Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Κι' ήταν που λέτε μια φορά οπού 'χαμε ένα βασιλιά καλό ανθρωπάκι



Ερμηνευτής του έργου ο Λάκης Παππάς, ο οποίος αρχίζει το πρώτο τραγούδι με τους στίχους:

«Κι ήταν που λέτε μια φορά/ οπού 'χαμ' ένα βασιλιά/ καλό ανθρωπάκι».

Για να συνεχίσει και να κλείσει με τους στίχους:

«Ετσι μας άφησε η χαρά/ κι έτσι μας βρήκε η συμφορά και το φαρμάκι».

Παραλείπονται δηλαδή οι ενδιάμεσοι «επιλήψιμοι» στίχοι:

«Βαριά του 'ρχόταν η δουλειά/ κι ήταν τα ζώα μου αργά/ καλό ανθρωπάκι./

Από το βράδυ ώς το πρωί/ κάλλιο είχε μάσα και πιοτί/ κι ένα υπνάκι/ καλό ανθρωπάκι».

Το τραγούδι όμως ακουγόταν αλογόκριτο, μαζί με άλλα απαγορευμένα, στις μπουάτ της Πλάκας - από τις σθεναρές εστίες αντίστασης της εποχής. *

Γραφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα ΝΕΑ

ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΝΤΟΥΚΟΥ

ΚΙ ΑΥΤΟ. ΚΙ ΟΜΩΣ ΦΕΤΟΣ

ΚΛΕΙΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΟΥ

ΚΑΙ ΣΗΜΑΔΙΑΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ

ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ «ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ»

Δεν είναι η μόνη φορά που η διακεκριμένη ιστορική και πνευματική μας αμνησία θριαμβεύει. Κι όταν τα γεγονότα κραυγάζουν ανακαλώντας παλαιές τραγωδίες της κοινωνίας μας, της πολιτικής μας και του πνευματικού μας βίου, κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε, πέρα βρέχει και «μην ανακατεύεις τον βόθρο» ή για να θυμηθούμε τον Αριστοφάνη «μην ανακατεύεις τον Ανάγυρο», περί του ανάλογου δύσοσμου τοπωνυμίου πρόκειται.

Κανένας δεν θυμήθηκε μάλιστα πως το «Παραμύθι χωρίς όνομα» έχει ιδιοφυώς διασκευαστεί σε έξοχο μπρεχτικής γραφής θεατρικό έργο από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη με την εξαίσια μουσική του Χατζιδάκι. Και δεν ήθελαν να σκεφτούν οι περί τα θεατρικά, ακόμη και όσοι πολιτικά θέλουν και λένε πως σκέφτονται ότι η Δέλτα έγραψε το βιβλίο της για να αποτυπώσει τη μεγάλη ντροπή του 1897 και τη μεγάλη ελπίδα της επανάστασης στο Γουδή που έφερε τον Βενιζέλο αλλά ούτε και να σκεφτούν πως ο Καμπανέλλης έγραψε το έργο του και παίχτηκε μέσα στην αναταραχή και την ανωμαλία του 1965, ενώ πολιτικότεροι θεατράνθρωποι έβαλαν το κεφάλι τους στον ντορβά και το ανέβασαν και μέσα στη χούντα!

Τώρα γενική τσιμουδιά, τσιρότο, γιατί περνάει ο τόπος μια ιδεολογική γρίπη των χοίρων. Ποιος τολμάει τώρα, αν δεν είναι παλαβός, να μιλήσει για έθνος που κινδυνεύει, για προσβολές που δέχεται και ταπεινώσεις και για ελπίδες ανάστασης μόνο χάρη στη γενική πατριωτική επιστράτευση. Ενώ τα ιδρύματα της χώρας αφιερώνουν περίλαμπρες εκθέσεις για τον ζωγράφο Τσαρούχη, καθηγητάδες Έλληνες [(;)- δεν αμφισβητώ εγώ τον χαρακτηρισμό, εκείνοι τον αποποιούνται)], χρηματοδοτούμενοι από το ΥΠΠΟΤ και την ομογένεια με σινδονιάδες τον εξευτελίζουν, τον λένε θεατρίνο, καμποτίνο, εθνικιστή τραβεστί, δημόσιο κλόουν και επαγγελματία εθνικόφρονα. Και μαζί του γελοιοποιούν τον Κουν, τον Χατζιδάκι και τον Σεφέρη και συλλήβδην ολόκληρη τη γενιά του τριάντα και ό,τι ανακάλυψε και προέβαλε τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραγκιόζη του Σπαθάρη, τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού (θυμίζω πως το αριστούργημα του Σολωμού πρωτοδημοσιεύτηκε το 1927!). Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που γελοιοποιούν τον Κόντογλου, απεχθάνονται τον Παπαδιαμάντη, εξευτελίζουν τους Σικελιανούς και την αναβίωση του αρχαίου δράματος με ερμηνευτικά κλειδιά στη βυζαντινή και δημοτική μουσική, τους δημοτικούς χορούς και τη σύνδεση των διονυσιακών εορτών με τα ελληνικά λαϊκά πανηγύρια. Τη Δέλτα θα σεβαστούν όταν προχθές μόλις θεωρούσαν εθνολαϊκή ηθογραφία και γραφικότητα τους «Όρνιθες» των Τσαρούχη, Κουν, Χατζιδάκι, Νικολούδη, Ρώτα και φέρνουν ως αντίπαλο παράδειγμα, άξιο μιμήσεως, το «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Τώρα τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; Το μυαλό μου δεν θέλει να δεχτεί τη μόνη συγγένεια που συνέδεε τον Κουν, τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι με τον συνθέτη του αμερικάνικου μιούζικαλ Λέοναρντ Μπερνστάιν! Και το μέτρο της προτιμήσεως!

Πρόσφατα αντέγραψα και δημοσίευσα στα «ΝΕΑ», ανταπόκριση από το Λονδίνο του Φεβρουαρίου 1922, όπου ο τότε πρωθυπουργός (ένας από τους εκτελεσθέντες εξ, ύστερα από μερικούς μήνες) έχει χρονίσει την παραμονή του στην αγγλική πρωτεύουσα ζητιανεύοντας ένα δάνειο 15 εκατομμυρίων, ενώ οι αγγλικοί τραπεζικοί οίκοι αρνούνται να δανείσουν τόσο ποσό και θέτοντας δριμείς και σκληρούς όρους για πολύ μικρότερο γιατί, έλεγε ο ανταποκριτής, η ελληνική πολιτεία δεν ήταν αξιόπιστη και ήταν βέβαιοι ότι δεν θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις της!!

Αυτό πριν από 88 χρόνια και 25 χρόνια πριν από αυτό, το 1897, έπειτα από μια ταπεινωτική ήττα σε πολεμική «ρομαντική», λυτρωτική ντε, πρωτοβουλία ενός πτωχεύσαντος κράτους, επελάσαμε ενάντια του εχθρού με δικράνια, φτυάρια, δρεπάνια και κάρα! Για να πληρώσουμε πολεμική αποζημίωση στον εχθρό τεράστιο ποσό με λεόντειο τοκοχρεωλύσιο, χρήματα που κατέβαλαν «οι φιλέλληνες» σύμμαχοί μας και οι τράπεζές τους με εξευτελιστική τοποθέτηση στη χώρα Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που εισέπραττε ασφαλώς τα είδη πρώτης ανάγκης από το ιδρυθέν γι΄ αυτό τον σκοπό Ελληνικό Μονοπώλιο (μαγειρικό αλάτι, φωτιστικό πετρέλαιο, σπίρτα... και τράπουλες, αφού ως γνωστόν είμαστε αμετανόητοι τζογαδόροι και χαρτοκλέφτες). Αλήθεια γιατί στις πρόσφατες αυξήσεις στα τσιγάρα, τα ποτά, τα καύσιμα δεν προστέθηκαν και αυξήσεις στα μύρια όσα τυχερά παιχνίδια, εννοώ τα επίσημα!

Θυμίζω, έτσι για την ιστορία, τον μύθο του «Παραμυθιού χωρίς όνομα». Σε μια ανώνυμη χώρα τα πάντα έχουν παραλύσει εξαιτίας και της ανικανότητας και της ηλιθιότητας των αρχόντων και της αδιαφορίας και της τεμπελιάς των αρχομένων. Όταν το κράτος φτάνει στο έσχατο όριο της φτώχειας ζητούν από συγγενικό κράτος δάνειο. Και ο είρωνας ηγεμόνας της γείτονος τους στέλνει αμπαλαρισμένο σε περίτεχνο κιβώτιο μια γαϊδουροκεφαλή. Αυτή η προσβολή κινητοποιεί το φιλότιμο του απλού λαού, που με επικεφαλής τον νέο ηγέτη με τις φρέσκες ιδέες, αφού πρώτα ανοικοδομήσουν τα ερείπια και αναθεωρήσουν τους θεσμούς, εκστρατεύουν και νικούν τον υβριστή στέλνοντάς του πεσκέσι τη γαϊδουροκεφαλή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: