένοι από τα δρώμενα στην υπόλοιπη κοινωνία, τους βρίσκει στο τέλος του να έχουν πλήρως μετασχηματισθεί και να έχουν ενσωματωθεί σε αυτήν.
Μέχρι την εποχή αυτή ο τρόπος ζωής επί αιώνες ήταν ίδιος και τα πράγματα στη ζωή των Σαρακατσαναίων κυλούσαν ομαλά και με ρυθμό σχετικά αργό. Εκείνο που ίσως άλλαζε ήταν ο τόπος που πήγαιναν τα κοπάδια τους το χειμώνα και δυσκολότερα αυτός που ξεκαλοκαίριαζαν. Για να σχηματοποιηθεί ο νομαδικός τρόπος ζωής χρειάσθηκε σίγουρα πολύς χρόνος, πιθανότατα αιώνες . Δεν ήρθε σε κάποιους ξαφνικά η ιδέα και ξεκίνησαν ξαφνικά, ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και γύριζαν από τόπο σε τόπο. Και φυσικά να σημειωθεί ότι δεν γύριζαν στο άγνωστο αλλά σε τόπους προκαθορισμένους που τους είχε συμφωνήσει ο τσέλιγκας της κάθε στάνης. Για το σταμάτημα αυτού του τρόπου ζωής, ο οποίος σίγουρα διήρκεσε αιώνες, ήταν αρκετά πολύ λίγα χρόνια, γύρω στα είκοσι.

1913-1920
Απελευθέρωση της Ηπείρου.
Οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου κινούνται κυρίως στα ορεινά του Ζαγορίου της (Τύμφη, Μιτσικέλι, βουνά Αν. Ζαγορίου), Σμόλικα, Χρυσοβίτσα και για χειμαδιά χρησιμοποιούν τους κάμπους της Πρέβεζας και της Αιτωλοκαρνανίας. Εγγραφή των Σαρακατσαναίων στα Μητρώα Αρρένων που καταρτίσθηκαν για τις απελευθερωθείσες περιοχές . έτσι συναντάμε πχ γραμμένους Σαρακατσαναίους γεννηθέντες πριν το 1900 στη Βίτσα 57 άτομα, 54 στο Τσεπέλοβο, 43 στο Γρεβενίτι, 38 στο Δίκορφο, 36 στο Φλαμπουράρι, 29 στο Κουκούλι κλπ Από τα χωριά που ξεχειμώνιαζαν οι Σ συναναντάμε γραμμένους στο Μητρώο αρρένων της Ντάρας (σημερινής Ελαίας) Λάκκας Σουλίου (Βαγγελαίους , Θεοχαραίους) Από τα άτομα αυτά που φέρονται εγγεγραμμένα στα Μητρώα Αρρένων τα 20 γεννήθηκαν πριν το 1850 με πρώτο τον Τσουμάνη Γεώργιο του Κων/νου στο Τσεπέλοβο το 1828. Να σημειωθεί ότι η εγγραφή των σκηνιτών στα Μητρώα Αρρένων δεν δημιουργούσε δικαιώματα στις κοινοτικές βοσκές και ο Νόμος απαιτούσε δύο χρόνια συνεχή παραμονή πράγμα αδύνατο για τους Σαρακατσάνους..
Αυτή την εποχή οι Σ είναι νομάδες, δεν έχουν κτηματική περιουσία και κατοικούν σε καλύβια με μοναδική εξαίρεση τον Ανδρέα Τσουμάνη ο οποίος έφτιαξε για το καλοκαίρι, πέτρινο σπίτι στο Κουκούλι το 1905 και αγόρασε κτήμα στην Άρτα και αστικά ακίνητα στη Φιλιππιάδα και τα Γιάννενα.

Δεκαετία 1920-1930
Η δεκαετία που σήμανε την αρχή του τέλους της νομαδικής ζωής. Η Ελλάδα πριν αποκαταστήσει τους γηγενείς ακτήμονες γεωργούς (κολίγους) αναγκάσθηκε να υποδεχθεί τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και έπρεπε να αναζητήσει τρόπους και τόπους για την εγκατάστασή τους. Η φτωχή από τότε, και μόλις απελευθερωθείσα Ήπειρος, σήκωσε ίσως περισσότερο βάρος που αυτό που της αναλογούσε, παραχωρώντας τους χειμερινούς βοσκότοπους των νομαδικών προβάτων, Σαρακατσάνικων και μη, για μόνιμη εγκατάσταση προσφύγων και αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Παράλληλα δόθηκε η αφορμή για απαίτηση των Σαρακατσαναίων για δική τους αποκατάσταση. Νομοθετικές προβλέψεις για την απαλλοτρίωση και παραχώρηση κτηνοτροφικών εκτάσεων μοναστηριακών ή του Δημοσίου και παραχώρησή τους σε συνεταιρισμούς νομάδων κτηνοτρόφων (ΝΔ 15-2-23, ΝΔ 4/9/1924) ουσιαστικά ουδέποτε εφαρμόστηκαν γιατί τα διατάγματα που με πρωτοβουλία του Υπουργού Γεωργίας έπρεπε να εκδοθούν, ουδέποτε εξεδόθησαν. Τα τσελιγκάτα που ήταν η ραχοκοκαλιά της νομαδικής ζωής αρχίζουν να κλονίζονται.
Οι Σαρακατσαναίοι αλλά και οι άλλοι νομάδες και ημινομάδες προσπάθησαν να αντιδράσουν μέσα από τον Πανηπειρωτικό Κτηνοτροφικό Σύνδεσμο που είχαν ήδη ιδρύσει το 1920 Στα Μητρώα του Συνδέσμου είναι εγγεγραμμένα 723 άτομα εκ των οποίων 295 αναφέρονται ως σκηνίτες Σαρακατσάνοι, 224 ως σκηνίτες βλαχόφωνοι, 32 ως βλαχόφωνοι προερχόμενοι από χωριά (Μετζητιέ, Δολιανά), και 180 προερχόμενοι από χωριά χωρίς να αναφέρεται αν είναι βλαχόφωνοι. Ο Σύνδεσμος αυτός έδρασε μέχρι το 1924 με υπομνήματα και παραστάσεις προς διάφορους φορείς, τακτοποιήσεις θεμάτων λιβαδιών, επίλυση διαφορών μεταξύ των μελών του κλπ
Η μείωση των διαθέσιμων χειμερινών βοσκότοπων στην Ήπειρο ανάγκασε αυτή τη δεκαετία κάποιους να αναζητήσουν χειμαδιά και στην Αλβανία που το επέτρεπαν οι συμβάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Οι δυσκολίες στην εξεύρεση βοσκοτόπων οδήγησε κάποιους Σ, για «επαγγελματικούς» θα λέγαμε λόγους, να βγουν από το νομαδικό βίο και να εγκατασταθούν μόνιμα. όπως για παράδειγμα στους Μουζακαίους (Χουλιάρας, Διαμάντης) και στην Ζίτσα, (Κωνσταντάκος, Καπρινιώτης, Γρίβας, Καραφέρης) Μέχρι τότε οι έξοδοι ήταν μεμονωμένες και κυρίως για κάποιο φόνο.
Οι προσπάθειές του Κτηνοτροφικού Συνδέσμου αλλά και πολλές άλλες, τελικά δεν άλλαξαν τη ροή των πραγμάτων και σε λίγα χρόνια από τότε, τα τσελιγκάτα οριστικά διαλύθηκαν από ηθελημένες ή αναγκαστικές επιλογές των τότε υπευθύνων.
Οι κάτοικοι των χωριών του Ζαγορίου κυρίως επειδή θεωρούσαν τους Σ κατώτερου πολιτιστικού επιπέδου αντέδρασαν έντονα από την παρουσία τους στα βοσκοτόπια των βουνών τους. Αντιπαλότητα που συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια και με ποικίλες μορφές.
Μέσα από τη συνύπαρξη όμως των Σαρακατσαναίων και των κατοίκων του Ζαγορίου, πέρα από τις αντιπαλότητες και τις οξύτητες, η εγκατάσταση κάποιων Σ στους οικισμούς του, όταν ξεκίνησε η παρακμή ή κοντά σε αυτούς, ήταν αιτία για έστω δειλή «γνωριμία» των Σαρακατσαναίων με τα γράμματα, τα πέρα από την στοιχειώδη εκπαίδευση και άνοιξε έναν άλλο δρόμο στην πορεία τους στο χρόνο. Παρακινούμενοι κάποιοι από τους πρωτοπόρους στα γράμματα Ζαγορίσιους τους οποίους συναναστράφηκαν, έστειλαν τα παιδιά τους στα κρατικά σχολεία. Έτσι έρχεται στην Αθήνα πρώτα ο Γιώργος Ανδρέα Τσουμάνης στη Νομική το 1925 και άλλα 5-6 άτομα την επόμενη δεκαετία που προέρχονταν από τις οικονομικά πιο ισχυρές σαρακατσάνικες οικογένειες..

Δεκαετία 1931-1940
Ολοκληρώνεται στην Ήπειρο η διάλυση των τσελιγκάτων και αρχίζει η αγορά κτημάτων στην περιοχή Πρέβεζας- Άρτας κυρίως για χειμερινά βοσκοτόπια (πχ Καζουκαίοι, Τσουμαναίοι, Μυριουναίοι, Ταγκαίοι). Οι Σαρακατσαναίοι στην πλειοψηφία τους ζουν εκτός οικισμών.
Οι Σ συμπληρώνουν το εισόδημά τους κάνοντας τους αγωγιάτες – κυρατζήδες και μάλιστα σε μεγάλες διαδρομές. Κάποιοι εγκαταλείπουν τη νομαδική ζωή μένουν με τα λίγα πρόβατά τους βόσκοντας παράλληλα και τα πρόβατα κάποιων μοναστηριών (Μονή Ασπραγγέλων, Ευαγγελίστρια Άνω Πεδινών).
Ιδρύεται ο Σύλλογος Σκηνιτών Κτηνοτρόφων, στον οποίο επίσης πρωτοστατούν οι Σ, με σκοπό τον αγώνα για γεωργοκτηνοτροφική αποκατάσταση. Ουσιαστική συμβολή στην μετεξέλιξη των Σαρακατσαναίων όχι μόνο της Ηπείρου είναι ο Νόμος 1223/38 που ανάγκασε τις κοινότητες να εγγράψουν ως Δημότες και πάλι με πολλές αντιδράσεις ακόμα και δικαστικούς αγώνες

Δεκαετία 1941-1950
Στη δεκαετία του 40, στην Ήπειρο ανοίγει για τη χώρα μας η συμμετοχή της στο 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και κλείνει επίσης ο εμφύλιος που ακολούθησε. Οι Ηπειρώτες Σ αναγκάζονται, ιδιαίτερα στην περίοδο του εμφυλίου, να παραμείνουν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά για να τα προστατεύσουν και έτσι διαπίστωσαν πως μπορούσαν να επιβιώσουν και στον κάμπο, το οποίο μέχρι τότε θεωρούσαν αδύνατο.
Κάποιοι που Παρέμειναν στα βουνά υπέστησαν σημαντικές φθορές (Ραφταίοι). Τη δεκαετία αυτή αρχίζουν οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου να χρησιμοποιούν τους κάμπους της Θεσπρωτίας ως χειμερινά βοσκοτόπια στους τόπους που μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν οι Τουρκοτσάμηδες που για τους γνωστούς λόγους εκδιώχθηκαν.

Δεκαετία 1951-1960
Τη δεκαετία του ’50 έχουν ήδη διαλυθεί τα τσελιγκάτα, η κάθε οικογένεια λειτουρεί ως αυτόνομη μονάδα. Το πολύ να είχαν κοινό κοπάδι πατέρας και γιος ή αδέλφια. Το ζωικό κεφάλαιο κάθε συζυγικής οικογένειας αυτή την εποχή, ήταν δεν ήταν τα 200 πρόβατα. Ο νομαδισμός όμως εξακολουθούσε και τη δεκαετία αυτή παρότι άρχισαν μερικοί να τον εγκαταλείπουν.
Στη Θεσπρωτία που ήδη έρχονται αρκετοί Σαρακατσάνοι που είχαν ως χειμαδιά την Πρέβεζα, αγοράζονται από τους Σαρακατσαναίους τα πρώτα κτήματα για χειμερινά λιβάδια (πχ Γογολαίοι, Κωνσταίοι, Ζηγαίοι, Τσουμαναίοι). Παρά την επιθυμία τους για απόκτηση μόνιμης γης τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πουλήσουν έστω και ένα μέρος του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου των, δηλαδή του κοπαδιού των με το οποίο ήταν συναισθηματικά δεμένοι.
Σε κάποιους Σαρακατσάνους της Θεσπρωτίας (Αγιος Γεώργιος, περιοχή Μαργαριτίου, Φιλιατών κλπ) μοιράστηκαν τη δεκαετία αυτή γεωργοκτηνοτροφικοί κλήροι. Την επιθυμία του για απόκτηση γεωργικών κλήρων που θα μοιράζονταν κάποιοι την πλήρωσαν πολύ ακριβά. Για παράδειγμα οι Φερεντιναίοι του Ασπροκκλησιού που έμειναν στον κάμπο έχασαν το 1953-54 σχεδόν όλα τους τα πρόβατα από βδέλλα και από τότε άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποκατάστασης Σ είναι αυτές του Καλπακίου και των Ηλιοβουνίων.
Οι Σαρακατσάνοι των Κάτω Πεδινών και του Ελαφότοπου Ζαγορίου που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε τον τόπο που σήμερα είναι το Καλπάκι ως τόπο χειμερινής διαμονής σε αχυροκαλύβες, αρχίζουν στο χώρο αυτό να κατασκευάζουν μόνιμες κατοικίες και έρχονται σε προστριβές και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες με την Κοινότητα του Ελαφότοπου που θεωρούσε ιδιοκτησία της τον τόπο και δεν αναγνώριζε το δικαίωμα στους Σ που επί χρόνια τον χρησιμοποιούσαν. Σταδιακά εγκατέλειψαν και αυτοί τη νομαδική ζωή και δημιούργησαν το γνωστό σήμερα οικισμό.
Η περιοχή των Ηλιοβουνίων Πρεβέζης ήταν τα χειμαδιά μερικών Σαρακατσάνικων οικογενειών και ανήκε στο κοντινό μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Οι Σ δημιούργησαν κτηνοτροφικό συνεταιρισμό και τους δόθηκε όταν απαλλωτριώθηκε η μοναστηριακή έκταση κλήρος 3 στρέμματα για κατασκευή σπιτιού και «βελαώρα» για τα πρόβατά τους. Η μοναδική ίσως περίπτωση απαλλοτρίωσης για αποκατάσταση μικροκτηνοτρόφων Σ στην Ήπειρο.
Η εγκατάστασή των Σ σε οικισμούς ή κοντά σε αυτούς, αναγκαστική ή ηθελημένη μοιραία τους έφερε κοντά στην κρατική εκπαίδευση και οδήγησε στην απόφασή τους να κάνουν την υπέρβαση, να αλλάξουν δηλαδή την επί αιώνες δρομολογημένη πορεία τους. Έτσι ξεκίνησαν δυναμικά τη γρήγορη έξοδο από την κοινωνική τους οργάνωση και την ενσωμάτωσή τους στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Δεν άντεχαν πλέον, και στις συνθήκες που τότε επικρατούσαν, να «κληροδοτήσουν» στα παιδιά τους αυτή την «παλιοζωή», όπως τη χαρακτήριζαν.
Για τους Ηπειρώτες Σαρακατσαναίους, η επιλογή τους να στραφούν προς τα γράμματα, ως τρόπου και μέσου εξόδου από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, ήταν πια μονόδρομος. Για κάποιους που βρέθηκαν κοντά σε τόπους που είχαν Γυμνάσια τα πράγματα ήταν ευκολότερα. Στην πορεία αλλαγής των Σαρακατσαναίων ιδιαίτερη είναι η συμβολή της δημιουργίας το 1957 του Γυμνασίου Τσεπελόβου στο οποίο φοίτησαν αρκετά σαρακατσανόπουλα αφού στο χωριό αυτό και στα γειτονικά ζούσαν πολλοί σαρακατσάνοι. Την εποχή αυτή αρχίζουν να πηγαίνουν και οι Σαρακατσανοπούλες στο Γυμνάσιο και έχουμε την πρώτη Σαρακατσάνα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη δασκάλα Άννα Γατσέλου, τριάντα χρόνια μετά την φοίτηση σε ανώτατη Σχολή των πρώτων αρρένων Σαρακατσάνων. Τα Σαρακατσανόπουλα, όσα πηγαίνουν σε γυμνάσια πηγαίνουν εκτόςαπό το Τσεπέλοβο και σε κάποια άλλα σχολεία που υπάρχουν οικοτροφεία. Αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση το πρώτο λόγο έχει η Ακαδημία Ιωαννίνων, η Εκκλησιαστική Σχολή της Βελάς που έβγαζε δασκάλους και οι στρατιωτικές σχολές.
Η Ήπειρος δεν προσφέρει γεωργικές εκτάσεις όπως αυτές άλλων περιοχών της Ελλάδας, ούτε είχε βιομηχανική ανάπτυξη, και για τούτο η προτεραιότητα που έμπαινε για αυτούς, στο δρόμο που διάλεξαν να αλλάξουν τη μοίρα τους ήταν, καταρχήν, να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. Σε αντίθεση προς την μετάβαση των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου που την κοινωνική μεταβολή την έκανε ουσιαστικά μια γενιά, στην πορεία της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των Σαρακατσαναίων άλλων περιοχών από το νομαδικό στον αστικό βίο μεσολάβησε μια ακόμα γενιά, αυτή της γεωργική εγκατάστασης και της αγροτικής διαβίωσης, αφού στις περιοχές αυτές οι Σαρακατσαναίοι πριν από την αστικοποίηση καλλιέργησαν τα χειμερινά τους βοσκοτόπια.
Τη δεκαετία του 50 ξαναρχίζουν να σπουδάζουν κάποιοι, ελάχιστοι βέβαια, σε Πανεπιστήμια της Αθήνας. Αυτή τη δεκαετία έρχονται για σπουδές στην Αθήνα το πολύ 10 άτομα από ένα πληθυσμό περίπου 7000 Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων. Σημειώνεται ότι τα Γιάννινα δεν έχουν ακόμα Πανεπιστήμιο. Έρχονται επίσης και ορισμένοι από τους Ηπειρώτες Σαρακατσαναίους για επαγγελματική αποκατάσταση, είτε γιατί κρέμασαν την κλίτσα τους στην Ήπειρο είτε γιατί δεν θέλησαν να την πιάσουν. Ο αριθμός των Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων στην Αθήνα τη δεκαετία αυτή είναι πολύ μικρός σε σχέση με αυτόν των υπολοίπων κατοίκων της Ηπείρου, στην οποία γίνεται κυριολεκτικά αφαίμαξη στο βωμό της γιγάντωσης και της άναρχης δόμησης της Αθήνας.

Δεκαετία 1961-1970
Τη δεκαετία του 60, στην Ήπειρο αρχίζει μαζικά η στροφή των Σ προς άλλα επαγγέλματα, και ιδιαίτερα τα γράμματα. Ο αριθμός αυτών που σπουδάζουν στην Αθήνα ή έρχονται για επαγγελματική αποκατάσταση μεγαλώνει αισθητά.
Το νερό μπήκε για καλά στο αυλάκι και ιδίως μετά τη δημιουργία Πανεπιστημιακών Σχολών στα Γιάννενα οπότε ήταν ευκολότερη η πρόσβαση των παιδιών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής, που άρχισε τη λειτουργία του το ακαδημαϊκό έτος 1964 – 65 και στο Μαθηματικό Τμήμα που ιδρύθηκε το 1966 και τα δύο ως παραρτήματα των αντίστοιχων Σχολών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης άρχισαν να φοιτούν αρκετά Σαρακατσανόπουλα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τη διάλυση των τσελιγκάτων, ο ιστός μεταξύ των Σαρακατσαναίων δεν είχε σπάσει, εξακολουθεί ακόμα να ισχύει σε μεγάλο βαθμό η ενδογαμία και η «εξωγαμία» ήταν στο ξεκίνημά της, οι συγγενικοί δεσμοί κυριαρχούν στις κοινωνικές σχέσεις και υπάρχει ακόμα έντονη η «φυλετική» ενότητα.
Κάποιοι άλλοι Σ διάλεξαν ως σωτηρία τον ξενιτεμό, κυρίως στη Γερμανία, και πήγαν στα εργοστάσιά της στην κυριολεξία πετώντας την προηγουμένη της αναχώρησης την κλίτσα Ακόμα όμως και για να πάνε εργάτες στη Γερμανία με δεδομένο ότι δεν χρειάσθηκαν μέχρι τότε γνωριμίες και διαπλοκές με το «σύστημα», συνάντησαν μύριες δυσκολίες. Οι περισσότεροι επέστρεψαν. Εκτός από τη Γερμανία κάποιοι, λίγοι, πήγαν στο Βέλγιο, Αυστραλία και λιγότεροι στην Αμερική
Πριν τον ξενιτεμό τους δοκίμασαν κάποιοι να ασκήσουν και αυτοί τις δραστηριότητες που ασκούσαν οι συγχωριανοί τους, πιστεύοντας ότι η αναγκαστική εγγραφή τους ως δημοτών στους οικισμούς που εγκαταστάθηκαν θα τους έδινε το δικαίωμα να έχουν ίση μεταχείριση με τους υπόλοιπους, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκαν. Για παράδειγμα, μια αποτυχημένη απόπειρα 35 Σαρακατσάνων στο Σκαμνέλι να σχηματίσουν δασικό συνεταιρισμό, συνάντησε την αντίδραση των Ζαγορίσιων τοπικών αρχών και τελικά δεν μπόρεσαν γιατί σύμφωνα με την άποψη του τότε Δασάρχη, που προφανώς υπαγορεύθηκε από τους τοπικούς παράγοντες τα περισσότερα μέλη του υπό ίδρυση Συνεταιρισμού «ουδόλως ηργάσθησαν κατά το παρελθόν εις υλοτομικάς εργασίας».

Δεκαετίες του ’70, του ’80
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου ολοκληρώνεται.
Ενώ μέχρι το 1960 είχαν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση περίπου 20 άτομα, ο αριθμός αυτός σύμφωνα με την απογραφή που έκανε η Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου το 1984 ύστερα από πρωτοβουλία της ΠΟΣΣ ήταν 462 άτομα και ο αριθμός όσων τελείωσαν Γυμνάσιο – Λύκειο ήταν 1279 άτομα.
Ενώ μέχρι τις αρχές του 60 εξακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η ενδογαμία, σύμφωνα με την η παραπάνω απογραφή, όταν αυτή έγινε, καταγράφονται 305 Σαρακατσάνες που δεν παντρεύτηκαν Σαρακατσάνο και φυσικά αντίστοιχος ήταν και ο αριθμός των ανδρών.
Ουσιαστικά τερματίζεται η νομαδική ζωή και εγκαταλείπεται σταδιακά ακόμα και αυτή η κτηνοτροφία σε μεγάλο βαθμό. Οι σαρακατσάνοι είναι κυρίως υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες.
Οι πλήρως ενσωματωμένοι Σαρακατσάνοι συμμετέχουν σιγά σιγά ενεργά στα κοινά των κοινωνιών που έχουν πλέον ενταχθεί. Η συμμετοχή τους αυτή μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου.
Κάπως έτσι, πάνω κάτω, πορεύτηκαν οι Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Σε όλη αυτή την πορεία, η σημαντικότερη κατά την άποψή μου δεκαετία, αυτή με τις μεγαλύτερες κοινωνικά αλλαγές ήταν αυτή μεταξύ 1950-1960 και η γενιά που τότε έκανε «κουμάντο» και πήρε τις αποφάσεις είναι η σημαντικότερη γενιά στη μακρόχρονη πορεία των Σ.

Η γενιά της «αλλαγής».
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της τελευταίας νομαδικής και ταυτόχρονα της πρώτης μετανομαδικής γενιάς των Σαρακατσαναίων;
Ποια ήταν η παιδεία της, οι γραμματικές γνώσεις της , και πόσο έτοιμη ήταν, να κάνει την υπέρβαση αυτή;
Κάτω από ποιες συνθήκες στην Ήπειρο και την Ελλάδα έγινε αυτή η υπέρβαση;
Ποιες ήταν οι προτεραιότητες της πολιτείας και η συνδρομή προς τους Σαρακατσαναίους;
Η εκπαίδευση των Σ μέσα στις δομές, το θεσμοποιημένο πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και τις λειτουργικές διαδικασίες του τσελιγκάτου, το οποίο δεν ήταν απλά άτυπος κτηνοτροφικός συνεταιρισμός, αποσκοπούσε στην εκμάθηση των ρόλων τους οποίους επρόκειτο μελλοντικά να παίξουν τα άτομα αυτής της κοινωνίας. Μέσα από αυτή την «εκπαίδευση», η οποία ήταν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, προετοιμάζονταν και κατευθύνονταν τα Σαρακατσανόπουλα για να αναλάβουν, όταν εκείνα θα έπαιρναν τα ινία, συγκεκριμένους ρόλους, ανάλογα με τις ικανότητες τους και τις ανάγκες της κοινωνικής ομάδας που ζούσαν. Η σκληρή αυτή μαθητεία, ολοκληρώνονταν περίπου στην αρχή της εφηβείας οπότε εθεωρείτο ότι είχαν αποκτήσει πλέον τους βιωμένους τρόπους, τις γνώσεις και τις τεχνικές που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να κινηθούν στο μέλλον υπεύθυνα επιτελώντας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους.
Για τη γενιά που αναφερόμαστε, η ολοκλήρωση της «επαγγελματικής» μαθητείας αλλά και της εκμάθησης των κοινωνικών τους ρόλων συνέπεσε, δυστυχώς ή ευτυχώς, με την έναρξη της διάλυσης των τσελιγκάτων. Ουσιαστικά οι αποκτημένες γνώσεις, αφού ήταν διαφορετικά και για άλλες συνθήκες προσανατολισμένες, ήταν στην πλειοψηφία τους άχρηστες. Συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία αιώνων, όχι μόνο για τη συμπεριφορά στην παραδοσιακά δομημένη κοινωνία τους, αλλά και γύρω από την νομαδική κτηνοτροφία πετάχτηκε στα άχρηστα μέσα σε είκοσι χρόνια.
Τις γνώσεις που η γενιά των τελευταίων νομάδων απόκτησε μέσα από το «εκπαιδευτικό σύστημα» των δικών της δραστηριοτήτων μπορεί να μην αξιοποίησε ή δεν χρειάσθηκε να αξιοποιήσει , εκείνο όμως που ως όπλο χρησιμοποίησε ήταν το σύστημα αξιών που διαχρονικά απόκτησε και με το παράδειγμά της μεταβίβασε.

Θύματα - ανθρώπινο κόστος.

● οι γυναίκες.
● Οικονομικά ασθενείς που δεν είχαν δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
● τσοπάνοι με λιγοστά ή και καθόλου πρόβατα.
● Οι πρωτεργάτες, οι μπροστάρηδες αυτής της αλλαγής όταν πέρασαν στην τρίτη ηλικία.

Οι παραδοσιακές κοινωνίες, το ίδιο και η σαρακατσάνικη, εξασφαλίζουν τη συνέχειά τους επιφυλάσσοντας ιδιαίτερο ρόλο στους ηλικιωμένους, αυτόν του καθοδηγητή και του παιδαγωγού και με αυτόν τον τρόπο επίσης δεν αισθάνονται άχρηστα τα άτομα αυτά. Θεωρούν ότι βρίσκονται πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο για να κρατήσουν τις παραδόσεις που τους έδωσαν οι πατεράδες τους. Είναι αυτοί που διατήρησαν την κληρονομιά της παράδοσης και πρέπει τώρα να τη μεταδώσουν. Η μετάδοση της συμπυκνωμένης και συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας θα είναι το τελευταίο έργο τους πριν φύγουν για τον άλλο κόσμο. Αυτή η τελευταία πράξη, ισοδύναμη με την υπογραφή του ζωγράφου στο έργο που με πολύ μεράκι και κόπο τελείωσε, ποτέ γι’ αυτούς δεν παίχθηκε. Και τούτο, γιατί άνδρες και γυναίκες αυτής της γενιάς, που ήταν ο τελευταίος κρίκος, δεν είχαν τίποτα να μεταδώσουν, όχι γιατί δεν ήξεραν, αλλά γιατί αυτό το οποίο γνώριζαν ήταν πλέον άχρηστο. Σε κανέναν δεν χρειαζόταν. Ποιος χρειάζονταν να του δείξουν πώς αρμέγουν, πώς κουρεύουν, ποια είναι τα καλά λιβάδια και ποια τα άχρηστα;
Δεν έπαιξαν ακόμα οι γυναίκες το ρόλο που παραδοσιακά έπαιζαν οι γριές όπως οι ίδιες τον είδαν στις γιαγιάδες τους και ίσως περίμεναν να τον παίξουν. Δεν είπαν παραμύθια και μουραπάδες που έμαθαν, λαϊκή σοφία και καταστάλαγμα μιας ζωής, δεν «μέτρησαν κρέας», δεν ξεμάτιασαν.
Κι αν ακόμα έδειξαν κάποια απ’ αυτά, δεν ήταν πλέον χρηστικά, γίνονταν για φολκλορισμό. Ο φλάμπουρας που ράβεται σήμερα, όπου αυτό γίνεται και καλώς γίνεται, με τίποτα δεν προκαλεί το συναίσθημα, όσο δασιά κι αν ράβεται, που προκαλούσε όταν πραγματικά ράβονταν να μη «τον γελάσουν τα πουλιά όταν έγερνε ράχες και βουνά».
Οι άνθρωποι αυτοί ξεκίνησαν ως μέλη όχι απλά μιας πλατιάς οικογένειας αλλά ολόκληρης στάνης που εκτός από γονείς, παππούδες κι ένα τσούρμο παιδιά, είχε αδερφοξάδερφα, μπαρμπάδες, θειάδες κ.λπ. Στα γεράματά τους, αυτοί που αυτοπροσδιορίζονταν ως μέλη ολόκληρης κοινωνίας (εγώ είμαι από τους ….αίους, έλεγαν και καμάρωναν ο καθένας για το σόι του), βρέθηκαν εκτός της οικογένειας που είχε πια μετατραπεί σε πυρηνική και την αποτελούσαν η μάνα, ο πατέρας και το πολύ δυο παιδιά.

Πού βρίσκονται σήμερα οι τελευταίοι Σ;
Οι περισσότεροι από τους άνδρες της γενιάς που γεννήθηκαν και πέρασαν αρκετό κομμάτι της ζωής τους στα καλύβια και αρκετοί από αυτούς έφτιαξαν όχι ένα, αλλά δυο σπίτια, ένα στα χειμαδιά και άλλο στα βουνά δεν ζουν πλέον και οι ελάχιστοι εναπομείναντες, για να τους προσδιορίσουμε ηλικιακά, είναι πάνω από τα ογδόντα, γύρω στα ενενήντα, μπορεί και παραπάνω. Μερικές γυναίκες απόμειναν, οι τελευταίες της τελευταίας γενιάς νομάδων Σαρακατσαναίων. Οι τυχερότερες από αυτές μένουν ακόμα στα χωριά που ρίζωσαν και τα έκαναν δικά τους όταν σταμάτησαν το ανέβα-κατέβα. Και φυσικά ακόμα πιο τυχεροί αυτοί που ζουν και οι δυο στα χωριά τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Οι περισσότεροι ίσως από τους επιζώντες έστησαν το τελευταίο τους «κονάκι», ή μάλλον το στήσαν τα παιδιά τους για να τους έχουν κοντά τους, σε κάποιο αστικό κέντρο. Όσοι από αυτούς ακόμα είναι «βασταεροί», όταν πιάνουν οι ζέστες την άνοιξη ανεβαίνουν στα χωριά τους για να ανταμώνουν με άλλους συνομήλικους και να θυμούνται τα παλιά.

Συμπεράσματα
Η πορεία μετάβασης από την νομαδική στην αστική ζωή των Σαρακατσαναίων χρειάζεται συστηματική μελέτη και η προσφορά της γενιάς που αποτέλεσε τον τελευταίο κρίκο μιας μακριάς αλυσίδας, με άγνωστη αρχή χαμένη στους αιώνες, χρειάζεται αναγνώριση.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων, όχι μόνο της Ηπείρου αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, έγινε με αποκλειστική πρωτοβουλία και ευθύνη των ίδιων και χωρίς καμιά βοήθεια και κατεύθυνση της πολιτείας.. Ο τρόπος που ολοκληρώθηκε ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου απέδειξε την ικανότητά τους για κοινωνική αλλαγή με αξιόλογη δυνατότητα προσαρμογής και έντονη συμμετοχή στα δρώμενα της τοπικής και της ευρύτερης κοινωνίας.
Οι πολλοί οδήγησαν την κλειστή τους κοινωνία στην έξοδο απ’ τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, και έδειξαν το δρόμο για επαγγελματική απoκατάσταση στα παιδιά τους, χρησιμοποιώντας την κλίτσα ακόμα και για μονάδα μέτρησης της γραμματοσύνης, και αποζητώντας καταρχήν να μάθουν αυτά όχι «νια κλίτσα γράμματα», αλλά πολλές. Χρειάζεται αναγνώριση σε αυτούς που έκαναν αθόρυβα, χωρίς συγκρούσεις με άλλες πληθυσμιακές κατηγορίες, χωρίς να υπάρξουν φαινόμενα «κοινωνικής παθολογίας» και «κοινωνικής παθογένειας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν μελετητές της πορείας αλλαγής της πολιτιστικής ιδιομορφίας των Σαρακατσαναίων και την χαρακτηρίζουν ως τον πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό μετασχηματισμό στη χώρα μας