Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Μέρες του 44. Οι απέδω και οι απέκει του Αράχθου. Στο λαϊκό δικαστήριο της Άγναντας


Γράφει ο Γ.Α. Φλώρος στα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά» Τεύχος 10 Μάιος 2009

…………..Κι ήρθε ο χειμώνας του 42. Κατά πως μολογάνε, βαρύς κι ασήκωτος, λες και βάλθηκε κι αυτός με σέμπρο τον καταχτητή να ξεπαστρέψει τον ορεινό πληθυσμό των Τζουμέρκων. Για μήνες ασπρίλα απ’ το χιόνι ο τόπος. Για να βγούνε πέρα, πολλοί άλεσαν και τα σπορίσματα ακόμα που ‘χαν φυλαγμένα στις μπακούλες για να τα σπείρουν την Άνοιξη.
Και τα ζωντανά, για μήνες κι αυτά κλεισμένα, τι γάλα να ‘δωναν χωρίς θροφές; Μέχρι και τ’ άχυρα και τα ροκόφλα είχαν σωθεί στις αχυρώνες. Για να μην ψοφήσουν, ροκάναγαν πουρνάρες κι ελατούδες εκεί στα κατώγια των σπιτιών.

Σαν πρασίνισε ο τόπος και λάλησε ο κούκος, η γης έβγαλε λάχανα και τσουκνίδες. Τα ‘βραζαν, τ’ αλεύρωναν και ξεγέλαγαν την πείνα τους. Παρηγοριά, δυο χλιαρές γάλα, πλιότερο για τα παιδιά παρά για τους μεγάλους, που άρχισαν κι έδωναν τα ζωντανά, σαν χόρτασαν κλαρί και χλωροχόρτι.

Ο πόλεμος έκλεισε και τα σχολειά. Τα παιδούρια, σκόρπια εδώ και εκεί σαν τ’ αγρίμια του λόγγου. Χρονκίς ήταν κρεματζούλα στα καρπόκλαρα για να στομώσουν την πείνα τους. Απ’ το Μάη που γλύκαιναν τα σκάμνα και τα κορόμπλα ίσαμε το χινόπωρο που η φύση απλόχερα σκόρπαγε τα λογής λογής καλούδια της.
Ακόμα και αργότερα, στα τέλη του Αη Δημητριού που κίναγαν οι αέρηδες και γκρέμαγαν τις καρύδες που ‘χαν μείνει ξέκλωνα και δεν τις έσωναν οι ράβδες, τα παιδούρια μπορμπολόλαγαν κάτω απ’ τις καριές αναμερίζοντας με τα ποδάρια τους τα καρόφλα.

Κείνο το χειμώνα ξεχείλισε η ανθρωπιά και το φιλότιμο στα χωριά μας. Εκείνοι που κρατιόταν κάπως καλύτερα βοήθησαν όσο μπόρεσαν και τους αδύναμους να ξεχειμωνιάσουν.

Σαν να μην έσωναν αυτά, κείνη τη χρονιά πογώνιασε η Αντίσταση εδώ όπου ο τόπος ήταν ακόμα απάτητος απ’ τον καταχτητή.

Το 43 όμως η ορεινή ταξιαρχία των Γερμανών, ιντελβάις μου φαίνεται πως την έλεγαν, το ‘βαλε να ξεπαστρέψει την αντίσταση στα Τζουμέρκα.
Κίνησε απ’ την Άρτα και τα Γιάννινα και πήρε σβάρνα τα χωριά. Στο διάβα της έκαιγε σπίτια και ξεκλήριζε ανθρώπους.
Οι Τζουμερκιώτες σκόρπισαν και τρύπωσαν στα λόγγα. Σα γύρισαν κάποτε στα χωριά τους βρήκαν καμένα τα σπίτια και ρημαγμένα τα συγύρια τους. Γλίτωσαν μόνο οι μαχαλάδες και τα σπίτια που ήταν κάπως ξώμακρα απ΄ τη στράτα και το βλέμμα του καταχτητή. Ο κόσμος αναγκάστηκε να γίνει από νοικοκύρης, μουσαφίρης σε συγγενολόια στους μαχαλάδες. Οι πλιότεροι ποστρέχιασαν σε καλύβες κι αχερώνες που ‘ χαν στα χωράφια τους, και σε μονόπλατες που ‘στησαν σιμά στα καμένα σπίτια τους.

Όσο για την Αντίσταση, καλά κίνησε απ’ την αρχή με στόχο να πολεμήσει το Γερμανό. Κάπου όμως στη στράτα της μπήκε και το σαράκι και την έκανε κομμάτια και θρύψαλα. Ο αδερφός πολέμησε τον αδερφό …   


Κατά το 44, κάπως τους ήρθαν τα λογικά αφού μέτρησαν τ’ αποκαΐδια  και τη συμφορά που ‘χαν σκορπίσει, συνάχτηκαν οι καπεταναίοι, εκεί στο γεφύρι της Πλάκας κι αποφάσισαν να χωρίσουν την Αντίσταση στα δύο. Σύνορο ο Άραχθος με τους απέκει και τους απέδω. Στο γεφύρι της Πλάκας και Γκόκ’ φυλάκιο οι απέδω, φυλάκιο οι απέκει. Ψυχές μαυρισμένες από μίσος που παράφορα φώλιασε μέσα τους.

Το χωριό βρέθηκε απέδω. Απέδω συντάχθηκαν πάρα πολλοί αντάρτες, όπως τους έλεγαν. Τόσοι που ο τόπος δεν τους χώραγε να ζήσουν και να τραφούν. Το ασήκωτο τούτο βάρος έπεσε στα χωριά μας. Τα σοδήματα που ‘βγαζε ο τόπος δεν έσωναν να κρατήσουν ζωντανούς τους ντόπιους κι όχι να θρέψουν κι αυτό το ανταρτομάνι. Κατά πως λέει κι ο κοσμάκης, όπου υπάρχει η ανέχεια κι η ανάγκη, ξεκαμπάει η γκρίνια με όλα τα άλλα που τη συντροφεύουν.

Συχνά πυκνά ο «υπεύθυνος», συνοδεία ανταρτών αξούριστων για μήνες με φυσεκλίκια χιαστί στο στήθος τους που μόνο η θωριά τους σκόρπαγε λαβούρα, έπαιρνε σβάρνα τα κονάκια και πρόσταζε ορθά κοφτά, «αύριο το μεσημέρι θα φέρεις τόσες κλούρες ζυμωμένο ψωμί και μια τέτζερη βρασμένα φασούλια στην πλατεία του χωριού για τον αγώνα».
Κλαψουρισμένη και με το δίκιο της η απόκριση: «που να το βρω τόσο αλεύρι; Το λιγοστό που ‘χω στο αμπάρι δε σώνει να βγάλω πέρα τα παιδιά μου».
Κάποτε το παρακαλητό έπιανε κι οι κλούρες που θα ζυμώνονταν γίνονταν λιγότερες.
Σαν τύχαινε και ο «υπεύθυνος» ήταν ζαβός, αλίμονο στη νοικοκυρά. Η προσταγή άκαρδη και σκληρή: «μην τα φέρνεις, και το ρημαδιακό σου θα γίνει λαμπάδα και θα π’ρώνεσαι». Άσοτα τα βάσανα του κοσμάκη…


Τώρα που πήγαιναν οι λίρες και τα χρειαζούμενα για τον Αγώνα που ‘ριχναν τις νύχτες τα συμμαχικά αεροπλάνα στον καμπούλη του χωριού μας και στ’ άλλα χωριά, ποτέ δεν μαθεύτηκε.
Ούτε και κάποιοι από τους καπεταναίους που ΄γραψαν απομνημονεύματα, μας είπαν γιατί τότε σύμμασαν τόσο ανταρτομάνι απέδω απ’ τον Άραχθο κι αξίωναν απ’ τους κακομοιριασμένους Τζουμερκιώτες να τους ταΐσουν.

Κατά πως μολογάνε, απέκει απ’ τον Άραχθο τα πράγματα ήταν καλύτερα. Πολύ λιγότεροι οι αντάρτες. Τα χρειαζούμενα έφταναν πιο εύκολα. Σιμά ήταν ο κάμπος των Ιωαννίνων, του Καναλακίου και της Άρτας ακόμα. Πέρα απ’ αυτό στην Κέρεντζα τα συμμαχικά υποβρύχια ξεφόρτωναν  άκοπα ειδήσματα για την Αντίσταση.

Πολλοί φαμπλίτες απ’ το χωριό μας κι απ’ τα άλλα χωριά που ‘χαν στραγγίσει απ’ την ανέχεια, ρίχτηκαν απέκει απ’ τον Άραχθο μπαίνοντας σε χίλιους κινδύνους.
Ο δρόμος για στάχυα στο θεσσαλικό κάμπο είχε κλείσει. Όποιος ξαποφάσιζε για κει σαν τύχαινε κι έπεφτε στα χέρια των Γερμανών δε ματαγύρναγε. Τον κρέμαγαν στα τηλεγραφόξυλα για κατάσκοπο.

Όσοι κατάφεραν και διάβηκαν απέκει απ’ τον Άραχθο άλλαξαν κι επάγγελμα. Από κτίστες και μαραγκοί που ήταν οι πλιότεροι, βαφτίστηκαν καλατζήδες (γανωτές).
Ανέχεια απ’ τη μια, ανάγκη απ’ την άλλη πορεύτηκαν αντάμα. Τ’ αγγειά ήταν τότε χαλκοματένια. Έτσι με τον καιρό ξεκαλαλίζονταν, το φαΐ γίνονταν δηλητήριο. Για να ματαγίνουν χρειαζούμενα, ήταν ανάγκη να καλαλιστούν.

Ο χωριανός ο Γιώργης κι ο αδερφός του ο Κώστας ήταν από πάππο προς πάππου γανωτές. Σύμμασαν και κάποιους άλλους απ΄ το χωριό, χτίστες, μαραγκούς, που πέταξαν τα τσόκια και τα μστριά και έφτιαξαν παρεούλα. Μαζί τους πήγε και ο πατέρας μου.

Σα διάβηκαν το ποτάμι, άδραξαν το μαχαλοσάκι και τη μαχαλιώρα και πήραν σβάρνα τα χωριά και γάνωναν τα χαλκώματα. Η πληρωμή σε είδος. Ό,τι ήταν για πόρεψη, στάρι, καλαμπόκι, αρτμή, βούτυρο και σπορίματα.

……………………………………………………..

Οι καλατζήδες με τα σύνεργα φορτωμένα στο γαιδουράκι του μπάρμπα Γιώργη γύριζαν τα χωριά καλαλίζοντας τ’ αγγειά. Το σόδεμα το μοιράζονταν κι ο καθένας το σιγούρευε προσωρινά σε φίλους ή σε κουμπάρους που ‘κανε στα χωριά που διάβαιναν. Σα γίνονταν φόρτωμα, ζαλίγκα το κατέβαζαν φορτωμένοι στην απέκει μεριά του γιοφυριού του Γκόκ’. 
Οι γυναίκες που ‘χαν λάβει το χαμπέρι καρτέρεγαν στην απέδω μεριά. Εκεί, στη μέση του γιοφυριού, οι άντρες παρέδωναν το σόδεμα στις γυναίκες τους παρουσία των φρουρών των φυλακίων και τίποτα άλλο. Από κει, περπατώντας σε μεγάλη ανηφόρα για ώρες, έσωναν κάποτε στο χωριό με το σόδεμα.

Μια απ’ αυτές τις φορές με πήρε μαζί της η μάνα μου, παιδούρι τότε εφτά χρονών. Σα φτάσαμε στη μέση του γιοφυριού, ο πατέρας μου χάλεψε και πήρε άδεια απ’ τον καπετάνιο της απέδω μεριάς να με πάρει για λίγες μέρες απ΄ την απέκει μεριά, μιας και είχε κανά εξάμηνο να με δει. Έτσι κι έγινε.

Άξαφνα, σε κανά δυο μέρες ξεκάμπισαν στο σπίτι μας στο χωριό δυο αντάρτες και αξίωσαν απ’ τη μάνα μου να τους ακολουθήσει μέχρι το «φρουραρχείο»  του χωριού. Εκεί ο «φρούραρχος» την πρόσταξε να μην το κουνήσει απ’ το σπίτι της γιατί σε δυο μέρες θα πέρναγε από λαϊκό δικαστήριο στην Άγναντα για κατασκοπεία.

Ο πατέρας μου, που του ‘στειλαν το χαμπέρι, με κατέβασε στο γιοφύρι του Γκόκ’ και με παρέδωσε στο «σύνδεσμο». Αυτός είχε την εντολή να με παραλάβει και να με παραδώσει στο χωριό. Ο «σύνδεσμος» ήταν γείτονάς μας και τον αγγάρεψαν.
Κατά πως έλεγε η μάνα μου, ήταν καλός και πονόψυχος άνθρωπος. Κάθε φορά που απόσωναν τα ποδάρια μου απ’ το περπάτημα, σταμάταγε να ξαποστάσουμε. Ο δρόμος ήταν μπηχτά ανηφόρα, κι ο ίδιος κοντανάσαινε.

Την άλλη μέρα, συνοδεία των ανταρτών απ’ την πλατεία του χωριού μας πήραμε τη στράτα για την Άγναντα. Μαζί μας ήταν θυμάμαι η γιαγιά μου η Μαριγούλα και η θειάκω η Τάκαινα και η Βασίλαινα, η γυναίκα του μπάρμπα Γιώργη του γανωτή, η ανεψιά της γιαγιάς μου η Καλλιόπη και άλλες γυναίκες.

Στην Άγναντα ήταν κι άλλοι «κατηγορούμενοι» από άλλα χωριά. Ήρθε κάποτε και η σειρά μας. Ακούσαμε απ΄ το «δημόσιο κατήγορο» την κατηγορία: Κατασκοπεία!
Καλά εγώ, παιδούρι και δεν καταλάβαινα, αλλά μήπως νόγαγε και η μάνα μου;
Πρώτη φορά άκουσε φαίνεται τη λέξη κατασκοπεία.
Έδωσε πήρε ο «λαϊκός δικαστής» να την κάνει να καταλάβει πόσο σοβαρό ήταν το έγκλημα που έκανε και πως έπρεπε να δώσει λόγο.

--Μάζωξες πληροφορίες για το πόσοι είμαστε. Τι όπλα και πολεμοφόδια έχουμε και τις θέσεις των ανταρτών. Με σημείωμα που έστειλες με το παιδί σου στον άντρα σου, που ‘ναι απέκει απ΄ το ποτάμι, πρόδωκες τον αγώνα στον οχτρό.

-- Τι λες χριστιανέ μου; Δεν ξαδιάζω να κάτσω ψίχα να ξαποστάσω. Δυο παιδιά κι ένα γέροντα άρρωστο έχω στο σπίτι, πράματα να ταΐσω, χωράφια να τσαπίσω, ξύλα να κουβαλήσω να φτιάξω στιβανιά για το χειμώνα κι εσύ μ’ γίνεσαι πως άλλη συλλοή δεν έχω απ’ το να κουσεύω στις ράχες και να μετράω τσ’αντάρτες και τα ντφέκια τς;

---Καλά γι αυτά θα ειδούμε. Γιατί αρνήθηκες να δώκεις για τον αγώνα στον υπεύθυνο του χωριού σου τις λίρες που ‘χε μέσα στο σόδεμα ο άντρας σου;

-- Τι μολογάς χριστιανέ μου; Ο άντρας μου καλατζής είναι κι όχι καπετάνιος. Καλαλίζει χαλκώματα και πληρώνεται μ’ ένα πιάτο γένμα. Μέρες κάνει να γίνει φόρωμα. Το κουβαλάω ζαλίκι εγώ απ΄του Γκοκ στο χωριό, να ταίσω τη φαμπλιά μ’. Απ΄αυτό ζμώνω κλούρες και τρώτε κι εσείς.

Εγώ, πιασμένος απ’ το μπαλωμένο φστάνι της μάνας μου θα ‘χα φαίνεται κατακιτρινίσει, γιατί ο «δικαστής» μου ‘πε «μη σκιάζεσαι παιδί μ’ .  Πες μας μήπως η μάνα σου, έραψε μέσα στο γκολφ κανένα γράμμα και σαν πήγες από πέρα το πήρε ο πατέρας σου; Ή μήπως στο ‘ραψε στην τεράντζα απ’ το παντελονάκι σου;»     

«Όχι», του είπα, «δε μόραψε τίποτα η μάνα μ’» Τότε ο «δικαστής» είπε: «το παιδί να το δώσετε στη γιαγιά του κι η μάνα να κρατηθεί μέχρι να τελειώσουν οι δίκες».
Η μάνα μου φώναξε: «τι λες χριστιανέ μου, άφησε με να πάω στο χωριό. Δε γλεπς που δειλίνιασε κι έχω κλεισμένα τα πράματα και νηστικούς το παιδί και το γέροντα;»

Σημασία δεν της έδωσαν. Ένας αντάρτης την πήγε στο κρατητήριο. Σαν άκουσαν οι γύρω την απόφαση, κάτι μουρμούρισαν. Ξεχώρισα μόνο μια λέξη που ‘μεινε: «χαρχαρούδια τ’σ ».
Εμένα με σύμμασε η γιαγιά μου και κάτσαμε παράμερα. Η γιαγιά μου περίμενε ν’ ακούσει την απόφαση για την κοπέλα της και για τη νύφη της. Η απόφαση η ίδια, να κρατηθούν. Η κατηγορία ήταν άρνηση να δώσουν λίρες για τον αγώνα.
Η γιαγιά μου ήταν τυχερή, δεν πέρασε από δίκη. ΄Ενας απ΄τους αντάρτες της πήρε μια μαντανία καινούργια του νερού, που φορτωμένη πανωσίγκωνα και την απάλλαξε απ’ τη δίκη.

Σαν βασίλεψε ο ήλιος, ήρθαν εκεί που καρτερούσαμε, η μάνα μου κι οι δυο οι θείες μου. Και πήραμε τη στράτα του γυρισμού για το χωριό.
Η μάνα μου βόγγαγε συνέχεια και δυσκολεύονταν να πάρει ανάσα, γιατί της έσπασαν ένα πλευρό και τρία δάχλα απ’ το δεξί της χέρι.
Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιπες. Ό,τι είχε γίνει εκεί στο κρατητήριο – κολαστήριο στην Άγναντα, το μολόγαγαν σ’ όλη τη στράτα ίσαμε το χωριό.
Η γιαγιά μου καταριόταν καπ’ και που τον καπετάνιο απ’ το χωριό μας, το μπάρμπα Νίκο, που ήταν εκεί, που γνώριζε τα πάντα για τις γυναίκες, μάλιστα η μάνα μου τον είχε δεύτερο ξάδερφο, και όχι μόνο δεν πήρε το λόγο, το φχαριστιόταν κιόλας.
Την Καλλιόπη την έφεραν την άλλη μέρα στο χωριό σε κουβέρτα.

Κατά πως  μολόγαγαν, κι απέδω και απέκει, τα ίδια. Σωμό τα βάσανα του κοσμάκη δεν είχαν.

Μαύρα χρόνια κι άλαλα, ποτές μην ματαρθύν.              

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Όταν οι ουρές για τον Ένφια, γίνουν ουρές για την Ψήφο



Στην αρχή κάνανε λάθη, τα οποία δεν ήτανε λάθη, ήτανε απόπειρα αρπαχτής.
Να στείλουμε φουσκωμένα εκκαθαριστικά, να αρπάξουμε μισό δισ. παραπάνω κι αν μας καταλάβουνε, θα μιμηθούμε τους κλεφτοκοτάδες, που κρύβουνε την κότα στο παλτό και λένε ότι τα φτερά που προεξέχουν είναι από το πιπουλένιο πάπλωμα που μαδάει.
Οι κλεφτοκοτάδες πιάστηκαν στα πράσα, έκρυψαν όπως - όπως τα πίπουλα, έκαναν κάποιες μικροαλλαγές και μετά έβγαλαν τα εκκαθαριστικά στις 22 Σεπτεμβρίου για να πληρωθούν μέχρι τις 30 του μηνός.
Κάποια εκκαθαριστικά βγήκαν αργότερα, λόγω προβλημάτων του ΤΑΧΙS, οπότε ο φορολογούμενος είχε... πέντε με εφτά εργάσιμες για να βρει λεφτά και να πληρώσει την πρώτη δόση. Να κόψει τον λαιμό του να βρει λεφτά εκεί στο τέλος του μηνός, όταν έχουν τελειώσει οι μισθοί, οι συντάξεις, τα επιδόματα.
Τον έκοψαν τον λαιμό τους οι φορολογούμενοι και στήθηκαν Δευτέρα - Τρίτη στις ουρές να πληρώσουν τον φόρο. Ατέλειωτες οι ουρές έξω από τις τράπεζες, τις έβλεπαν οι μανδαρίνοι και, αντί να συμπονούν, χαίρονταν.
Να τα, τα πουλάκια μου, με το που βαρέσαμε το γκονγκ στήθηκαν στην ουρά να πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ με τους ώμους σκυφτούς και τα μάτια στο πάτωμα.
«Πέντε χρόνια έχουν περάσει και μας φοβούνται ακόμη, ρε Βαγγέλη, δες τους πώς ξεροσταλιάζουν στις ουρές».
Δώστε, ρε παιδιά, μια παράταση, να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος, φώναζαν τα μίντια, ακόμη και τα συστημικά.
Μούγκα οι μανδαρίνοι, ούτε φωνή, ούτε παράταση.
Επίτηδες το έκαναν, ανθρωπολογικό πείραμα διεξήγαγαν, να κάθεται ο άλλος τέσσερις ώρες στην ουρά, να αναβλύζουν οι τοξίνες του φόβου, να ναρκώνεται το πνεύμα και το σώμα.
Αλλά κι εμείς, ρε παιδάκι μου, πολύς φόβος, πολλή νομιμοφροσύνη. Εκεί, να τρέξουμε πέντε μέρες μετά την παραλαβή του εκκαθαριστικού να πληρώσουμε έναν φόρο που βλαστημάμε νυχθημερόν.
Στριμωχτήκαμε μέχρι το μεσημέρι στις τράπεζες και μέχρι το βράδυ στα ταχυδρομεία, μη χάσουμε την προθεσμία και πληρώσουμε το πρόστιμο. 0,73% ήταν το πρόστιμο, 73 λεπτά στη δόση των 100 ευρώ, 1,46 ευρώ στη δόση των 200, ποσά ασήμαντα μπροστά στη συνολική αφαίμαξη.
Δεν ήταν το πρόστιμο που στρίμωξε τους ανθρώπους στις ουρές του ΕΝΦΙΑ.
 Ήταν το δέος απέναντι σε ένα αδίστακτο και απάνθρωπο καθεστώς, που κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει ότι είναι αδίστακτο και απάνθρωπο.
Κόβει νερό, ρεύμα, τηλέφωνο, βάζει πρόστιμα και χειροπέδες, ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς κι άμα σφίξουν τα πράγματα, ανοίγει και κανένα κεφάλι.
Οι ουρές των τραπεζών θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν, μέχρι να συναντηθούν με τις ουρές των εκλογικών τμημάτων.
Τότε ο ΕΝΦΙΑ θα γίνει η δεύτερη Αμφίπολη κι όταν την ανοίξουν, θα βρουν μέσα τα πολιτικά σκέλεθρα του Σαμαρά και του Βενιζέλου.
Και το χειρότερο γι' αυτούς είναι ότι εφεξής θα τους εκπροσωπεί η Παναγιωταρέα. Εις το διηνεκές.


Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη