Γράφει ο Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγητής Βυζαντινής
Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Επτά Ημέρες της Καθημερινής (22 Μαίου
2005)
Όσοι γνωρίσαμε την οροσειρά της Πίνδου έχουμε μαγευτεί από
την άγρια ομορφιά της φύσης της και έχουμε συγκινηθεί από την ηρωική της
ιστορία. Άλλοι τη γνωρίσαμε από κοντά σαν πεζοπόροι φυσιολάτρες και άλλοι νοερά
μέσα από διηγήσεις και εικόνες. Από το συνολικό όγκο της Πίνδου ίσως λιγότερο γνωστό είναι το νότιο τμήμα της, τα
χιονοσκέπαστα τους περισσότερους μήνες του χρόνου Τζουμέρκα με τα παραδοσιακά
χωριά τους, την ξεχωριστή πετρόχτιστη λαϊκή αρχιτεκτονική των σπιτιών τους, τον
κτηνοτροφικό βίο των κατοίκων τους, τη μακραίωνη και βαθιά ριζωμένη πολιτιστική
κληρονομιά. Ο ορεινός αυτός όγκος, πέρα από τη συνηθισμένη και πιο γνωστή
ονομασία Τζουμέρκα, κράτησε από την αρχαία εποχή την ονομασία Αθαμανικά Όρη,
παλιά όσο και οι καιροί όπου το τραχύ και ορεσίβιο φύλο των Αθαμάνων ανέβηκε
στα βουνά αφήνοντας τον Θεσσαλικό κάμπο στους Λαπίθες. Τα Τζουμέρκα ορίζονται
ανάμεσα στις κοίτες των αδελφών ποταμών
στην αρχαιότητα, του Αράχθου στα δυτικά και του «αργυροδίνη μέγα ποταμού»
Αχελώου στα ανατολικά.
Εντοπίζεται, δηλαδή, το γεωγραφικό στίγμα της περιοχής των
Τζουμέρκων ανάμεσα στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα
στον νομό Τρικάλων και στο νομό Ιωαννίνων. Κατέχει το βορειότερο τμήμα του
νομού Άρτας όπου ανήκουν οι δήμοι Αθαμανίας και Αγνάντων και οι κοινότητες
Μελισσουργών και Θεοδώριανων και ένα τμήμα του νομού Ιωαννίνων με τους δήμους
Πραμάντων, Δυτικών Τζουμέρκων, Κατσανοχωρίων και τις ιστορικές κοινότητες
Συρράκου, Καλαρρυτών και Ματσουκίου.
Επιβεβλημένο να αναφέρουμε ευθύς εξαρχής τη μεγάλη σημασία
του Συρράκου και των Καλαρρυτών για την εξαίσια αρχιτεκτονική των πετρόχτιστων
σπιτιών τους, για τα περίφημα εργαστήρια αργροχρυσοχοϊας τους, που εφοδίαζαν
τον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια με αριστουργήματα της μικροτεχνίας, για την
οικονομία και το εμπόριο των ξενιτημένων μέχρι τη Ρωσία, για τις μεγάλες
προσωπικότητες που εξέθρεψαν, με κορυφαίο τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη στην
πολιτική και τον Κώστα Κρυστάλλη στην ποίηση.
Πεζοπόροι νοσταλγοί
Θα σταθούμε, πρώτα, να αγναντέψουμε τις πιο ψηλές κορυφές των Τζουμέρκων: την Κακαρδίτσα (2429 μ.), το Καταφίδι (2393 μ), το Αγκάθι (2392 μ), τη Σκλάβα (2087 μ), τη Σπηλιά (1932μ), και τον Σταυρό (1390 μ), και, κάτω χαμηλά, τους παραπόταμους του Αράχθου: το ρέμα της Κρανιάς, τον Μελισσουργιώτικο και τον Καλαρρυτινό και, από την άλλη μεριά, τον Χίστρα του Αχελώου.
Θα ανεβούμε ύστερα , στα πυκνά ελατοδάση, με το βλέμμα θα ακολουθήσουμε τους αγέρωχους αετούς στο πέταγμά τους και θα σταθούμε στη Φούρκα, να απλώσουμε ολόγυρα τη ματιά μας στις χιονοσκέπαστες κορφές. Θα περπατήσουμε τα στενά δρομάκια στα Πράμαντα και στα Άγναντα, και θα ανταλλάξουμε χαιρετισμό με τους κατοίκους στους Μελισσουργούς και στους Κτιστάδες. Θα περπατήσουμε μέχρι τους καταρράκτες στο ομώνυμο χωριό, και θα τιμήσουμε ένα φλιτζάνι καφέ με το πατροπαράδοτο γλυκό του κουταλιού στα Λεπιανά, έπειτα θα κουβεντιάσουμε με τους μικροκτηνοτρόφους της Ράμιας πριν, στρεφόμενοι δυτικότερα, περάσουμε από την Κυψέλη με το λαογραφικό μουσείο και μέσα από πυκνό ελατοδάσος πάμε να απολαύσουμε την απαράμιλλη αρχιτεκτονική στο πλούσιο από ιστορία Βουργαρέλι και, τραβώντας νοτιότερα τα τώρα, να γνωρίσουμε το Αθαμάνιο και τα Τερπνά.
Θα σταθούμε, πρώτα, να αγναντέψουμε τις πιο ψηλές κορυφές των Τζουμέρκων: την Κακαρδίτσα (2429 μ.), το Καταφίδι (2393 μ), το Αγκάθι (2392 μ), τη Σκλάβα (2087 μ), τη Σπηλιά (1932μ), και τον Σταυρό (1390 μ), και, κάτω χαμηλά, τους παραπόταμους του Αράχθου: το ρέμα της Κρανιάς, τον Μελισσουργιώτικο και τον Καλαρρυτινό και, από την άλλη μεριά, τον Χίστρα του Αχελώου.
Θα ανεβούμε ύστερα , στα πυκνά ελατοδάση, με το βλέμμα θα ακολουθήσουμε τους αγέρωχους αετούς στο πέταγμά τους και θα σταθούμε στη Φούρκα, να απλώσουμε ολόγυρα τη ματιά μας στις χιονοσκέπαστες κορφές. Θα περπατήσουμε τα στενά δρομάκια στα Πράμαντα και στα Άγναντα, και θα ανταλλάξουμε χαιρετισμό με τους κατοίκους στους Μελισσουργούς και στους Κτιστάδες. Θα περπατήσουμε μέχρι τους καταρράκτες στο ομώνυμο χωριό, και θα τιμήσουμε ένα φλιτζάνι καφέ με το πατροπαράδοτο γλυκό του κουταλιού στα Λεπιανά, έπειτα θα κουβεντιάσουμε με τους μικροκτηνοτρόφους της Ράμιας πριν, στρεφόμενοι δυτικότερα, περάσουμε από την Κυψέλη με το λαογραφικό μουσείο και μέσα από πυκνό ελατοδάσος πάμε να απολαύσουμε την απαράμιλλη αρχιτεκτονική στο πλούσιο από ιστορία Βουργαρέλι και, τραβώντας νοτιότερα τα τώρα, να γνωρίσουμε το Αθαμάνιο και τα Τερπνά.
Τότε πια θα τραβήξουμε ανατολικότερα και θα διανυκτερεύσουμε
στα μοναχικά και περίκλειστα Θεοδώριανα – αν όχι για άλλο λόγο, παρά για να
ακούμε στην καλοκαιριάτικη ολονυχτία τα κουδούνια και να γυρίσουμε νοερά πίσω
στις «ποιμενικές εποχές», που οι ορεινοί των Τζουμέρκων μετρούσαν τις μέρες και
τις νύχτες στις χάντρες των κομπολογιών
και τραγουδούσαν την αγάπη τους για τη Φύση και τον έρωτα για τη γυναίκα
με τις καλαμένιες φλογέρες.
Στις παλιότερες εποχές, τους μήνες που τα πάντα σκέπαζε
πυκνό το χιόνι, οι Τζουμερκιώτες κατέβαιναν χαμηλότερα πεζοπορώντας νυχτοήμερα
μέσα από χαράδρες κι από μονοπάτια με τα γιδοπρόβατά τους, κοπάδια μικρά ή
μεγάλα. Προορισμός τους τα ακαρνανικά βοσκοτόπια του Ξηρόμερου, καθώς είχαν
αναπτύξει με τους Ξηρομερίτες στενές σχέσεις φιλίας, φιλοξενίας, συχνά και
συγγένειας.
Σήμερα οι μετακινήσεις των κοπαδιών είναι ευκολότερες, με τα
φορτηγά, χρειάζεται πολύ λιγότερος χρόνος. Η πολυήμερη πορεία με τα άλογα και
τις φλοκάτες και τα σκυλιά, τα δύσκολα περάσματα, ο ιδρώτας, ο πόνος και η
αγωνία, αλλά και η ομορφιά της ταύτισης της ζωής με τη Φύση, έχουν περάσει
ανεπιστρεπτί. Μένουν πίσω οι φωτογραφίες του Μπαλάφα, του Τλούπα, του
Βερτόδουλου, του Μπουασονά, σε φωτογραφικά λευκώματα και συλλογές, να δείχνουν
ρομαντική στους Νεοέλληνες μια ζωή που ήταν σκληρή από την ίδια της τη φύση.
Μιλώντας για δύσκολα περάσματα, θυμηθήκαμε ξανά, τα μεγάλα
ποτάμια Αχελώο και Άραχθο, τους παραπόταμους να εμπλουτίζουν με πολλά νερά καθώς
λιώνουν τα χιόνια, αλλά και τα μικρότερα ποτάμια και ρέματα. Τα ποτάμια
συνειρμικά μας παραπέμπουν στα γεφύρια. Και έχει πολλά η περιοχή των
Τζουμέρκων. Γεφύρια απλά πετρόχτιστα, με τον παραδοσιακό τρόπο, συνηθισμένα
αλλά και φημισμένα. Απλά καταγράφουμε εδώ μερικά, τα πιο γνωστά και πιο
πολυσύχναστα: το γεφύρι στην Άνω Καλεντίνη, στον Μεσόπυργο, στα Θεοδώριανα,
στους Μελισσουργούς, στη Σγάρα του Καταρράκτη, στο Βουργαρέλι. Κορυφαίο και από
τα ιστορικότερα σε όλη την Ήπειρο, το γεφύρι της Πλάκας. Πρόκειται για ένα από
τα μεγαλύτερα μονότοξα γεφύρια στα Βαλκάνια. Κάτω από το πέτρινο τόξο του
κυλάει ο Άραχθος, ανάμεσα στα Τζουμέρκα και στο Ξεροβούνι.
Τζουμερκιώτες
(Το Συρράκο, ένα από τα Βλαχοχώρια των Τζουμέρκων, σοφά
απλωμένο στην πλαγιά του Περιστεριού, τέλεια π(ροσαρμοσμένο στο τοπίο, μαστορικά
οικοδομημένο από ντόπιους τεχνίτες με υλικά του τόπου. Η ιστορική κοινότητα,
χτισμένη σε υψόμετρο 1150 μ.. γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη από τις αρχές του 18ου
αιώνα. (φωτ.: Βασίλης
Γκανιάτσας)
Πέρα από τον παραδοσιακό κτηνοτροφικό και αγροτικό βίο των
ορεινών χωριών των Τζουμέρκων δύο στοιχεία χρωματίζουν και νοηματίζουν την
ιστορική, καλλιτεχνική και φιλόθρησκη πορεία των κατοίκων. Το πρώτο είναι η
λαϊκή και απλή αρχιτεκτονική, που είναι αισθητή με την πρώτη ματιά. Πετράδες
και πελεκάνοι Τζουμερκιώτες έχουν βα΄λει τη σφραγίδα τους από τα πιο απλά και
λιτά σπίτια του Αθαμανίου μέχρι τα περίτεχνα αρχοντικά στο Βουργαρέλι, το
Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Ξενιτεμένοι οι παλιότεροι Τζουμερκιώτες στις
βορειότερες χώρες των Βαλακανίων και μέχρι τη Ρωσία και τον Εύξεινο Πόντο,
γύριζαν οι ίδιοι πίσω με παράδες, ή έστελναν στους δικούς τους, και ύψωναν
πετρόχτιστες κατοικίες, συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον ποιος έχει ψηλότερο
σπίτι, με περισσότερα δωμάτια και τζάκια, με σκάλες και με σιδερένιες
κουπαστές, με μπαλκόνια με σκαλιστά φουρούσια, με βαριές ξύλινες εξώπορτες.
Μιλώντας για τους ανθρώπους και για το φυσικό και δομημένο
περιβάλλον αναφερόμαστε σε μια ενιαία ανθρωπογεωγραφική ενότητα της ευρύτερης
περιοχής των Τζουμέρκων.
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα ως σήμερα η κτηνοτροφία.
Αλλά από τα επαγγέλματα που καταξίωσαν τον τόπο έμεινε μόνο η θύμηση της τέχνης
τους και της προσφοράς τους.
(Πέτρινο καλντερίμι στο χωριό Καλαρρύτες. Η λαϊκή
αρχιτεκτονική εκπλήσσει και γοητεύει με την πρώτη ματιά, ενώ ταυτόχρονα
παραδίδει παθήματα αρμονικής λειτουργικής και αισθητικής συνύπαρξης δομημένου
χώρου και φυσικού περιβαλλοντος – φωτ.: Βασίλης Συκάς)
Δεν θα απαντήσουμε σήμερα τους περίφημους «καπάδες», που
προμήθευαν τις αγορές της Ανατολής και της Δύσης (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και
Οδησσό, Τεργέστη, Νεάπολη, Βιέννη και Μασσαλία) με τις ονομαστές χειροποίητες
κάπες – χοντρούς μάλλινους επενδύτες- για τα ναυτικά πληρώματα της Αδριατικής
και της Μεσογείου μα και το στρατό του Ναπολέοντα. Δεν θα συναντήσουμε τους
ράφτες, τους ξακουστούς «τερζήδες», που κοσμούσαν με κεντίδια παραδοσιακές
φορεσιές που κυκλοφορούσαν σε όλα τα Βαλκάνια. Δεν θα βρούμε τους μαστόρους της
πέτρας, τους επιτήδειους «πελεκάνους», που πελεκούσαν με μαστοριά την γκρίζα ψαμμόπετρα χτίζοντας και κεντώντας
κυριολεκτικά με το κοπίδι, το σφυρί και το βελόνι. Δεν θα βρούμε τους
ξυλογλύπτες – ταγιαδόρους, που σκάλιζαν τα περίτεχνα τέμπλα των εκκλησιών και
των μοναστηριών, τις μπακλαβαδωτές οροφές των αρχοντικών. Τις συντεχνίες και τα
«σινάφια» θα τις βρει ο σημερινός ιστορικός της έρευνας στα διάφορα δημόσια και
ιδιωτικά αρχεία. Κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι και ιδρύματα δημοσιεύουν κατά
καιρούς φωτογραφίες των αλλοτινών χρόνων μιας ανθούσας και δημιουργικής
κοινωνίας των Τζουμερκιωτών που πλέον δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου