(Αναδημοσίευση άρθρου του παλιού δάσκαλου Στέφανου Μπέτση στην τοπική εφημερίδα των Ιωαννίνων «Πρωϊνός Λόγος»)
"Ατάρ Οδυσσεύς και καπνόν αναθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης θανέειν ιμείρεται"
( Όμηρος )
"Αδαπάνητος έστι της ευποιίας ο πλούτος, εν τω διδόναι γαρ λαμβάνεται και εν τω σκορπίζειν συνάγεται"
( Απολλώνιος)
Το ταξίδι των Ηπειρωτών προς τη Βλαχία και οι καημοί του.
Οι ταξιδιώτες της Βλαχίας Ηπειρώτες καταγόμενοι κυρίως από τα Κουρεντοχώρια, το Ζαγόρι και το Πωγώνι, αλλά και οι αλβανόφωνοι ακόμα Βορειοηπειρώτες από το Αργυρόκαστρο ως την Μοσχόπολη και την Κοριτσά, ήταν όλοι τους συνήθως παιδιά αμούστακα αλλά και μικροπαντρεμένοι και από τους πρώτους ολίγοι ξαναγύριζαν στα σπίτια τους και οι δεύτεροι ύστερα από απουσία είκοσι και πλέον ετών.
Ο πηγεμός στη Βλαχία εγίνονταν βέβαια δια ξηράς με τα καραβάνια ζώα φορτηγά άλογα και μουλάρια με επικεφαλής τον καραβανάρη, που διέθετε από 20 έως 100 ζώα, διαρκούσε δε το ταξίδι από 1 μήνα ως 40 μέρες.
Το ταξίδι των Ηπειρωτών προς την Βλαχία δεν ήταν μόνο πολυήμερο αλλά και δύσκολο με τα ποτάμια, τις κλεισούρες του και τον κακό καιρό αλλά και επικίνδυνο, γιατί συχνά έπεφτε σε συμμορίες ληστών, που γύμνωναν τους ταξιδιώτες ιδίως τους επιστρέφοντες ή και τους σκότωναν.
Από τους καραβανάρηδες αυτούς γνωστοί για τον τόπο μας ήταν ο Φεντάνης από την Τσαρκοβίστα των Κουρέντων κι ο περίφημος Ρόβας Γιαννιώτης,
(σύμφωνα με άλλες πηγές ο Ρόβας κατάγοταν από την Καλωτά)
που η λαϊκή μούσα τον αποθανάτισε με το γνωστότατο τραγούδι κατά την πιο άρτια παραλλαγή του και στο Γιαννιώτικο μάλιστα ιδίωμα (βόρειο) αυτό:
"Κίνησ' ου Ρόβας κίνησι μεσ' στην Βλαχιά να πάει
νύχτα σιλώνει τάλουγου νύχτα του καλιγώνει
βάνει τα πέταλα ασημιά καρφιά μαλαματένια
κι η αρματοσιά τ' αλόγου του χρυσό μαργαριτάρι.
Σαράντα μέρες έκανι σαράντα μερουνύχτια
όσου να φτάκει στη Βλαχιά στου έρμου Μπουκουρέστι.
Βλαχούλες τον καρτέρησαν γλυκά τον κουβεντιάζουν.
Καλώς του Ρόβα πούρχιτι καλώς του Ρόβα πούρθι.
- Ρόβα του τι μας ήφιρις απ' τα καλά τα Ιάνν'να;
- Σας ήφιρα τρία πηδιά τρία παλληκαράκια.
Τόνα του λένι Κωνσταντή κι τ' άλλου Νικουλάκη
του τρίτου κι ημουρφότιρου του λένι Δημητράκη".
"Ο Ρόβας, καθώς γράφει σε σύντομο δημοσίευμά του ο αείμνηστος και διαπρεπής φιλόλογος Δημ. Σάρρος, ήτο Ιωαννίτης, απέθανε το 1978, επί τεσσαράκοντα σχεδόν έτη ήτο ο μόνος μίτος ο συνδέων την Ηπειρωτικήν Βλαχίαν με την Ελληνικήν Ήπειρον, εταξείδευεν άπαξ, σπανιώτερον δε δις του έτους εκ της Ηπείρου εις τον Δούναβιν και τανάπαλιν.
Αυτός εκόμιζεν εις την έρημον Ήπειρον γράμματα και χρήματα των ξενιτευμένων τέκνων της, και σπανιώτατα και κανένα εξ αυτών, αυτός εκόμιζεν ανεπιστρεπτεί εις τας μαγικάς αγκάλας της εκβεβακχεμένης Βλαχίας την καρδίαν, την λεβεντιάν της Ηπείρου, και πόσοι τάχα από εκείνους εγύριζαν οπίσω;". και περακάτω ο ίδιος: ¨Ο Ρόβας μετά πολλάς περιπέτειας από την Ηπειρον δια του Ζυγού, Μετσόβου, Γρεβενών, Κονιαροχωρίων, Περλεπέ, Βελεσσών, Δουβνοβίτσας, Σιστοβίου, έφθανε με τα καραβανιά του εις το Βουκουρέστι".
Τόπος των ξενιτευόμενων από την περιοχή μας και σημείο εκκίνησης του επιβλητικού σε όγκο (διέθετε από 80 ως 100 ζώα) και άριστα οργανωμένου καραβανιού του Ρόβα ήταν η Δοβρά Ζαγορίου. Εκεί μαζεύονταν όσοι σκόπευαν να ταξιδέψουν στη Βλαχία. Το ταξίδι εγίνονταν μία ή δύο φορές το χρόνο, τ' Αι-Γιωργιού δηλ. και του Σταυρού (14/9) μετά το Πανκουρεντιακό πανηγύρι της Παλιουρής (8/9) τότε, που στις πλαγιές των λόφων και των βουνών μας άνοιγαν οι μοσχομύριστες διώχνες, όνομα χαρακτηριστικό γιατί με το άνθισμά τους έδιωχναν τους νέους μας για την ξενιτιά, λουλούδια όμορφα και ταπεινά, άλλες κάτασπρες, άλλες κατακίτρινες κι άλλες θαλασσιές, χαρά θεού και το άνθισμά τους ήταν μια μαχαιριά, που έμπηγε η ξενιτιά η πλανεύτρα στο στήθος της φτωχής πατρίδας με το άσπλαχνο άρπαγμα των παιδιών της. Οι στιγμές του ξεπροβοδήματος και του αποχωρισμού του ξενιτευμένου νέου από τους συγγενείς και φίλους ήταν πραγματικά συγκινητικές. Φιλιά, αγκαλιάσματα και δάκρυα, πολλά δάκρυα καθώς δε ο ταξιδευτής ξεμάκραινε, ευχές ολόκαρδες και μηνύματα θερμά προς τους ήδη εκεί ταξιδεμένους χωριανούς. Κι έρχονταν στο νου οι φιλοσοφημένοι στίχοι του λαϊκού ποιητή:
"Παρηγοριά έχ' ο θάνατος
και λησμοσύνη ο Χάρος
κι ο ζωντανός ξεχωρισμός
παρηγοριά δεν έχει"
ή
"Την ξενιτιά, την ορφανιά,
την πίκρα, την αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγιασαν
βαρύτερα είν' τα ξένα".
Ο Ηπειρωτικός λαός, λαός κατ' εξοχήν αποδημητικός, τραγούδησε με πλήθος τραγούδια του όλο καημό και πίκρα τους ξενιτεμένους της Βλαχιάς. Παραθέτω μόνο κατά τους πρώτους στίχους τους αρκετά από τα τραγούδια αυτά δανεισμένα από εκδομένες συλλογές. Ένα λεει:
"Μάνα με κακοπάντρεψες
και μώδωκες βλαχιώτη
(δηλ. άντρα ταξιδεμένον στη Βλαχιά)
δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά
και τρεις μέσα στο σπίτι...".
Eνα άλλο:
"Το ποιά έχ' άντρα στη Βλαχιά
και γυιό στο Μπουκουρέστι
πες της να μην τον καρτερεί
να μην τον παντηχαίνει.
Οι Βλάχισσες είναι κακές
κι αυτές οι βλαχοπούλες
γελούν μανάδων τα παιδιά
και πίσω δεν γυρίζουν".
Ενα τρίτο τελειώνει:
"Κι όσα κορίτσια απαντώ
όλα τα παραγγέλω
άντρα βλαχιώτ' μη πάρουνε
αν θέλουν να μην κλάψουν".
Κι ένα ακόμα:
"Θέλω να τα καταραστώ
τα έρημα τα ξένα
την Πόλη και την Μολδαβιά
και την Βλαχιά τα τρία
της Μολδαβιάς το πρόβατα
βλογιά να τάχει μάσει
και της Βλαχιάς οι έμορφες
πανούκλα να τις κάψει..."'
Κι ένα τελευταίο:
"Ανάθεμά σε Μπουγδανιά
Βλαχιά και Μπουκουρέστι
πώχεις ποτάμια απέραντα
βουνά που δεν πατιούνται...".
……………………………………………………………………………….
Ο Ρόβας
Θρύλος έχει γίνει το όνομα του Ηπειρώτη κυρατζή Ρόβα ο οποίος τον περασμένο αιώνα στα αγώγια του για τις Παραδουνάβιες περιοχές, το καραβάνι του άγγιζε τα 200 αλογομούλαρα !!!
Η Λαϊκή Μούσα απαθανάτισε το όνομα του με το παρακάτω τραγούδι
Ο Ρόβας παιδιά μ ξεκίνησε
μες την Βλαχιά να πάει
γειά στο Ρόβα μου
μες την Βλαχιά να πάει
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου.
Νύχτα σελώνει ο Ρόβας τ άλογα
νύχτα τα καλιγώνει
γεια σου Ρόβα μου
νύχτα τα καλιγώνει
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου.
Βάζει τα πέταλα χρυσά
καρφιά μαλαματένια
γεια σου Ρόβα μου
καρφιά μαλαματένια
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου
Όλο στεριά ο Ρόβας πήγαινε
Όλο στεριά πηγαίνει
γεια σου Ρόβα μου
όλο στεριά πηγαίνει
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου.
------------------------------------
Νύχτα περνάει το Δούναβη
μπαίνει στα Βουκουρέστια,
κι πέρα που ξεπέζευε
όλοι τονε ρωτάγαν:
Ρόβα μ' σαν τι μας ήφερες
απο τα μαύρα Γιάννινα;
σας φέρνω εκατό παιδιά
κι όλα Γιαννιωτοπαίδια
Τα τρία τα καλύτερα
της ομορφιάς στολίδια,
το να το λεν Αυγερινό,
το άλλο το λέν Φεγγάρι,
το τρίτο το καλύτερο
το λέν Μαϊσιον ήλιο!
"Ατάρ Οδυσσεύς και καπνόν αναθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης θανέειν ιμείρεται"
( Όμηρος )
"Αδαπάνητος έστι της ευποιίας ο πλούτος, εν τω διδόναι γαρ λαμβάνεται και εν τω σκορπίζειν συνάγεται"
( Απολλώνιος)
Το ταξίδι των Ηπειρωτών προς τη Βλαχία και οι καημοί του.
Οι ταξιδιώτες της Βλαχίας Ηπειρώτες καταγόμενοι κυρίως από τα Κουρεντοχώρια, το Ζαγόρι και το Πωγώνι, αλλά και οι αλβανόφωνοι ακόμα Βορειοηπειρώτες από το Αργυρόκαστρο ως την Μοσχόπολη και την Κοριτσά, ήταν όλοι τους συνήθως παιδιά αμούστακα αλλά και μικροπαντρεμένοι και από τους πρώτους ολίγοι ξαναγύριζαν στα σπίτια τους και οι δεύτεροι ύστερα από απουσία είκοσι και πλέον ετών.
Ο πηγεμός στη Βλαχία εγίνονταν βέβαια δια ξηράς με τα καραβάνια ζώα φορτηγά άλογα και μουλάρια με επικεφαλής τον καραβανάρη, που διέθετε από 20 έως 100 ζώα, διαρκούσε δε το ταξίδι από 1 μήνα ως 40 μέρες.
Το ταξίδι των Ηπειρωτών προς την Βλαχία δεν ήταν μόνο πολυήμερο αλλά και δύσκολο με τα ποτάμια, τις κλεισούρες του και τον κακό καιρό αλλά και επικίνδυνο, γιατί συχνά έπεφτε σε συμμορίες ληστών, που γύμνωναν τους ταξιδιώτες ιδίως τους επιστρέφοντες ή και τους σκότωναν.
Από τους καραβανάρηδες αυτούς γνωστοί για τον τόπο μας ήταν ο Φεντάνης από την Τσαρκοβίστα των Κουρέντων κι ο περίφημος Ρόβας Γιαννιώτης,
(σύμφωνα με άλλες πηγές ο Ρόβας κατάγοταν από την Καλωτά)
που η λαϊκή μούσα τον αποθανάτισε με το γνωστότατο τραγούδι κατά την πιο άρτια παραλλαγή του και στο Γιαννιώτικο μάλιστα ιδίωμα (βόρειο) αυτό:
"Κίνησ' ου Ρόβας κίνησι μεσ' στην Βλαχιά να πάει
νύχτα σιλώνει τάλουγου νύχτα του καλιγώνει
βάνει τα πέταλα ασημιά καρφιά μαλαματένια
κι η αρματοσιά τ' αλόγου του χρυσό μαργαριτάρι.
Σαράντα μέρες έκανι σαράντα μερουνύχτια
όσου να φτάκει στη Βλαχιά στου έρμου Μπουκουρέστι.
Βλαχούλες τον καρτέρησαν γλυκά τον κουβεντιάζουν.
Καλώς του Ρόβα πούρχιτι καλώς του Ρόβα πούρθι.
- Ρόβα του τι μας ήφιρις απ' τα καλά τα Ιάνν'να;
- Σας ήφιρα τρία πηδιά τρία παλληκαράκια.
Τόνα του λένι Κωνσταντή κι τ' άλλου Νικουλάκη
του τρίτου κι ημουρφότιρου του λένι Δημητράκη".
"Ο Ρόβας, καθώς γράφει σε σύντομο δημοσίευμά του ο αείμνηστος και διαπρεπής φιλόλογος Δημ. Σάρρος, ήτο Ιωαννίτης, απέθανε το 1978, επί τεσσαράκοντα σχεδόν έτη ήτο ο μόνος μίτος ο συνδέων την Ηπειρωτικήν Βλαχίαν με την Ελληνικήν Ήπειρον, εταξείδευεν άπαξ, σπανιώτερον δε δις του έτους εκ της Ηπείρου εις τον Δούναβιν και τανάπαλιν.
Αυτός εκόμιζεν εις την έρημον Ήπειρον γράμματα και χρήματα των ξενιτευμένων τέκνων της, και σπανιώτατα και κανένα εξ αυτών, αυτός εκόμιζεν ανεπιστρεπτεί εις τας μαγικάς αγκάλας της εκβεβακχεμένης Βλαχίας την καρδίαν, την λεβεντιάν της Ηπείρου, και πόσοι τάχα από εκείνους εγύριζαν οπίσω;". και περακάτω ο ίδιος: ¨Ο Ρόβας μετά πολλάς περιπέτειας από την Ηπειρον δια του Ζυγού, Μετσόβου, Γρεβενών, Κονιαροχωρίων, Περλεπέ, Βελεσσών, Δουβνοβίτσας, Σιστοβίου, έφθανε με τα καραβανιά του εις το Βουκουρέστι".
Τόπος των ξενιτευόμενων από την περιοχή μας και σημείο εκκίνησης του επιβλητικού σε όγκο (διέθετε από 80 ως 100 ζώα) και άριστα οργανωμένου καραβανιού του Ρόβα ήταν η Δοβρά Ζαγορίου. Εκεί μαζεύονταν όσοι σκόπευαν να ταξιδέψουν στη Βλαχία. Το ταξίδι εγίνονταν μία ή δύο φορές το χρόνο, τ' Αι-Γιωργιού δηλ. και του Σταυρού (14/9) μετά το Πανκουρεντιακό πανηγύρι της Παλιουρής (8/9) τότε, που στις πλαγιές των λόφων και των βουνών μας άνοιγαν οι μοσχομύριστες διώχνες, όνομα χαρακτηριστικό γιατί με το άνθισμά τους έδιωχναν τους νέους μας για την ξενιτιά, λουλούδια όμορφα και ταπεινά, άλλες κάτασπρες, άλλες κατακίτρινες κι άλλες θαλασσιές, χαρά θεού και το άνθισμά τους ήταν μια μαχαιριά, που έμπηγε η ξενιτιά η πλανεύτρα στο στήθος της φτωχής πατρίδας με το άσπλαχνο άρπαγμα των παιδιών της. Οι στιγμές του ξεπροβοδήματος και του αποχωρισμού του ξενιτευμένου νέου από τους συγγενείς και φίλους ήταν πραγματικά συγκινητικές. Φιλιά, αγκαλιάσματα και δάκρυα, πολλά δάκρυα καθώς δε ο ταξιδευτής ξεμάκραινε, ευχές ολόκαρδες και μηνύματα θερμά προς τους ήδη εκεί ταξιδεμένους χωριανούς. Κι έρχονταν στο νου οι φιλοσοφημένοι στίχοι του λαϊκού ποιητή:
"Παρηγοριά έχ' ο θάνατος
και λησμοσύνη ο Χάρος
κι ο ζωντανός ξεχωρισμός
παρηγοριά δεν έχει"
ή
"Την ξενιτιά, την ορφανιά,
την πίκρα, την αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγιασαν
βαρύτερα είν' τα ξένα".
Ο Ηπειρωτικός λαός, λαός κατ' εξοχήν αποδημητικός, τραγούδησε με πλήθος τραγούδια του όλο καημό και πίκρα τους ξενιτεμένους της Βλαχιάς. Παραθέτω μόνο κατά τους πρώτους στίχους τους αρκετά από τα τραγούδια αυτά δανεισμένα από εκδομένες συλλογές. Ένα λεει:
"Μάνα με κακοπάντρεψες
και μώδωκες βλαχιώτη
(δηλ. άντρα ταξιδεμένον στη Βλαχιά)
δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά
και τρεις μέσα στο σπίτι...".
Eνα άλλο:
"Το ποιά έχ' άντρα στη Βλαχιά
και γυιό στο Μπουκουρέστι
πες της να μην τον καρτερεί
να μην τον παντηχαίνει.
Οι Βλάχισσες είναι κακές
κι αυτές οι βλαχοπούλες
γελούν μανάδων τα παιδιά
και πίσω δεν γυρίζουν".
Ενα τρίτο τελειώνει:
"Κι όσα κορίτσια απαντώ
όλα τα παραγγέλω
άντρα βλαχιώτ' μη πάρουνε
αν θέλουν να μην κλάψουν".
Κι ένα ακόμα:
"Θέλω να τα καταραστώ
τα έρημα τα ξένα
την Πόλη και την Μολδαβιά
και την Βλαχιά τα τρία
της Μολδαβιάς το πρόβατα
βλογιά να τάχει μάσει
και της Βλαχιάς οι έμορφες
πανούκλα να τις κάψει..."'
Κι ένα τελευταίο:
"Ανάθεμά σε Μπουγδανιά
Βλαχιά και Μπουκουρέστι
πώχεις ποτάμια απέραντα
βουνά που δεν πατιούνται...".
……………………………………………………………………………….
Ο Ρόβας
Θρύλος έχει γίνει το όνομα του Ηπειρώτη κυρατζή Ρόβα ο οποίος τον περασμένο αιώνα στα αγώγια του για τις Παραδουνάβιες περιοχές, το καραβάνι του άγγιζε τα 200 αλογομούλαρα !!!
Η Λαϊκή Μούσα απαθανάτισε το όνομα του με το παρακάτω τραγούδι
Ο Ρόβας παιδιά μ ξεκίνησε
μες την Βλαχιά να πάει
γειά στο Ρόβα μου
μες την Βλαχιά να πάει
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου.
Νύχτα σελώνει ο Ρόβας τ άλογα
νύχτα τα καλιγώνει
γεια σου Ρόβα μου
νύχτα τα καλιγώνει
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου.
Βάζει τα πέταλα χρυσά
καρφιά μαλαματένια
γεια σου Ρόβα μου
καρφιά μαλαματένια
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου
Όλο στεριά ο Ρόβας πήγαινε
Όλο στεριά πηγαίνει
γεια σου Ρόβα μου
όλο στεριά πηγαίνει
πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου.
------------------------------------
Νύχτα περνάει το Δούναβη
μπαίνει στα Βουκουρέστια,
κι πέρα που ξεπέζευε
όλοι τονε ρωτάγαν:
Ρόβα μ' σαν τι μας ήφερες
απο τα μαύρα Γιάννινα;
σας φέρνω εκατό παιδιά
κι όλα Γιαννιωτοπαίδια
Τα τρία τα καλύτερα
της ομορφιάς στολίδια,
το να το λεν Αυγερινό,
το άλλο το λέν Φεγγάρι,
το τρίτο το καλύτερο
το λέν Μαϊσιον ήλιο!
1 σχόλιο:
Είμαι κατασυγκινημένη από το άρθρο σας..Ο αρχέγονος καημός φαίνεται πως ανασαλεύει μέσα στο βουρκωμένο συλλογικό ασυνείδητο... Είναι πολύ σημαντικό να βρίσκεις τις ρίζες σου...
Με τιμή και Ευχαριστίες
Μελίτα Ρόβα.
Δημοσίευση σχολίου