Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Η Ιταλική κατοχή στα Γιάννενα 1941 – 1943

Του Αλέκου Ράπτη


Την άνοιξη του 1941 εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο το 26ο ιταλικό σώμα στρατού, με έδρα τα Ιωάννινα υπό τις διαταγές του στρατηγού Γκουίντο ντελλα Μπόνα (Guido della Bonna).Ο ιταλικός στρατός κατοχής βρήκε σχεδόν την πόλη κατεστραμμένη από τους συχνούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, των ιταλών και των γερμανών.

Το στρατιωτικό νοσοκομείο που είχε εγκατασταθεί στην σημερινή Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία είχε βομβαρδισθεί από την γερμανική αεροπορία στις 20 Απριλίου 1941, ενώ η ιταλική είχε βομβαρδίσει στις 5 Νοεμβρίου 1940 και το άλλο νοσοκομείο που βρισκόταν στο Κάστρο. Τουλάχιστον 136 σπίτια ήταν καταστραμμένα εντελώς, άλλα 182 είχαν σημαντικές καταστροφές, ενώ 107 έφεραν λιγότερες ζημιές. Η ιστορική Ζωσιμαία Σχολή είχε και αυτή υποστεί καταστροφές από τους ιταλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς τον Νοέμβριο του 1940, όπως επίσης και το τζαμί της Καλούτσιανης, τον προηγούμενο μήνα.
H Ιταλική στρατιωτική διοίκηση εγκατέστησε στην Καπλάνειο Σχολή την έδρα της Ιταλικής Καραμπινιερίας, η οποία προχώρησε σε συνεργασία με την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Ιωαννίνων.

Καθημερινά την επισκεπτόταν «κάποιοι» Γιαννιώτες πληροφοριοδότες – καταδότες οι οποίοι αποκαλούντο «informatore» για να καταδώσουν όσους Γιαννιώτες είχαν συμμετοχή στην Αντίσταση, στο ΕΑΜ και στον ΕΔΕΣ. Παράλληλα δε με την ιταλική καραμπινιερία τέθηκαν σε λειτουργία, οι φυλακές στο στρατόπεδο στον «Ακραίο», οι φυλακές του Αγίου Κοσμά, εκεί που βρίσκεται το σημερινό κτίριο του ΟΤΕ, επί της 28ης Οκτωβρίου, καθώς και οι φυλακές κράτησης στο κτίριο, στον Γεωργικό Σταθμό Κατσικάς.

Οι ιταλοί κατακτητές στην έδρα της Καραμπινιερίας στο Καπλάνειο, είχαν διαμορφώσει ένα ειδικό δωμάτιο που όσοι Γιαννιώτες πατριώτες πέρασαν από εκείνο το κολαστήριο το θυμούνται σαν «μαύρο θάλαμο» και ήταν μια σοφίτα που είχε διαμορφωθεί κατάλληλα σε αίθουσα βασανιστηρίων. Τα παράθυρα στο δωμάτιο αυτό ήταν σκεπασμένα με κόκκινο χαρτί και όσο που περνούσε το φως. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα όλα τα σύνεργα των βασανισμών: βούρδουλες, χατζάρες (μαχαίρια) και άλλα σύνεργα ανθρώπινης βαρβαρότητας. Πολλές φορές κατά την διάρκεια της ανάκρισης ο ιταλός ανακριτής εφάρμοζε και το ηλεκτροσόκ, βάζοντας στο κεφάλι του κρατούμενου ένα στρογγυλό στεφάνι, διοχετεύοντας ηλεκτρισμό σ΄αυτό. Οι ξυλοδαρμοί των συλληφθέντων ήταν ανηλεείς προκειμένου η Ιταλική Καραμπινιερία να αποσπάσει ομολογίες και να θεμελιώσει το κατηγορητήριο περί συμμετοχής των Γιαννιωτών στο κίνημα της Αντίστασης, στο ΕΑΜ και στο ΕΔΕΣ. Στις συλλήψεις αυτές συλλαμβανόταν χωρίς διάκριση άνδρες και γυναίκες. Συνήθως μετά από πολυήμερες βίαιες ανακρίσεις και βασανισμούς, οι πατριώτες αυτοί μεταφερόταν στις στρατιωτικές φυλακές στον «Ακραίο» με ρητή διαταγή που ανέφερε τον εγκλεισμό των κρατουμένων σε θάλαμο απομόνωσης. Επίσης μεταγωγές γινόταν και στις φυλακές του Μεσολογγίου για να δικασθούν από το ιταλικό στρατοδικείο στο Αγρίνιο, όπου ήταν και η έδρα του 8ου ιταλικού σώματος στρατού. Αρκετοί από αυτούς τους πατριώτες μετά τις καταδίκες του στρατοδικείου εκτοπιζόταν στην Ιταλία σε απομακρυσμένα χωριά ή στην χειρότερη περίπτωση συλλαμβανόταν από την γερμανική (Wehrmacht) στην Ιταλία και εκτοπιζόταν στα στρατόπεδα θανάτου στο Μαουτχάουζεν και στο Νταχάου.

Οι μαρτυρίες

Ο Βασίλης Λέντζιος το 1941 ήταν 11 χρονών και θυμάται χαρακτηριστικά τους ιταλούς στρατιώτες στον «Ακραίο»:
«Ο Ιταλικός στρατός είχε στρατοπεδεύσει στο στρατόπεδο στον «Ακραίο» (σημ. Βελισσάριο) εκεί κοντά που ήταν τα κτήματα των Φριγκαίων και οι Ιταλοί είχαν στήσει στρατιωτικές σκηνές που έφταναν μέχρι την Κιάφα. Eίχαν πολλά αυτοκίνητα μοτοσικλέτες και ποδήλατα, απ΄αυτά χωρίς σαμπρέλα στα λάστιχα που ήταν από καουτσούκ.
Εμείς σαν μικρά παιδιά πηγαίναμε στο στρατόπεδο στον Ακραίο και όταν οι Ιταλοί στρατιώτες έτρωγαν στο συσσίτιο, μας φώναζαν όλα τα παιδιά που ήμασταν καμιά 15αριά και παίρναμε το περίσσευμα από το καζάνι, μας έδιναν επίσης και καμιά «πανιότα», που ήταν μικρά στρόγγυλα ψωμάκια. Το πιο καλό φαγητό ήταν το «πάστα σιούτα», δηλαδή μακαρόνια με κρέας.
Η διαμονή του στρατιωτικού προσωπικού της ιταλικής διοίκησης, στα Γιάννενα, ανατέθηκε στην ιταλική επιμελητεία στρατού η οποία και αναζήτησε καταλύματα για τους αξιωματικούς της. Έτσι μια σειρά από σπίτια Γιαννιωτών που βρισκόταν σε καλή κατάσταση κατασχέθηκαν και αποτέλεσαν προσωρινά καταλύματα για τους αξιωματικούς των ιταλικών μονάδων στα Γιάννενα. Οι Γιαννιώτικες οικογένειες δέχτηκαν αυτή την «συνύπαρξη» μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, γιατί υπήρχε ο φόβος να οδηγηθούν στο ιταλικό στρατοδικείο με την κατηγορία «αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής».

Η Βασιλική Α. το 1941 ήταν 15 χρονών και θυμάται χαρακτηριστικά το αμοιβαίο ερωτικό πάθος ενός ιταλού αξιωματικού που έμεινε στο επιταγμένο σπίτι τους, με μια γιαννιώτισσα, (για ευνόητους λόγους τα ονόματα των πρωταγωνιστών της πραγματικής αυτής ιστορίας, έχουν αλλαχθεί):
«Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στα Γιάννενα το 1941, άρχισαν να ψάχνουν για να επιτάξουν τα καλά σπίτια. Το πατρικό μου ήταν σε μια από τις παλιές συνοικίες μέσα στα Γιάννενα. Μια μέρα ένας ρουφιάνος των Ιταλών ο Κώστας Β, έφερε τους Ιταλούς και στο δικό μας το σπίτι. Τότε το ΄40 όλα τα σπίτια ήταν καλυβάκια εκεί γύρω, και το πατρικό σπίτι του πατέρα μου, ήταν εκεί το πιο ψηλό στην γειτονιά. Ο ρουφιάνος ο Κώστας Β, ήρθε με τους δύο Ιταλούς αξιωματικούς στο σπίτι μας. Ο ένας ήταν «Καπιτάνο» δηλαδή λοχαγός και μαζί του ήταν κι ένας άλλος αξιωματικός που τον έλεγαν Πιέρο…
Ο Πιέρο ήταν ένας ωραίος άντρας με μαύρο μουστάκι και ήταν 30 χρονών. Υπηρετούσε στο ιταλικό στρατόπεδο στον Ακραίο και καταγόταν από την Νάπολη. Πολλές φορές μας έδειχνε ένα σωρό οικογενειακές του φωτογραφίες και την φωτογραφία της αδελφής του που την έλεγαν Μαλένα.
Ο Πιέρο αγάπησε μια γειτόνισσά μας, που την έλεγαν Αλεξάντρα που τότες ήταν 18 χρονών και ήταν πολύ όμορφη, και κάθε μέρα έκαναν κόρτε στη γειτονιά.
Η Αλεξάντρα έβγαινε κάθε μέρα με το νυχτικό της στο παραθύρι του σπιτιού της και κοίταζε τον Πιέρο που ήταν στο σπίτι μας, αλλά την κοίταζε και αυτός. Εμείς σαν μικρά κορίτσια που ήμασταν, άμα βλέπαμε το κόρτε του Πιέρο προς την Αλεξάντρα αρχίζαμε και τραγουδάγαμε το προπολεμικό τραγούδι που έλεγε:
«Μέσ' της Νάπολης σαν βγαίνω τα σοκάκια
βλέπω κάτι κοριτσάκια
που 'χουν μαύρα μάτια, κόκκινα χειλάκια…
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
το φιλί σου είναι ζάχαρη γλυκό…».

Εγώ τότε ήμουν 15 χρονών και καταλάβαινα τα Ιταλικά. Θυμάμαι τον Πιέρο που μου έλεγε: « Βασιλική, βενίρι κουά, πορτάρε Αλεξάντρα, βενίρι κουά» δηλαδή: «Βασιλική, σύρε- πήγαινε να πείς στην Αλεξάντρα να΄ρθεί εδώ». Εγώ πήγαινα και η Αλεξάντρα ερχόταν σπίτι μας στον Πιέρο. Έπαιζαν κολτσίνα, το βράδυ επάνω στο σαλόνι, με το μεγάλο το τραπέζι το στρόγγυλο.
Ο καημένος ο πατέρας μου ερχόταν κουρασμένος, τα βράδυα από τη δουλειά αλλά τι να κάνει, καθόταν κι΄αυτός κι έπαιζε κολτσίνα γιατί φοβόταν μήπως ο Πιέρο κάνει τίποτα στην Αλεξάντρα! Κι έλεγε ο πατέρας μου «τι έπαθα κι εγώ! τι να κάνω! να τς΄αφήσω και τς΄δυό, σκιάζουμε μην βάλει καταή κι έρθει μετά η μάνα τς, που την έχει και μοναχή! τι να κάνω!».
Όμως ο Πιέρο είχε σεβασμό στον πατέρα μου και δεν έκανε τίποτα μπροστά του.
Αυτός ο Ιταλός αξιωματικός, είχε και έναν στρατιώτη, ιπποκόμο, που τον έλεγαν Νίνο. Μ΄αυτόν έστελνε τρόφιμα και μακαρόνια και βοηθούσε την οικογένεια της Αλεξάντρας.
Όταν ο ιπποκόμος ο Νίνο ερχόταν στο σπίτι μας μου έλεγε: «Μποτζιόρνο Βασιλική, άστατζ, βολέρε τσιματόγκραφο, Πιέρο έ Αλεξάντρα» δηλαδή: « Βασιλική καλημέρα, σήμερα θα δούμε κινηματογράφο» και εννοούσε δηλαδή το κόρτε του Πιέρο με την Αλεξάντρα!
Ο Πιέρο είχε ξεχωριστό δωμάτιο μέσα στο σπίτι μας που είχε δύο μεγάλες ντουλάπες για να βάζει τις στολές του και κοιμόταν σε ένα κρεβάτι που είχε μια άσπρη κουνουπιέρα. Η στολή του είχε χρώμα αεροπορί και ήταν αξιωματικός στο στρατό και μπροστά στα πέτα της στολής είχε δύο ασημένια αστέρια… Φαινόταν και ξεχώριζε πως ήταν αριστοκράτης, με την ευγένεια και τους τρόπους του απέναντι σ΄έμάς. Μια φορά ο Πιέρο πήρε άδεια και πήγε στην Ιταλία, και σαν γύρισε μας έφερε πολλά δώρα, στον μικρό μου τον αδελφό, του έφερε ένα τάνκς – παιχνίδι, που όταν το κούρντιζες με το κουρντιστήρι αυτό ξεκίναγε και έβγαζε σπινθήρες όπως έβγαζαν οι αναπτήρες που είχαν τσακμακόπετρα και σε μένα ένα ωραίο φορέμα από μάλλινο ύφασμα που ήταν πολύ όμορφο…αλλά έφερε και στην Αλεξάντρα…
Όταν έγινε η κατάρρευση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του 1943, βλέπαμαν τους Ιταλούς στον δρόμο και τους λυπόμασταν, ήταν σαν ρακένδυτοι, κι έλεγαν πως οι Γερμανοί, ήθελαν να τους σκοτώσουν. Και μια μέρα έφυγε και ο Ιταλός ο αξιωματικός ο Πιέρο από το σπίτι μας για τον «Ακραίο» και δεν ξαναγύρισε….».

Η μαρτυρία αυτή αντικατοπτρίζει την εικόνα που επικρατούσε στην διοίκηση του 26ου ιταλικού σώματος στρατού, που από το 1941 είχε επιλέξει ,τον συγκεντρωτισμό των στρατιωτικών της μονάδων σχεδόν σε όλα τα αστικά κέντρα, ούτως ώστε να αποφύγει όποια εμπλοκή με τους αντάρτες και να κρατήσει «μια ευέλικτη άμυνα». Το καλοκαίρι του 1943, όταν πλέον στα Γιάννενα είχε εγκατασταθεί και η 1η ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις» (1. Gebirgs Division «Edelweis»), κατάπληκτος ο γερμανός αξιωματικός ταγματάρχης Χάραλντ φον Χίρσφελντ (Harald von Hirscfeld), που ήταν αξιωματικός σύνδεσμος με το 26ο ιταλικό σώμα στρατού, ανέφερε πως: «κανένας από τους ιταλούς αξιωματικούς του Επιτελείου δεν έχει πολεμική εμπειρία…», ενώ για τους ιταλούς στρατιώτες στα Γιάννενα ανεφέρετο πως: «είχαν να πολεμήσουν και να εκπαιδευτούν εδώ και δύο χρόνια… είναι σε τρομακτικό λήθαργο…η ετοιμότητά τους για δράση είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η στάση τους μοιρολατρική…».

Στα κατοχικά Γιάννενα το 1943 οι ιταλοί στρατιώτες, ασχολούνταν με άλλα θέματα εκτός του πολέμου, που ήλπιζαν ότι κάποτε θα τελειώσει, για να επιστρέψουν στην Ιταλία.

Ο Δημοσθένης Μουλιώτης το 1941 ήταν 19 χρονών και θυμάται αρκετά καλά πως: «οι πιο πολλοί ιταλοί στρατιώτες ήταν μπασμένοι στις αγροτικές δουλειές. Καταγόταν από το Μιλάνο, Τορίνο, Γένοβα, Ρώμη, Σικελία. Στον Κοτρώτσιο τον Βασίλη του΄δεσαν όλο το χορτάρι στα χτήματα που είχε. Οι ιταλοί έδεναν 400 μπάλες την ημέρα, ενώ οι δικοί μας οι έλληνες εργάτες έβγαζαν πάνω – κάτω 120 μπάλες. Δούλευαν στον Κοτρώτσιο που μιλούσε και έγραφε ιταλικά και τους πλήρωνε κανονικά για να κόψουν και να δέσουν τα χορτάρια του. Αυτός είχε καμιά 300αριά στρέμματα από το «Κοτσαλί», δηλαδή από την περιοχή στο στρατόπεδο στον «Ακραίο», μέχρι κοντά στο σημερινό νοσοκομείο της Δουρούτης. Για να δέσουν κάθε μπάλα χρειαζόταν 4 ιταλοί στρατιώτες που δούλευαν στις χειροκίνητες με μαναβέλλα, χορτοδετικές μηχανές του Κοτρώτσιου, είχα κι εγώ μια τέτοια μηχανή. Έβαζες το χορτάρι μέσα και το πάταγες μέσα στη μηχανή και έβγαινε η τετράγωνη μπάλα δεμένη με τα σύρματα, όσο είναι ένα τραπέζι».

Ο Βασίλης Λέντζιος θυμάται πως οι ιταλοί έκαναν και αγώνες ιππασίας:

«πηγαίναμε με τους φίλους μου σένα μέρος, πίσω από το ΞΕΝΙΑ, εκεί που είναι το ξενοδοχείο (Grand Serai). Σ΄ αυτό το γήπεδο στην κατοχή, κάθε 15 μέρες περίπου, τις Κυριακές ερχόταν οι Ιταλοί στρατιώτες και έκαναν ιππασία και αγώνες. Ο κόσμος μαζευόταν γύρα – γύρα και τους έβλεπε , ήταν κόσμος απ΄όλες τις συνοικίες απ΄την Αιακιδών, από την Λούτσα, κι΄απ΄τα Ζευγάρια. Είχαν καλοταϊσμένα άλογα και τα ταΐζανε με ένα είδος πίτουρο που είχε γλυκιά γεύση. Έστηναν στο γήπεδο ξύλινα εμπόδια και πήδαγαν με τα άλογα όπως κάνουνε σήμερα στους αγώνες ιππασίας. Όλοι είχαν στρατιωτικές στολές κι είχαν ψηλές μπότες, οι Καραμπινιέροι φόραγαν κάτι μακρόστενα καπέλα ενώ όλοι οι άλλοι είχαν δίκοχα απ΄ότι θυμάμαι. Συνολικά είχαν καμιά δεκαριά άλογα που έκαναν ιππασία και όταν τελείωναν οι αγώνες έδιναν και βραβεία στους νικητές.

Η παραμονή των ιταλών στα κατοχικά Γιάννενα τους έφερε σε κοινωνική επαφή με τον κόσμο της κάθε γειτονιάς, αυτόν τον κοσμάκη που πεινούσε και βίωνε καθημερινά την τραγικότητα της κατοχής .

Ο Βασίλης Λέντζιος θυμάται πως:

«Οι Ιταλοί στρατιώτες έφερναν τα στρατιωτικά τους ρούχα στην γειτονιά μας και τα έπλυναν οι γυναίκες απ΄τα φτωχά τα σπίτια. Έφερναν και στο σπίτι μας στη μάνα μου, κάθε 10 με 15 μέρες για να τους πλύνουμε τα στρατιωτικά ρούχα αλλά και τα εσώρουχα.

Σχεδόν όλα τα φτωχά σπίτια στην Αιακιδών, έπλυναν τα ρούχα των Ιταλών. Πολλές φορές, όταν οι Ιταλοί μας έφερναν τα ρούχα τους για πλύσιμο, τους βάζαμε να φάνε και φαγητό. Το δεχόταν αυτό και καθόταν στο τραπέζι μαζί μας. Πιο συχνά ερχόταν ένας Ιταλός επιλοχίας, που μας έφερνε τα ρούχα του και έτρωγε μαζί μας. Πάντα θα τους θυμάμαι τους Ιταλούς γιατί μας έφερναν καραμέλες και σταφίδες και όταν εμείς τους δίναμε λαχανόπιτες αυτό τους φαινόταν περίεργο, ούτε κι΄εγώ ξέρω το γιατί».

Το 1943 η πτώση του Μουσολίνι και η συνθηκολόγηση του ιταλικού στρατού, με τους Συμμάχους στις 8 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, προκαλεί την κατάρρευση της δομής του ιταλικού στρατού. Η γερμανική (Wehrmacht) γίνεται ο απηνής διώκτης στους άλλοτε συμμάχους της. Με την πρώτη ημέρα του αφοπλισμού σημειώθηκαν εντάσεις και αντιφασιστικές εξεγέρσεις στον ιταλικό στρατό ενώ ολόκληρες στρατιωτικές μονάδες και σχηματισμοί παραδόθηκαν στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943,ο φρούραρχος της πόλης των Ιωαννίνων, στρατηγός Γκουίντο ντελλα Μπόνα (Guido della Bonna), ενημερώνει τον γερμανό αξιωματικό, ταγματάρχη Χάραλντ φον Χίρσφελντ που ήταν ο αξιωματικός σύνδεσμος με το 26ο ιταλικό σώμα στρατού, πως θα παραδώσουν τον στρατιωτικό οπλισμό στην γερμανική (Wehrmacht). Παράλληλα δε αποστέλλει έγγραφο στον συνταγματάρχη Λουίτζι Λουζινιάνι (Luigi Lusiagnani) που ήταν στρατιωτικός διοικητής στην Κέρκυρα και του γνωρίζει τα παρακάτω:

Από: Διοίκηση XXVI Corpamiles (ιταλικό σώμα στρατού).
Προς: Διοίκηση Τομέα Κέρκυρας. Νο 16530/Op. Stop.

Ώρα 18 της 9ης τρέχοντος κατέθεσα στα Γιάννενα τα όπλα για να προλάβω ανώφελη αιματοχυσία. Το σώμα στρατού προωθήθηκε εις Αλβανία για να διαπεραιωθεί στην Ιταλία.
Προς αποφυγή αιματοχυσίας στην Κέρκυρα δύνασθε κατά τις περιστάσεις να ενεργήσετε ανάλογα.
Ο επικεφαλής Στρατηγός della Bonna.


Το «πόστο μπλοκ» στα Ζευγάρια

Ο Δημοσθένης Μουλιώτης θυμάται εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη:

«Στα Ζευγάρια εκεί στον Άγιο Σπυρίδωνα, οι γερμανοί είχαν βάλει έλεγχο «πόστο μπλόκ», με στρατιωτική φρουρά και είχαν στήσει τα πολυβόλα τους στο δρόμο. Από την άλλη μεριά οι ιταλοί είχαν φτιάξει και αυτοί φυλάκιο στην κορυφή του βουνού, που τότε δεν είχε πεύκα, πάνω από την εκκλησία την Περίβλεπτο. Σιγά - σιγά οι γερμανοί προχώρησαν και έφτασαν εκεί που είναι τώρα το καφενείο του Αυγέρη, στο τέρμα της Βελουχιώτη και θέλησαν να ανεβούν στην κορυφή. Από το ιταλικό φυλάκιο τότε βγήκε όρθιος ένας ιταλός αξιωματικός και φώναζε προς τους γερμανούς. Εμείς εδώ από το Τσιφλικόπουλο τους βλέπαμε αρκετά καλά. Οι γερμανοί σταμάτησαν για λίγο και μετά από λίγο παραδόθηκε στους γερμανούς, το ιταλικό φυλάκιο και λίγο αργότερα ολόκληρη η ιταλική φρουρά 200 στρατιώτες, που βρισκόταν στις παλιές αποθήκες του Δήμου Ιωαννίνων, εκεί που είναι τώρα η Φοιτητική Εστία…»

«Όταν έγινε η κατάρρευση των ιταλών το΄43 αφηγείται ο Λάκης (Ευάγγελος) Βαφειάς, εμείς χαζεύαμαν εκεί γύρα στο ιταλικό στρατόπεδο στις σκηνές των ιταλών, στ΄αμπέλια του Καλαμπόκα, που ήταν κάτω στο τέρμα της σημερινής Άρη Βελουχιώτη, για ν΄αρπάξουμε τίποτα, κανένα παλιό μπουκάλι από κρασί που θα μας ήταν χρήσιμο. Είχα και ένα μικρό ανιψίδι μαζί μου και αυτό μπήκε μέσα σε μια ιταλική σκηνή για να πάρει μπουκάλια κρασιού που ήταν πλεγμένα σε καλαθάκια και ήταν πολύ όμορφα. Ένας ιταλός αξιωματικός μόλις μας είδε μας, άρχισε να πυροβολεί στον αέρα, πάφ – πάφ – πάφ, με το πιστόλι του και προς τα πόδια του ανιψιού μου του Γιάννη. Τελικά το μπουκάλι δεν το πήραμε, από την σκηνή του ιταλού. Είχαν δίκιο, οι ιταλοί, γιατί ήταν πάνω στην παράδοση, στους γερμανούς, γιατί ήταν 6 με 7 μέρες σ΄αυτή την κατάσταση, που σκεφτόταν πώς θα παραδώσουν τα όπλα…».

Στις αρχές Οκτωβρίου το 22ο γερμανικό σώμα στρατού στην Ήπειρο, με διοικητή τον στρατηγό Χούμπερτ Λάνς (Hubert Lanz), είχε ολοκληρώσει την εκτόπιση των ιταλικών στρατιωτικών σχηματισμών καταγράφοντας περίπου 44.500 άνδρες, και τους είχε οδηγήσει δια μέσου Καλπακίου και Φλώρινας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Νις της Σερβίας. Από εκεί οι πιο πολλοί, στάλθηκαν και εξοντώθηκαν στο Ανατολικό μέτωπο ή σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία. Μόνον λίγοι επιζώντες που επέστρεψαν μετά την λήξη του πολέμου 1945 στην πατρίδα τους την Ιταλία μπόρεσαν να χαρούν την ελευθερία.


Αναδημοσίευση από τον χτεσινό "Ηπειρωτικό Αγώνα"

1 σχόλιο:

Stergios Nastopoulos είπε...

Το ο,τι οι Ιταλοί ήταν "καλύτεροι" από τους Γερμανούς σαν κατακτητές είναι αδιαμφισβήτητο. Αλλά μην έχουμε αυταπάτες: Ηταν κατακτητές. Και σαν τέτοιοι και βασανιστήρια έκαναν και εκτελέσεις. Οχι στην κλίμακα που έκαναν οι Γερμανοί, όπως και στα αντίποινα επίσης. Παρ' όλ' αυτά η νοοτροπία ενός λαού φαίνεται από τις ανθρώπινες σχέσεις. Και εδώ η διαφορά είναι αβυσσαλέα. Τι άραγε δημιουργεί αυτήν την νοοτροπία; Τα γονίδια, το κλίμα, η γειτνίαση, οι πολιτικές ηγεσίες; Ολα μαζί; Δεν ξέρω. Με την κατάρρευση του Μουσολινικού καθεστώτος τα αντιφαστικά αισθήματα ενός μεγάλου τμήματος του Ιταλικού λαού εκδηλώθηκαν αμέσως. Επίσης είναι γνωστό οτι πολλοί Ιταλοί κατέφυγαν στο βουνό, όπου βρήκαν περίθαλψη και έμειναν μαζί με τους αντάρτες μέχρι το τέλος της Κατοχής. Να συμπληρώσω ακόμη οτι αυτό που μαθαίναμε στο σχολείο για τους δειλούς Ιταλούς είναι σε μεγάλο βαθμό μύθος. Οι Ιταλοί και γενναία πολέμησαν σε πολλές περιπτώσεις και εκατόμβες νεκρών είχαν. Γι' αυτό, θεωρώ οτι η γελοιοποίηση τους, όπως εκφράζεται από τα τραγούδια της Βέμπο και τις προπαγανδιστικές γελοιογραφίες, μπορεί να εξυπηρετούσε τις ανάγκες του πολέμου, αλλά σήμερα τιμώντας τους ήρωες του '40 δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την θυσία τους αναπαράγοντας αυτό το μύθο. Ο αγώνας ήταν μέχρις εσχάτων και γιαυτό αξίζουν και κάθε τιμή. Ο πόλεμος είναι πόλεμος. Απεχθής πάντα, αλλά όταν σου επιβάλλεται...