Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Δίπλα στον Λαμπράκη, στον Πέτρουλα, στον Μανδηλαρά, στον Ελή, τον Τσαρουχά, τον Κομνηνό, τον Μυρογιάννη, τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, τον Καλτεζά, τον Τεμπονέρα, τον Γρηγορόπουλο











Ο Γρηγόρης Λαμπράκης (Κερασίτσα Αρκαδίας 3 Απριλίου 1912 – Θεσσαλονίκη 27 Μαΐου 1963  ήταν γιατρός, αθλητής, και πολιτικός που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς. Η δολοφονία του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της κυβέρνησης Καραμανλή και των Σωμάτων Ασφαλείας, που αποδείχθηκε ότι όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και εξέθρεφαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό. Η υπόθεση Λαμπράκη αναζωογόνησε τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και έπαιξε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον ίδιο χρόνο.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας και ήταν το 14ο παιδί από τα συνολικά 18 που απέκτησαν οι γονείς του. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια (ως το 1959) το πανελλήνιο ρεκόρ στο μήκος με επίδοση 7,37 μ. Στην διάρκεια της κατοχής διοργάνωνε με άλλους συναθλητές του αγώνες, διαθέτοντας τα έσοδα σε λαϊκά συσσίτια. Το 1950 κατέλαβε τη θέση του υφηγητή Μαιευτικής - Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Aπέκτησε δυο γιους, τον Θοδωρή και τον Γρηγόρη.
Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Λαμπράκης εξελέγη βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963 αψηφώντας σχετική απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες.
Το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963 ο Λαμπράκης μίλησε σε εκδήλωση που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Πριν ακόμα η εκδήλωση ξεκινήσει, πλήθος παρακρατικών και αστυνομικών με πολιτικά είχαν καταλάβει τα γειτονικά πεζοδρόμια, κραυγάζοντας συνθήματα και προπηλακίζοντας όσους προσέρχονταν στην αίθουσα για να πάρουν μέρος σε αυτή. Άλλοι αστυνομικοί, ένστολοι, αν και παρόντες σε μεγάλο αριθμό δεν λάμβαναν κανένα μέτρο για την απώθηση των παρακρατικών, παρά τις διαμαρτυρίες των οργανωτών και του ίδιου του Λαμπράκη, ενός μέλους δηλαδή του ελληνικού κοινοβουλίου. Μάλιστα, ένας παρακρατικός κατόρθωσε να χτυπήσει το Λαμπράκη στο κεφάλι με ρόπαλο κατά την είσοδό του στην αίθουσα της εκδήλωσης, τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Σοβαρά, αντίθετα, τραυματίστηκε από τους ανεξέλεγκτους διαδηλωτές ο έτερος παρών αριστερός βουλευτής, Γιώργος Τσαρουχάς.
Με την ολοκλήρωση της εκδήλωσης, ο Λαμπράκης εγκατέλειψε την αίθουσα με πρόθεση να κατευθυνθεί σε κοντινό ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει. Τον ακολούθησαν μόνο δύο σύντροφοί του, καθώς η αστυνομία απέκλεισε το κοινό της εκδήλωσης στο εσωτερικό της αίθουσας, απαγορεύοντας προσωρινά την έξοδο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Ελ. Βενιζέλου και παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε αποκλείσει όλους τους δρόμους, ένα τρίκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά, πλησίασε το Λαμπράκη με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον έριξε στο έδαφος. Κανείς αστυνομικός δεν κινήθηκε για να εμποδίσει το τρίκυκλο πριν το χτύπημα, να συλλάβει τον οδηγό του μετά, ή ακόμα και να βοηθήσει τον αιμόφυρτο Λαμπράκη. Όπως αποδείχτηκε, το θύμα είχε δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι από μεταλλικό αντικείμενο.
Το πιθανότερο είναι ότι οι δράστες της επίθεσης θα είχαν διαφύγει ανενόχλητοι, αν ένας παριστάμενος Θεσσαλονικιός, ο Μανόλης Χατζηαποστόλου (με το παρατσούκλι «Τίγρης») δεν είχε πηδήσει αστραπιαία στην καρότσα του τρίκυκλου. Για ένα περίπου χιλιόμετρο το τρίκυκλο έτρεχε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης χωρίς κανένα αστυνομικό ή άλλο όχημα να το καταδιώκει. Ο Χατζηαποστόλου εξουδετέρωσε μετά από σκληρή πάλη το μοναδικό επιβάτη της καρότσας, Μανώλη Εμμανουηλίδη (ήταν αυτός που είχε καταφέρει το θανατηφόρο χτύπημα στο Λαμπράκη) και κατόπιν υποχρέωσε τον οδηγό Σπύρο Γκοτζαμάνη να σταματήσει. Ακολούθησε νέα πάλη αυτή τη φορά ανάμεσα στον Χατζηαποστόλου και τον Γκοτζαμάνη, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών. Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ σε κωματώδη κατάσταση από την οποία δεν εξήλθε ποτέ. Πέθανε τέσσερις μέρες αργότερα.

