Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ: Βουνά στο σχήμα του ουρανού


Γράφει ο Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Επτά Ημέρες της Καθημερινής (22 Μαίου 2005)

Όσοι γνωρίσαμε την οροσειρά της Πίνδου έχουμε μαγευτεί από την άγρια ομορφιά της φύσης της και έχουμε συγκινηθεί από την ηρωική της ιστορία. Άλλοι τη γνωρίσαμε από κοντά σαν πεζοπόροι φυσιολάτρες και άλλοι νοερά μέσα από διηγήσεις και εικόνες. Από το συνολικό όγκο της Πίνδου ίσως  λιγότερο γνωστό είναι το νότιο τμήμα της, τα χιονοσκέπαστα τους περισσότερους μήνες του χρόνου Τζουμέρκα με τα παραδοσιακά χωριά τους, την ξεχωριστή πετρόχτιστη λαϊκή αρχιτεκτονική των σπιτιών τους, τον κτηνοτροφικό βίο των κατοίκων τους, τη μακραίωνη και βαθιά ριζωμένη πολιτιστική κληρονομιά. Ο ορεινός αυτός όγκος, πέρα από τη συνηθισμένη και πιο γνωστή ονομασία Τζουμέρκα, κράτησε από την αρχαία εποχή την ονομασία Αθαμανικά Όρη, παλιά όσο και οι καιροί όπου το τραχύ και ορεσίβιο φύλο των Αθαμάνων ανέβηκε στα βουνά αφήνοντας τον Θεσσαλικό κάμπο στους Λαπίθες. Τα Τζουμέρκα ορίζονται ανάμεσα στις κοίτες των αδελφών  ποταμών στην αρχαιότητα, του Αράχθου στα δυτικά και του «αργυροδίνη μέγα ποταμού» Αχελώου στα ανατολικά.
Εντοπίζεται, δηλαδή, το γεωγραφικό στίγμα της περιοχής των Τζουμέρκων ανάμεσα στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στον νομό Τρικάλων και στο νομό Ιωαννίνων. Κατέχει το βορειότερο τμήμα του νομού Άρτας όπου ανήκουν οι δήμοι Αθαμανίας και Αγνάντων και οι κοινότητες Μελισσουργών και Θεοδώριανων και ένα τμήμα του νομού Ιωαννίνων με τους δήμους Πραμάντων, Δυτικών Τζουμέρκων, Κατσανοχωρίων και τις ιστορικές κοινότητες Συρράκου, Καλαρρυτών και Ματσουκίου.
Επιβεβλημένο να αναφέρουμε ευθύς εξαρχής τη μεγάλη σημασία του Συρράκου και των Καλαρρυτών για την εξαίσια αρχιτεκτονική των πετρόχτιστων σπιτιών τους, για τα περίφημα εργαστήρια αργροχρυσοχοϊας τους, που εφοδίαζαν τον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια με αριστουργήματα της μικροτεχνίας, για την οικονομία και το εμπόριο των ξενιτημένων μέχρι τη Ρωσία, για τις μεγάλες προσωπικότητες που εξέθρεψαν, με κορυφαίο τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη στην πολιτική και τον Κώστα Κρυστάλλη στην ποίηση.

Πεζοπόροι νοσταλγοί
Θα σταθούμε, πρώτα, να αγναντέψουμε τις πιο ψηλές κορυφές των Τζουμέρκων: την Κακαρδίτσα (2429 μ.), το Καταφίδι (2393 μ), το Αγκάθι (2392 μ), τη Σκλάβα (2087 μ), τη Σπηλιά (1932μ), και τον Σταυρό (1390 μ), και, κάτω χαμηλά, τους παραπόταμους του Αράχθου: το ρέμα της Κρανιάς, τον Μελισσουργιώτικο και τον Καλαρρυτινό και, από την άλλη μεριά, τον Χίστρα του Αχελώου.
Θα ανεβούμε ύστερα , στα πυκνά ελατοδάση, με το βλέμμα θα ακολουθήσουμε τους αγέρωχους αετούς στο πέταγμά τους και θα σταθούμε στη Φούρκα, να απλώσουμε ολόγυρα τη ματιά μας στις χιονοσκέπαστες κορφές. Θα περπατήσουμε τα στενά δρομάκια στα Πράμαντα και στα Άγναντα, και θα ανταλλάξουμε χαιρετισμό με τους κατοίκους στους Μελισσουργούς και στους Κτιστάδες. Θα περπατήσουμε μέχρι τους καταρράκτες στο ομώνυμο χωριό, και θα τιμήσουμε ένα φλιτζάνι καφέ με το πατροπαράδοτο γλυκό του κουταλιού στα Λεπιανά, έπειτα θα κουβεντιάσουμε με τους μικροκτηνοτρόφους της Ράμιας πριν, στρεφόμενοι δυτικότερα, περάσουμε από την Κυψέλη με το λαογραφικό μουσείο και μέσα από πυκνό ελατοδάσος πάμε να απολαύσουμε την απαράμιλλη αρχιτεκτονική στο πλούσιο από ιστορία Βουργαρέλι και, τραβώντας νοτιότερα τα τώρα, να γνωρίσουμε το Αθαμάνιο και τα Τερπνά.

Τότε πια θα τραβήξουμε ανατολικότερα και θα διανυκτερεύσουμε στα μοναχικά και περίκλειστα Θεοδώριανα – αν όχι για άλλο λόγο, παρά για να ακούμε στην καλοκαιριάτικη ολονυχτία τα κουδούνια και να γυρίσουμε νοερά πίσω στις «ποιμενικές εποχές», που οι ορεινοί των Τζουμέρκων μετρούσαν τις μέρες και τις νύχτες στις χάντρες των κομπολογιών  και τραγουδούσαν την αγάπη τους για τη Φύση και τον έρωτα για τη γυναίκα με τις καλαμένιες φλογέρες.
Στις παλιότερες εποχές, τους μήνες που τα πάντα σκέπαζε πυκνό το χιόνι, οι Τζουμερκιώτες κατέβαιναν χαμηλότερα πεζοπορώντας νυχτοήμερα μέσα από χαράδρες κι από μονοπάτια με τα γιδοπρόβατά τους, κοπάδια μικρά ή μεγάλα. Προορισμός τους τα ακαρνανικά βοσκοτόπια του Ξηρόμερου, καθώς είχαν αναπτύξει με τους Ξηρομερίτες στενές σχέσεις φιλίας, φιλοξενίας, συχνά και συγγένειας.
Σήμερα οι μετακινήσεις των κοπαδιών είναι ευκολότερες, με τα φορτηγά, χρειάζεται πολύ λιγότερος χρόνος. Η πολυήμερη πορεία με τα άλογα και τις φλοκάτες και τα σκυλιά, τα δύσκολα περάσματα, ο ιδρώτας, ο πόνος και η αγωνία, αλλά και η ομορφιά της ταύτισης της ζωής με τη Φύση, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Μένουν πίσω οι φωτογραφίες του Μπαλάφα, του Τλούπα, του Βερτόδουλου, του Μπουασονά, σε φωτογραφικά λευκώματα και συλλογές, να δείχνουν ρομαντική στους Νεοέλληνες μια ζωή που ήταν σκληρή από την ίδια της τη φύση.
Μιλώντας για δύσκολα περάσματα, θυμηθήκαμε ξανά, τα μεγάλα ποτάμια Αχελώο και Άραχθο, τους παραπόταμους να εμπλουτίζουν με πολλά νερά καθώς λιώνουν τα χιόνια, αλλά και τα μικρότερα ποτάμια και ρέματα. Τα ποτάμια συνειρμικά μας παραπέμπουν στα γεφύρια. Και έχει πολλά η περιοχή των Τζουμέρκων. Γεφύρια απλά πετρόχτιστα, με τον παραδοσιακό τρόπο, συνηθισμένα αλλά και φημισμένα. Απλά καταγράφουμε εδώ μερικά, τα πιο γνωστά και πιο πολυσύχναστα: το γεφύρι στην Άνω Καλεντίνη, στον Μεσόπυργο, στα Θεοδώριανα, στους Μελισσουργούς, στη Σγάρα του Καταρράκτη, στο Βουργαρέλι. Κορυφαίο και από τα ιστορικότερα σε όλη την Ήπειρο, το γεφύρι της Πλάκας. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα μονότοξα γεφύρια στα Βαλκάνια. Κάτω από το πέτρινο τόξο του κυλάει ο Άραχθος, ανάμεσα στα Τζουμέρκα και στο Ξεροβούνι.

Τζουμερκιώτες
(Το Συρράκο, ένα από τα Βλαχοχώρια των Τζουμέρκων, σοφά απλωμένο στην πλαγιά του Περιστεριού, τέλεια π(ροσαρμοσμένο στο τοπίο, μαστορικά οικοδομημένο από ντόπιους τεχνίτες με υλικά του τόπου. Η ιστορική κοινότητα, χτισμένη σε υψόμετρο 1150 μ.. γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη από τις αρχές του 18ου αιώνα. (φωτ.: Βασίλης Γκανιάτσας)




Πέρα από τον παραδοσιακό κτηνοτροφικό και αγροτικό βίο των ορεινών χωριών των Τζουμέρκων δύο στοιχεία χρωματίζουν και νοηματίζουν την ιστορική, καλλιτεχνική και φιλόθρησκη πορεία των κατοίκων. Το πρώτο είναι η λαϊκή και απλή αρχιτεκτονική, που είναι αισθητή με την πρώτη ματιά. Πετράδες και πελεκάνοι Τζουμερκιώτες έχουν βα΄λει τη σφραγίδα τους από τα πιο απλά και λιτά σπίτια του Αθαμανίου μέχρι τα περίτεχνα αρχοντικά στο Βουργαρέλι, το Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Ξενιτεμένοι οι παλιότεροι Τζουμερκιώτες στις βορειότερες χώρες των Βαλακανίων και μέχρι τη Ρωσία και τον Εύξεινο Πόντο, γύριζαν οι ίδιοι πίσω με παράδες, ή έστελναν στους δικούς τους, και ύψωναν πετρόχτιστες κατοικίες, συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον ποιος έχει ψηλότερο σπίτι, με περισσότερα δωμάτια και τζάκια, με σκάλες και με σιδερένιες κουπαστές, με μπαλκόνια με σκαλιστά φουρούσια, με βαριές ξύλινες εξώπορτες.
Μιλώντας για τους ανθρώπους και για το φυσικό και δομημένο περιβάλλον αναφερόμαστε σε μια ενιαία ανθρωπογεωγραφική ενότητα της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων. 
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα ως σήμερα η κτηνοτροφία. Αλλά από τα επαγγέλματα που καταξίωσαν τον τόπο έμεινε μόνο η θύμηση της τέχνης τους και της προσφοράς τους.

(Πέτρινο καλντερίμι στο χωριό Καλαρρύτες. Η λαϊκή αρχιτεκτονική εκπλήσσει και γοητεύει με την πρώτη ματιά, ενώ ταυτόχρονα παραδίδει παθήματα αρμονικής λειτουργικής και αισθητικής συνύπαρξης δομημένου χώρου και φυσικού περιβαλλοντος – φωτ.: Βασίλης Συκάς)

Δεν θα απαντήσουμε σήμερα τους περίφημους «καπάδες», που προμήθευαν τις αγορές της Ανατολής και της Δύσης (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Οδησσό, Τεργέστη, Νεάπολη, Βιέννη και Μασσαλία) με τις ονομαστές χειροποίητες κάπες – χοντρούς μάλλινους επενδύτες- για τα ναυτικά πληρώματα της Αδριατικής και της Μεσογείου μα και το στρατό του Ναπολέοντα. Δεν θα συναντήσουμε τους ράφτες, τους ξακουστούς «τερζήδες», που κοσμούσαν με κεντίδια παραδοσιακές φορεσιές που κυκλοφορούσαν σε όλα τα Βαλκάνια. Δεν θα βρούμε τους μαστόρους της πέτρας, τους επιτήδειους «πελεκάνους», που πελεκούσαν με μαστοριά  την γκρίζα ψαμμόπετρα χτίζοντας και κεντώντας κυριολεκτικά με το κοπίδι, το σφυρί και το βελόνι. Δεν θα βρούμε τους ξυλογλύπτες – ταγιαδόρους, που σκάλιζαν τα περίτεχνα τέμπλα των εκκλησιών και των μοναστηριών, τις μπακλαβαδωτές οροφές των αρχοντικών. Τις συντεχνίες και τα «σινάφια» θα τις βρει ο σημερινός ιστορικός της έρευνας στα διάφορα δημόσια και ιδιωτικά αρχεία. Κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι και ιδρύματα δημοσιεύουν κατά καιρούς φωτογραφίες των αλλοτινών χρόνων μιας ανθούσας και δημιουργικής κοινωνίας των Τζουμερκιωτών που πλέον δεν υπάρχει.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Όλοι μάστορες εδώ, μάστορας κι εγώ . . .


Του Σπύρου Μαντά (Εκπαιδευτικού) στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής (Κυριακή 22 Μαϊου 2005)

Το φαινόμενο των πλανόδιων τεχνιτών της Ηπείρου, γνωστό από πολύ παλιά, έχει αναλυθεί – οι αιτίες, οι συνέπειες του κατ’ επανάληψη. Περίπτωση πιο χαρακτηριστική ανάμεσά τους, που έγραψε ιστορία, προκρίνεται αυτή των περιφερόμενων πετράδων των Κουδαραίων!
Λάκκα του Σαραντάπορου στην Κόνιτσα, Ζιουπάνια κι άλλα της Ανασελίτσας, Περίχωρα της Κορυτσάς (Κολώνια – Βυθούκι – Όπαρη), Χουλιαροχώρια και Τζουμέρκα, είναι τα μέρη που δώσανε τις φάρες των μαστόρων, μήτρες των πελεκάνων, των χτιστών, των νταμαρτζήδων, των ασβεστάδων της Πίνδου.
Αθέατα στα ανυποψίαστα βλέμματα, όλα τους στην ορεινή ζώνη, οικονομικά κλειστά, εσωστρεφή κοινωνικά, αποτελούσαν για αιώνες τις αφετηρίες των πετράδων για τα κοντινά ή πολύχρονα ταξίδια τους.
Ξεκινούσαν την Άνοιξη. Οργανωμένοι σε παρέες δουλειάς, όργωναν, πεζοπορώντας ή πάνω σε μουλάρια, όχι μόνο τη σημερινή Ελλάδα, αλλά κάθε γωνιά της Βαλκανικής. Πήγανε κι ακόμα παραέξω, Περσία, Σουδάν, παλιά Ζιμπάμπουε, Αιθιοπία! Χτίζανε εκκλησιές και τζαμιά, εξαγωνικά καμπαναριά, μιναρέδες, σαράγια των αξιωματούχων Τούρκων ή αρχοντικά των πραματευτάδων Ρωμιών, κάστρα, κούλες, μύλους, χάνια, γεφύρια.

Πρώτα ήμουν μαστοροπαίδι
Λέγομαι Γιώργος Χριστοδούλου. Γεννήθηκα το 1911 στα Άγναντα. Το χωριό, παλιά, είχε πολλούς μαστόρους. Ήταν φτώχεια τότες και γένονταν όλοι μαστόροι.
Εγώ είχα δική μου ομάδα και ταξίδευα. Άρχισα απ’ το Καρπενήσι, το 1928. Είχε δουλειά εκεί. Και μέσα στο Καρπενήσι και έξω στα χωριά. Φτιάχναμαν οικοδομές, σπίτι. Και εκκλησίες φτιάχναμαν. Όλα πέτρινα.
Πρώτα ήμουν μαστοροπαίδι. Δούλεψα μια χρονιά στα ζώα. Βοηθός, μάθαινα. Μετά πήγαμαν και φτιάξαμαν ένα γυμνάσιο. Εκεί πελέκαγα λιθάρια. Ήταν κάποιος θείος μου επικεφαλής, Κώστας Πριτσιβέλης με τ’ όνομα.
Έγινα ύστερα πρωτομάστορας. Είχα δικιά μου ομάδα. Έπαιρνα μαζί μου, αναλόγως τις δουλειές, πέντε, οκτώ άτομα. Πρωτομάστορας! Κανόνιζα δηλαδή τη δουλειά. Συμφωνούσαμαν απ’ το Φθινόπωρο. Τα λεφτά όμως τα παίρναμαν όμοια. Παίρναν και τα ζώα μεροκάματο.
Πηγαίναμαν με τα μουλάρια τότες, ποδαρόδρομο. Περπατούσαμαν πέντε μέρες:
Να  κατεβούνε στην Άρτα, μετά Αμφιλοχία, να πάρουμε το δρόμο πάνω, να πάμε στο Καρπενήσι. Άλλοι πήγαιναν πιο μακριά. Ξεκινούσαμαν το Μάρτιο μήνα και τον Οκτώβριο τέλειωνε. Γυρίζαμαν. Το χειμώνα στο χωριό.
Στα ξένα δουλεύαμαν όλη μέρα. Σφυριά, μυστριά, κοπίδια, ματρακάδες, ζύγια, χτενιές! Καθόμασταν κάτω απ’ έναν ίσκιο και πελεκούσαμαν. Άλλοι χτίζανε. Έμπαινε ένας μέσα απ’ τον τοίχο, ο άλλος έξω, δυο – δυο, ζευγάρια. Ο μέσα δεν ήταν καλός, μάθαινε. Ο έξω πάντα ήταν καλύτερος. Οι πελεκάνοι κάναν και τις γωνιές τ’ αγκωνάρια. Τσιμέντα δεν βάζαμαν τότες. Μόνο πέτρες μ’ ασβέστη. Τις βγάζαμαν τις πέτρες απ’ τα νταμάρια με δυναμίτη, με λοστάρια. Τις κουβάλαγαν με μουλάρια τα παιδιά. Για τον ασβέστη ήταν άνθρωποι που ήξεραν κι έφτιαχναν καμίνια.
Δύσκολη δουλειά, κούραση. Μέναμαν κι έξω. Από φαγητό; Φτιάχναμαν μοναχοί μας. Άλλοι τρώγανε, κι άλλοι … Σκέτη ταλαιπωρία! Όσο για τα λεφτά, ένας καλός μάστορας, την εποχή εκείνη, ερχόταν, γύριζε στο χωριό, με 14.000 καθαρές στην τσέπη. Αυτά ήταν, για να περάσει όλη τη χρονιά. Την αγαπούσα όμως τη δουλειά. Αυτήν είχα μάθει, αυτήν αγαπούσα  

Φάε απ’ άσπρη … πέτρα!
Είμαι το 1913 γεννηθείς. Με λένε Αντρέα Λάμπρο. Γεννήθηκα εδώ, στη Γκούρα, Βαπτιστής σήμερα. Όλοι μάστορες εδώ, μάστορας κι εγώ.
Δεν γνώρισα πατέρα. Ο πατέρας μου δούλευε στου Κωνσταντινίδη, παν’ στο Δεμάτι. Φτιάχναν μια εκκλησιά. Τι έγινε εκεί; Τον έφεραν πάνω στο σανίδι κι έτρεχε το αίμα ποτάμι! Λένε πως έπεσε απ’ τη σκαλωσιά. Ποιος ξέρει; Ήταν 48 χρονών. Δεν είχα κλείσει χρόνο.
Τι τράβαγαν οι άνθρωποι τότε! Σληραγωγία! Πιο πολύ τα παιδιά! Μικρός δούλευα εκεί που φτιάχναν τη σχολή της Βελλάς. Επικεφαλής ο Αντων Κωνσταντινίδης. Δούλευαν πολλοί οι περισσότεροι απ’ υους Χουλιαράδες. Έστεκε εκειπέρα ο Σπυρίδων, ο μητροπολίτης. Είχε μια καρέκλα, κάθοταν και κοίταζε.
Εμεις τα παιδιά κουβαλούσαμαν τις πέτρες. Εγώ είχα τέσσερα μουλάρια. Έκανα δεκατρεις στράτες τη μέρα. Απ’ εκεί που ρέει το κεφάλι απ’ το ποτάμι. Εκεί ήταν τα μαντέμια. Δεκατρείς στράτες έπρεπε τη μέρα. Είχε μετρήσει αυτός ο Κωνσταντινίδης.
Βάζαμαν με τις τριχιές τις σανίδες. Στέκονταν στο σαμάρι. Μια πέτρα απ’ εδώ, κι άλλη, έβαζες ένα μισοσάμαρο που λένε, έπαιρνε την άλλη. Το φορτωτήρα να μη γυρίσει το σαμάρι, έβαζες κι απ’ την άλλη. Φόρτωνες εκατό οκάδες! Ήταν κι αυτά τα μουλάρια! Τα ‘πιανε η μύγα, πέφταν οι σανίδες και … δώστου. Όταν πάενες, ήταν εκεί ο Κωνσταντινίδης, σου ‘κανε παρατήρηση άμα είχες αλαφρύ το μουλαροφόρτι…Μόνο μάλωναν; Κόντευες να φας και κατακεφαλιά και μπάτσους. Αλλά έτσι ήτουνε η δουλειά.
Εκμεταλλεύονταν τότε τα παιδιά. Πολύ! Και που να βρεις δικαιοσύνη; Πόσο έπαιρνα εγώ τότε; Όμοια εγώ, όμοια και το μουλάρι! Κι από φαϊ; Με σήκωνε αυτός ο Κωνσταντινίδης, με σήκωνε πρωϊ και καθάριζα πατάτες. Κάτι πατατούλες…να, να φάνε οι μαστόροι. Ή έτρωγαν ελιές και φασολάδα. Εμάς στα παιδιά άστα! Μας δίνανε και … κοπίδες! Φάε απ’ άσπρη … πέτρα! Για να φαίνεται ότι τρώμε τυρί, να βλέπουν οι περαστικοί!
Μεγάλωσα. Δεν έμαθα πελέκι, αλλά πήγαινα δουλειά – στους Μελιγκούς, στα Λέλοβα, στην Πρέβεζα, στη Λάκκα Σούλι, αλλά και πάνω στη Μακεδονία. Τώρα, όμως έτρωγα πρέντζα! Βάζαν σ΄ ένα βαρέλι ξινόγαλο, ρίχνανε νερό, αλάτι, και με ψωμί τάϊζαν τους μαστόρους. Γκαβώσαμε απ’ το πολύ τ’ αλάτι. Που να στήσουν το ράμμα οι μαστόροι…

Τριάντα τρία χρόνια αρχιμάστορας
Μένα με λένε Σπύρο Γιαννάκη. Έχω γεννηθεί εδώ, στη Κουσοβίτσα, το 1908! Κτιστάδες το λένε τώρα. Είχε πολύ καλούς μαστόρους, γι’ αυτό πήρε τ’ όνομα. Μόνο γυναίκες μένανε ‘δω τότε. Προ του 1920, δεν υπήρχε μεροκάματο πουθενά. Ήταν απέναντι, παλιά η Τουρκία. Φεύγαμαν όλοι μαστόροι.
Πιο πολύ πηγαίναμαν στο Καρπενήσι. Είχανε πολλούς Αμερικάνους εκεί! Παέναμαν και Βάλτο. Και Πελοπόννησο, αργιά όμως. Φτιάχναμαν σπίτια, σχολεία, εκκλησιές.
Εγώ, πιο πολύ σε εκκλησία δούλεψα. Έφτιαξα καμιά δεκαριά! Έμαθα, ήτουνε ο πατέρας μου μα΄στορας. Δημήτρης Γιαννάκη τον λέγανε. Κι ο πατέρας από τον παππού, το Σπύρο. Θυμάμαι, Βουτύρ λέγανε το χωριό, έξω από το Καρπενήσι, που πρωτοπήγα. Έφτιαχνε εκεί εκκλησιά ο Γιώργη Καλύβας. Αυτός έκανε κουμάντο. Είχε τριάντα, τριάντα δύο άτομα προσωπικό. Μεγάλη εκκλησιά. Όλοι οι μαστόροι ήταν από ‘δω, ντόπιοι, χωριανοί. Ήταν το ’27, το ’28! Δεν πελέκαγα βέβαια τότε. Μετά άρχισα το πελέκι.
Και γιοφύρια φτιάχναμαν. Εγώ έφτιαξα στο Καλεσμένο. Πέτρινο με καμάρα. Να περάσουν απάνω, πλάτος ενάμισι με δύο μέτρα, κόσμος. Εκεί ήτουνε κάποιος Οδυσσέας Μπιτχαβάς που ‘κανε πρωτομάστορας. Αυτή η χρονιά ήτουνε το ΄26.
Να, κοίτα τη φωτογραφία! Εδώ δουλεύω στο μοναστήρι Προυσσού. Έφτιαχνα ένα καμπαναριό και κάτι άλλες δουλειές, καμάρες όπως λέμε μεις, με θόλους. Μαζί με άλλους. Είχα τρεις τέσσερις παρέα. Κουμάντο έκανα πια εγώ. Ναι! Τριάντα τρία χρόνια αρχιμάστορας.
Να και στην άλλη φωτογραφία. Κοίτα! Είναι στο Στένωμα, στο χωριό απέναντι απ’ τη Βήνιανη, στον πάτο το Βελούχι. Βγάλαμε τη φωτογραφία 26 Ιούλη, της Αγίας Παρασκευής. Κάναν πανηγύρι στο χωριό. Το 1928 αυτό. Εγώ, είμαι αυτός. Τούτος Δήμο Θεοχάρης. Και οι άλλοι χωριανοί είναι. Χρήστο Λένης, Βασίλη Μπιτχαβάς.
Δύσκολα χρόνια… Πώς να σου πω. Με μεγάλες οικονομίες. Δεν φτάνανε. Δηλαδής ο κόσμος πέρναγε δυστυχισμένα

Όλα τέλειωσαν
Κόπηκε η κλωστή με την έναρξη του μεγάλου πολέμου. Όταν, δέκα χρόνια αργότερα, τα πράγματα ησύχασαν, τα παιδιά των Κουδαραίων, όσοι δεν είχαν γίνει δάσκαλοι, συνέχισαν το πατροπαράδοτο επάγγελμα, παλεύοντας στις  πόλεις με άλλα υλικά.
Κανονικά όλοι τους πια θα ‘πρεπε να νιώθουν ευχαριστημένοι. Και πραγματικά, έτσι δήλωναν. Μόνο που τους ηλικιωμένους Κουδαραίους – στριμωγμένοι τούτοι στα καφενεία των έρημων χωριών – τους άκουγες συχνά να μουρμουρίζουν για κάτι τρύπιες πέτρες και … αλεύρι απ΄τον Βόλο! Έτσι αποκαλούσαν, πότε κοροϊδεύοντας και πότε θυμωμένα, τα τούβλα και το κουρασάνι της νέας εποχής, το τσιμέντο.  



Το καμπαναριό του Αγίου Βησσαρίωνα στη  Φιλιππιάδα της Πρέβεζας,  έργο του πρωτομάστορα Βασίλη Γεωργάκη.

















Το Δίλοφο στο Ζαγόρι 

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Το να γεφυρωθεί ο Άραχθος με μονότοξο γεφύρι δεν ήταν κατόρθωμα, ήταν θαύμα!


Άρθρο του Σπύρου Μαντά στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής (Κυριακή 22 Μαΐου 2005)

Μια φορά κι έναν καιρό, στα Τζουμέρκα του 1863, κάτω απ’ τον συνοικισμό των Ραφταναίων Πλάκα …
Εκείνη η ημέρα, αν και καλοκαίρι, και μουντή ήταν – πήγαινε να βρέξει – και τραγική στο τέλος αποδείχτηκε. Πλησίαζε πια μεσημέρι και η σιωπή σιγά σιγά, επανερχόταν στον χώρο, που λίγες ώρες πριν για άλλα είχε ξεκινήσει. Μόνο ο Άραχθος θορυβούσε αλλιώτικα. Για να ξαναβρεί το δρόμο του, έσπρωχνε τις πέτρες του γκρεμισμένου γεφυριού, διέλυε τον ασβέστη, παραμέριζε ξύλα και χώματα.
Όλοι, χωρικοί και επίσημοι, είχαν πια επιστρέψει στα σπίτια τους.
Ο μαστρο-Γιώργος, όμως, ο πρωτομάστορας, αυτός που είχε αναλάβει να στεργιώσει το γεφύρι της Πλάκας κείτονταν  κατάχαμα, με το κεφάλι μεσ’ τις χούφτες και τα μάτια κλειστά, ανήμπορος να πιστέψει αυτό που είχε δει. Οι άλλοι μαστόροι, απόμερα, δεν έβγαζαν κουβέντα, τα κουδαρόπουλα έκλαιγαν, κι ο μαστρο-Κώστας ο Μπέκας, με λέξεις παρηγοριάς, καλόπιανε τον μαστρο-Γιώργη, προσπαθώντας να τον πείσει ν’ ανέβουν στο μουλάρι, να φύγουν για την Πράμαντα.

Καταισχύνη και ταπείνωσις
Τι είχε συμβεί; « … κατά το θέρος η μεγάλη γέφυρα κατασκευάσθη. Οι στηρίζοντες αυτή τύποι και ικριώματα αφαιρέθησαν. Προς στιγμή δε οι συγκεντρωθέντες χωρικοί την εκαμάρωναν. Αλλ’ όμως καθ’ ην ώραν υπό των εκπροσώπων των χωριών παρετίθετο εις τους μαστόρους γεύμα, εκκωφαντικός κρότος, σείσας τα πέριξ, επεσφράγισε  την καταστοφήν. Η νέα γέφυρα είχε μετατραπεί εις σωρόν λίθων. Το γεύμα διελύθη. Η έκπληξις μετετράπη εις απογοήτευσιν. Απελπισία αφάνταστος κατέλαβε τους πάντες, καταισχύνη δε και ταπείνωσις τους μαστόρους δια το ρεζιλίκι…»
Αυτή, δυστυχώς, ήταν η κατάληξη μιας μεγάλης για την εποχή προσπάθειας, που στοίχισε κόπο πολύ και από χρήματα χιλιάδες γρόσια. Προσπαθούσαν οι Τζουμερκιώτες να ξαναφτιάξουν το γεφύρι, όταν το παλιό, πριν τρία χρόνια, είχε κοπεί από το δυνατό φέρμα του Αράχθου. Αλλά …
Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Στην πρόσκληση για το χτίσιμο του μοιραίου γεφυριού είχαν ανταποκριθεί, τότε, πέντε πρωτομάστοροι, κιοπρουλήδες. Κατάγονταν, αντίστοιχα από Ραφταναίους, Άγναντα, Σκλούπο, Κόνιτσα και Πράμαντα.
Προκρίθηκαν, αναλαμβάνοντας μαζί το έργο, ο μαστρο-Γιώργης απ’ την Κόνιτσα και ο μάστρο-Κώστας από Πράμαντα. Διαφώνησαν όμως στην κατάστρωση του τελικού σχεδίου: Ο μαστρο-Γιώργης ήθελε το γεφύρι αμπασωτό, με χαμηλωμένο τόξο, ενώ ο μαστρο-Κώστας το προτιμούσε στο μιρκέζι, ημικύκλιο, παρ’ όλο που έτσι θα σηκωνότανε πολύ ψηλά. Στη συνέλευση, για λόγους κόστους, προτιμήθηκε ο μαστρο-Γιώργης, βάρυνε η γνώμη του Γιάννη Λούλη που είχε βάλει τα λεφτά. Τα πράγματα όμως, τα είπαμε, εξελίχτηκαν άσχημα!

Αψηφώντας τη βαρύτητα    
Τρεις χρόνους άντεξαν οι Τζουμερκιώτες χωρίς γεφύρι, αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο. Μάζεψαν πάλι χρήματα και ξεκίνησαν νέα προσπάθεια. Άλλωστε πάντα πίστευαν πως «…γεοφύρι θα φκιάσεις, αν κάμεις αυτό το καλό»!
Ο Κώστας ο Μπέκας, μοναδικός διεκδικητής στη νέα ανάθεση – οι άλλοι το φοβήθηκαν – ρίχτηκε με πείσμα στη δουλειά. Του δινόταν τώρα η ευκαιρία να αποδείξει το δίκιο του αναδρομικά. Εξαντλημένοι οικονομικά τα Τζουμερκοχώρια, σ’ αυτόν είχαν εναποθέσει τις ύστατες ελπίδες τους. Το πάλεψε λοιπόν σκληρά ο Μπέκας τρεις ολάκερους μήνες και επιτέλους, Σεπτέμβρη του 1866, παρέδωσε στα Τζουμέρκα, και στην …ιστορία, ένα γεφύρι κόσμημα, ένα γεφύρι που το τεράστιο τόξο του αψηφούσε νόμους και βαρύτητα. Τα είχε καταφέρει!
Τα Τζουμέρκα είχαν πια το γεφύρι τους και καμαρώνανε, το ίδιο κι ο κιοπρουλής ο Κώστας Μπέκας. Τόσα γεφύρια είχε κτίσει – στο Σαραντάπορο, στην Καλεντίνη, στη Σαρακίνα – μα τούτο ήταν το καλύτερο. Όταν μια ομάδα τεχνικών, από το γαλλικό συνεργείο που κατασκεύαζε τον πορθμό της Κορίνθου, αντίκρισε το γεφύρι, ήταν τέτοια η έκπληξή τους που ζήτησαν να γνωρίσουν από κοντά τον κατασκευαστή του. Τιμητικά τότε, ο επικεφαλής τους, ο Κάλενεκ, δώρισε στον Μπέκα μια κορδέλα μέτρησης με δερμάτινη θήκη.
Κι όλο ρωτούσαν πως το έχτισε. Τι να τους πει κι αυτός! Για τη δουλεία ήλιο με ήλιο; Για τα τόσα πελεκήματα στο λιοπύρι; Για τα χιλιάδες αυγά που ρίξανε στο κουρασάνι; Ή για κείνη την αλαφροϊσκιωτη από το Μονολίθι, που οι κακιές γλώσσες πως, τάχα, τη στοίχειωσε στα θεμέλιο;
Απλά ένα παραμύθι ήτανε! Αν όμως το γεφύρι πνιγεί στα νερά του υδροηλεκτρικού θα είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή!     

……………………………

Σύμφωνα με τη Νίτσα Συνίκη – Παπακώστα στο Λεύκωμα της «Πέτρινα Γεφύρια»  – Έκδοση Νομ. Αυτοδ. Ιωαννίνων (2002) -  το γεφύρι είναι το μεγαλύτερο σε μήκος μονότοξο πέτρινο γεφύρι στην Ήπειρο και ίσως και του βαλκανικού χώρου.
Το άνοιγμα του είναι 40μ, το ύψος του 19μ, και το πλάτος του 3,2μ.
Πρόκειται για ένα τολμηρό, ως προς την κατασκευή, γεφύρι, με ένα  μεγάλο τόξο και δυο πολύ μικρότερα βοηθητικά ανοίγματα. Έχει χτιστό προστατευτικό στηθαίο και το κατάστρωμά του αποτελείται από πλατύσκαλα με καλντερίμια.
Το όνομά του προήλθε από τις τεράστιες απόκρημνες πλάκες του βουνού, στο οποίο είναι θεμελιωμένο από τη μια μεριά.
Το να μπορέσει ένας πρωτομάστορας να γεφυρώσει ένα ποτάμι ήταν κατόρθωμα τα χρόνια εκείνα. Το να τολμήσει όμως να γεφυρώσει ένα ποτάμι σαν τον Άραχθο με ένα μόνο τόξο ήταν θαύμα.  

……………………………..
Είναι το μεγαλύτερο μονότοξο πέτρινο γεφύρι των Βαλκανίων, αλλά αποτελεί ιστορικό σύμβολο που έχει συνδεθεί με σημαντικά γεγονότα. Έχει συνολικό μήκος 61 μ., ύψος 21 μ. και δίνει την αίσθηση ότι αιωρείται πάνω από το νερό, αφού το άνοιγμα της καμάρας του είναι 40 μ. Τη γέφυρα που βλέπουμε σήμερα σχεδίασε και έχτισε ο πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας, το 1866, αφού είχαν προηγηθεί δύο αποτυχημένες προσπάθειες. Το συνολικό κόστος ανήλθε στα 187.000 γρόσια, αστρονομικό ποσό αν σκεφτεί κανείς ότι το ημερομίσθιο της εποχής δεν ξεπερνούσε το ένα γρόσι. Ως κύριος χρηματοδότης αναφέρεται ο Ιωάννης Ζ. Λούλης. Τα υπόλοιπα χρήματα έδωσαν τα γύρω χωριά, ενώ πολλοί κάτοικοι διέθεσαν και προσωπική εργασία.
Όμως το γεφύρι θα το κλείσουν οι Τούρκοι το 1881, εγκαθιστώντας δίπλα του τελωνειακό σταθμό. Επίσης το 1943 οι Γερμανοί θα επιχειρήσουν ανεπιτυχώς να το ανατινάξουν, ενώ το 1944 στο οίκημα δίπλα στη γέφυρα, που σήμερα στέκει αναπαλαιωμένο, θα υπογραφεί παρουσία του Άρη Βελουχιώτη και του Ναπολέοντα Ζέρβα, η συμφωνία του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, πιο γνωστή ως Συμφωνία της Πλάκας.
……………………..
Από την ιστοσελίδα του παλιού Δήμου Πραμάντων

"Η Γέφυρα της Πλάκας έχει συνολικό μήκος 61μ. και ύψος 19.70μ.
Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη έχει άνοιγμα 39μ.
Τη σχεδίασε και έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του Ιουλίου του 1866. Εντατικά εργάστηκε το πολυπληθές συνεργείο και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έλαβαν τέλος οι εργασίες.

Στο έργο του Λαμπρίδη "Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων" του 1880 αναφέρεται ως κύριος χρηματοδότης ο Ιωάννης Ζ. Λούλης "εκ του χωρ. Κοτόρτσι της περιοχής Κατσανοχωρίων" με 38.000 γρόσια (σελ. 71). Αργότερα, ο Μελισσουργιώτης εκπαιδευτικός Νικόλαος Παπακώστας στο βιβλίο του "Ηπειρωτικά - Α Τόμος - Αθαμανικα" (σελ. 431) αναγράφει ότι η όλη δαπάνη του έργου ανήλθε σε 187.000 γρόσια, τα οποία διέθεσαν η Κοινότης Μελισσουργών (96,000γρ.) η Κοινότητα Πραμάντων (32.000 γρ.) και οι άλλες Κοινότητες (Άγναντα κ,λ.π.) 48.900 γρ. και ο φιλάνθρωπος I. Λούλης (κύριος χρηματοδότης) έδωσε 2.000 γρόσια ακόμη για την περάτωση του έργου. Αναγράφει ακόμη ότι οι κάτοικοι των γειτονικών προς την γέφυρα χωριών, μεταξύ των οποίων και οι Ραφτανίτες διέθεσαν την προσωπικήν τους εργασία, η δε Κοινότητα Αγνάντων προσέφερε ακόμη και την απαραίτητη για την κατασκευή του έργου ξυλεία (δοκοί και σανίδες).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η γέφυρα λειτούργησε ευεργετικά για τους Τζουμερκιώτες από το χρόνο της κατασκευής της μέχρι το 1881 (15 χρόνια συνολικά), που τα περισσότερα χωριά της περιοχής απέκτησαν τη Λευτεριά τους, ύστερα από την προσάρτησή τους στο Ελληνικό Κράτος, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου.

Από τη στιγμή, που τα σύνορα της Ελλάδας ορίστηκαν στον ποταμό Άραχθο, η επικοινωνία στις μεθοριακές περιοχές και η χρησιμοποίηση της γέφυρας έγινε προβληματική και σχεδόν αδύνατη. Οι Τούρκοι έκλεισαν ερμητικά τα σύνορα και η μέσω της γέφυρας διακίνηση ανθρώπων, ζώων και η μεταφορά τροφίμων και υλικών ουσιαστικά σταμάτησε. Οι κάτοικοι για λίγα χρόνια χάρηκαν το όμορφο γεφύρι τους. Τους εκδικήθηκαν οι τύραννοι, γιατί ήταν πια ελεύθεροι οι Τζουμερκιώτες. Ο αποκλεισμός αυτός και η οικονομική δυσκολία των ορεινών χωριών, εκφράστηκε με Δημοτικό τραγούδι (Ν. Παπακώστας), ως εξής:

Ανάθεμά σε 'Πιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε,
με το κακό που κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα,
το σύνορο που βάλατε στης Άρτας το ποτάμι,
Κλείστηκ' η Άρτα κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο.
Θα στηρηθή και το ψωμί . που νάβρει να δουλέψη;
Ο κάμπος έμ'νε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια,
Το βιό όλο και χάνεται, σ' αγρίδια βοσκοτόπια.........

Στα χρόνια αυτά, που ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο (1881-1912), στην Πλάκα λειτούργησε τελωνειακός σταθμός (αντίστοιχος Τούρκικος στο Βροδό ) και στεγάστηκε μόνιμη στρατιωτική φρουρά στο Στρατώνα της.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (1939-1944) και την κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του φασιστικο-ναζιστικού άξονα, η γέφυρα της Πλάκας διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους της άγονης και ορεινής περιοχής των Τζουμέρκων στις κινήσεις τους προς τα πεδινά και πλουσιότερα χωριά των κάμπων. Προς τα 'κει οι δυστυχούντες κάτοικοι ταξίδευαν με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες (χειμώνα - καλοκαίρι) για να βρουν δουλειά και να προμηθευτούν τροφή (καλαμπόκι κατά κύριο λόγο) για να επιβιώσουν. Διευκόλυνση μεγάλη προσέφερε η γέφυρα και στις Αντιστασιακές Οργανώσεις και στα ένοπλα τμήματα του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ κατά την διάρκεια των αγώνων για την Εθνική αποκατάσταση της χώρας μας. 
Οι σκληροτράχηλοι και ανελέητοι Γερμανοί στρατιώτες κατά τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στο χώρο των Τζουμέρκων (Οκτώβριος 1943) , για να εκδικηθούν την περιοχή και ν' αφήσουν περισσότερα ερείπια και συμφορές πίσω τους, προσπάθησαν , φεύγοντας προς τα Ιωάννινα, να ανατινάξουν το γεφύρι. Λίγο χαμηλότερα της καμάρας (προς το συνοικισμό της Πλάκας) άνοιξαν βαθιά τρύπα και τοποθέτησαν δυναμίτες. Αφού πέρασαν απέναντι στο "Βροδίτικο", πυροδότησαν το φυτίλι και αδιάφοροι πήραν τον ανήφορο.
Ευτυχώς η Γέφυρα δεν έπαθε σημαντική ζημιά. Τινάχτηκε ένα κομμάτι του κτίσματος, άνοιξε κάποιο χάσμα, αλλά η γέφυρα και κατά κύριο λόγο η καμάρα άντεξαν στην πίεση και τον κραδασμό.
Στο χάσμα σύντομα οι τεχνίτες τοποθέτησαν χονδρά ξύλα, κάρφωσαν σανίδες και η κίνηση κατοίκων , ανταρτών , φορτηγών ζώων συνεχίστηκε κανονικά. Αργότερα μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας μας επισκευάστηκε κανονικά το ρήγμα της Γέφυρας με την χορήγηση κρατικού χρηματικού ποσού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στον πέριξ της Γέφυρας χώρο και τον ευρύτερο του συνοικισμού της Πλάκας και των πλησίον της οικισμών, έλαβαν χώρα επανειλημμένα σκληρές συγκρούσεις των αντίπαλων ανταρτικών τμημάτων (ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ) κατά τη διάρκεια της καταστροφικής για την Ελλάδα εμφύλιας διαμάχης.
Εκεί κοντά στη Γέφυρα βρίσκεται και το σπίτι, όπου στις αρχές του 1944 έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων των αντιστασιακών Οργανώσεων (ΕΔΕΣ ΕΛΑΣ - ΕΚΚΑ) και του Άγγλου σύνδεσμου.
Στη σύσκεψη συζητήθηκαν διάφορα θέματα και επιδιώχθηκε η Ενότητα και η Συνεργασία των ανταρτών. Στη συνέχεια υπογράφηκε η περιβόητη "Συμφωνία της Πλάκας", που δυστυχώς πολύ σύντομα παραβιάστηκε.
Αυτό το σπίτι με τελευταία απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας χαρακτηρίστηκε "Διατηρητέο Μνημείο". Θα παραμείνει ανέπαφο, να θυμίζει σκληρά και απαράδεκτα γεγονότα και να φρονηματίζει, όσο είναι δυνατό, τις νεότερες γενιές.
Σήμερα το αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα, η θαυμαστή και στέρεα Γέφυρα της Πλάκας είναι, κατά κάποιο τρόπο, Αρχαιολογικό μνημείο, γιατί σπάνια πια τη διαβαίνουν άνθρωποι και φορτηγά ζώα.



Προβολή μεγαλύτερου χάρτη

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Για τέσσερις οκάδες τσίπουρο


Γράφει ο Γεώργιος Φλώρος στο ένθετο «επτά ημέρες» της Καθημερινής (Κυριακή 22 Μαΐου 2005)
Εκείνο τον καιρό σαν μέσιαζε ο Αη Δημήτρης με τα πρωτοβρόχια του, οι κάτω μαχαλάδες του χωριού μας τις νύχτες έπαιρναν ζωντάνια. Εκεί, αλάργα και απόμερα από το μεσοχώρι, στα χωράφια και σιμά στ’ αυλάκια που διάβαινε το νερό, στήνονταν σκηνικό νυχτερινής λαθραίας απόσταξης.
Η νόμιμη απόσταξη στοίχιζε ακριβά, καθώς η εξουσία αξίωνε το μερτικό της σε φόρο. Παράλογη απαίτηση από κείνους που πάλευαν να γεμίσουν όλο κι όλο μια νταμτζάνα τσίπουρο, για να ξεχειμωνιάσει η φαμελιά τους και όχι για εμπόριο. Κίντυνος για προδοσιά δε φτούραγε, αφού όλοι οι συγχωριανοί μας για ένα μήνα παρανομούσαν. Τη μέρα δεν ξαποφάσιζε κανένας να βγάλει τσίπουρο μήτε στο μακρινότερο λαγκάδι. Τον πρόδωνε ο καπνός της φωτιάς και η μυρωδιά της σιαμούτας. Έτσι και πιάνονταν ο παραβάτης, πέρα από το πρόστιμο και την κατάσχεση (του ρακοκάζανου και του λουλά που κόστιζαν μια περιουσία), υποχρεωνόταν με τη συνοδεία της εξουσίας να κουβαλήσει στη ράχη του τα σύνεργα, από το χωριό ίσαμε την Άγναντα στο Ειρηνοδικείο.
Όλο κι όλο το συγκυριό, τέσσερα λιθάρια για πυροστιά. Πάνω τους απιθωμένο το ρακοκάζανο. Σαν το γιόμωναν με τσίπρα, το κούπωναν και σφράγιζαν τις ραφές με ρετζοπάνια ποτισμένα  με λάσπη από στάχτη για να μην παίρνει ανάσα και χάνεται το σπίρτο (οινόπνευμα).
Το νερό από τ’ αυλάκι, απ’ τη μια μεριά γιόμωνε την κουρίτα κι από την άλλη έφευγε λεύτερο για το λαγκάδι. Όλο το βράδυ κράταγε κρύο το λουλά, που φασκιωμένος με λινάτσα ήταν βαφτισμένος στην κουρίτα.
Ο λουλάς προέκταση του καπακιού, δέχονταν τους ατμούς που ‘ρχονταν απ’ τα σωθικά του ρακοκάζανου και τους κρύωνε σε στάλες. Στη γούλη του έδεναν κλωστή σπάγκου, για να βρίσκουν το δρόμο τους για τη νταμτζάνα οι σταλαματιές του τσίπουρου.
Σαν έπαιρναν την πρώτη χόχλη τα τσίπρα, αμπούριαζε ο λουλάς και έτρεχαν από τον σπάγγο οι πρώτες σταλαματιές, το «πρωτοστάλαμα». Σκέτο σπίρτο δεν γλωσσιάζονταν. Ήταν χρειαζούμενο σαν γιατρικό για εντριβές και «κούπες»  τον χειμώνα.
Ακολούθαγε το τσίπουρο. Η ποιότητά του, όπως και του κρασιού, είχε να κάνει με την καλή ή την άσχημη χρονιά, με το σόι του σταφυλιού, το άργασμα (ζύμωση) των τσίπρων και τη μαστοριά του βγάλτη.
Ο βγάλτης αδιάκοπα άδραζε το ρακογυάλι. Το γιόμωνε από τον λουλά, το χούφτιαζε στις παλάμες του και το χτύπαγε με δύναμη στο γόνατό του και μέτραγε τον άλυσο (φυσαλίδες). Σαν άρχιζε να  αραιώνει ο άλυσος σκόρπαγε τη φωτιά και σταμάταγε την απόσταξη. Από ‘κει και ύστερα έβγαζε σιαμούτα, τσίπουρο αλαφρύ και με βαριά μυρωδιά.
Στα Τζουμέρκα εκείνα τα χρόνια τα χωριά ήταν γεμάτα ζωή και ας μην είχε φτάσει ακόμα εκεί το «ληχτρικό» ράδιο και τηλεόραση. Συγγενείς, φίλοι και γειτόνοι μαζεύονταν αντάμα, παρεούλες στα σπίτια τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Στα γιορτάσια και στον χαμό ακόμα. Στις χαρές, εκεί περαστά στη φωτιά του τζακιού, με ντόπια καρύδια και πασμάδες (ξερά σύκα με μέλι), το τσίπουρο λεφτέρωνε τις ψυχές τους από τις έννοιες και τις πίκρες της ζωής και έστηναν γλέντι τρικούβερτο. Στον χαμό, το τσίπουρο γίνονταν βάλσαμο στις λυπημένες ψυχές.
Σαν διάβηκαν τα χρόνια, λιγοστός ο τόπος, οι άνθρωποι πολλοί, δεν χώραγαν όλοι. Έτσι σκορπίστηκαν στα τρία ανέμια να καζαντίσουν. Στα κατώγια των σπιτιών δεν βλέπεις πλέον τον τάλαρο (κάδος) γιομάτο με τσίπρα από σταφύλια. Λιγοστοί μερακλήδες που απόμειναν στα χωριά βγάζουν τσίπουρο από σταφύλια του εμπορίου και σπάνια από δικά τους. Η απόσταξη γίνεται ανενόχλητα μέσα στα σπίτια, που είναι άφθονο το νερό. Δεν έχει τη γραφικότητα του τότε, ούτε τη γλύκα της αθώας παρανομίας.
Το σημερινό τσίπουρο αισθανόμαστε πως δεν έχει τη γεύση του τότε. Να ‘ναι στ’ αλήθεια έτσι ή από το διάβα του χρόνου να ΄χουμε την ψευδαίσθηση εμείς που τότε το γευτήκαμε στο ρακογυάλι από τη γούλη του  λουλά, εκεί στην ξερολιθιά;  
(Ο Γιώργος Φλώρος κατάγεται από το χωριό Κτιστάδες των Τζουμέρκων. Είναι συνταξιούχος διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας. Ασχολείται από χρόνια με τη λαογραφία και τη ζωγραφική)    

………………………………………….
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το Ηρακλειώτικο blogspot "busy bee"

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή(Οκτώβρη με Νοέμβρη) η καρδιά της Κρήτης κτυπά στα ρακοκάζανα.

Η παραγωγή της τσικουδιάς (ρακής) ή του τσίπουρου όπως ονομάζεται σε άλλες περιοχές, χάνεται στο βάθος του χρόνου, καθώς λέγεται πως ξεκίνησε τον 14ο αιώνα στο Άγιο Όρος από μοναχούς που διαβιούσαν εκεί και με τα χρόνια εξαπλώθηκε στην Κρήτη, τη Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία.
Πρώτη ύλη για την παραγωγή αποστάγματος είναι τα στράφυλα, δηλαδή η μάζα που απομένει μετά την συμπίεση του σταφυλοπολτού, για την παραγωγή κρασιού.
Αυτή η μάζα αποτελείται από τους φλοιούς των σταφυλιών και τα κουκούτσια, ενώ περικλείει και κάποιο ποσοστό αζύμωτου μούστου.

Για να ξεκινήσουν τα καζανέματα, πρέπει να έχουν ωριμάσει τα στράφυλα που φυλάσσονται για αρκετό καιρό σε πλαστικά δοχεία. Στη συνέχεια, όταν έρθει η ώρα της απόσταξης, θα μπουν στο καζάνι μαζί με μαραθιές, ή άλλο βότανο για να δώσει άρωμα που θα τοποθετηθεί από πάνω, καθώς και νερό ή κρασί για να εξαχθεί μεγαλύτερη ποσότητα ρακής.
Tο καζάνι θα κλειστεί με το καπάκι που καταλήγει στο νουλά και θα γίνει επίχρισμα, δηλαδή σφράγισμα στην ένωση με ζύμη για τυχόν απώλειες ατμού.
Ο νουλάς περνάει από δοχείο με κρύο νερό που βοηθάει να υγροποιηθεί η ρακή και να τρέξει στο λαήνι.
Μετά από αυτή τη διαδικασία, όλα είναι έτοιμα για να ανάψει η φωτιά κάτω από το καζάνι, είτε με ξύλα, ή με υγραέριο, για να ξεκινήσουν τα καζανέματα και μαζί με αυτό και το γλέντι από την παρέα που έχει συγκεντρωθεί για να δοκιμαστεί η ρακή.
Το πρώτο λαήνι ρακής, το πρωτοράκι (η πρωτόρακι) όπως λέγεται, περιέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα οινοπνεύματος και για το λόγο αυτό αποφεύγεται η δοκιμή της, παρά μόνο από τους πολύ τολμηρούς.

Παρά το γεγονός της σύγχρονης τεχνολογίας που έχει περάσει και στην απόσταξη, αρκετοί είναι ακόμα εκείνοι που παραμένουν πιστοί στην παράδοση και αναβιώνουν παλιές καλές εποχές με το χάλκινο σκεύος, τα καυσόξυλα για τη φωτιά, τον καζανάρη με την δεξιότητα και τις βεγγέρες με καλό μεζέ και τη φρέσκια ρακή.

Τα τέσσερα μυστικά της καλής τσικουδιάς
1) Τα στέμφυλα να είναι «σύγκρασα»: μαζί με μούστο μένουν σε βαρέλι για τουλάχιστον έναν μήνα σε σκιερό και δροσερό μέρος όπου ζυμώνονται και πρέπει να ανακατεύονται πριν αρχίσει η διαδικασία της απόσταξης.
2) Αφαιρούνται υποχρεωτικά τα κοτσάνια των σταφυλιών για να μην μπει μέσα στο ποτό το ξυλόπνευμα.
3) Οι μερακλήδες προσθέτουν κατά τη ζύμωση φρούτα (συνηθίζεται στα δυτικά της Κρήτης), όπως κυδώνια, για να δώσουν ιδιαίτερο άρωμα στην τσικουδιά τους. Άλλοι προσθέτουν σύκα, κάνοντας ιδιαίτερα γλυκόπιοτη ρακή.
4) Τα καζάνια στήνονται υποχρεωτικά σε ανοικτούς χώρους με πρόχειρες στέγες για προφύλαξη από τον καιρό.

Η τσικουδιά, σύμφωνα με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι προϊόν προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης - «τσικουδιά Κρήτης».

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Σε ανάμνηση εκείνων των ημερών

















Οι φωτογραφίες από το αφιέρωμα της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ (30 χρόνια Πολυτεχνείο) την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2003.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Αναμνήσεις από τις δεκαετίες 1950 και 1960

Η γενιά του 50, 60 

Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαρειές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατουσες μας.

Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη.
Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα η με… κάρβουνο, η με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.

Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη με εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ηρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα, το  Πρώτο, το Εμπρός.
Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα παρκ, το φρεσκοψημένο ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον ,το πεστίλι πέτσα βερίκοκο , το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες σε κάνα πανηγύρι.
Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκινοπίπερο.
Τα αστικά λεωφορεία Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Καμμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ηταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρί καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας;
Τα κίτρινα τρόλευ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.
Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia, τα Peugeot 403, τα Renault 10 ή το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.

Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.
Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.
Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες οι γανωτζήδες οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια που λαμποκοπούσαν περιίμεναν πελάτη. Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας
Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλλια σοκολάτα φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.
Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμένα πλίξ τυλιγμένα σε ρόλλει κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκκάλινα καπάκια. Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».

Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώνια με τις φοβερές μακαρονάδες. Τη Σόνια.
Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωϊ τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπανιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά!  Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα.  Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.
Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.
Οταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos) δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέττο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι
Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλληρα για να μη φουσκώσουν.
Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέττες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες .
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.
Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει.  Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι.  Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.
Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωι, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας η θρούμπος ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. -Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. Και μέχρι να πεί τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλέ ποδιές τους. Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και ταΆ αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσσο, το Ναύπλιο, τον Οσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουνα ,με κάτι απίστευτα πούλμαν.
Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.
Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας.
Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς.  Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλούζ σε συνενόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Πηγαίναμε στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το μάτς και γυρίζαμε παπί απ τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες Κι με τις κάλτσες να τρέχουν
Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα;
Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.
Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε ή στα σκαλιά παρέες παρέες, ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο, ή στα καλοκαιρινά σινεμά με τα χαλίκια, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα , τον πασατέμπο και την πορτοκαλάδα ΠΑΡΘΕΝΩΝ. Αξέχαστα χρόνια.
Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα. Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας. Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.
*Το πιο πάνω κείμενο έφτασε ως εμένα με e-mail.  Δεν γνωρίζω τον αρχικό συντάκτη του.