Ο Ρένος Αποστολίδης, το "τρομερό" παιδί της μεταπολεμικής Λογοτεχνίας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αλλά πάντα ενδιαφέρουσα, διαβάζει συγκλονιστικά ένα απόσπασμα από το βιβλίο του "Πυραμίδα 67" , "Το σύνδρομο της παράτας". Επιστρατευμένος στο Εθνικό Στρατό, ορκισμένος όμως να μη ρίξει ούτε μία σφαίρα, στο βιβλίο αυτό περιγράφει την ματαιότητα αυτού του πολέμου, την ανθρώπινη βλακεία και δουλικότητα, τα αδιέξοδα των απλών ανθρώπων, που μπλέχτηκαν στο δίχτυα της Ιστορίας, χωρίς να θέλουν πολλές φορές. Tην απέλπιδα προσπάθεια για επιβίωση,τους συμβιβασμούς και τις αποκοτιές, επιχειρώντας μέσα από τις περιπέτειες, που έζησε στον πόλεμο αυτό, μια βαθιά ενδοσκόπηση στη συλλογική μας συνείδηση, που είναι και ατομική ταυτόχρονα, για μια περίοδο της Ιστορίας μας, που πληγώνει ακόμα. Aυτό δηλώνουν οι αντιδράσεις, που συναντά η ταινία "Ψυχή Βαθιά" του Παντελή Βούλγαρη, μια ακόμα απόπειρα να ειδωθεί η εποχή απροκατάληπτα, όσο τώρα είναι δυνατόν βέβαια . Ο Ρ. Αποστολίδης το επιχείρησε πολύ πρώιμα. Ίσως να πλησιάζει ο καιρός που αυτό θα είναι δυνατόν πλέον.
(Τα Γιάννενα που περιγράφει, φτωχά και άθλια, μια πόλη, που ζούσε κοντά σε ένα πολεμικό μέτωπο, γεμάτη από εξαθλιωμένους πρόσφυγες-εκτοπισμένους, "ανταρτόπληκτους" τους λέγανε τότε, από τα εμπόλεμα χωριά, μια πόλη, που είχε υποστεί τόσα δεινά από τους κατακτητές στην Κατοχή, τα θυμόμαστε αρκετά οι παλιότεροι. Θυμάμαι που στο κήπο του τότε σπιτιού μου ξεθάβαμε γερμανικές σφαίρες παίζοντας. Η σημερινή πόλη με τα πολυκαταστήματα, τις φωτεινές επιγραφές, την φοβερή κυκλοφοριακή συμφόρηση, το Πανεπιστήμιο και την έντονη νυχτερινή ζωή καμιά σχέση δεν έχει με εκείνα, τα τότε, τους λασπωμένους δρόμους, τα κάρα, τα μυγοφτυσμένα, όπως λέει, λαμπιόνια στους δρόμους, και τα λερά χάνια και καπηλειά. Κι όμως τα νοσταλγούμε, όπως ο καθένας μας νοσταλγεί την παιδική ηλικία του).
Εμ βλέπεις η αλήθεια όταν λέγεται κοστίζει, όπως για τη βίαιη στρατολόγηση νεαρών γυναικών στον ΔΣΕ, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των "ανταρισσών" ίσως και των μαχητών του ΔΣΕ ήταν ΜΗ εθελοντές, άσε μετά τι έγινε στην Τασκένδη. Και αν κάποια απαχθείσα προσπαθούσε να φύγει ε τι γίνοταν συντρόφοι ελασίτες;;; Πολλή πολλή σκόνη στα αγάλματα του Περισσού. Την περασμένη Κυριακή διμελής ομάδα από δυο νεαρές χτύπησε την πόρτα παππού, παλαιού στρατιώτη του Εθνικού Στρατού στο Γράμμο (πως σώθηκε από το σαφαγείο άλλη ιστορία) να πουλήσουν Ριζοσπάστη στα πλαίσια "επαναστατικής προπόνησης" - δεν ξέρω κάθε φορά που βγαίνει στις εκλογές ΠΑΣΟΚ οι "ασκήσεις μάχης" του ΚΚΕ πληθαίνουν- --Τι θέλετε κορίτσια; ---Ήρθαμε να πουλήσουμε Ριζσπάστη ΚΑΙ ο παπούς απάντησε --Καλά δεν έχει στα περίπτερα; Εγώ δεν αγόρασα Ριζοσπάστη στα νειάτα μου .... Τότε οι κοπέλες εξαγριώθηκαν και με την απειρία των 20 χρόνων απάντησαν θυμωμένα ΚΑΚΩΣ, έπρεπε να διαβάζεις Ριζοσπάστη να ανοίξεις τα μάτια σου (ο παπούς πρόσφτα είχε χειρουργηθεί από καταρράκτη) Και έφυγαν μουρμουρίζοντας, χτυπώντας την πόρτα. Σκέψου τι έκαναν τότε οι καπετάννισες και οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ. Μπορεί βέβαια το ίδιο να γίνονταν και από την άλλη μεριά, αλλά επικά τραγούδια υπάρχουν μόνο για τα θύματα της μιας πλευράς, λες και οι άλλοι οι από εκεί έφταιξαν σε τίποτε. Καιρός να μάθουμε τουλάχιστον πότε άρχισε ο Εμφύλιος, το 1943, το 1945, το 1947;
"A, πώς δουλεύει η μηχανή!", δε λέει ο Ρ. Αποσοτολίδης; Κρεατομηχανή, ένας λαός ολάκερος για κιμάς. Και αθώα θύματα, ο απλός λαός. Μου έλεγε η μάνα μου, Θιος σ'χωρέστην, τους είχαν "ανταρτοπληκτους", έτσι τους λέγανε τότε, για αρκετούς μήνες, εκτοπισμένους στα Γιάννενα. Η μάνα μου το πίστευε ότι ήταν ανταρτόπληκτη, δεν είχε καταλάβει το σχέδιο εκκένωσης των χωριών, λαϊκή ψυχή. Ηταν και σε ένα βαθμό αλήθεια: Στα χωριά μπαινόβγαιναν οι αντάρτες. Πήγαιναν ας πούμε, για νερό οι κοπέλες στο ποτάμι, και οι αντάρτες κάναν μπάνιο γυμνοί, φοβόταν και να πάνε οι κοπέλες, ντρεπόταν κιόλας. Ο παππούς μου, άλλη λαϊκή ψυχή, μου έλεγε η μάνα μου είχε ένα ξάδερφο καπετάνιο, δε λέω το όνομά του, οι απόγονοί του ζουν, και του λέει: "Καλά, ορε..., εσύ πας καβάλα στ' άλογο, κι άλλοι πεζοί, τι ισιότη είν' αυτή που θα φέρετε;" Από τότε τον παππού τον βάλανε στη λίστα των "αντιδραστικων". Είχε πολλές κοπέλες ο παππούς και δεν τις θέλανε στο αντάρτικο, γιατί ήταν, λέει "μαύρες". Ο παπούς με την αφέλειά του τους βρίσκει και τους λέει: "Γιατί λέτε τις κοπέλες μου μαύρες, εμένα είναι κάτασπρες;" Νόμιζε ο φουκαράς ότι το "μαύρες" σημαίνει "γύφτισσες" και θα τους μείνει στίγμα και δεν θα βρίσκανε γαμπρό :-)) Πολλές κοπέλες συμπαθούσες πήγαν στο βουνό και σκοτώθηκαν στη Κόνιτσα και στη Μουργκάνα. Είχαν σκυλεύσει τα πτώματα, τις είχαν γυμνές με τα στήθια έξω, ένας θειός μου είδε μια ξαδέρφη του στη Κόνιτσα, μιαν όμορφη κοπέλα, ("Α, τι κοπέλα ήταν αυτή!", έλεγε η μάνα μου) που την είχαν εκτεθειμένη σε δημόσια θέα και έπαθε σοκ. Φρικτά πράγματα! Τι να κάνει και τι να πει όμως; Και πού; Εκτοπισμένοι λοιπόν, ψωμοζούσαν με το δελτίο, και μέναν στο παλιο Ωδείο, 10-15 άτομα σε ένα δωμάτιο, στρωματσάδα, σε άθλιες συνθήκες. Κι αυτό, για μήνες. Βάζαν τα καλά τους, ό,τι παλιοφούστανο τους είχε απομείνει και βγαίναν κάθε Κυριακή βράδυ βόλτα στην πλατεία. Αυτό ήταν η ζωή τους. Τα χωριά της Ηπείρου, και ειδικά του Πωγωνίου, από τότε ρημάξανε. Και η Πολιτεία τι έκανε για να επανορθώσει; Οι προύχοντες, που φτάνουν και στα Ανώτατα αξιώματα του τόπου; Πόσοι από τους επιστρατευμένους δεν πήγαν με το στανιό στο σφαγείο; Πόσοι Μακρονησιώτες δεν πολεμούσαν ενάντια στους παλιούς συντρόφους τους; Τι να πούμε τώρα. Είναι πληγή, που, όταν λίγο την ξύσεις, ματώνει. Έχουμε πολύ καιρό ακόμα για να ξεχάσουμε τα πάθη. Το Τείχος έπεσε πριν ακριβώς 20 χρόνια. Πόσα χρόνια θα περάσουν για να πέσει μέσα μας;
Τ' αρνιά κι οι λύκοι αθώα συναπατιούνται Στο ίδιο μαντρί την άγια τούτη μέρα Γύρω κάποιος Ντουνιάς τραντάζει, σειέται! Μα ω Φαρισαίοι κυρτοί γιατί φοβάστε; Κι είναι ο σκλάβος χλωμός και ταπεινός.
3 σχόλια:
Εμ βλέπεις η αλήθεια όταν λέγεται κοστίζει, όπως για τη βίαιη στρατολόγηση νεαρών γυναικών στον ΔΣΕ, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των "ανταρισσών" ίσως και των μαχητών του ΔΣΕ ήταν ΜΗ εθελοντές, άσε μετά τι έγινε στην Τασκένδη.
Και αν κάποια απαχθείσα προσπαθούσε να φύγει ε τι γίνοταν συντρόφοι ελασίτες;;;
Πολλή πολλή σκόνη στα αγάλματα του Περισσού.
Την περασμένη Κυριακή διμελής ομάδα από δυο νεαρές χτύπησε την πόρτα παππού, παλαιού στρατιώτη του Εθνικού Στρατού στο Γράμμο (πως σώθηκε από το σαφαγείο άλλη ιστορία) να πουλήσουν Ριζοσπάστη στα πλαίσια "επαναστατικής προπόνησης" - δεν ξέρω κάθε φορά που βγαίνει στις εκλογές ΠΑΣΟΚ οι "ασκήσεις μάχης" του ΚΚΕ πληθαίνουν-
--Τι θέλετε κορίτσια;
---Ήρθαμε να πουλήσουμε Ριζσπάστη ΚΑΙ ο παπούς απάντησε
--Καλά δεν έχει στα περίπτερα; Εγώ δεν αγόρασα Ριζοσπάστη στα νειάτα μου ....
Τότε οι κοπέλες εξαγριώθηκαν και με την απειρία των 20 χρόνων απάντησαν θυμωμένα ΚΑΚΩΣ, έπρεπε να διαβάζεις Ριζοσπάστη να ανοίξεις τα μάτια σου (ο παπούς πρόσφτα είχε χειρουργηθεί από καταρράκτη)
Και έφυγαν μουρμουρίζοντας, χτυπώντας την πόρτα.
Σκέψου τι έκαναν τότε οι καπετάννισες και οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ.
Μπορεί βέβαια το ίδιο να γίνονταν και από την άλλη μεριά, αλλά επικά τραγούδια υπάρχουν μόνο για τα θύματα της μιας πλευράς, λες και οι άλλοι οι από εκεί έφταιξαν σε τίποτε.
Καιρός να μάθουμε τουλάχιστον πότε άρχισε ο Εμφύλιος, το 1943, το 1945, το 1947;
"A, πώς δουλεύει η μηχανή!", δε λέει ο Ρ. Αποσοτολίδης; Κρεατομηχανή, ένας λαός ολάκερος για κιμάς. Και αθώα θύματα, ο απλός λαός. Μου έλεγε η μάνα μου, Θιος σ'χωρέστην, τους είχαν "ανταρτοπληκτους", έτσι τους λέγανε τότε, για αρκετούς μήνες, εκτοπισμένους στα Γιάννενα. Η μάνα μου το πίστευε ότι ήταν ανταρτόπληκτη, δεν είχε καταλάβει το σχέδιο εκκένωσης των χωριών, λαϊκή ψυχή. Ηταν και σε ένα βαθμό αλήθεια: Στα χωριά μπαινόβγαιναν οι αντάρτες. Πήγαιναν ας πούμε, για νερό οι κοπέλες στο ποτάμι, και οι αντάρτες κάναν μπάνιο γυμνοί, φοβόταν και να πάνε οι κοπέλες, ντρεπόταν κιόλας. Ο παππούς μου, άλλη λαϊκή ψυχή, μου έλεγε η μάνα μου είχε ένα ξάδερφο καπετάνιο, δε λέω το όνομά του, οι απόγονοί του ζουν, και του λέει: "Καλά, ορε..., εσύ πας καβάλα στ' άλογο, κι άλλοι πεζοί, τι ισιότη είν' αυτή που θα φέρετε;" Από τότε τον παππού τον βάλανε στη λίστα των "αντιδραστικων". Είχε πολλές κοπέλες ο παππούς και δεν τις θέλανε στο αντάρτικο, γιατί ήταν, λέει "μαύρες". Ο παπούς με την αφέλειά του τους βρίσκει και τους λέει: "Γιατί λέτε τις κοπέλες μου μαύρες, εμένα είναι κάτασπρες;" Νόμιζε ο φουκαράς ότι το "μαύρες" σημαίνει "γύφτισσες" και θα τους μείνει στίγμα και δεν θα βρίσκανε γαμπρό :-)) Πολλές κοπέλες συμπαθούσες πήγαν στο βουνό και σκοτώθηκαν στη Κόνιτσα και στη Μουργκάνα. Είχαν σκυλεύσει τα πτώματα, τις είχαν γυμνές με τα στήθια έξω, ένας θειός μου είδε μια ξαδέρφη του στη Κόνιτσα, μιαν όμορφη κοπέλα, ("Α, τι κοπέλα ήταν αυτή!", έλεγε η μάνα μου) που την είχαν εκτεθειμένη σε δημόσια θέα και έπαθε σοκ. Φρικτά πράγματα! Τι να κάνει και τι να πει όμως; Και πού;
Εκτοπισμένοι λοιπόν, ψωμοζούσαν με το δελτίο, και μέναν στο παλιο Ωδείο, 10-15 άτομα σε ένα δωμάτιο, στρωματσάδα, σε άθλιες συνθήκες. Κι αυτό, για μήνες. Βάζαν τα καλά τους, ό,τι παλιοφούστανο τους είχε απομείνει και βγαίναν κάθε Κυριακή βράδυ βόλτα στην πλατεία. Αυτό ήταν η ζωή τους. Τα χωριά της Ηπείρου, και ειδικά του Πωγωνίου, από τότε ρημάξανε. Και η Πολιτεία τι έκανε για να επανορθώσει; Οι προύχοντες, που φτάνουν και στα Ανώτατα αξιώματα του τόπου;
Πόσοι από τους επιστρατευμένους δεν πήγαν με το στανιό στο σφαγείο; Πόσοι Μακρονησιώτες δεν πολεμούσαν ενάντια στους παλιούς συντρόφους τους; Τι να πούμε τώρα. Είναι πληγή, που, όταν λίγο την ξύσεις, ματώνει. Έχουμε πολύ καιρό ακόμα για να ξεχάσουμε τα πάθη. Το Τείχος έπεσε πριν ακριβώς 20 χρόνια. Πόσα χρόνια θα περάσουν για να πέσει μέσα μας;
Δημοσίευση σχολίου