Σωτήρης Πέτρουλας     

Ο Γιώργος Τσαρουχάς (1912 - 9 Μαΐου 1968) ήταν Έλληνας αντιστασιακός, βουλευτής της ΕΔΑ και ένας από τους πρωτεργάτες του αγώνα κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Πέθανε κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων, μετά τη σύλληψή του.
Γεννήθηκε το 1912 στην περιοχή της Αδριανούπολης και το 1924, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο χωριό Δρυινοχώρι, κοντά στην Καρπερή Σερρών.
Γράφτηκε στην Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, από όπου όμως αποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, για ένα χρόνο, εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης και για τη συμμέτοχη του στο ΚΚΕ. Μετά την λήξη της αποβολής του, πήρε μεταγραφή στην Νομική Αθηνών, από όπου αποφοίτησε. Πήρε μέρος στον πόλεμο του '40 ως εθελοντής, κατά τη διάρκεια της κατοχής έγινε γραμματέας του ΕΑΜ Ανατολικής Μακεδονίας και μετά την απελευθέρωση διορίστηκε νομάρχης Καβάλας. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου συνελήφθη, καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση από τα Έκτακτα Στρατοδικεία της εποχής και εξορίστηκε στη Γυάρο. Αφέθηκε ελεύθερος το 1951, συνελήφθη όμως ξανά δύο χρόνια αργότερα και εξορίστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στον Αη Στράτη. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος το 1961 και αφού μετέβη στη Μόσχα για να υποβληθεί σε θεραπεία στο μάτι (όπου είχε μόνιμο πρόβλημα), επέστρεψε στην Ελλάδα και στις εκλογές του 1961 εκλέχτηκε βουλευτής με την ΕΔΑ.
Στις 27 Μαΐου του 1963, το βράδυ της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο Γιώργος Τσαρουχάς δέχτηκε και αυτός επίθεση, ενώ κατευθυνόταν στην αίθουσα που θα μιλούσε ο Λαμπράκης, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο κεφάλι και να μεταφερθεί αιμόφυρτος στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε 29 ημέρες.
Ήταν δε βασικός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη. Μετά την επιβολή της δικτατορίας το 1967, ανέλαβε επικεφαλής της αντιδικτατορικής οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) Θεσσαλονίκης και της παράνομης κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη. Τάχθηκε δε με το μέρος του γραφείου εσωτερικού του κόμματος και εναντίον της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ που έγινε το 1968 και όπου οι διαφωνούντες θεώρησαν ότι εγκαταλείφθηκε ο επαναστατικός χαρακτήρας του κόμματος.

Ο Κομοτηναίος  Παναγιώτης Έλης είναι μία εξέχουσα μορφή της αντίστασης και το πρώτο θύμα της δικτατορίας, όταν την 21η Απριλίου έχασε την ζωή του μέσα στον ιππόδρομο της Αθήνας, όπου η χούντα συγκέντρωσε τότε όλους τους αριστερούς, προκειμένου να τους στείλει στην εξορία.
Ο Παν. Ελής που κατάγονταν από το Κόσμιο βρέθηκε μαζί με τους συγκεντρωμένους και σε κάποια διαμαρτυρία του κάποιος από τους φρουρούς σήκωσε το όπλο και με το κοντάκι τον χτύπησε θανάσιμα στο κεφάλι. Σε μια παλιά αίθουσα του ΕΑΤ – ΕΣΑ στο μουσείο αντίστασης, δίπλα στον Παναγούλη, τον Μουστακλή, τον Διομήδη Κομνηνό, βρίσκεται η φωτογραφία του Ελή. Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, σε ένα μικρό χειρόγραφο σημείωμα είναι γραμμένες μερικές πληροφορίες: «Γεννήθηκε τον Μάη του 1922 στην Κομοτηνή.
Με την κάθοδο των Βουλγάρων οργανώνεται στην αντίσταση, συλλαμβάνεται το 1942 και στέλνεται όμηρος στην Βουλγαρία. Στις αρχές του 1943 μεταφέρεται με άλλους ομήρους στο Κουμάνοβο της Σερβίας σε καταναγκαστικά έργα. Λευτερώνεται με την λήξη του πολέμου. Στο τέλος του 1946 σαν στρατιώτης μετατίθεται στο Μεσολόγγι. Από εκεί μετατίθεται με άλλους συναδέλφους λόγω των πολιτικών του φρονημάτων στο Μακρονήσι, καλοκαίρι του 1947 και έπεται συνέχεια».
Είχαμε πια συνηθίσει τους ήχους, τις κραυγές και τις βρισιές, όταν ξαφνικά φάνηκε δύο βήματα έξω απο την πόρτα του θαλάμου ένας αξιωματικός με ροδαλό πρόσωπο καλοταισμένου μπεμπέ να κηνυγά έναν κρατούμενο, κρατώντας στο χέρι του ένα στρατιωτικό περίστροφο με σιγαστήρα.
-Τροχάδην! του φώναξε.
Ο κρατούμενος Παναγιώτης Ελής, άνθρωπος περασμένα τα 40 χρόνια του, φορούσε στα πόδια του και παντόφλες, πράγμα που τον υποχρέωνε να περπατά σιγότερα απ' ό,τι αν φορούσε παπούτσια.
-Τροχάδην! του φώναξε και τον έσπρωχνε με την κάννη, αλλά ο Ελής εξακολουθούσε να βαδίζει κανονικά.
-Τρέξε, την Παναγιά σου! του λέει μια στιγμή κι ο Ελής κάνει γρηγορότερα τα τελευταία βήματα.
-Τροχάδην το λένε αυτό στο χωριό σου; λυσσάει ο δεσμοφύλακας και έξξαλος καταφέρει με την κάννη δυο απανωτά χτυπήματα στα πλευρά του Ελή.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος διπλός κρότος, κατι σαν "φλοπ", "φλοπ", και μονομιάς ο Ελής σωριάστηκε στο κατώφλι της πόρτας. Και πριν καλά-καλά προφτάσουν να αντιληφθούν οι άλλοι κρατούμενοι τι συνέβη, ακούστηκαν τα ουρλιαχτά ενός αξιωματικού, που είχε τρέξει εκεί κίτρινος σαν λεμόνι..." >>
..Πράγματι χαμηλά στα πλευρά βρήκαν την είσοδο δύο απανωτών βλημάτων που είχαν περάσει μέσα απο το θώρακα είχαν κόψει την αορτή στην περιοχή της καρδιάς και είχαν σταματήσει κάτω απο το δέρμα στην αριστερή μασχάλη του θύματος.


Ο ΝικηφόροςΜανδηλαράς ήταν Έλληνας νομικός, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδας. Είναι περισσότερο γνωστός σαν δικηγόρος υπερασπίσεως στη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε.
Γεννήθηκε στην Κόρωνο της Νάξου το 1928. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα ενώ παράλληλα εργαζόταν. Αφού τελείωσε τις σπουδές του εργάστηκε στο δικηγορικό γραφείο του Γ.Β.Μαγκάκη και αργότερα άνοιξε δικό του γραφείο. Μαζί με τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο και τον Σταύρο Κανελλόπουλο ίδρυσε την Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδος. Υπερασπίστηκε πολλές φορές πολίτες που διώκονταν για την πολιτική τους δράση και στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ανέλαβε την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Σχεδίαζε να πολιτευτεί με την Ένωση Κέντρου στις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες να διεξαχθούν τον Μάιο του 1967 και οι οποίες τελικά δεν έγιναν εξ αιτίας της επιβολής της δικτατορίας.
Λόγω της ανάμειξής του στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ως συνηγόρου υπεράσπισης και της πολιτικής του δράσης, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς κινδύνευε μετά την επιβολή της δικτατορίας. Έτσι στις 17 Μαΐου του 1967 επιβιβάστηκε κρυφά στο πλοίο VITA-R με σκοπό να διαφύγει στην Κύπρο. Πέντε ημέρες αργότερα όμως λιμενικοί βρήκαν το πτώμα του στην παραλία Γενναδίου της Ρόδου.
Κατά την εκδοχή των αρχών, ο καπετάνιος του πλοίου Πέτρος Πόταγας έριξε τον Μανδηλαρά στη θάλασσα με ένα σωσίβιο προκειμένου ο τελευταίος να κολυμπήσει ως την ακτή και να αποφύγει τη σύλληψη. Όμως ο δικηγόρος πηδώντας από το πλοίο, τραυματίστηκε στο κεφάλι και στη συνέχεια πνίγηκε και το πτώμα του ξεβράστηκε στην ακτή.
Υποστηρίζεται ωστόσο με βάση στοιχεία που υπάρχουν ότι ο Νικηφόρος Μανδηλαράς πρέπει να βγήκε στην ακτή όπου συνελήφθη και δολοφονήθηκε. Πρώτον ο Μανδήλαρας με τη σωματική διάπλαση που είχε ήταν απίθανο να τραυματιστεί πηδώντας από το πλοίο και να μην καταφέρει να κολυμπήσει μέχρι τη στεριά. Επίσης από φωτογραφίες του νεκρού Μανδηλαρά φαίνεται πως είχε δεχτεί χτυπήματα στο κεφάλι και είχε μια τρύπα στο στήθος. Ακόμα όταν βρέθηκε το πτώμα του έτρεχε αίμα από το αυτί του, κάτι που δε θα μπορούσε να συμβεί αν είχε πνιγεί. Η δε έκθεση των γιατρών που εξέτασαν τη σορό του δεν υπεβλήθη άμεσα αλλά αφού έφτασε από το εξωτερικό, λίγες μέρες αργότερα, ο ιατροδικαστής Καψάσκης.

O Διομήδης Κομνηνός (1956-1973) είναι τo πρώτo θύμα της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
 Η καταγωγή του ήταν από την Κύπρο, ενώ διέμενε στην οδό Λευκάδος 7. Προς τιμήν του το 9ο Δημοτικό Σχολείο Πετρούπολης ονομάστηκε "9ο Δημοτικό Σχολείο Πετρούπολης Διομήδης Κομνηνός".
Είχε περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου με ψηλούς βαθμούς μόλις πριν του θανάτου του.
Τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου 1973, αστυνομικές δυνάμεις ήρθαν αντιμέτωπες με εκατοντάδες διαδηλωτών που είχαν συγκεντρωθεί εντός και εκτός του προαυλίου του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων. Ο Κομνηνός ήταν μαθητής λυκείου μέσα στο Πολυτεχνείο, ενώ αργότερα ενώθηκε με άλλους μαθητές και φοιτητές στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνη και Αβέρωφ, μεταφέροντας τραυματίες. Τραυματίστηκε και ο ίδιος θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν, σκοπεύοντάς τον από απόσταση 10 μέτρων άνδρες της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές και τον γιατρό Αντώνη Κοντόπουλο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΕΕΣ και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (μετέπειτα Γενικό Κρατικό).

Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12:00 το μεσημέρι, στις 18/11/1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΕΕΣ (Γ΄ Σεπτεμβρίου) σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
Η κατάθεση του Μίμη Τραϊφόρου:
Όπως αναφέρει στην κατάθεσή του, "περί ώραν 2:15 της Κυριακής 18/11/1973 ευρισκόμουν εις το μπαλκόνι του σπιτιού μου επί της οδού Πατησίων και αντελήφθην έναν νεαρό άνδρα, ύψους περίπου 1,80 μ. με μακριά μαλλιά, να κατέρχεται την οδόν Στουρνάρη, ήσυχος και αδιάφορος. Καθώς είχεν φθάσει εις το μέσον της διασταυρώσεως των άνω οδών, φαίνεται ότι κάποιος από το Πολυτεχνείο του φώναξε κάτι, εγώ δεν άκουσα τίποτε, αλλά το συμπεραίνω, διότι τον είδα να επιταχύνη το βήμα του και στον τρίτο - τέταρτο βηματισμό του άκουσα δύο πυροβολισμούς. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο ανωτέρω αποβιώσας ωνομάζετο Μυρογιάννης, υιός θυρωρού, ο οποίος πήγαινε να επισκεφθή τον πατέρα του εις κάποιαν πολυκατοικίαν επί της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου. Ο πατέρας του επεσκέφθη την σύζυγόν μου, Σοφίαν Βέμπο, και της άφηκε μιαν φωτογραφίαν του νεκρού με αφιέρωσιν, εγώ έλειπα κατά την επίσκεψιν του ανωτέρω.
To μεσημέρι της 18 Νοέμβρη 1973, ο ταγματάρχης Ντερτιλής βρίσκεται με το υπηρεσιακό τζιπ έξω από την κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου. Απέναντι, Πατησίων και Στουρνάρα, οι αστυφύλακες χτυπούν ένα νεαρό, που προς στιγμήν τους ξεφεύγει. Ο Ντερτιλής βγάζει από το μπουφάν το περίστροφο και πυροβολεί.
«Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο», περιγράφει στην κατάθεσή του ένα χρόνο αργότερα ο οδηγός του Ντερτιλή - ο 21 ετών τότε Αντώνης Αγριτέλης - και συνεχίζει: «Μετά το φόνο ο Ντερτιλής σαν να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε στο τζιπ και χτυπώντας με στην πλάτη μου είπε: "Με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!"»...

Ο Ιάκωβος Κουμής (Σωτήρα Αμμοχώστου, 1956 - Αθήνα, 23-11-1980) ήταν Κύπριος φοιτητής της Νομικής που έπεσε θύμα άγριας επίθεσης από τα ΜΑΤ στις 16 Νοεμβρίου του 1980 κατά τη διάρκεια της πορείας για τον εορτασμό της επετείου της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η οποία οδήγησε στο θάνατό του. Σύμφωνα με μάρτυρες, ο Κουμής χτυπήθηκε πισώπλατα ενώ καθόταν σε καφενείο της περιοχής του Συντάγματος. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο κλινικά νεκρός και απεβίωσε μια εβδομάδα αργοτερα στις 23 Νοεμβρίου. Ο Ιταλός ιατροδικαστής Ντουράντε περιέγραψε ως αιτία θανάτου ένα καίριο πλήγμα αποκοπής του εγκεφάλου.
Εκείνη τη χρονιά η κυβέρνηση του Ράλλη είχε απαγορεύσει να φτάσει η πορεία στην Αμερικανική πρεσβεία και υποχρέωνε τους διαδηλωτές να διαλυθούν στο ύψος του Συντάγματος. Όταν μέρος της πορείας προσπάθησε να φτάσει στην πρεσβεία, η αστυνομία επιτέθηκε με πρωτοφανή βιαιότητα εναντίον των διαδηλωτών.
Την ίδια μέρα με τον Ιάκωβο Κουμή δολοφονήθηκε από χτυπήματα με γκλομπ και η 20χρονη εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου ενώ η αστυνομική καταστολή της πορείας άφησε πίσω και αρκετούς τραυματίες.
Για τους θανάτους διατάχτηκε ΕΔΕ που δεν κατέληξε σε κάποιο αποτέλεσμα.
Οι οικογένειες των νεκρών κατέθεσαν μηνύσεις αλλά δεν κανένας από τους δολοφόνους τους δεν βρέθηκε ποτέ.
Στη συζήτηση που έγινε σχετικά με τα γεγονότα στη βουλή, η πλειοψηφία των πολιτικών απέδωσε την ευθύνη στους διαδηλωτές, και ασχολήθηκε με τεχνικές λεπτομέρεις για τους ελιγμούς της αστυνομίας (πού και πώς η αστυνομία όφειλε να χτυπήσει τους διαδηλωτές), με ελάχιστες εξαιρέσεις να καταδικάζουν την αστυνομική βία όπως ο Ζίγδης. Ο τότε πρωθυπουργός,Γεώργιος Ράλλης δήλωσε: «Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων. Δεν κρατεί άνθη».

Η Σταματίνα Κανελλοπούλου ήταν εργάτρια που δολοφονήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1980 κατά τη διάρκεια της πορείας στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου έξω απ' το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όταν η πορεία επιχείρησε να σπάσει την απαγόρευση της αστυνομίας και να κινηθεί προς την Αμερικανική Πρεσβεία, κάτι που προκάλεσε επέμβαση των ΜΑΤ. Ήταν 21 χρονών.


Ο Μιχάλης Καλτεζάς (1970 - 17 Νοεμβρίου 1985) ήταν μαθητής που δολοφονήθηκε - εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην επέτειο εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1985. Ο 27 χρόνος τότε αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβόλησε τον Μιχάλη Καλτεζά στο πίσω μέρος του κεφαλιού από απόσταση είκοσι μέτρων καθώς ο νεαρός έτρεχε μαζί με άλλους διαδηλωτές προς την πλατεία Εξαρχείων.
Η πορεία ξεκίνησε και τελείωσε ομαλά χωρίς κανένα επεισόδιο αφού η περιφρούρησή της από τους διοργανωτές ήταν επιτυχής. Μετά το τέλος της πορείας και ενώ οι διαδηλωτές διαλύονταν σε κάποια ψησταριά των Εξαρχείων σταματά για φαγητό μια ομάδα ΜΑΤ. Από το σημείο περνά μια παρέα αναρχικών που ειρωνεύονται τους αστυνομικούς, ενώ την ίδια στιγμή καταφθάνουν συνάδελφοι των τελευταίων οι οποίοι περίμεναν σε σταθμευμένη κλούβα των ΜΑΤ. Εν τω μεταξύ πολλαπλασιάζονται και οι αναρχικοί που αρχίζουν να καταδιώκουν τους αστυνομικούς, με τα επεισόδια να εξαπλώνονται στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή, ομάδα διαδηλωτών συμπεριλαμβανομένου του Καλτεζά, βάζουν φωτιά με βόμβες μολότοφ στην κλούβα των ΜΑΤ στην οποία ήταν μέσα και ο Μελίστας. Μετά από αυτή την πράξη και ενώ οι διαδηλωτές αποχωρούν τρέχοντας προς την Πλατεία Εξαρχείων, στη διασταύρωση των οδών Στουρνάρη και Μπόταση, ο αστυνομικός Μελίστας πυροβολεί και σκοτώνει από πίσω τον Καλτεζά. Ασθενοφόρο τον μεταφέρει στον Ευαγγελισμό όπου διαπιστώνεται ο θάνατός του.

Ο Νίκος Τεμπονέρας(1954 - Πάτρα, 08 Ιανουαρίου 1991), ήταν μαθηματικός και εκπαιδευτικός αριστερών πεποιθήσεων και στέλεχος του Εργατικού Αντιιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ). Το όνομά του έγινε γνωστό στο πανελλήνιο, όταν δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1990-91.
Ο Νίκος Τεμπονέρας ήταν ο πρώτος νεκρός στη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων ενάντια στο νομοσχέδιο του τότε Υπουργού Παιδείας Βασίλειου Κοντογιαννόπουλου (θα ακολουθούσαν άλλοι τέσσερις στην Αθήνα από πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο κατάστημα Κ. Μαρούσης στη διάρκεια διαδήλωσης.
Δράστης της δολοφονίας ήταν ο Ιωάννης Καλαμπόκας, δημοτικός σύμβουλος της Ν.Δ στη Πατρα και πρόεδρος της τοπικής ΟΝΝΕΔ. Η δολοφονία έγινε στις 8 Ιανουαρίου 1991. Ο Καλαμπόκας χτύπησε θανάσιμα τον Τεμπονέρα με λοστό στο κεφάλι στη διάρκεια βίαιων επεισοδίων που σημειώθηκαν στο υπό κατάληψη Σχολικό Συγκρότημα 3ου & 7ου Γυμνασίου και Λυκείου Πάτρας στην πλατεία Βουδ. Οι ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ 'Κένταυροι και Ρέιντζερ' βαφτίζονται από την κυβέρνηση 'ομάδες αγανακτισμένων πολιτών με στόχο την ανακατάληψη των σχολείων που τελούσαν υπό κατάληψη. Ο Καλαμπόκας επικεφαλής των ομάδων αυτών μαζί με τους Μυλωνά, Σπίνο, Γραμματικα, Γραμματικόπουλο, με λοστούς και ρόπαλα επιχείρησαν να 'ανακαταλάβουν' το σχολείο και να σπάσουν τη κατάληψη, την οποία υποστήριζαν αρκετοί γονείς και καθηγητές, μεταξύ των οποίων και ο δολοφονηθείς Τεμπονέρας, ιδιαίτερα αγαπητός, σύμφωνα με τις μετέπειτα μαρτυρίες και καταθέσεις, στους μαθητές του.


Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Η μάχη του Μελιγαλά στον ... Πελοποννησιακό πόλεμο τον Σεπτέμβρη του 1944

Ο Μελιγαλάς και ο «μύθος» του

«Τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες» φώναζαν οι χρυσαυγίτες στην εκδήλωση στον Μελιγαλά που έγινε την περασμένη βδομάδα, Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου, για να τιμηθούν τα θύματα της Πηγάδας. Κρίμα που έλειπαν οι αριστεριστές για να φωνάξουν κι αυτοί με τη σειρά τους «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ» και να αναβιώσει το κλίμα της Μεταπολίτευσης. 
Η υπόθεση Μελιγαλά είναι βαθιά συνυφασμένη με τα πιο βαθιά τραύματα του Εμφυλίου και ταυτόχρονα ιδεολογικοποιημένη για πολιτική χρήση στο έπακρον. Ο ιστορικός Ιάσων Χανδρινός αναφερόμενος στην εποχή των συνθημάτων αφηγείται τα εξής ευτράπελα; «Αρχές της δεκαετίας του '80.
Το βάρος του "καυτού" εμφυλιακού παρελθόντος αισθητό και στα φοιτητικά αμφιθέατρα, όπου αντιπαρατίθενται από τη μια η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β' Πανελλαδική ή/και η εξέλιξή τους, οι Αριστερές Συσπειρώσεις και λοιπές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, και από την άλλη η τότε ταχέως αναπτυσσόμενη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ/ΟΝΝΕΔ, με Ρέιντζερς, Κένταυρους και λοιπές "ομάδες κρούσης".
Οταν οι πρώτοι έβριζαν τους δεύτερους "ΔΑΠίτες - Χίτες - Ταγματασφαλίτες", οι δεύτεροι, παραδόξως για την κοινή λογική, υιοθετούσαν το σύνθημα αυτό, για να τονίσουν αυτάρεσκα την ταυτότητα της "μαχητικής εθνικοφροσύνης", που οι πρώτοι τους απέδιδαν ως βρισιά και ως μομφή. Δηλαδή τα ΟΝΝΕΔόπουλα φώναζαν "Ζήτωσαν οι Χίτες, οι ταγματασφαλίτες, ζήτω η ΟΝΝΕΔ και οι ΔΑΠίτες", και τα τοιαύτα και έπαιρναν την απάντηση "ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς", σε μια ενδιαφέρουσα "γηπεδική" συνομιλία πάνω στην πρόσφατη (1982) απόφαση του ΠαΣοΚ να αναγνωρίσει επίσημα την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση».

Ο Μελιγαλάς προτού γίνει ιδεολογικός μύθος ένθεν κακείθεν ήταν ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Πελοπόννησο.
Οι Γερμανοί έχοντας οργανώσει και ενισχύσει παντοιοτρόπως τα φιλικά τους Τάγματα Ασφαλείας, που έκαναν τις βρώμικες δουλειές εναντίον των ΕΑΜμιτών, φεύγοντας άφησαν στις διοικήσεις τους την ευθύνη των περιοχών με τον φόβο των κομμουνιστών. Από την άλλη μεριά το ΕΑΜ θέλησε να ξεκαθαρίσει την περιοχή πριν από την έλευση της εξόριστης κυβέρνησης.
Ο Μελιγαλάς δεν διαλέχτηκε τυχαία για να γίνει θέατρο των εμφυλιοπολεμικών μαχών.
Με 3.000 περίπου κατοίκους ήταν έδρα των ιταλών καραμπινιέρων (1941-1943), αλλά και ενός τμήματος του γερμανικού στρατού (1943-1944). Εκεί είχε την έδρα του ένα από τα πιο ισχυρά τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας με 1.000 άνδρες στους οποίους είχαν προστεθεί κι άλλοι που ήρθαν, ένοπλοι αλλά και άμαχοι, κυνηγημένοι από την Καλαμάτα και τα γύρω χωριά.
Υπολογίζεται ότι την εποχή της μάχης το χωριό είχε 7.000 άτομα. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
(Η απελευθέρωσις της Ελλάδος και τα μετά ταύτην γεγονότα, έκδοση του Στρατού το 1973, που δεν κυκλοφορεί πια) όσο και με τον ιστορικό-δημοσιογράφο της περιοχής Πελοποννήσου Παντελή Μούτουλα (Πελοπόννησος 1940-1945, Βιβλιόραμα) επρόκειτο για μια κανονική μάχη δύο σχετικά ισοδύναμων στρατιωτικών τμημάτων, με παγίδες, επιμέρους επιθέσεις, περικυκλώσεις, νάρκες, διεισδύσεις κτλ.
Επειτα από μάχες τριών ημερών (14, 15, 16 Σεπτεμβρίου) οι ΕΑΜμίτες καταλαμβάνουν την πόλη του Μελιγαλά και ακολουθούν οι εκκαθαρίσεις στην αγορά Μπεζεστένι και κατόπιν στην περίφημη «Πηγάδα», η οποία «αποτέλει είδος φρέατος που είχεν ανορυχθεί δια την ύδρευσιν της κωμοπόλεως».
Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλλει ανάλογα με το ποιος τους μετράει. Το Ιστορικό Τμήμα του Στρατού τους ανεβάζει σε 2.000 άτομα. Ο «Σύλλογος Θυμάτων» τους θέλει λίγο λιγότερους, γύρω στους 1.144 (όλοι ενήλικοι άνδρες και 18 γυναίκες).
Το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάσκη, το 1945, ανακοίνωσε ότι ξέθαψε 708 πτώματα.
 Στο μνημείο είναι γραμμένα 787 ονόματα από 61 πόλεις και χωριά.
Η ΕΑΜική πλευρά μιλάει για πολύ μικρότερους αριθμούς, ο ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες», ενώ άλλοι υπολογίζουν ότι υπήρξαν 120 σκοτωμένοι στη μάχη και 280-350 εκτελεσμένοι στην Πηγάδα (Σπύρος Ξιάρχος, Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, Καλαμάτα, 1982).
Είναι φανερό ότι η σφαγή των αιχμαλώτων είχε ξεφύγει από το πλαίσιο μιας τακτικής, κανονικής μάχης. Τα συσσωρευμένα μίση, οι χρόνιες εμφύλιες διαμάχες και κυρίως ο αγώνας για τη μελλοντική εξουσία φούντωναν τα μίση και όπλιζαν τα χέρια. 
Οπως παραδέχεται και ο «Ριζοσπάστης», το αγριεμένο πλήθος ήταν εκτός εαυτού και με μαχαίρια και τσεκούρια προσπαθούσε να εκδικηθεί τους συνεργάτες των καταχτητών αλλά, ίσως, και να λύσει προσωπικές διαφορές. (Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, «Ριζοσπάστης», 11.9.2005).

Μετά το 1982 η επίσημη κυβέρνηση σταματά να παίρνει μέρος στις ετήσιες εκδηλώσεις για τον Μελιγαλά στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης που διακήρυξε το ΠαΣοΚ. Η διαμάχη γύρω από τον Μελιγαλά ατονεί. Η χώρα εισέρχεται στην Ευρώπη και πλέον υπάρχουν άλλες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές προτεραιότητες. Τα επόμενα χρόνια το μνημόσυνο για τα θύματα του Μελιγαλά διεξάγεται από τον «Σύλλογο θυμάτων», έχει χαρακτήρα οικογενειακό και τοπικό.
Σήμερα αυτοί που θυμούνται τον Μελιγαλά είναι νοσταλγοί του παρελθόντος, άνθρωποι που κρίνουν το σήμερα με ό,τι συνέβη πριν από μισό αιώνα. Τα φρικτά γεγονότα του Μελιγαλά είναι άγνωστα στη νέα γενιά και δεν θα μπορούσε κάποιος να τα εκτιμήσει σφαιρικά αν δεν τα τοποθετήσει στο πλαίσιο ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου που έδωσε θύματα και από τις δύο πλευρές. Η Ιστορία δεν ζητεί πια δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά κατανόηση. Τι έγινε και γιατί.


Επιστροφή στο παρελθόν
Από τους ταγματασφαλίτες στους χρυσαυγίτες
Στο εφετινό μνημόσυνο στον Μελιγαλά, παρουσία επτά βουλευτών της Χρυσής Αυγής, τα συνθήματα που ακούστηκαν πήγαιναν 30 χρόνια πίσω: «Τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες», «Αλήτες - φονιάδες -κομμουνιστές», «Τσεκούρι και φωτιά στα κόκκινα σκυλιά». Ο βουλευτής μάλιστα της Χρυσής Αυγής Η. Παναγιώταρος στην ομιλία του έκανε λόγο για «καινούργιους συμμορίτες, δεξιούς και αριστερούς» και είπε ότι τις επετείους όπως αυτή στον Μελιγαλά η Χρυσή Αυγή θα τις κάνει εθνικές εορτές, εάν ποτέ πάρουν την εξουσία.
Τα παιδιά της Χρυσής Αυγής έχοντας κρύψει το ναζιστικό και φασιστικό τους πιστεύω κάτω από τα μαξιλάρια τους, έχοντας ξεχάσει το πιστεύω στο δωδεκάθεο και τον αστρικό κύκλο, αφού προσηλυτίστηκαν με βιασύνη στην Ορθοδοξία, έπρεπε να εφεύρουν έναν ιδεολογικό στιβαρό πυρήνα. Ετσι αναζήτησαν ρίζες στη χούντα και τα ιδεολογικά της τερτίπια, κορυφαίο εκ των οποίων υπήρξε η Πηγάδα του Μελιγαλά.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αναδείξει την ιστορία του Μελιγαλά ως εμβληματικό σημείο αντιπαράθεσης με τον πάντα ελλοχεύοντα γι' αυτήν «κομμουνιστικό κίνδυνο». Από το 1953 ετελούντο στην περιοχή του Μελιγαλά ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης και μισαλλοδοξίας. Η χούντα θα αναβαθμίσει τον εορτασμό. Ο χουντικός υπουργός Αθλητισμού (!) Ασλανίδης θα διαμορφώσει τον χώρο των εκτελέσεων (μάντρες, πάρκινγκ κ.ά.) και θα γιορτάζει πλέον με επισημότητα την επέτειο. Τις εκδηλώσεις θα τιμήσουν διά της παρουσίας τους το 1967 ο Παττακός, το 1968 ο «αντιβασιλέας» Ζωιτάκης, ενώ κατεβαίνουν οργανωμένα στην κάθε επέτειο μαθητές, στρατιώτες και «προσκυνητές» - όπως θα γράψει τοπική εφημερίδα - από άλλους ελλαδικούς τόπους.

ΠΗΓΗ ΤΟ ΒΗΜΑ

Η μάχη του Μελιγαλά στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013