Μερικές γραμμές από το βιβλίο «ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ; ΟΝΕΙΡΑ-ΜΥΘΟΙ-ΑΛΗΘΕΙΕΣ» Επιμέλεια Δημήτρης Παπαχρήστος Εκδόσεις Λιβάνη ΑΘΗΝΑ 2004
Στο βιβλίο γράφουν οι πιο γνωστοί «πρωταγωνιστές» της εξέγερσης.
Εδώ μερικές γραμμές από τις πολυσέλιδες αναφορές – αναμνήσεις του Κώστα Λαλιώτη, του Δημήτρη Παπαχρήστου, της Νάντιας Βαλαβάνη και του Μάκη Μπαλαούρα.
19+1 υστερόγραφα μιας εξέγερσης. Το παζλ μιας γενιάς του Κώστα Λαλιώτη
(τότε φοιτητής της Οδοντιατρικής, σήμερα -2004- δημοσιογράφος)
Το Πολυτεχνείο δεν έγινε από το ίδιο ύφασμα, δεν είχε ποτέ το ίδιο χρώμα.
Στο βιβλίο γράφουν οι πιο γνωστοί «πρωταγωνιστές» της εξέγερσης.
Εδώ μερικές γραμμές από τις πολυσέλιδες αναφορές – αναμνήσεις του Κώστα Λαλιώτη, του Δημήτρη Παπαχρήστου, της Νάντιας Βαλαβάνη και του Μάκη Μπαλαούρα.
19+1 υστερόγραφα μιας εξέγερσης. Το παζλ μιας γενιάς του Κώστα Λαλιώτη
(τότε φοιτητής της Οδοντιατρικής, σήμερα -2004- δημοσιογράφος)
Το Πολυτεχνείο δεν έγινε από το ίδιο ύφασμα, δεν είχε ποτέ το ίδιο χρώμα.
Δε σφύριζαν ποτέ όλοι μαζί την ίδια στιγμή, τον ίδιο σκοπό και δε φώναζαν το ίδιο σύνθημα. Εκτός από μία και μόνο στιγμή, την ύστατη στιγμή.
Το Πολυτεχνείο έμοιαζε και κυρίως ήταν μια «πολύχρωμη κουρελού», που όλοι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να βάζουν και έβαζαν ένα κομμάτι διαφορετικό ύφασμα και όλοι ύφαιναν μαζί τον ιστό μιας γενιάς.
Ένα είναι σίγουρο και αναμφισβήτητο γεγονός, ότι το Πολυτεχνείο δεν έγινε από «κατοικίδιους», από εκπροσώπους του τίποτα, από αντικειμενικούς παρατηρητές και δογματικούς αναλυτές.
Η εξέγερση δεν έγινε από πανταχού απόντες. Δεν έγινε από αφυδατωμένους και φυγόμαχους, από καιροσκόπους και χαμαιλέοντες. Όλοι αυτοί δεν κυκλοφορούσαν τότε στους δρόμους, γιατί όλα «…τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…»
Επίσης πότε θα συζητήσουμε νηφάλια τι θα είχε γίνει εάν είχε πετύχει το παιχνίδι του Παπαδόπουλου και του Μαρκεζίνη, με τις «δημοκρατικές ρωγμές» του διδακτορικού καθεστώτος; Πόσο θα είχαν προχωρήσει ορισμένες πολιτικές δυνάμεις και ορισμένοι μεμονωμένοι πολιτικοί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο;
Πόσο θα άντεχαν να λένε όχι στους πειρασμούς, στις προσδοκίες και στις φρούδες ελπίδες των «δημοκρατικών ρωγμών»;
Η κατάληψη ήταν τα πάντα. Ήταν, με μια «μικρή» καθυστέρηση πέντε ετών, ο απόηχος της μεγάλης πολιτισμικής έκρηξης, της μεγάλης Επανάστασης των νέων του 68 στη Δύση και στην Ανατολή, στο Βορρά και στο Νότο.
Η κατάληψη ήταν τα πάντα. Τρεις μέρες προσδοκιών, ελπίδων, ερώτων και ονείρων μιας «μεθυσμένης» ελεύθερης και ριζοσπαστικής γενιάς.
Προβολείς. Εκτυφλωτικό φως. Διαβολικοί ήχοι από τις μηχανές και τις ερπύστριες των τανκς. Κλαγγές όπλων. Υστερικές και τρομαγμένες φωνές των ελεύθερων πολιορκημένων. Μετά το νεύμα του αξιωματικού η εισβολή. Μαζί με την πόρτα του Πολυτεχνείου, όλα γκρεμίστηκαν μέσα μου, έγιναν συντρίμμια. Δε φοβήθηκα για την τύχη μου. Όμως ψυχικά ήμουν ένα ράκος, ένας αλλοπαρμένος, γιατί με είχαν κυριεύσει, με είχαν καταπλακώσει οι ευθύνες, οι ενοχές και οι τύψεις μου, τα «γιατί» για το αίμα, τους νεκρούς, τους τραυματίες, τους συλληφθέντες, για την έξοδο, για το μετά. Αρνήθηκα να με «φυγαδεύσουν» κάποιοι αξιωματικοί του στρατού. Ένιωθα το χρέος και το καθήκον να απαιτήσω να τηρηθούν τουλάχιστον ορισμένοι όροι για την παράδοσή μας, έτσι, για την τιμή της εξέγερσής μας.
Μπήκα από την κεντρική πύλη μαζί με τους αξιωματικούς μετά το τάνκς. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα, το πρώτο σοκ, ήταν ένα μελαχρινό κορίτσι, ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου, πλακωμένη από τα συντρίμμια της πόρτας του Πολυτεχνείου. Σχεδόν δεν κατάλαβα τίποτα, εκτός από μια διαπεραστική έκκλησή της και μια κοφτερή ματιά της….
Αμέσως μετά την «παράδοση του χώρου», με συνέλαβαν και με οδήγησαν για πολύμηνη φυλάκιση στο ΕΑΤ –ΕΣΑ, όπου βίωσα μαζί με άλλους φίλους και εκλεκτούς αγωνιστές της γενιάς μας τι σημαίνουν βασανιστήρια, άγριο ξύλο και φάλαγγα, τι σημαίνουν, ως μαρτύριο συνεχής αϋπνία και ορθοστασία, χωρίς φαγητό και ελάχιστο νερό, τι σημαίνει σωματική και ψυχική βία, με όλες τις συνακόλουθες κτηνώδεις ανακριτικές μεθόδους στο κελί της φυλακής ή στο δωμάτιο του αναρρωτηρίου, τι σημαίνουν όρια αντοχής, ψυχικά αποθέματα και αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, τι σημαίνουν πίστη σε ιδανικά και ιδέες, απόλυτη ταύτιση με μυστικά και κώδικες μιάς οργάνωσης, απόλυτη αλληλεγγύη προς τους άλλους…
Ο ήλιος του Μουσείου του Δημήτρη Παπαχρήστου
(τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, ΣΉΜΕΡΑ -2004- οικονομολόγος, υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος)
Στο Πολυτεχνείο οι ελεύθεροι πολιορκημένοι. Το τανκς με τους εκτυφλωτικούς προβολείς να σκορπίζει την παγωνιά… Οι σφαίρες που ήτανε αληθινές. Οι τραυματίες. Το αίμα. Ο Γιώργος Παυλάκης ξαναμμένος, με το μαντίλι σφιχτά δεμένο στο κεφάλι του, να συγκρατεί τις μπούκλες των μαλλιών του. Έχουμε ανάγκη από αίμα. Να κάνουμε έκκληση στον Ερυθρό Σταυρό. Να κατέβει ο κόσμος στους δρόμους. Και το ξημέρωμα αργούσε να φανεί. Η ζωή είναι ένα πείσμα κι ο θάνατος ένας θυμός. Πυροβολισμοί…
Πως είναι δυνατό να κοιμάστε….Ο ραδιοφωνικός σταθμός να κραυγάζει ακόμα στ’ αυτιά μου… Πίσω από την πύλη του Πολυτεχνείου οι φοιτητές. Πάνω στην κολόνα ο Κυριάκος, με το λευκό πουκάμισο, «να διαπραγματευτούμε». Ο Κώστας, απέξω όρθιος, λίγο πριν συλληφθεί…Το τανκς να έρχεται καταπάνω μας και στον πυργίσκο του ο αξιωματικός με το περίστροφο προτεταμένο.
Κι ω αναμνήσεις που κρατήσατε
Κάτι πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε..
Τα καλύτερά μας χρόνια, της Νάντιας Βαλαβάνη
Το Πολυτεχνείο έμοιαζε και κυρίως ήταν μια «πολύχρωμη κουρελού», που όλοι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να βάζουν και έβαζαν ένα κομμάτι διαφορετικό ύφασμα και όλοι ύφαιναν μαζί τον ιστό μιας γενιάς.
Ένα είναι σίγουρο και αναμφισβήτητο γεγονός, ότι το Πολυτεχνείο δεν έγινε από «κατοικίδιους», από εκπροσώπους του τίποτα, από αντικειμενικούς παρατηρητές και δογματικούς αναλυτές.
Η εξέγερση δεν έγινε από πανταχού απόντες. Δεν έγινε από αφυδατωμένους και φυγόμαχους, από καιροσκόπους και χαμαιλέοντες. Όλοι αυτοί δεν κυκλοφορούσαν τότε στους δρόμους, γιατί όλα «…τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…»
Επίσης πότε θα συζητήσουμε νηφάλια τι θα είχε γίνει εάν είχε πετύχει το παιχνίδι του Παπαδόπουλου και του Μαρκεζίνη, με τις «δημοκρατικές ρωγμές» του διδακτορικού καθεστώτος; Πόσο θα είχαν προχωρήσει ορισμένες πολιτικές δυνάμεις και ορισμένοι μεμονωμένοι πολιτικοί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο;
Πόσο θα άντεχαν να λένε όχι στους πειρασμούς, στις προσδοκίες και στις φρούδες ελπίδες των «δημοκρατικών ρωγμών»;
Η κατάληψη ήταν τα πάντα. Ήταν, με μια «μικρή» καθυστέρηση πέντε ετών, ο απόηχος της μεγάλης πολιτισμικής έκρηξης, της μεγάλης Επανάστασης των νέων του 68 στη Δύση και στην Ανατολή, στο Βορρά και στο Νότο.
Η κατάληψη ήταν τα πάντα. Τρεις μέρες προσδοκιών, ελπίδων, ερώτων και ονείρων μιας «μεθυσμένης» ελεύθερης και ριζοσπαστικής γενιάς.
Προβολείς. Εκτυφλωτικό φως. Διαβολικοί ήχοι από τις μηχανές και τις ερπύστριες των τανκς. Κλαγγές όπλων. Υστερικές και τρομαγμένες φωνές των ελεύθερων πολιορκημένων. Μετά το νεύμα του αξιωματικού η εισβολή. Μαζί με την πόρτα του Πολυτεχνείου, όλα γκρεμίστηκαν μέσα μου, έγιναν συντρίμμια. Δε φοβήθηκα για την τύχη μου. Όμως ψυχικά ήμουν ένα ράκος, ένας αλλοπαρμένος, γιατί με είχαν κυριεύσει, με είχαν καταπλακώσει οι ευθύνες, οι ενοχές και οι τύψεις μου, τα «γιατί» για το αίμα, τους νεκρούς, τους τραυματίες, τους συλληφθέντες, για την έξοδο, για το μετά. Αρνήθηκα να με «φυγαδεύσουν» κάποιοι αξιωματικοί του στρατού. Ένιωθα το χρέος και το καθήκον να απαιτήσω να τηρηθούν τουλάχιστον ορισμένοι όροι για την παράδοσή μας, έτσι, για την τιμή της εξέγερσής μας.
Μπήκα από την κεντρική πύλη μαζί με τους αξιωματικούς μετά το τάνκς. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα, το πρώτο σοκ, ήταν ένα μελαχρινό κορίτσι, ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου, πλακωμένη από τα συντρίμμια της πόρτας του Πολυτεχνείου. Σχεδόν δεν κατάλαβα τίποτα, εκτός από μια διαπεραστική έκκλησή της και μια κοφτερή ματιά της….
Αμέσως μετά την «παράδοση του χώρου», με συνέλαβαν και με οδήγησαν για πολύμηνη φυλάκιση στο ΕΑΤ –ΕΣΑ, όπου βίωσα μαζί με άλλους φίλους και εκλεκτούς αγωνιστές της γενιάς μας τι σημαίνουν βασανιστήρια, άγριο ξύλο και φάλαγγα, τι σημαίνουν, ως μαρτύριο συνεχής αϋπνία και ορθοστασία, χωρίς φαγητό και ελάχιστο νερό, τι σημαίνει σωματική και ψυχική βία, με όλες τις συνακόλουθες κτηνώδεις ανακριτικές μεθόδους στο κελί της φυλακής ή στο δωμάτιο του αναρρωτηρίου, τι σημαίνουν όρια αντοχής, ψυχικά αποθέματα και αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, τι σημαίνουν πίστη σε ιδανικά και ιδέες, απόλυτη ταύτιση με μυστικά και κώδικες μιάς οργάνωσης, απόλυτη αλληλεγγύη προς τους άλλους…
Ο ήλιος του Μουσείου του Δημήτρη Παπαχρήστου
(τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, ΣΉΜΕΡΑ -2004- οικονομολόγος, υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος)
Στο Πολυτεχνείο οι ελεύθεροι πολιορκημένοι. Το τανκς με τους εκτυφλωτικούς προβολείς να σκορπίζει την παγωνιά… Οι σφαίρες που ήτανε αληθινές. Οι τραυματίες. Το αίμα. Ο Γιώργος Παυλάκης ξαναμμένος, με το μαντίλι σφιχτά δεμένο στο κεφάλι του, να συγκρατεί τις μπούκλες των μαλλιών του. Έχουμε ανάγκη από αίμα. Να κάνουμε έκκληση στον Ερυθρό Σταυρό. Να κατέβει ο κόσμος στους δρόμους. Και το ξημέρωμα αργούσε να φανεί. Η ζωή είναι ένα πείσμα κι ο θάνατος ένας θυμός. Πυροβολισμοί…
Πως είναι δυνατό να κοιμάστε….Ο ραδιοφωνικός σταθμός να κραυγάζει ακόμα στ’ αυτιά μου… Πίσω από την πύλη του Πολυτεχνείου οι φοιτητές. Πάνω στην κολόνα ο Κυριάκος, με το λευκό πουκάμισο, «να διαπραγματευτούμε». Ο Κώστας, απέξω όρθιος, λίγο πριν συλληφθεί…Το τανκς να έρχεται καταπάνω μας και στον πυργίσκο του ο αξιωματικός με το περίστροφο προτεταμένο.
Κι ω αναμνήσεις που κρατήσατε
Κάτι πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε..
Τα καλύτερά μας χρόνια, της Νάντιας Βαλαβάνη
(τότε φοιτήτρια της ΑΣΟΕΕ, σήμερα -2004- υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας)
…Το Μάη δεν τον παρακολουθήσαμε μόνο από τις εκπομπές των ξένων ραδιοσταθμών. Τον διαβάσαμε και τον μελετήσαμε και από ξενόγλωσσα βιβλία που αγοράζαμε ταχυδρομικά από βιβλιοπωλεία της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, την κουλτούρα που όλο νεανική αυθάδεια – αλλά και με βαθύτερες προθέσεις, που κάποιοι τις πλήρωσαν και με τη ζωή τους- απέρριπτε τις αξίες της καθεστηκυίας τάξης, τα βιώναμε καθημερινά και μέσα από τα τραγούδια του Ντίλαν και της Μπαέζ.
Σ’ ένα περιβάλλον που όλα φαίνονταν ακίνητα, στο βάθος ήμασταν πεισμένοι ότι The times, they are a-changing. Και κινηματογράφο παρακολουθούσαμε τακτικά, όσο επέτρεπαν οι ταινίες που εισάγονταν. Σε πείσμα όχι μόνο των σχολικών απαγορεύσεων, αλλά και του μακαρίτη Δ. Τσεβά, ο οποίος, στο διάστημα που χρημάτισε εισαγγελέας στο Ηράκλειο, επιδίδοταν στο σπορ των αστυνομικών εφόδων στο σκοτάδι, στη διάρκεια της προβολής, για τη σύλληψη των όποιων απείθαρχων μαθητών (όλο και κάποιοι θάτανε) ανάμεσα στους θεατές.
….Τότε που το αυθόρμητο έσβησε μες στην πειθαρχία της παράνομης οργάνωσης, τότε που μάθαινες να παίρνεις πάνω σου και την ευθύνη για άλλους, πέρα από τον εαυτό σου.
Τότε που ζήσαμε τη συλλογική αντίσταση, έξω πια από τα σύνορα της παρέας, στις σκάλες της Νομικής και στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, στις υπόγειες γιάφκες μας και στους δρόμους της Αθήνας.
Κι ακόμα στην απομόνωση, στην Ασφάλεια, τότε που λεπτό το λεπτό παιζόταν το τραχύ παιχνίδι της ανθρώπινης αντοχής, δε σε εγκατέλειπε η συναίσθηση ότι, αντίθετα με την ιδέα που εκείνοι αλλά και η αντικειμενική σου κατάσταση ακούραστα προσπαθούσαν να σου υποβάλλουν, και τώρα ακόμα ήσουν υποκείμενο και όχι δέκτης παθητικός κι ευμετάβλητος, όχι έρμαιο στα χέρια τους
Τη ζωή σου τη ρυθμίζεις και τώρα, και ίσως πιο πολύ ακόμα τώρα, εσύ και όχι αυτοί. Στιγμές που η απλή ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετράει πρακτικά ως κίνητρο πιο πολύ από το όραμα του κόσμου που αγωνίζεται να υπάρξει.
Ακόμα κι αν όλα χαθούν,
ακόμα κι αν γίνουν συντρίμμια.
μαζί τους θα’ μαι κι εγώ,
μαζί τους και τώρα και πάντα.
…Το Μάη δεν τον παρακολουθήσαμε μόνο από τις εκπομπές των ξένων ραδιοσταθμών. Τον διαβάσαμε και τον μελετήσαμε και από ξενόγλωσσα βιβλία που αγοράζαμε ταχυδρομικά από βιβλιοπωλεία της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, την κουλτούρα που όλο νεανική αυθάδεια – αλλά και με βαθύτερες προθέσεις, που κάποιοι τις πλήρωσαν και με τη ζωή τους- απέρριπτε τις αξίες της καθεστηκυίας τάξης, τα βιώναμε καθημερινά και μέσα από τα τραγούδια του Ντίλαν και της Μπαέζ.
Σ’ ένα περιβάλλον που όλα φαίνονταν ακίνητα, στο βάθος ήμασταν πεισμένοι ότι The times, they are a-changing. Και κινηματογράφο παρακολουθούσαμε τακτικά, όσο επέτρεπαν οι ταινίες που εισάγονταν. Σε πείσμα όχι μόνο των σχολικών απαγορεύσεων, αλλά και του μακαρίτη Δ. Τσεβά, ο οποίος, στο διάστημα που χρημάτισε εισαγγελέας στο Ηράκλειο, επιδίδοταν στο σπορ των αστυνομικών εφόδων στο σκοτάδι, στη διάρκεια της προβολής, για τη σύλληψη των όποιων απείθαρχων μαθητών (όλο και κάποιοι θάτανε) ανάμεσα στους θεατές.
….Τότε που το αυθόρμητο έσβησε μες στην πειθαρχία της παράνομης οργάνωσης, τότε που μάθαινες να παίρνεις πάνω σου και την ευθύνη για άλλους, πέρα από τον εαυτό σου.
Τότε που ζήσαμε τη συλλογική αντίσταση, έξω πια από τα σύνορα της παρέας, στις σκάλες της Νομικής και στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, στις υπόγειες γιάφκες μας και στους δρόμους της Αθήνας.
Κι ακόμα στην απομόνωση, στην Ασφάλεια, τότε που λεπτό το λεπτό παιζόταν το τραχύ παιχνίδι της ανθρώπινης αντοχής, δε σε εγκατέλειπε η συναίσθηση ότι, αντίθετα με την ιδέα που εκείνοι αλλά και η αντικειμενική σου κατάσταση ακούραστα προσπαθούσαν να σου υποβάλλουν, και τώρα ακόμα ήσουν υποκείμενο και όχι δέκτης παθητικός κι ευμετάβλητος, όχι έρμαιο στα χέρια τους
Τη ζωή σου τη ρυθμίζεις και τώρα, και ίσως πιο πολύ ακόμα τώρα, εσύ και όχι αυτοί. Στιγμές που η απλή ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετράει πρακτικά ως κίνητρο πιο πολύ από το όραμα του κόσμου που αγωνίζεται να υπάρξει.
Ακόμα κι αν όλα χαθούν,
ακόμα κι αν γίνουν συντρίμμια.
μαζί τους θα’ μαι κι εγώ,
μαζί τους και τώρα και πάντα.
...............................................................................
Οι κινήσεις των επίλεκτων μονάδων καταστολής προς το Πολυτεχνείο και οι ταυτισμένοι επώνυμοι νεκροί.
....................................................................................
Τον Ιούνιο του 1973, σε εποχή που στον τόπο μας κυριαρχούσε ο τρόμος και τα μπουντρούμια της ΕΣΑ, όπως και οι φυλακές, ήταν γεμάτες, ο Νίκος Ψαρουδάκης είχε το θάρρος να ξεσκεπάσει τον δικτάτορα γράφοντας το ιστορικό άρθρο του:
ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΙΛΑΤΕ κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΕ;
Και όταν το καθεστώς του Παπαδόπουλου γκρεμίστηκε, είχε και πάλι το θάρρος να βάλη ευθέως κατά της χούντας, γράφοντας στις 5 Δεκεμβρίου του 1973 το μοναδικό εκείνο κείμενο με τον τίτλο:
Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΕΠΕΣΕ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΚΑΙ Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Το καθεστώς της βίας και της ανομίας αντέδρασε αμέσως. Η «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» κλείστηκε, στα γραφεία της περάστηκαν αλυσίδες, ο Νίκος Ψαρουδάκης συνελήφθη και πήρε μαζί με άλλους αγωνιστές τον δρόμο της εξορίας, στο νησί της βιολογικής εξοντώσεως τη Γυάρο.
ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΙΛΑΤΕ κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΕ;
Και όταν το καθεστώς του Παπαδόπουλου γκρεμίστηκε, είχε και πάλι το θάρρος να βάλη ευθέως κατά της χούντας, γράφοντας στις 5 Δεκεμβρίου του 1973 το μοναδικό εκείνο κείμενο με τον τίτλο:
Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΕΠΕΣΕ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΚΑΙ Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Το καθεστώς της βίας και της ανομίας αντέδρασε αμέσως. Η «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» κλείστηκε, στα γραφεία της περάστηκαν αλυσίδες, ο Νίκος Ψαρουδάκης συνελήφθη και πήρε μαζί με άλλους αγωνιστές τον δρόμο της εξορίας, στο νησί της βιολογικής εξοντώσεως τη Γυάρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου