Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ο Μουζαφέρ και η Χανούμ από την Κόνιτσα, στο Αφιόν


Γράφει ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης ( 1896 - 1988)
<και για δυό τρεις μήνες Δήμαρχος Ιωαννίνων, Χειμώνας 1944 - Μάρτης 1945, μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς>
αιχμάλωτος στην Τουρκία, στο Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922-1923,
στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ.
……έδινα οδηγίες ένα απιογιοματάκι στους νοσοκόμους και εμφανίζεται ένας ψηλός ως εκεί πάνω επιλοχίας.
«Καλησπέρα σας», λέει ελληνικά, «πούθι είσι κυρ-γιατρέ:» σε ατόφια γιαννιώτικη προφορά.
«Από τα Γιάννενα», του απαντώ, «Ξέρετε ελληνικά;»
«Απού τα Γιάννινα;» με χαιρετάει φιλικότατα και ..
« Αμ, απού τα Γιάννινα είμι κι ιγώ». Μου λέει ότι ο πατέρας του ήταν μπίμπαση ντοκτόρ (επίατρος) στο Μπιζιάνι και ότι τώρα εγκαταστάθηκαν και μένουν με την οικογένειά του στο Αφιόν.
«Μη στενοχωριέσαι», μου λέει, «εγώ θα ‘ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα».
Το σπίτι που έμειναν με τη γυναίκα του –δεν την είδα ποτέ- ήταν στη γειτονιά πιο πέρα από το νοσοκομείο μας. Το όνομά του ήταν Μουζαφέρ.
Μου έρχονταν στο γραφείο – δωμάτιό μου κάθε βράδυ. Πολλές φορές έρχονταν στο νοσοκομείο και την ημέρα, επισκέπτονταν τους αρρώστους, τους πρόσφερε τσιγάρα και τους διάβαζε καμιά καλή είδηση από την τουρκική εφημερίδα, ότι θα υπογραφεί γρήγορα ειρήνη και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Η μόνη ενόχληση που μου ‘φερνε ήταν τα βράδια έρχονταν έχοντας μαζί του πάντα ένα μπουκάλι ρακή, άδειαζε μονάχος του το μπουκάλι μέχρι σταγόνα και τον έστελνα αργά τη νύχτα στο σπίτι του μ’ ένα νοσοκόμο και ένα φρουρό να τον κρατούν να μη τσακιστεί στα γκαλντερίμια.
Ήταν καλόψυχος άνθρωπος, εμένα δε με καμάρωνε σαν πατριώτη του. Κατέβαινα πολλές φορές στην αγορά με τον συνοδό μου και αν τύχαινε να βρίσκεται σε κανένα καφενείο της αγοράς και με έβλεπε να περνώ στο δρόμο, σηκώνονταν μόλις πλησίαζα και με χαιρετούσε στρατιωτικά.
Και όταν οι γύρω του τον ρωτούσαν με απορία «νε ντηρ μπού; (ποιος είναι αυτός) και τον χαιρετάς έτσι», τους απαντούσε με υπερηφάνεια: «είναι ένας μπενήμ μεμλεκέτ ντοκτόρ (πατριώτης γιατρός)».
Έρχεται μια μέρα: «Μπορείς, γιατρέ μου, να ρθεις μια στιγμή στο σπίτι να ιδείς την αδελφή μου; Γέννησε αυτή – είναι τα ίδια λόγια του- και έχει πυρετό και οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε».
«Ευχαρίστως», έρχομαι του λέω, «έρχομαι, αλλά χρειάζομαι άδεια από τον στρατιωτικό Διοικητή».
Παίρνει την άδεια και έρχεται την άλλη μέρα, «Πάμε», λέει. Στην πόρτα του Νοσοκομείου βλέπω σταματημένο ένα αμάξι.
«Τι το θέλεις αυτό;» τον ρωτώ . «Είναι τόσο μακριά;», «Όχι», λέει, «αλλά θα πάμε με αμάξι».
Ο Μουζαφέρ τον πατριώτη του γιατρό ήθελε να τον πάει με αμάξι, επισήμως.
Φθάνουμε στο σπίτι, μπαίνουμε στο πλακόστρωτο χαγιάτι, ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα, ανοίγει μια πόρτα, «μπουγιουρούμ» (περάστε), περνώ κι αυτός κλείνει την πόρτα και ξανακατεβαίνει στο χαγιάτι.
Κατά το μουσουλμανικό έθιμο, από τη στιγμή που θα παντρευτεί η αδελφή, δεν επιτρέπεται να την ιδεί ξεμπούλωτη, χωρίς φερετζέ δηλαδή, ούτε ο αδελφός.
… Στο ντιβάνι του δωματίου ήταν καθισμένη μια μεσόκοπη χανούμ ντυμένη το γνωστό μου από τα Γιάννενα μαύρο κουστούμι που φορούσαν οι Τουρκάλες, όχι τουμάνια (βράκες) όπως στην Ανατολή, αλλά χωρίς φερετζέ. Στο πάτωμα μπροστά της ήταν στρωμένοι δύο παχιοί σελτέδες (στρώματα γεμισμένα με μαλλί) όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη, ντυμένη με καθαρότατα κομπιναιζόν και εσώρουχα και σκεπασμένη με χρυσοποίκιλτο πάπλωμα, η αδελφή του Μουζαφέρ, νεαρότατη και νόστιμη κοπέλα και πλάι της, στη μικρή του κούνια, το σκαφιδάκι – κοπανέλι το λέγαμε στην Ήπειρο – το μωράκι, που κοιμούνταν μακαρίως.
«Σαμπάχ χαϊρ ολσούν (καλημέρα)», λέω μπαίνοντας.
«Καλημέρα», μου απαντάει ελληνικά η χανούμ. «Δεν μιλάς καημένε ελληνικά;»
«Μπα …. ξέρετε ελληνικά;»
«Πως πιδίμ, ιγώ είμι η γυναίκα του μπέη…» και μου λέει ένα όνομα, «από την Κόνιτσα».
«Μωρέ που να το ξερα ότι θα βρω πατριώτες μου στο Αφιόν!»
«Αυτή είναι η άρρωστη» και μου δείχνει τη νεαρή κοπέλα που είναι ξαπλωμένη πάνω στο διπλό σελτέ.
Γονατίζω δίπλα στην άρρωστη και «νε χασταληκ βαρ (τι έχετε)», τι ενοχλήσεις έχετε θέλω να πω, αλλά δεν ξέρω καλά τα τούρκικα.
«Δεν μιλάς καημένε ελληνικά», επαναλαμβάνει η άλλη.
«Αχ» λέω, ξέχασα ότι είναι η αδελφή του Μουζαφέρ και ξέρει ελληνικά». Προσέχω τα λόχια, κανονικά, καμιά δυσοσμία, ούτε άλλο τίποτε ανώμαλο, βάζω το θερμόμετρο και κάθομαι στο ντιβάνι.
Σε μισό λεπτό ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται ένας συμπαθητικός νεαρός υπολοχαγός με καλπάκι αξιωματικού του επιτελείου, ήταν ο σύζυγος της λεχώνας. Τις συστάσεις τις κάνει η χανούμ από την Κόνιτσα.
Ήξερα ότι στους Τούρκους ο γιατρός είναι ελεύθερος να εξετάζει την άρρωστη γυναίκα σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός της απαιτεί η ανάγκη, αλλά με τακτ και να μην πολυψαχουλεύει την άρρωστη. Και όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά παρακαλώ τον υπολοχαγό: «μου παίρνετε σας παρακαλώ το θερμόμετρο;» - για να μην ξαναβάλω το χέρι μου στο στήθος της. Το θερμόμετρο έδειχνε 37,5.
«Δεν είναι τίποτε» λέω, «συμβαίνει τις πρώτες μέρες του τοκετού να έχουμε λίγα δέκατα. Όμως για κάθε ενδεχόμενο ας πάρει λίγα κουφέτα κινίνο, μπορεί να πέρασε στο παρελθόν ελονοσία».
Σερβιρίστηκε το απαραίτητο γλυκό και ο βαρύς γλυκός και αρχίσαμε την κουβέντα. Ο νεαρός υπολοχαγός ήταν από το Ικόνιο και δεν ήξερε ελληνικά και τον διερμηνέα έκανε η χανούμ. Εν τω μεταξύ είχε έρθει και η μάνα του Μουζαρέφ και της λεχώνας.
Αυτή δεν είχε καταφέρει να μάθει καθόλου τουρκικά, δεν ήξερε λέξη- στα Γιάννενα οι Τούρκοι μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Γυρίζει κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα η χανούμ από τη Κόνιτσα και μου λέει, δείχνοντας με κούνημα της κεφαλής τον υπολοχαγό, το γαμπρό τους. «Τι να κάναμε παιδί μου, δε βρήκαμε κανέναν δικό μας να τη δώσουμε και την παντρέψαμε μ’ αυτόν». Με σοκάρισε. Δηλαδή εγώ ήμουν πιο δικός τους από το γαμπρό τους. Ξεδιαλέξτε μου τώρα εχθρούς και φίλους.
………………………………….
Με τους Τούρκους που από τη Ρούμελη και γενικά την Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ανατολή, παρατηρήθηκε τούτο το περίεργο. Ενώ περιμέναμε να είναι πιο σκληροί εναντίον μας και πιο φανατικοί, τουναντίον οι περισσότεροι μας φέρονταν σαν πατριώτες. Εκτός από τον Μουζαφέρ και τους δικούς του και ένα παράδειγμα με τους Τουρκοκρητικούς:
Οι απελευθερωτικοί αγώνες στην Κρήτη βάσταξαν χρόνια, ήταν σκληροί και πολυαίμακτοι, τα δε μίση μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοκρητικών ήταν άγρια. Το ξέραμε και γι’ αυτό, αν κανένας Τούρκος ρωτούσε μήπως είναι μαζί σας κανένας Κρητικός, οι αιχμάλωτοι του απαντούσαν ότι δεν ξέρουν κανέναν.
Μια μέρα όμως κάποιος Τούρκος στρατιώτης ρωτάει έξω από τα σύρματα έναν αιχμάλωτο που τότε γύριζε από την αγγαρία:
«Μώρ’ συ, μπάσι και ξέρεις κανέναν Κρητικό μαζί σας;»
«Εγώ είμαι Κρητικός», του απαντάει αυτός.
«Από ποιο μέρος της Κρήτης;»
«Από το Ρέθυμνος».
Ακούει Ρέθυμνος ο Τούρκος, πέφτει πάνω του τον αγκαλιάζει:
«Γειά σου μωρέ πατριώτη, κι εγώ είμαι από το Ρέθυμνος», τον παίρνει και πάνε σε κάποιο καφενείο και τον κερνάει γλυκό και καφέ σαν παλιός φίλος.

Όπως παρατήρησα και στη συνέχεια, οι Τούρκοι που προέρχονταν από την Ελλάδα με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη αναθυμούνταν την παλιά τους πατρίδα και τη θεωρούσαν ανώτερη από τη νέα πατρίδα και ζωή.
Με εντυπωσίασε η φράση του Μουζαφέρ «…γιατί οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε». Την κάθε στιγμή διαισθανόμουν ότι οι Τούρκοι, στρατιώτες και πολίτες, μας θεωρούσαν ανώτερούς τους σε πολιτισμό και σε γνώσεις και πλουσιότερους σαν κράτος.
Ήταν μήπως κι αυτό ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας δηλαδή, που τους έσπρωχνε να φέρονται τόσο σκληρά, κτηνόδικα, στους αιχμαλώτους τους πρώτους μήνες;
Μπορεί, κατά ελάχιστο όμως ποσοστό.
Εγώ πιστεύω ότι η διαταγή της εξόντωσης δόθηκε από πάνω και οργίασαν ύστερα η βαρβαρότητα των επιμέρους διοικητών και η αλητεία που αφέθηκε ασύδοτη.
Ο τούρκικος λαός ούτε κακός κατά βάθος είναι, και ευκολότατα πειθαρχεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια: