Ο Fazıl Bülent Kocamemi είναι Τουρκογιαννιώτης στην καταγωγή και ζει στην Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται οτι η καταγωγή δεν ξεχνιέται, αφού πρέπει να γεννήθηκε εκεί, μιας και έστησε ολόκληρο blog, το Yanya/Ioannina/Jannina στη διεύθυνση http://yanyafbk.blogspot.com/ για τον τόπο καταγωγής των προγόνων του.
Μετά σχεδόν έναν αιώνα από την απελευθέρωση της πόλης και την ανταλλαγή πληθυσμών!
Στον υπότιτλο του γράφει σε τρεις γλώσσες, Αγγλικά, Γαλλικά και Τούρκικα (Γιατί όχι και σε Ελληνικά, Bülent;) : "Αυτό το blog δημιουργήθηκε για να φέρει σε επαφή τους Γιαννιώτες και την ανταλλαγή αναμνήσεων" (ξέρω, κακή μετάφραση, αλλά δεν έχει σημασία).
Με βοηθό το μεταφραστή της Google προσπάθησα να καταλάβω τι γράφει. Άθλια η μετάφραση και μισή, αλλά τι να κάνω;
Ε, λοιπόν, ο άνθρωπος ξέρει τι συμβαίνει στην πόλη μας ενημερωνόμενος προφανώς από το Internet, και καταλαβαίνει ή και μιλάει ελληνικά, σε σημείο που να γνωρίζει ακόμα και για τον φρικιαστικό βανδαλισμό στα "εβραίκα τα μνήματα" ή ακόμα και το τι κάνει ο ΠΑΣ Γιάννενα, του οποίου μάλιστα δηλώνει οπαδός!
Έχει γράψει και βιβλίο σχετικά με τα Γιάννενα: "Yanya'nın Gözyaşları" (Δάκρυα των Γιαννίνων).
Ακόμη παραθέτει βιογραφίες Τουρκογιαννιωτών, που διέπρεψαν στο χώρο της Επιστήμης και της Τέχνης ή στην Τουρκικό Στρατό και Διοίκηση.
Kαι για τις παλιές γιαννιώτικες συνταγές γράφει!
Χαίρεται για την κατασκευή της Εγνατίας που φέρνει πιο κοντά την πόλη, που έζησαν οι πρόγονοί του (και οι δικοί μας, φυσικά).
Αλλά και λυπάται για την εγκατάλειψη μερικών μουσουλμανικών μνημείων της πόλης, όπως ο τάφος του Ασλάν πασιά.
Ακριβώς όπως κι εμείς λυπόμαστε για την εγκατάλειψη των χριστιανικών μας μνημείων στην Τουρκία.
Όταν χαζεύεις αυτό το Blog, είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος τότε, που τα τρία κύρια στοιχεία της πόλης, 'Ελληνες, Τούρκοι και Εβραίοι μοιράζονταν τον ίδιο χώρο, άλλοι καιροί, άλλες συνθήκες, ουσιαστικά άλλη πόλη.
Μακάρι να γνώριζα τη γλώσσα για να διαβάζω στο πρωτότυπο!
Έχει ενδιαφέρον να δω την απο εκεί πλευρά της Ιστορίας, την εποχή και πώς την βιώναν οι τότε συντοπίτες μας, τότε, πριν από το 1923.
Τι θυμούνται, τι νοσταλγούν, τι τους ενώνει με τον τόπο.
Βλέπεις, χαμένες πατρίδες δεν υπάρχουν μόνο για μας. Χαμένες πατρίδες υπάρχουν για όλους.
Πριν από λίγες μέρες γιορτάσαμε την μαύρη επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Τώρα τα μέσα διαλαλούν την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο.
Μήπως τέτοια blog, ένθεν και ένθεν, κάνουν τους ιθύνοντες να σκεφτούν δυο φορές το τι πράττουν;
Μετάφραση του Γιαννιώτικου blog από την Τουρκία, από τη μηχανή μετάφρασης της Google
Ψηφιακός Ξεναγός του Κάστρου των Ιωαννίνων
5 σχόλια:
Stergio φαίνεται χτύπησες φλέβα χρυσού με το blog που μιλάει για τα Γιάννινα μας, από την Τουρκία και γράφεται από έναν Τουρκογιαννιώτη. Να θυμηθώ όταν κάποτε Γιαννιώτης μπήκε σε ταξί στην Σμύρνη και είπε στον ταξιτζή ...ντουγρού...δηλαδή ίσια μπροστά, ο ταξιτζής κατάλαβε. Ακόμη στον πρώτο τομο του Οσα Θυμάμαι ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης, αιχμάλωτος των Τούρκων το 1922, σε ένα χωριό συνάντησε μια οικογένεια Τούρκων που είχε μεγαλώσει στην Κόνιτσα, που τον έβλεπαν πιο πολύ δικό τους άνθρωπο και συμπατριώτη απ' ότι τους ομοεθνείς τους Τούρκους.
Και τι δεν έχει το ιστολόγιο, κεντητά μαντηλια, σχέδια ασημικών, τοπικές ειδησεις, λες να βλέπουν και τα χάλια της κεντρικής μας πλατείας με τις γυάλινες προσθήκες τα ξενόφερτα δέντρα στις γλάστρες, ούτε μια ιερή βελανιδιά να σκέπει τον κάλπικο Πύρρο!
Να σου πω: Ο Πύρρος στην πλατεία μπορεί να είναι δωρεά της ελληνικής ομογένειας, αλλά είναι πολύ κακόγουστο άγαλμα. Γιατι: Δεν μ' αρέσει ειδικά το χρώμα του,και η όλη σύνθεση. Η ασπίδα ειδικά με το νόμισμα "ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ" μου φαίνεται και ανιστόρητη. Το νόμισμα με τον ταύρο πρέπει να είναι μεταγενέστερο. Ο ΠΑΣ καλά έκανε και το έβαλε σαν σήμα του, αλλά δεν το έβαλε σε ασπίδα. Πού ξέρουμε τι σήμα είχαν στις ασπίδες οι αρχαίοι Ηπειρώτες; Το "ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ" αναφέρεται στο Κοινό των Ηπειρωτών, αργότερα, όταν η Βασιλεία είχε καταργηθεί στην Ηπειρο. Πήραν το άγαλμα και κάποιοι σύνδεσμοι του ΠΑΣ και το κάναν και έμβλημά τους. Ας καθίσουν μάλλον να διαβάσουν λίγο Ιστορία, και ειδικά τον Πλούταρχο, αντί να ωρύονται και να κτυπιούνται σαν κατσίκια, χωρίς να βλέπουν καν το ματς. Θα περίμενα από κάποιους αρχαιόπληκτους του ΛΑΟΣ τέτοιου είδους κιτς, αλλ' όχι από ανθρώπους που έχουν κάποια παιδεία. Ποιο πολύ μου άρεσε η προτομή του Πύρρου στην παλιά πλατεία, που βασίζεται σε Αρχαιολογικό εύρημα, παρά μια φανταστική και μάλλον ανιστόρητη σύνθεση. Το ίδιο και με τους ανδριάντες της Ολυμπιάδας και του Μεγαλέξανδρου. Στο μέγεθος και τη μορφή και η όλη σύνθεση με ενοχλεί αισθητικά, σαν νάνοι μου φαίνονται, και τι θέλουν να δείξουν, εκεί κρυμμένοι μέσα στους θάμνους;
Θυμάμαι μια φορά που είχα πάει στη Σουηδία, στο Gothenburg, είχαν ένα μεγάλο άγαλμα του ιδρυτή της πόλης αλλά η πόλη ήταν γεμάτη με χαριτωμένες γλυπτικές συνθέσεις, ο Ποσειδώνας με μια μακρυά ψαρίσια μύτη για να δείξει το δεσμό της πόλης με τη θάλασσα ή ένας χοντρός κύριος σε μπρούτζο με καπέλο και γυαλιά που βάδιζε, ή και αφηρημένες συνθέσεις. Ακόμα και το πιστόλι με δεμένο κόμπο την κάνη που βρίσκεται στον ΟΗΕ είχαν. Εμείς: το πολεμικό μας παρελθόν. Τουλάχιστον οι παλιότεροι έφτιαχναν και ωραία πράγματα, όπως το άγαλμα της Ελλάδας με τον σκοτωμένο τσολιά, δεν σε ενοχλεί αισθητικά, και έχει και σύγχρονες αναφορές. Εχει μια έκφραση, ρε παιδί μου- ο πόνος, το άψυχο σώμα, συγκίνηση. Εδώ τι έχει; Αν ήμουνα ο Βασιλιάς Πύρρος, θα το απέρριπτα αμέσως.
Γράφει ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης (και για λίγους μήνες Δήμαρχος Ιωαννίνων, μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς), αιχμάλωτος στην Τουρκία – στο Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922-23, στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ, Α τόμος.
……έδινα οδηγίες ένα απιογιοματάκι στους νοσοκόμους και εμφανίζεται ένας ψηλός ως εκεί πάνω επιλοχίας.
«Καλησπέρα σας», λέει ελληνικά, «πούθι είσι κυρ-γιατρέ:» σε ατόφια τουρκογιαννιώτικη προφορά.
«Από τα Γιάννενα», του απαντώ, «Ξέρετε ελληνικά;»
«Απού τα Γιάννινα;» με χαιρετάει φιλικότατα και ..
« αμ, απού τα Γιάννινα είμι κι ιγώ». Μου λέει ότι ο πατέρας του ήταν μπίμπαση ντοκτόρ (επίατρος) στο Μπιζιάνι και ότι τώρα εγκαταστάθηκαν και μένουν με την οικογένειά του στο Αφιόν.
«Μη στενοχωριέσαι», μου λέει, «εγώ θα ‘ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα».
Το σπίτι που έμειναν με τη γυναίκα του –δεν την είδα ποτέ- ήταν στη γειτονιά πιο πέρα από το νοσοκομείο μας. Το όνομά του ήταν Μουζαφέρ.
Μου έρχονταν στο γραφείο – δωμάτιό μου κάθε βράδυ. Πολλές φορές έρχονταν στο νοσοκομείο και την ημέρα, επισκέπτονταν τους αρρώστους, τους πρόσφερε τσιγάρα και τους διάβαζε καμιά καλή είδηση από την τουρκική εφημερίδα, ότι θα υπογραφεί γρήγορα ειρήνη και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Η μόνη ενόχληση που μου ‘φερνε ήταν τα βράδια έρχονταν έχοντας μαζί του πάντα ένα μπουκάλι ρακή, άδειαζε μονάχος του το μπουκάλι μέχρι σταγόνα και τον έστελνα αργά τη νύχτα στο σπίτι του μ’ ένα νοσοκόμο και ένα φρουρό να τον κρατούν να μη τσακιστεί στα γκαλντρίμια.
Ήταν καλόψυχος άνθρωπος, εμένα δε με καμάρωνε σαν πατριώτη του. Κατέβαινα πολλές φορές στην αγορά με τον συνοδό μου και αν τύχαινε να βρίσκεται σε κανένα καφενείο της αγοράς και με έβλεπε να περνώ στο δρόμο, σηκώνονταν μόλις πλησίαζα και με χαιρετούσε στρατιωτικά.
Και όταν οι γύρω του τον ρωτούσαν με απορία «νε ντηρ μπού; (ποιος είναι αυτός) και τον χαιρετάς έτσι», τους απαντούσε με υπερηφάνεια: «είναι ένας μπενήμ μεμλεκέτ ντοκτόρ (πατριώτης γιατρός)».
Έρχεται μια μέρα: «Μπορείς, γιατρέ μου, να ρθεις μια στιγμή στο σπίτι να ιδέις την αδελφή μου; Γέννησε αυτή – είναι τα ίδια λόγια του- και έχει πυρετό και οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε».
«Ευχαρίστως», έρχομαι του λέω, «έρχομαι, αλλά χρειάζομαι άδεια από τον στρατιωτικό Διοικητή».
Παίρνει την άδεια και έρχεται την άλλη μέρα, «Πάμε», λέει. Στην πόρτα του Νοσοκομείου βλέπω σταματημένο ένα αμάξι.
«Τι το θέλεις αυτό;» τον ρωτώ . «Είναι τόσο μακριά;», «Όχι», λέει, «αλλά θα πα΄με με αμάξι».
Ο Μουζαφέρ τον πατριώτη του γιατρό ήθελε να τον πάει με αμάξι, επισήμως.
Φθάνουμε στο σπίτι, μπαίνουμε στο παλακόστρωτο χαγια΄τι, ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα, ανοίγει μια πόρτα, «μπουγιουρούμ» (περάστε), περνώ κι αυτός κλείνει την πόρτα και ξανακατεβαίνει στο χαγιάτι.
Κατά το μουσουλμανικό έθιμο, από τη στιγμή που θα παντρευτεί η αδελφή, δεν επιτρέπεται να την ιδέι ξεμπούλωτη, χωρίς φερετζέ δηαδή, ούτε ο αδελφός.
(συνεχίζεται)
Συνέχεια από το προηγούμενο σχόλιο (από το βιβλίο του γιατρού Πέτρου Αποστολίδη)
… Στο ντιβάνι του δωματίου ήταν καθισμένη μια μεσόκοπη χανούμ ντυμένη το γνωστό μου από τα Γιάννενα μαύρο κουστούμι που φορούσαν οι Τουρκάλες, όχι τουμάνια (βράκες) όπως στην Ανατολή, αλλά χωρίς φερετζέ. Στο πάτωμα μπροστά της ήταν στρωμένοι δύο παχιοί σελτέδες (στρώματα γεμισμένα με μαλλί) όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη, ντυμένη με καθαρότατα κομπιναιζόν και εσώρουχα και σκεπασμένη με χρυσοποίκιλτο πάπλωμα, η αδελφή του Μουζαφέρ, νεαρότατη και νόστιμη κοπέλα και πλάι της, στη μικρή του κούνια, το σκαφιδάκι – κοπανέλι το λέγαμε στην Ήπειρο – το μωράκι, που κοιμούνταν μακαρίως.
«Σαμπάχ χαϊρ ολσούν (καλημέρα)», λέω μπαίνοντας.
«Καλημέρα», μου απαντάει ελληνικά η χανούμ. «Δεν μιλάς καημένε ελληνικά;»
«Μπα ….ξέρετε ελληνικά;»
«Πως πιδίμ, ιγώ είμι η γυναίκα του μπέη…» και μου λέει ένα όνομα, «από την Κόνιτσα».
«Μωρέ που να το ξερα ότι θα βρω πατριώτες μου στο Αφιόν!»
«Αυτή είναι η άρρωστη» και μου δείχνει τη νεαρή κοπέλα που είναι ξαπλωμένη πάνω στο διπλό σελτέ.
Γονατίζω δίπλα στην άρρωστη και «νε χασταληκ βαρ (τι έχετε)», τι ενοχλήσεις έχετε θέλω να πω, αλλά δεν ξέρω καλά τα τούρκικα.
«Δεν μιλάς καημένε ελληνικά», επαναλαμβάνει η άλλη.
«Αχ» λέω, ξέχασα ότι είναι η αδελφή του Μουζαφέρ και ξέρει ελληνικά». Προσέχω τα λόχια, κανονικά, καμιά δυσοσμία, ούτε άλλο τίποτε ανώμαλο, βάζω το θερμόμετρο και κάθομαι στο ντιβάνι.
Σε μισό λεπτό ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται ένας συμπαθητικός νεαρός υπολοχαγός με καλπάκι αξιωματικού του επιτελείου, ήταν ο σύζυγος της λεχώνας. Τις συστάσεις τις κάνει η χανούμ από την Κόνιτσα.
Ήξερα ότι στους Τούρκους ο γιατρός είναι ελεύθερος να εξετάζει την άρρωστη γυναίκα σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός της απαιτεί η ανάγκη, αλλά με τακτ και να μην πολυψαχουλεύει την άρρωστη. Και όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά παρακαλώ τον υπολοχαγό: «μου παίρνετε σας παρακαλώ το θερμόμετρο;» - για να μην ξαναβάλω το χέρι μου στο στήθος της. Το θερμόμετρο έδειχνε 37,5.
«Δεν είναι τίποτε» λέω, «συμβαίνει τις πρώτες μέρες του τοκετού να έχουμε λίγα δέκατα. Όμως για κάθε ενδεχόμενο ας πάρει λίγα κουφέτα κινίνο, μπορεί να πέρασε στο παρελθόν ελονοσία».
Σερβιρίστηκε το απαραίτητο γλυκό και ο βαρύς γλυκός και αρχίσαμε την κουβέντα. Ο νεαρός υπολοχαγός ήταν από το Ικόνιο και δεν ήξερε ελληνικά και τον διερμηνέα έκανε η χανούμ. Εντωμεταξύ είχε έρθει και η μάνα του Μουζαρέφ και της λεχώνας.
Αυτή δεν είχε καταφέρει να μάθει καθόλου τουρκικά, δεν ήξερε λέξη- στα Γιάννενα οι Τούρκοι μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Γυρίζει κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα η χανούμ από τη Κόνιτσα και μου λέει, δείχνοντας με κούνημα της κεφαλής τον υπολοχαγ, το γαμπρό τους. «Τι να κάναμε παιδί μου, δε βρήκαμε κανέναν δικό μας να τη δώσουμε και την παντρέψαμε μ’ αυτόν».Με σοκάρισε. Δηλαδή εγώ ήμουν πιο δικός τους από το γαμπρό τους. Ξεδιαλέξτε μου τώρα εχθρούς και φίλους.
Οι "πατριώτες" από το Ρέθυμνος, γράφει ο Πέτρος Αποστολίδης, αιχμάλωτος στο Γκαρνισιόν Ουσιάκ (1922-23)
....Με τους Τούρκους που από τη Ρούμελη και γενικά την Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ανατολή, παρατηρήθηκε τούτο το περίεργο. Ενώ περιμέναμε να είναι πιο σκληροί εναντίον μας και πιο φανατικοί, τουναντίον οι περισσότεροι μας φέρονταν σαν πατριώτες. Εκτός από τον Μουζαφέρ και τους δικούς του και ένα παράδειγμα με τους Τπυρκοκρητικούς:
Οι απελευθερωτικοί αγώνες στην Κρήτη βάσταξαν χρόνια, ήταν σκληροί και πολυαίμακτοι, τα δε μίση μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοκρητικών ήταν άγρια. Το ξέραμε και γι’ αυτό, αν κανένας Τούρκος ρωτούσε μήπως είναι μαζί σας κανένας Κρητικός, οι αιχμάλωτοι του απαντούσαν ότι δεν ξέρουν κανέναν.
Μια μέρα όμως κάποιος Τούρκος στρατιώτης ρωτάει έξω από τα σύρματα έναν αιχμα΄λωτο που τότε γύριζε από την αγγαρία:
«Μώρ’ συ, μπάσι και ξέρεις κανέναν Κρητικό μαζί σας;»
«Εγώ είμαι Κρητικός», του απαντάει αυτός.
«Από ποιο μέρος της Κρήτης;»
«Από το Ρέθυμνος».
Ακούει Ρέθυμνος ο Τούρκος, πέφτει πάνω του τον αγκαλιάζει:
«Γειά σου μωρέ πατριώτη, κι εγώ είμαι από το Ρέθυμνος», τον παίρνει και πάνε σε κάποιο καφενείο και τον κερνάει γλυκό και καφέ σαν παλιός φίλος. Όπως παρατήρησα και στη συνέχεια, οι Τούρκοι που προέρχονταν από την Ελλάδα με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη αναθυμούνταν την παλιά τους πατρίδα και τη θεωρούσαν ανώτερη από τη νέα πατρίδα και ζωή.
Με εντυπωσίασε η φράση του Μουζαφέρ «…γιατί οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε». Την κάθε στιγμή διαισθανόμουν ότι οι Τούρκοι, στρατιώτες και πολίτες, μας θεωρούσαν ανώτερούς τους σε πολιτισμό και σε γνώσεις και πλουσιότερους σαν κράτος.
Ήταν μήπως κι αυτό ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας δηλαδή, που τους έσπρωχνε να φέρονται τόσο σκληρά, κτηνώδικα, στους αιχμαλώτους τους πρώτους μήνες;
Μπορεί, κατά ελάχιστο όμως ποσοστό.
Εγώ πιστεύω ότι η διαταγή της εξόντωσης δόθηκε από πάνω και οργίασαν ύστερα η βαρβαρότητα των επιμέρους διοικητών και η αλητεία που αφέθηκε ασύδοτη.
Ο τούρκικος λαός ούτε κακός, κατά βάθος είναι, και ευκολότατα πειθαρχεί.
Δημοσίευση σχολίου