Ο Κοινωνικός Μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου
(Τάγκας Δημήτριος, Μηχ/γος Μηχανικός ΕΜΠ,
Πρόεδρος της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου).
Σκοπός της εισήγησης
Σκοπός της εισήγησης αυτής είναι να παρακολουθήσουμε, σε αδρές γραμμές, την πορεία μετάβασης των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου από την νομαδική στην αστική διαβίωση, πώς συντελέστηκε αυτή, ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές και κάτω από ποιες συνθήκες.
Η εισήγηση αυτή παρουσιάζεται στο 21ο «οργανωτικό» συνέδριο
1. Επειδή το συνέδριο αυτό γίνεται στην Ήπειρο
2. Γιατί πιθανόν η γνώση αυτής της πορείας να μας διδάξει
3. Ίσως αποδειχθεί ότι σε κάποιους χρωστάμε και το αγνοούμε
4. Επειδή συνήθως ψάχνουμε για την αρχή των Σ αγνοώντας το τέλος τους.
Βιβλιογραφικές αναφορές.
Κυρίως η βιβλιογραφία ασχολήθηκε με θέματα λαοραφίας, προέλευσης, έναρξης της νομαδικής ζωής των Σ. Υπάρχουν ωστόσο και σημαντικές αναφορές για τον μετασχηματισμό των Σ από τους Διονύση Μαυρόγιαννη , Γιώργο Αγραφιώτη, Θεοπούλα Ανθογαλίδου, Γεώργιο Καβαδία, Αγγελική Χατζημιχάλη, Ευριπίδη Μακρή, Μάρκο Γκιόλια και Λάζαρο Αρσενίου..
Τι είναι Σαρακατσάνος, Χαρακτηριστικά
Οι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν ορισμό των «Σαρακατσάνων» και υπονοούν τους Έλληνες μονόγλωσσους Νομάδες κτηνοτρόφους.. Για τις ανάγκες αυτής της εισήγησης «Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι» είναι αυτοί τους οποίους απέγραψε η Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου στα μέσα της δεκαετίας του 80 όταν με πρωτοβουλία της ΠΟΣΣ έγινε αυτό. Δηλαδή η εισήγηση δεν καλύπτει όσους Σαρακατσάνους άλλων περιοχών της Ελλάδας αναχώρησαν πριν τις αρχές του 20ου αιώνα από την Ήπειρο καθώς και όσους Σαρακατσάνους είχαν ήδη εγκατασταθεί μόνιμα σε χωριά της Ηπείρου πριν τις αρχές του 20ου αιώνα.
Το 1ο Συνέδριο Σαρακατσαναίων στην Ήπειρο.
Η σπουδαιότητα του παρόντος Συνεδρίου είναι αυτονόητη για την ΠΟΣΣ, για το Σύλλογο Σαρακατσαναίων Θεσπρωτίας και για όλους τους Συλλόγους των Σ.
Όμως πριν από 80 περίπου χρόνια στις 5 Αυγούστου 1926, στο Νησί στα Γιάννενα, συγκλήθηκε πιθανόν το πρώτο Συνέδριο Σαρακατσαναίων στην Ελλάδα. Η εφημερίδα «Ηπειρωτική Ηχώ» της επόμενης ημέρας γράφει:
ΕΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ
ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ ΩΣ ΓΝΗΣΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Παρατίθεται απόσπασμα από τα παραπάνω άρθρο:
Χθες συνήλθον εις Νήσον αντιπρόσωποι 300 οικογενειών Σαρακατσαναίων σκηνιτών οι οποίοι συνεζήτησαν το ζήτημα της γεωργικής των αποκατάσεως εκδόσαντες το κάτωθι ψήφισμα το οποίο απέστειλαν προς την Κυβέρνησιν και τον Αθηναικόν τύπον και επέδωκαν προς τον κ. Γενικόν διοικητήν και τον εγχώριον τύπον.
«Αντιπρόσωποι Σαρακατσαναίων Ηπείρου εκπροσωπούντες εντολήν και γνώμας όλων Σαρακατσαναίων Ηπείρου συνελθόντες εις λαϊκόν Συνέδριον εις Νήσον Ιωαννίνων ίνα συζητήσουν περί καθωρισμού καταστάσεώς των απεφάσισαν:
Παρακαλούν σεβαστήν Κυβέρνησιν και Επιτροπήν Αποκαταστάσεως λάβουν μέτρα και αποκαταστήσουν και νομάδας πλανωμένους σαρακατσαναίους Ηπείρου πάντας γνωστοτάτους και πλέον αμειγείς συνείδησιν και αίμα έλληνες εις μονίμους γεωργοκτηνοτροφικούς συνοικισμούς.
……………………………………………
Ουδένα αντιπρόσωπον ελληνικής πατρίδος βλέπομεν, ούτε διδάσκαλον, ούτε ιερέα, ούτε ταχυδρόμον, ούτε πρόεδρον κοινότητος πλην δημοσίου εισπράκτορος, αγρίου απαοσπασματάρχου και στρατολόγου το δε υπόλοιπον της καταστάσεώς μας το συμπληρώνουν οι λησταί.
……………………………………………………………..
Οι αντιπρόσωποι των τριακοσίων περίπου οικογενειών Σαρακατσαναίων Ηπείρου.
Ν. Γ. Τσουμάνης, Κώστας Χ. Κάτσινος, Γρηγόριος Δ. Ζήγος, Μάνθος Μυριούνης, Ευάγγελος Καζούκας, Ανδρέας Κ. Φερεντίνος.
Τι έγινε από την εποχή εκείνου του Συνεδρίου, που οι Σ ζητούσαν την αποκατάστασή τους, μέχρι του σημερινού που έγινε η πλήρης ενσωμάτωσή τους στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία και σήμερα συζητούμε πλέον τρόπους διατήρησης της παράδοσης από τη νομαδική τους ζωή;
Πορεία των Σ μέχρι τον 20ο αιώνα
Οι κοσμογονικές αλλαγές στον 20ο αιώνα σε ολόκληρη την Ελλάδα, σημάδεψαν και τις σημαντικότερες αλλαγές στον τρόπο ζωής και εργασίας των Σαρακατσαναίων, όχι μόνο των Ηπειρωτών. Ο αιώνας αυτός βρήκε στην αρχή του, τους Σ να ακολουθούν, ποιος ξέρει από πότε, ένα χαρακτηριστικό τρόπο ζωής, αποκομμένοι, αλλά όχι απομονωμένοι από τα δρώμενα στην υπόλοιπη κοινωνία, τους βρίσκει στο τέλος του να έχουν πλήρως μετασχηματισθεί και να έχουν ενσωματωθεί σε αυτήν.
Μέχρι την εποχή αυτή ο τρόπος ζωής επί αιώνες ήταν ίδιος και τα πράγματα στη ζωή των Σαρακατσαναίων κυλούσαν ομαλά και με ρυθμό σχετικά αργό. Εκείνο που ίσως άλλαζε ήταν ο τόπος που πήγαιναν τα κοπάδια τους το χειμώνα και δυσκολότερα αυτός που ξεκαλοκαίριαζαν. Για να σχηματοποιηθεί ο νομαδικός τρόπος ζωής χρειάσθηκε σίγουρα πολύς χρόνος, πιθανότατα αιώνες . Δεν ήρθε σε κάποιους ξαφνικά η ιδέα και ξεκίνησαν ξαφνικά, ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και γύριζαν από τόπο σε τόπο. Και φυσικά να σημειωθεί ότι δεν γύριζαν στο άγνωστο αλλά σε τόπους προκαθορισμένους που τους είχε συμφωνήσει ο τσέλιγκας της κάθε στάνης. Για το σταμάτημα αυτού του τρόπου ζωής, ο οποίος σίγουρα διήρκεσε αιώνες, ήταν αρκετά πολύ λίγα χρόνια, γύρω στα είκοσι.
1913-1920
Απελευθέρωση της Ηπείρου.
Οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου κινούνται κυρίως στα ορεινά του Ζαγορίου της (Τύμφη, Μιτσικέλι, βουνά Αν. Ζαγορίου), Σμόλικα, Χρυσοβίτσα και για χειμαδιά χρησιμοποιούν τους κάμπους της Πρέβεζας και της Αιτωλοκαρνανίας. Εγγραφή των Σαρακατσαναίων στα Μητρώα Αρρένων που καταρτίσθηκαν για τις απελευθερωθείσες περιοχές . έτσι συναντάμε πχ γραμμένους Σαρακατσαναίους γεννηθέντες πριν το 1900 στη Βίτσα 57 άτομα, 54 στο Τσεπέλοβο, 43 στο Γρεβενίτι, 38 στο Δίκορφο, 36 στο Φλαμπουράρι, 29 στο Κουκούλι κλπ Από τα χωριά που ξεχειμώνιαζαν οι Σ συναναντάμε γραμμένους στο Μητρώο αρρένων της Ντάρας (σημερινής Ελαίας) Λάκκας Σουλίου (Βαγγελαίους , Θεοχαραίους) Από τα άτομα αυτά που φέρονται εγγεγραμμένα στα Μητρώα Αρρένων τα 20 γεννήθηκαν πριν το 1850 με πρώτο τον Τσουμάνη Γεώργιο του Κων/νου στο Τσεπέλοβο το 1828. Να σημειωθεί ότι η εγγραφή των σκηνιτών στα Μητρώα Αρρένων δεν δημιουργούσε δικαιώματα στις κοινοτικές βοσκές και ο Νόμος απαιτούσε δύο χρόνια συνεχή παραμονή πράγμα αδύνατο για τους Σαρακατσάνους..
Αυτή την εποχή οι Σ είναι νομάδες, δεν έχουν κτηματική περιουσία και κατοικούν σε καλύβια με μοναδική εξαίρεση τον Ανδρέα Τσουμάνη ο οποίος έφτιαξε για το καλοκαίρι, πέτρινο σπίτι στο Κουκούλι το 1905 και αγόρασε κτήμα στην Άρτα και αστικά ακίνητα στη Φιλιππιάδα και τα Γιάννενα.
Δεκαετία 1920-1930
Η δεκαετία που σήμανε την αρχή του τέλους της νομαδικής ζωής. Η Ελλάδα πριν αποκαταστήσει τους γηγενείς ακτήμονες γεωργούς (κολίγους) αναγκάσθηκε να υποδεχθεί τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και έπρεπε να αναζητήσει τρόπους και τόπους για την εγκατάστασή τους. Η φτωχή από τότε, και μόλις απελευθερωθείσα Ήπειρος, σήκωσε ίσως περισσότερο βάρος που αυτό που της αναλογούσε, παραχωρώντας τους χειμερινούς βοσκότοπους των νομαδικών προβάτων, Σαρακατσάνικων και μη, για μόνιμη εγκατάσταση προσφύγων και αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Παράλληλα δόθηκε η αφορμή για απαίτηση των Σαρακατσαναίων για δική τους αποκατάσταση. Νομοθετικές προβλέψεις για την απαλλοτρίωση και παραχώρηση κτηνοτροφικών εκτάσεων μοναστηριακών ή του Δημοσίου και παραχώρησή τους σε συνεταιρισμούς νομάδων κτηνοτρόφων (ΝΔ 15-2-23, ΝΔ 4/9/1924) ουσιαστικά ουδέποτε εφαρμόστηκαν γιατί τα διατάγματα που με πρωτοβουλία του Υπουργού Γεωργίας έπρεπε να εκδοθούν, ουδέποτε εξεδόθησαν. Τα τσελιγκάτα που ήταν η ραχοκοκαλιά της νομαδικής ζωής αρχίζουν να κλονίζονται.
Οι Σαρακατσαναίοι αλλά και οι άλλοι νομάδες και ημινομάδες προσπάθησαν να αντιδράσουν μέσα από τον Πανηπειρωτικό Κτηνοτροφικό Σύνδεσμο που είχαν ήδη ιδρύσει το 1920 Στα Μητρώα του Συνδέσμου είναι εγγεγραμμένα 723 άτομα εκ των οποίων 295 αναφέρονται ως σκηνίτες Σαρακατσάνοι, 224 ως σκηνίτες βλαχόφωνοι, 32 ως βλαχόφωνοι προερχόμενοι από χωριά (Μετζητιέ, Δολιανά), και 180 προερχόμενοι από χωριά χωρίς να αναφέρεται αν είναι βλαχόφωνοι. Ο Σύνδεσμος αυτός έδρασε μέχρι το 1924 με υπομνήματα και παραστάσεις προς διάφορους φορείς, τακτοποιήσεις θεμάτων λιβαδιών, επίλυση διαφορών μεταξύ των μελών του κλπ
Η μείωση των διαθέσιμων χειμερινών βοσκότοπων στην Ήπειρο ανάγκασε αυτή τη δεκαετία κάποιους να αναζητήσουν χειμαδιά και στην Αλβανία που το επέτρεπαν οι συμβάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Οι δυσκολίες στην εξεύρεση βοσκοτόπων οδήγησε κάποιους Σ, για «επαγγελματικούς» θα λέγαμε λόγους, να βγουν από το νομαδικό βίο και να εγκατασταθούν μόνιμα. όπως για παράδειγμα στους Μουζακαίους (Χουλιάρας, Διαμάντης) και στην Ζίτσα, (Κωνσταντάκος, Καπρινιώτης, Γρίβας, Καραφέρης) Μέχρι τότε οι έξοδοι ήταν μεμονωμένες και κυρίως για κάποιο φόνο.
Οι προσπάθειές του Κτηνοτροφικού Συνδέσμου αλλά και πολλές άλλες, τελικά δεν άλλαξαν τη ροή των πραγμάτων και σε λίγα χρόνια από τότε, τα τσελιγκάτα οριστικά διαλύθηκαν από ηθελημένες ή αναγκαστικές επιλογές των τότε υπευθύνων.
Οι κάτοικοι των χωριών του Ζαγορίου κυρίως επειδή θεωρούσαν τους Σ κατώτερου πολιτιστικού επιπέδου αντέδρασαν έντονα από την παρουσία τους στα βοσκοτόπια των βουνών τους. Αντιπαλότητα που συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια και με ποικίλες μορφές.
Μέσα από τη συνύπαρξη όμως των Σαρακατσαναίων και των κατοίκων του Ζαγορίου, πέρα από τις αντιπαλότητες και τις οξύτητες, η εγκατάσταση κάποιων Σ στους οικισμούς του, όταν ξεκίνησε η παρακμή ή κοντά σε αυτούς, ήταν αιτία για έστω δειλή «γνωριμία» των Σαρακατσαναίων με τα γράμματα, τα πέρα από την στοιχειώδη εκπαίδευση και άνοιξε έναν άλλο δρόμο στην πορεία τους στο χρόνο. Παρακινούμενοι κάποιοι από τους πρωτοπόρους στα γράμματα Ζαγορίσιους τους οποίους συναναστράφηκαν, έστειλαν τα παιδιά τους στα κρατικά σχολεία. Έτσι έρχεται στην Αθήνα πρώτα ο Γιώργος Ανδρέα Τσουμάνης στη Νομική το 1925 και άλλα 5-6 άτομα την επόμενη δεκαετία που προέρχονταν από τις οικονομικά πιο ισχυρές σαρακατσάνικες οικογένειες..
Δεκαετία 1931-1940
Ολοκληρώνεται στην Ήπειρο η διάλυση των τσελιγκάτων και αρχίζει η αγορά κτημάτων στην περιοχή Πρέβεζας- Άρτας κυρίως για χειμερινά βοσκοτόπια (πχ Καζουκαίοι, Τσουμαναίοι, Μυριουναίοι, Ταγκαίοι). Οι Σαρακατσαναίοι στην πλειοψηφία τους ζουν εκτός οικισμών.
Οι Σ συμπληρώνουν το εισόδημά τους κάνοντας τους αγωγιάτες – κυρατζήδες και μάλιστα σε μεγάλες διαδρομές. Κάποιοι εγκαταλείπουν τη νομαδική ζωή μένουν με τα λίγα πρόβατά τους βόσκοντας παράλληλα και τα πρόβατα κάποιων μοναστηριών (Μονή Ασπραγγέλων, Ευαγγελίστρια Άνω Πεδινών).
Ιδρύεται ο Σύλλογος Σκηνιτών Κτηνοτρόφων, στον οποίο επίσης πρωτοστατούν οι Σ, με σκοπό τον αγώνα για γεωργοκτηνοτροφική αποκατάσταση. Ουσιαστική συμβολή στην μετεξέλιξη των Σαρακατσαναίων όχι μόνο της Ηπείρου είναι ο Νόμος 1223/38 που ανάγκασε τις κοινότητες να εγγράψουν ως Δημότες και πάλι με πολλές αντιδράσεις ακόμα και δικαστικούς αγώνες
Δεκαετία 1941-1950
Στη δεκαετία του 40, στην Ήπειρο ανοίγει για τη χώρα μας η συμμετοχή της στο 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και κλείνει επίσης ο εμφύλιος που ακολούθησε. Οι Ηπειρώτες Σ αναγκάζονται, ιδιαίτερα στην περίοδο του εμφυλίου, να παραμείνουν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά για να τα προστατεύσουν και έτσι διαπίστωσαν πως μπορούσαν να επιβιώσουν και στον κάμπο, το οποίο μέχρι τότε θεωρούσαν αδύνατο.
Κάποιοι που Παρέμειναν στα βουνά υπέστησαν σημαντικές φθορές (Ραφταίοι). Τη δεκαετία αυτή αρχίζουν οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου να χρησιμοποιούν τους κάμπους της Θεσπρωτίας ως χειμερινά βοσκοτόπια στους τόπους που μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν οι Τουρκοτσάμηδες που για τους γνωστούς λόγους εκδιώχθηκαν.
Δεκαετία 1951-1960
Τη δεκαετία του ’50 έχουν ήδη διαλυθεί τα τσελιγκάτα, η κάθε οικογένεια λειτουρεί ως αυτόνομη μονάδα. Το πολύ να είχαν κοινό κοπάδι πατέρας και γιος ή αδέλφια. Το ζωικό κεφάλαιο κάθε συζυγικής οικογένειας αυτή την εποχή, ήταν δεν ήταν τα 200 πρόβατα. Ο νομαδισμός όμως εξακολουθούσε και τη δεκαετία αυτή παρότι άρχισαν μερικοί να τον εγκαταλείπουν.
Στη Θεσπρωτία που ήδη έρχονται αρκετοί Σαρακατσάνοι που είχαν ως χειμαδιά την Πρέβεζα, αγοράζονται από τους Σαρακατσαναίους τα πρώτα κτήματα για χειμερινά λιβάδια (πχ Γογολαίοι, Κωνσταίοι, Ζηγαίοι, Τσουμαναίοι). Παρά την επιθυμία τους για απόκτηση μόνιμης γης τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πουλήσουν έστω και ένα μέρος του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου των, δηλαδή του κοπαδιού των με το οποίο ήταν συναισθηματικά δεμένοι.
Σε κάποιους Σαρακατσάνους της Θεσπρωτίας (Αγιος Γεώργιος, περιοχή Μαργαριτίου, Φιλιατών κλπ) μοιράστηκαν τη δεκαετία αυτή γεωργοκτηνοτροφικοί κλήροι. Την επιθυμία του για απόκτηση γεωργικών κλήρων που θα μοιράζονταν κάποιοι την πλήρωσαν πολύ ακριβά. Για παράδειγμα οι Φερεντιναίοι του Ασπροκκλησιού που έμειναν στον κάμπο έχασαν το 1953-54 σχεδόν όλα τους τα πρόβατα από βδέλλα και από τότε άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποκατάστασης Σ είναι αυτές του Καλπακίου και των Ηλιοβουνίων.
Οι Σαρακατσάνοι των Κάτω Πεδινών και του Ελαφότοπου Ζαγορίου που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε τον τόπο που σήμερα είναι το Καλπάκι ως τόπο χειμερινής διαμονής σε αχυροκαλύβες, αρχίζουν στο χώρο αυτό να κατασκευάζουν μόνιμες κατοικίες και έρχονται σε προστριβές και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες με την Κοινότητα του Ελαφότοπου που θεωρούσε ιδιοκτησία της τον τόπο και δεν αναγνώριζε το δικαίωμα στους Σ που επί χρόνια τον χρησιμοποιούσαν. Σταδιακά εγκατέλειψαν και αυτοί τη νομαδική ζωή και δημιούργησαν το γνωστό σήμερα οικισμό.
Η περιοχή των Ηλιοβουνίων Πρεβέζης ήταν τα χειμαδιά μερικών Σαρακατσάνικων οικογενειών και ανήκε στο κοντινό μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Οι Σ δημιούργησαν κτηνοτροφικό συνεταιρισμό και τους δόθηκε όταν απαλλωτριώθηκε η μοναστηριακή έκταση κλήρος 3 στρέμματα για κατασκευή σπιτιού και «βελαώρα» για τα πρόβατά τους. Η μοναδική ίσως περίπτωση απαλλοτρίωσης για αποκατάσταση μικροκτηνοτρόφων Σ στην Ήπειρο.
Η εγκατάστασή των Σ σε οικισμούς ή κοντά σε αυτούς, αναγκαστική ή ηθελημένη μοιραία τους έφερε κοντά στην κρατική εκπαίδευση και οδήγησε στην απόφασή τους να κάνουν την υπέρβαση, να αλλάξουν δηλαδή την επί αιώνες δρομολογημένη πορεία τους. Έτσι ξεκίνησαν δυναμικά τη γρήγορη έξοδο από την κοινωνική τους οργάνωση και την ενσωμάτωσή τους στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Δεν άντεχαν πλέον, και στις συνθήκες που τότε επικρατούσαν, να «κληροδοτήσουν» στα παιδιά τους αυτή την «παλιοζωή», όπως τη χαρακτήριζαν.
Για τους Ηπειρώτες Σαρακατσαναίους, η επιλογή τους να στραφούν προς τα γράμματα, ως τρόπου και μέσου εξόδου από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, ήταν πια μονόδρομος. Για κάποιους που βρέθηκαν κοντά σε τόπους που είχαν Γυμνάσια τα πράγματα ήταν ευκολότερα. Στην πορεία αλλαγής των Σαρακατσαναίων ιδιαίτερη είναι η συμβολή της δημιουργίας το 1957 του Γυμνασίου Τσεπελόβου στο οποίο φοίτησαν αρκετά σαρακατσανόπουλα αφού στο χωριό αυτό και στα γειτονικά ζούσαν πολλοί σαρακατσάνοι. Την εποχή αυτή αρχίζουν να πηγαίνουν και οι Σαρακατσανοπούλες στο Γυμνάσιο και έχουμε την πρώτη Σαρακατσάνα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη δασκάλα Άννα Γατσέλου, τριάντα χρόνια μετά την φοίτηση σε ανώτατη Σχολή των πρώτων αρρένων Σαρακατσάνων. Τα Σαρακατσανόπουλα, όσα πηγαίνουν σε γυμνάσια πηγαίνουν εκτόςαπό το Τσεπέλοβο και σε κάποια άλλα σχολεία που υπάρχουν οικοτροφεία. Αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση το πρώτο λόγο έχει η Ακαδημία Ιωαννίνων, η Εκκλησιαστική Σχολή της Βελάς που έβγαζε δασκάλους και οι στρατιωτικές σχολές.
Η Ήπειρος δεν προσφέρει γεωργικές εκτάσεις όπως αυτές άλλων περιοχών της Ελλάδας, ούτε είχε βιομηχανική ανάπτυξη, και για τούτο η προτεραιότητα που έμπαινε για αυτούς, στο δρόμο που διάλεξαν να αλλάξουν τη μοίρα τους ήταν, καταρχήν, να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. Σε αντίθεση προς την μετάβαση των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου που την κοινωνική μεταβολή την έκανε ουσιαστικά μια γενιά, στην πορεία της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των Σαρακατσαναίων άλλων περιοχών από το νομαδικό στον αστικό βίο μεσολάβησε μια ακόμα γενιά, αυτή της γεωργική εγκατάστασης και της αγροτικής διαβίωσης, αφού στις περιοχές αυτές οι Σαρακατσαναίοι πριν από την αστικοποίηση καλλιέργησαν τα χειμερινά τους βοσκοτόπια.
Τη δεκαετία του 50 ξαναρχίζουν να σπουδάζουν κάποιοι, ελάχιστοι βέβαια, σε Πανεπιστήμια της Αθήνας. Αυτή τη δεκαετία έρχονται για σπουδές στην Αθήνα το πολύ 10 άτομα από ένα πληθυσμό περίπου 7000 Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων. Σημειώνεται ότι τα Γιάννινα δεν έχουν ακόμα Πανεπιστήμιο. Έρχονται επίσης και ορισμένοι από τους Ηπειρώτες Σαρακατσαναίους για επαγγελματική αποκατάσταση, είτε γιατί κρέμασαν την κλίτσα τους στην Ήπειρο είτε γιατί δεν θέλησαν να την πιάσουν. Ο αριθμός των Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων στην Αθήνα τη δεκαετία αυτή είναι πολύ μικρός σε σχέση με αυτόν των υπολοίπων κατοίκων της Ηπείρου, στην οποία γίνεται κυριολεκτικά αφαίμαξη στο βωμό της γιγάντωσης και της άναρχης δόμησης της Αθήνας.
Δεκαετία 1961-1970
Τη δεκαετία του 60, στην Ήπειρο αρχίζει μαζικά η στροφή των Σ προς άλλα επαγγέλματα, και ιδιαίτερα τα γράμματα. Ο αριθμός αυτών που σπουδάζουν στην Αθήνα ή έρχονται για επαγγελματική αποκατάσταση μεγαλώνει αισθητά.
Το νερό μπήκε για καλά στο αυλάκι και ιδίως μετά τη δημιουργία Πανεπιστημιακών Σχολών στα Γιάννενα οπότε ήταν ευκολότερη η πρόσβαση των παιδιών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής, που άρχισε τη λειτουργία του το ακαδημαϊκό έτος 1964 – 65 και στο Μαθηματικό Τμήμα που ιδρύθηκε το 1966 και τα δύο ως παραρτήματα των αντίστοιχων Σχολών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης άρχισαν να φοιτούν αρκετά Σαρακατσανόπουλα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τη διάλυση των τσελιγκάτων, ο ιστός μεταξύ των Σαρακατσαναίων δεν είχε σπάσει, εξακολουθεί ακόμα να ισχύει σε μεγάλο βαθμό η ενδογαμία και η «εξωγαμία» ήταν στο ξεκίνημά της, οι συγγενικοί δεσμοί κυριαρχούν στις κοινωνικές σχέσεις και υπάρχει ακόμα έντονη η «φυλετική» ενότητα.
Κάποιοι άλλοι Σ διάλεξαν ως σωτηρία τον ξενιτεμό, κυρίως στη Γερμανία, και πήγαν στα εργοστάσιά της στην κυριολεξία πετώντας την προηγουμένη της αναχώρησης την κλίτσα Ακόμα όμως και για να πάνε εργάτες στη Γερμανία με δεδομένο ότι δεν χρειάσθηκαν μέχρι τότε γνωριμίες και διαπλοκές με το «σύστημα», συνάντησαν μύριες δυσκολίες. Οι περισσότεροι επέστρεψαν. Εκτός από τη Γερμανία κάποιοι, λίγοι, πήγαν στο Βέλγιο, Αυστραλία και λιγότεροι στην Αμερική
Πριν τον ξενιτεμό τους δοκίμασαν κάποιοι να ασκήσουν και αυτοί τις δραστηριότητες που ασκούσαν οι συγχωριανοί τους, πιστεύοντας ότι η αναγκαστική εγγραφή τους ως δημοτών στους οικισμούς που εγκαταστάθηκαν θα τους έδινε το δικαίωμα να έχουν ίση μεταχείριση με τους υπόλοιπους, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκαν. Για παράδειγμα, μια αποτυχημένη απόπειρα 35 Σαρακατσάνων στο Σκαμνέλι να σχηματίσουν δασικό συνεταιρισμό, συνάντησε την αντίδραση των Ζαγορίσιων τοπικών αρχών και τελικά δεν μπόρεσαν γιατί σύμφωνα με την άποψη του τότε Δασάρχη, που προφανώς υπαγορεύθηκε από τους τοπικούς παράγοντες τα περισσότερα μέλη του υπό ίδρυση Συνεταιρισμού «ουδόλως ηργάσθησαν κατά το παρελθόν εις υλοτομικάς εργασίας».
Δεκαετίες του ’70, του ’80
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου ολοκληρώνεται.
Ενώ μέχρι το 1960 είχαν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση περίπου 20 άτομα, ο αριθμός αυτός σύμφωνα με την απογραφή που έκανε η Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου το 1984 ύστερα από πρωτοβουλία της ΠΟΣΣ ήταν 462 άτομα και ο αριθμός όσων τελείωσαν Γυμνάσιο – Λύκειο ήταν 1279 άτομα.
Ενώ μέχρι τις αρχές του 60 εξακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η ενδογαμία, σύμφωνα με την η παραπάνω απογραφή, όταν αυτή έγινε, καταγράφονται 305 Σαρακατσάνες που δεν παντρεύτηκαν Σαρακατσάνο και φυσικά αντίστοιχος ήταν και ο αριθμός των ανδρών.
Ουσιαστικά τερματίζεται η νομαδική ζωή και εγκαταλείπεται σταδιακά ακόμα και αυτή η κτηνοτροφία σε μεγάλο βαθμό. Οι σαρακατσάνοι είναι κυρίως υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες.
Οι πλήρως ενσωματωμένοι Σαρακατσάνοι συμμετέχουν σιγά σιγά ενεργά στα κοινά των κοινωνιών που έχουν πλέον ενταχθεί. Η συμμετοχή τους αυτή μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου.
Κάπως έτσι, πάνω κάτω, πορεύτηκαν οι Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Σε όλη αυτή την πορεία, η σημαντικότερη κατά την άποψή μου δεκαετία, αυτή με τις μεγαλύτερες κοινωνικά αλλαγές ήταν αυτή μεταξύ 1950-1960 και η γενιά που τότε έκανε «κουμάντο» και πήρε τις αποφάσεις είναι η σημαντικότερη γενιά στη μακρόχρονη πορεία των Σ.
Η γενιά της «αλλαγής».
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της τελευταίας νομαδικής και ταυτόχρονα της πρώτης μετανομαδικής γενιάς των Σαρακατσαναίων;
Ποια ήταν η παιδεία της, οι γραμματικές γνώσεις της , και πόσο έτοιμη ήταν, να κάνει την υπέρβαση αυτή;
Κάτω από ποιες συνθήκες στην Ήπειρο και την Ελλάδα έγινε αυτή η υπέρβαση;
Ποιες ήταν οι προτεραιότητες της πολιτείας και η συνδρομή προς τους Σαρακατσαναίους;
Η εκπαίδευση των Σ μέσα στις δομές, το θεσμοποιημένο πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και τις λειτουργικές διαδικασίες του τσελιγκάτου, το οποίο δεν ήταν απλά άτυπος κτηνοτροφικός συνεταιρισμός, αποσκοπούσε στην εκμάθηση των ρόλων τους οποίους επρόκειτο μελλοντικά να παίξουν τα άτομα αυτής της κοινωνίας. Μέσα από αυτή την «εκπαίδευση», η οποία ήταν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, προετοιμάζονταν και κατευθύνονταν τα Σαρακατσανόπουλα για να αναλάβουν, όταν εκείνα θα έπαιρναν τα ινία, συγκεκριμένους ρόλους, ανάλογα με τις ικανότητες τους και τις ανάγκες της κοινωνικής ομάδας που ζούσαν. Η σκληρή αυτή μαθητεία, ολοκληρώνονταν περίπου στην αρχή της εφηβείας οπότε εθεωρείτο ότι είχαν αποκτήσει πλέον τους βιωμένους τρόπους, τις γνώσεις και τις τεχνικές που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να κινηθούν στο μέλλον υπεύθυνα επιτελώντας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους.
Για τη γενιά που αναφερόμαστε, η ολοκλήρωση της «επαγγελματικής» μαθητείας αλλά και της εκμάθησης των κοινωνικών τους ρόλων συνέπεσε, δυστυχώς ή ευτυχώς, με την έναρξη της διάλυσης των τσελιγκάτων. Ουσιαστικά οι αποκτημένες γνώσεις, αφού ήταν διαφορετικά και για άλλες συνθήκες προσανατολισμένες, ήταν στην πλειοψηφία τους άχρηστες. Συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία αιώνων, όχι μόνο για τη συμπεριφορά στην παραδοσιακά δομημένη κοινωνία τους, αλλά και γύρω από την νομαδική κτηνοτροφία πετάχτηκε στα άχρηστα μέσα σε είκοσι χρόνια.
Τις γνώσεις που η γενιά των τελευταίων νομάδων απόκτησε μέσα από το «εκπαιδευτικό σύστημα» των δικών της δραστηριοτήτων μπορεί να μην αξιοποίησε ή δεν χρειάσθηκε να αξιοποιήσει , εκείνο όμως που ως όπλο χρησιμοποίησε ήταν το σύστημα αξιών που διαχρονικά απόκτησε και με το παράδειγμά της μεταβίβασε.
Θύματα - ανθρώπινο κόστος.
● οι γυναίκες.
● Οικονομικά ασθενείς που δεν είχαν δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
● τσοπάνοι με λιγοστά ή και καθόλου πρόβατα.
● Οι πρωτεργάτες, οι μπροστάρηδες αυτής της αλλαγής όταν πέρασαν στην τρίτη ηλικία.
Οι παραδοσιακές κοινωνίες, το ίδιο και η σαρακατσάνικη, εξασφαλίζουν τη συνέχειά τους επιφυλάσσοντας ιδιαίτερο ρόλο στους ηλικιωμένους, αυτόν του καθοδηγητή και του παιδαγωγού και με αυτόν τον τρόπο επίσης δεν αισθάνονται άχρηστα τα άτομα αυτά. Θεωρούν ότι βρίσκονται πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο για να κρατήσουν τις παραδόσεις που τους έδωσαν οι πατεράδες τους. Είναι αυτοί που διατήρησαν την κληρονομιά της παράδοσης και πρέπει τώρα να τη μεταδώσουν. Η μετάδοση της συμπυκνωμένης και συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας θα είναι το τελευταίο έργο τους πριν φύγουν για τον άλλο κόσμο. Αυτή η τελευταία πράξη, ισοδύναμη με την υπογραφή του ζωγράφου στο έργο που με πολύ μεράκι και κόπο τελείωσε, ποτέ γι’ αυτούς δεν παίχθηκε. Και τούτο, γιατί άνδρες και γυναίκες αυτής της γενιάς, που ήταν ο τελευταίος κρίκος, δεν είχαν τίποτα να μεταδώσουν, όχι γιατί δεν ήξεραν, αλλά γιατί αυτό το οποίο γνώριζαν ήταν πλέον άχρηστο. Σε κανέναν δεν χρειαζόταν. Ποιος χρειάζονταν να του δείξουν πώς αρμέγουν, πώς κουρεύουν, ποια είναι τα καλά λιβάδια και ποια τα άχρηστα;
Δεν έπαιξαν ακόμα οι γυναίκες το ρόλο που παραδοσιακά έπαιζαν οι γριές όπως οι ίδιες τον είδαν στις γιαγιάδες τους και ίσως περίμεναν να τον παίξουν. Δεν είπαν παραμύθια και μουραπάδες που έμαθαν, λαϊκή σοφία και καταστάλαγμα μιας ζωής, δεν «μέτρησαν κρέας», δεν ξεμάτιασαν.
Κι αν ακόμα έδειξαν κάποια απ’ αυτά, δεν ήταν πλέον χρηστικά, γίνονταν για φολκλορισμό. Ο φλάμπουρας που ράβεται σήμερα, όπου αυτό γίνεται και καλώς γίνεται, με τίποτα δεν προκαλεί το συναίσθημα, όσο δασιά κι αν ράβεται, που προκαλούσε όταν πραγματικά ράβονταν να μη «τον γελάσουν τα πουλιά όταν έγερνε ράχες και βουνά».
Οι άνθρωποι αυτοί ξεκίνησαν ως μέλη όχι απλά μιας πλατιάς οικογένειας αλλά ολόκληρης στάνης που εκτός από γονείς, παππούδες κι ένα τσούρμο παιδιά, είχε αδερφοξάδερφα, μπαρμπάδες, θειάδες κ.λπ. Στα γεράματά τους, αυτοί που αυτοπροσδιορίζονταν ως μέλη ολόκληρης κοινωνίας (εγώ είμαι από τους ….αίους, έλεγαν και καμάρωναν ο καθένας για το σόι του), βρέθηκαν εκτός της οικογένειας που είχε πια μετατραπεί σε πυρηνική και την αποτελούσαν η μάνα, ο πατέρας και το πολύ δυο παιδιά.
Πού βρίσκονται σήμερα οι τελευταίοι Σ;
Οι περισσότεροι από τους άνδρες της γενιάς που γεννήθηκαν και πέρασαν αρκετό κομμάτι της ζωής τους στα καλύβια και αρκετοί από αυτούς έφτιαξαν όχι ένα, αλλά δυο σπίτια, ένα στα χειμαδιά και άλλο στα βουνά δεν ζουν πλέον και οι ελάχιστοι εναπομείναντες, για να τους προσδιορίσουμε ηλικιακά, είναι πάνω από τα ογδόντα, γύρω στα ενενήντα, μπορεί και παραπάνω. Μερικές γυναίκες απόμειναν, οι τελευταίες της τελευταίας γενιάς νομάδων Σαρακατσαναίων. Οι τυχερότερες από αυτές μένουν ακόμα στα χωριά που ρίζωσαν και τα έκαναν δικά τους όταν σταμάτησαν το ανέβα-κατέβα. Και φυσικά ακόμα πιο τυχεροί αυτοί που ζουν και οι δυο στα χωριά τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Οι περισσότεροι ίσως από τους επιζώντες έστησαν το τελευταίο τους «κονάκι», ή μάλλον το στήσαν τα παιδιά τους για να τους έχουν κοντά τους, σε κάποιο αστικό κέντρο. Όσοι από αυτούς ακόμα είναι «βασταεροί», όταν πιάνουν οι ζέστες την άνοιξη ανεβαίνουν στα χωριά τους για να ανταμώνουν με άλλους συνομήλικους και να θυμούνται τα παλιά.
Συμπεράσματα
Η πορεία μετάβασης από την νομαδική στην αστική ζωή των Σαρακατσαναίων χρειάζεται συστηματική μελέτη και η προσφορά της γενιάς που αποτέλεσε τον τελευταίο κρίκο μιας μακριάς αλυσίδας, με άγνωστη αρχή χαμένη στους αιώνες, χρειάζεται αναγνώριση.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων, όχι μόνο της Ηπείρου αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, έγινε με αποκλειστική πρωτοβουλία και ευθύνη των ίδιων και χωρίς καμιά βοήθεια και κατεύθυνση της πολιτείας.. Ο τρόπος που ολοκληρώθηκε ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου απέδειξε την ικανότητά τους για κοινωνική αλλαγή με αξιόλογη δυνατότητα προσαρμογής και έντονη συμμετοχή στα δρώμενα της τοπικής και της ευρύτερης κοινωνίας.
Οι πολλοί οδήγησαν την κλειστή τους κοινωνία στην έξοδο απ’ τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, και έδειξαν το δρόμο για επαγγελματική απoκατάσταση στα παιδιά τους, χρησιμοποιώντας την κλίτσα ακόμα και για μονάδα μέτρησης της γραμματοσύνης, και αποζητώντας καταρχήν να μάθουν αυτά όχι «νια κλίτσα γράμματα», αλλά πολλές. Χρειάζεται αναγνώριση σε αυτούς που έκαναν αθόρυβα, χωρίς συγκρούσεις με άλλες πληθυσμιακές κατηγορίες, χωρίς να υπάρξουν φαινόμενα «κοινωνικής παθολογίας» και «κοινωνικής παθογένειας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν μελετητές της πορείας αλλαγής της πολιτιστικής ιδιομορφίας των Σαρακατσαναίων και την χαρακτηρίζουν ως τον πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό μετασχηματισμό στη χώρα μας
(Τάγκας Δημήτριος, Μηχ/γος Μηχανικός ΕΜΠ,
Πρόεδρος της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου).
Σκοπός της εισήγησης
Σκοπός της εισήγησης αυτής είναι να παρακολουθήσουμε, σε αδρές γραμμές, την πορεία μετάβασης των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου από την νομαδική στην αστική διαβίωση, πώς συντελέστηκε αυτή, ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές και κάτω από ποιες συνθήκες.
Η εισήγηση αυτή παρουσιάζεται στο 21ο «οργανωτικό» συνέδριο
1. Επειδή το συνέδριο αυτό γίνεται στην Ήπειρο
2. Γιατί πιθανόν η γνώση αυτής της πορείας να μας διδάξει
3. Ίσως αποδειχθεί ότι σε κάποιους χρωστάμε και το αγνοούμε
4. Επειδή συνήθως ψάχνουμε για την αρχή των Σ αγνοώντας το τέλος τους.
Βιβλιογραφικές αναφορές.
Κυρίως η βιβλιογραφία ασχολήθηκε με θέματα λαοραφίας, προέλευσης, έναρξης της νομαδικής ζωής των Σ. Υπάρχουν ωστόσο και σημαντικές αναφορές για τον μετασχηματισμό των Σ από τους Διονύση Μαυρόγιαννη , Γιώργο Αγραφιώτη, Θεοπούλα Ανθογαλίδου, Γεώργιο Καβαδία, Αγγελική Χατζημιχάλη, Ευριπίδη Μακρή, Μάρκο Γκιόλια και Λάζαρο Αρσενίου..
Τι είναι Σαρακατσάνος, Χαρακτηριστικά
Οι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν ορισμό των «Σαρακατσάνων» και υπονοούν τους Έλληνες μονόγλωσσους Νομάδες κτηνοτρόφους.. Για τις ανάγκες αυτής της εισήγησης «Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι» είναι αυτοί τους οποίους απέγραψε η Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου στα μέσα της δεκαετίας του 80 όταν με πρωτοβουλία της ΠΟΣΣ έγινε αυτό. Δηλαδή η εισήγηση δεν καλύπτει όσους Σαρακατσάνους άλλων περιοχών της Ελλάδας αναχώρησαν πριν τις αρχές του 20ου αιώνα από την Ήπειρο καθώς και όσους Σαρακατσάνους είχαν ήδη εγκατασταθεί μόνιμα σε χωριά της Ηπείρου πριν τις αρχές του 20ου αιώνα.
Το 1ο Συνέδριο Σαρακατσαναίων στην Ήπειρο.
Η σπουδαιότητα του παρόντος Συνεδρίου είναι αυτονόητη για την ΠΟΣΣ, για το Σύλλογο Σαρακατσαναίων Θεσπρωτίας και για όλους τους Συλλόγους των Σ.
Όμως πριν από 80 περίπου χρόνια στις 5 Αυγούστου 1926, στο Νησί στα Γιάννενα, συγκλήθηκε πιθανόν το πρώτο Συνέδριο Σαρακατσαναίων στην Ελλάδα. Η εφημερίδα «Ηπειρωτική Ηχώ» της επόμενης ημέρας γράφει:
ΕΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ
ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ ΩΣ ΓΝΗΣΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Παρατίθεται απόσπασμα από τα παραπάνω άρθρο:
Χθες συνήλθον εις Νήσον αντιπρόσωποι 300 οικογενειών Σαρακατσαναίων σκηνιτών οι οποίοι συνεζήτησαν το ζήτημα της γεωργικής των αποκατάσεως εκδόσαντες το κάτωθι ψήφισμα το οποίο απέστειλαν προς την Κυβέρνησιν και τον Αθηναικόν τύπον και επέδωκαν προς τον κ. Γενικόν διοικητήν και τον εγχώριον τύπον.
«Αντιπρόσωποι Σαρακατσαναίων Ηπείρου εκπροσωπούντες εντολήν και γνώμας όλων Σαρακατσαναίων Ηπείρου συνελθόντες εις λαϊκόν Συνέδριον εις Νήσον Ιωαννίνων ίνα συζητήσουν περί καθωρισμού καταστάσεώς των απεφάσισαν:
Παρακαλούν σεβαστήν Κυβέρνησιν και Επιτροπήν Αποκαταστάσεως λάβουν μέτρα και αποκαταστήσουν και νομάδας πλανωμένους σαρακατσαναίους Ηπείρου πάντας γνωστοτάτους και πλέον αμειγείς συνείδησιν και αίμα έλληνες εις μονίμους γεωργοκτηνοτροφικούς συνοικισμούς.
……………………………………………
Ουδένα αντιπρόσωπον ελληνικής πατρίδος βλέπομεν, ούτε διδάσκαλον, ούτε ιερέα, ούτε ταχυδρόμον, ούτε πρόεδρον κοινότητος πλην δημοσίου εισπράκτορος, αγρίου απαοσπασματάρχου και στρατολόγου το δε υπόλοιπον της καταστάσεώς μας το συμπληρώνουν οι λησταί.
……………………………………………………………..
Οι αντιπρόσωποι των τριακοσίων περίπου οικογενειών Σαρακατσαναίων Ηπείρου.
Ν. Γ. Τσουμάνης, Κώστας Χ. Κάτσινος, Γρηγόριος Δ. Ζήγος, Μάνθος Μυριούνης, Ευάγγελος Καζούκας, Ανδρέας Κ. Φερεντίνος.
Τι έγινε από την εποχή εκείνου του Συνεδρίου, που οι Σ ζητούσαν την αποκατάστασή τους, μέχρι του σημερινού που έγινε η πλήρης ενσωμάτωσή τους στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία και σήμερα συζητούμε πλέον τρόπους διατήρησης της παράδοσης από τη νομαδική τους ζωή;
Πορεία των Σ μέχρι τον 20ο αιώνα
Οι κοσμογονικές αλλαγές στον 20ο αιώνα σε ολόκληρη την Ελλάδα, σημάδεψαν και τις σημαντικότερες αλλαγές στον τρόπο ζωής και εργασίας των Σαρακατσαναίων, όχι μόνο των Ηπειρωτών. Ο αιώνας αυτός βρήκε στην αρχή του, τους Σ να ακολουθούν, ποιος ξέρει από πότε, ένα χαρακτηριστικό τρόπο ζωής, αποκομμένοι, αλλά όχι απομονωμένοι από τα δρώμενα στην υπόλοιπη κοινωνία, τους βρίσκει στο τέλος του να έχουν πλήρως μετασχηματισθεί και να έχουν ενσωματωθεί σε αυτήν.
Μέχρι την εποχή αυτή ο τρόπος ζωής επί αιώνες ήταν ίδιος και τα πράγματα στη ζωή των Σαρακατσαναίων κυλούσαν ομαλά και με ρυθμό σχετικά αργό. Εκείνο που ίσως άλλαζε ήταν ο τόπος που πήγαιναν τα κοπάδια τους το χειμώνα και δυσκολότερα αυτός που ξεκαλοκαίριαζαν. Για να σχηματοποιηθεί ο νομαδικός τρόπος ζωής χρειάσθηκε σίγουρα πολύς χρόνος, πιθανότατα αιώνες . Δεν ήρθε σε κάποιους ξαφνικά η ιδέα και ξεκίνησαν ξαφνικά, ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και γύριζαν από τόπο σε τόπο. Και φυσικά να σημειωθεί ότι δεν γύριζαν στο άγνωστο αλλά σε τόπους προκαθορισμένους που τους είχε συμφωνήσει ο τσέλιγκας της κάθε στάνης. Για το σταμάτημα αυτού του τρόπου ζωής, ο οποίος σίγουρα διήρκεσε αιώνες, ήταν αρκετά πολύ λίγα χρόνια, γύρω στα είκοσι.
1913-1920
Απελευθέρωση της Ηπείρου.
Οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου κινούνται κυρίως στα ορεινά του Ζαγορίου της (Τύμφη, Μιτσικέλι, βουνά Αν. Ζαγορίου), Σμόλικα, Χρυσοβίτσα και για χειμαδιά χρησιμοποιούν τους κάμπους της Πρέβεζας και της Αιτωλοκαρνανίας. Εγγραφή των Σαρακατσαναίων στα Μητρώα Αρρένων που καταρτίσθηκαν για τις απελευθερωθείσες περιοχές . έτσι συναντάμε πχ γραμμένους Σαρακατσαναίους γεννηθέντες πριν το 1900 στη Βίτσα 57 άτομα, 54 στο Τσεπέλοβο, 43 στο Γρεβενίτι, 38 στο Δίκορφο, 36 στο Φλαμπουράρι, 29 στο Κουκούλι κλπ Από τα χωριά που ξεχειμώνιαζαν οι Σ συναναντάμε γραμμένους στο Μητρώο αρρένων της Ντάρας (σημερινής Ελαίας) Λάκκας Σουλίου (Βαγγελαίους , Θεοχαραίους) Από τα άτομα αυτά που φέρονται εγγεγραμμένα στα Μητρώα Αρρένων τα 20 γεννήθηκαν πριν το 1850 με πρώτο τον Τσουμάνη Γεώργιο του Κων/νου στο Τσεπέλοβο το 1828. Να σημειωθεί ότι η εγγραφή των σκηνιτών στα Μητρώα Αρρένων δεν δημιουργούσε δικαιώματα στις κοινοτικές βοσκές και ο Νόμος απαιτούσε δύο χρόνια συνεχή παραμονή πράγμα αδύνατο για τους Σαρακατσάνους..
Αυτή την εποχή οι Σ είναι νομάδες, δεν έχουν κτηματική περιουσία και κατοικούν σε καλύβια με μοναδική εξαίρεση τον Ανδρέα Τσουμάνη ο οποίος έφτιαξε για το καλοκαίρι, πέτρινο σπίτι στο Κουκούλι το 1905 και αγόρασε κτήμα στην Άρτα και αστικά ακίνητα στη Φιλιππιάδα και τα Γιάννενα.
Δεκαετία 1920-1930
Η δεκαετία που σήμανε την αρχή του τέλους της νομαδικής ζωής. Η Ελλάδα πριν αποκαταστήσει τους γηγενείς ακτήμονες γεωργούς (κολίγους) αναγκάσθηκε να υποδεχθεί τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και έπρεπε να αναζητήσει τρόπους και τόπους για την εγκατάστασή τους. Η φτωχή από τότε, και μόλις απελευθερωθείσα Ήπειρος, σήκωσε ίσως περισσότερο βάρος που αυτό που της αναλογούσε, παραχωρώντας τους χειμερινούς βοσκότοπους των νομαδικών προβάτων, Σαρακατσάνικων και μη, για μόνιμη εγκατάσταση προσφύγων και αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Παράλληλα δόθηκε η αφορμή για απαίτηση των Σαρακατσαναίων για δική τους αποκατάσταση. Νομοθετικές προβλέψεις για την απαλλοτρίωση και παραχώρηση κτηνοτροφικών εκτάσεων μοναστηριακών ή του Δημοσίου και παραχώρησή τους σε συνεταιρισμούς νομάδων κτηνοτρόφων (ΝΔ 15-2-23, ΝΔ 4/9/1924) ουσιαστικά ουδέποτε εφαρμόστηκαν γιατί τα διατάγματα που με πρωτοβουλία του Υπουργού Γεωργίας έπρεπε να εκδοθούν, ουδέποτε εξεδόθησαν. Τα τσελιγκάτα που ήταν η ραχοκοκαλιά της νομαδικής ζωής αρχίζουν να κλονίζονται.
Οι Σαρακατσαναίοι αλλά και οι άλλοι νομάδες και ημινομάδες προσπάθησαν να αντιδράσουν μέσα από τον Πανηπειρωτικό Κτηνοτροφικό Σύνδεσμο που είχαν ήδη ιδρύσει το 1920 Στα Μητρώα του Συνδέσμου είναι εγγεγραμμένα 723 άτομα εκ των οποίων 295 αναφέρονται ως σκηνίτες Σαρακατσάνοι, 224 ως σκηνίτες βλαχόφωνοι, 32 ως βλαχόφωνοι προερχόμενοι από χωριά (Μετζητιέ, Δολιανά), και 180 προερχόμενοι από χωριά χωρίς να αναφέρεται αν είναι βλαχόφωνοι. Ο Σύνδεσμος αυτός έδρασε μέχρι το 1924 με υπομνήματα και παραστάσεις προς διάφορους φορείς, τακτοποιήσεις θεμάτων λιβαδιών, επίλυση διαφορών μεταξύ των μελών του κλπ
Η μείωση των διαθέσιμων χειμερινών βοσκότοπων στην Ήπειρο ανάγκασε αυτή τη δεκαετία κάποιους να αναζητήσουν χειμαδιά και στην Αλβανία που το επέτρεπαν οι συμβάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Οι δυσκολίες στην εξεύρεση βοσκοτόπων οδήγησε κάποιους Σ, για «επαγγελματικούς» θα λέγαμε λόγους, να βγουν από το νομαδικό βίο και να εγκατασταθούν μόνιμα. όπως για παράδειγμα στους Μουζακαίους (Χουλιάρας, Διαμάντης) και στην Ζίτσα, (Κωνσταντάκος, Καπρινιώτης, Γρίβας, Καραφέρης) Μέχρι τότε οι έξοδοι ήταν μεμονωμένες και κυρίως για κάποιο φόνο.
Οι προσπάθειές του Κτηνοτροφικού Συνδέσμου αλλά και πολλές άλλες, τελικά δεν άλλαξαν τη ροή των πραγμάτων και σε λίγα χρόνια από τότε, τα τσελιγκάτα οριστικά διαλύθηκαν από ηθελημένες ή αναγκαστικές επιλογές των τότε υπευθύνων.
Οι κάτοικοι των χωριών του Ζαγορίου κυρίως επειδή θεωρούσαν τους Σ κατώτερου πολιτιστικού επιπέδου αντέδρασαν έντονα από την παρουσία τους στα βοσκοτόπια των βουνών τους. Αντιπαλότητα που συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια και με ποικίλες μορφές.
Μέσα από τη συνύπαρξη όμως των Σαρακατσαναίων και των κατοίκων του Ζαγορίου, πέρα από τις αντιπαλότητες και τις οξύτητες, η εγκατάσταση κάποιων Σ στους οικισμούς του, όταν ξεκίνησε η παρακμή ή κοντά σε αυτούς, ήταν αιτία για έστω δειλή «γνωριμία» των Σαρακατσαναίων με τα γράμματα, τα πέρα από την στοιχειώδη εκπαίδευση και άνοιξε έναν άλλο δρόμο στην πορεία τους στο χρόνο. Παρακινούμενοι κάποιοι από τους πρωτοπόρους στα γράμματα Ζαγορίσιους τους οποίους συναναστράφηκαν, έστειλαν τα παιδιά τους στα κρατικά σχολεία. Έτσι έρχεται στην Αθήνα πρώτα ο Γιώργος Ανδρέα Τσουμάνης στη Νομική το 1925 και άλλα 5-6 άτομα την επόμενη δεκαετία που προέρχονταν από τις οικονομικά πιο ισχυρές σαρακατσάνικες οικογένειες..
Δεκαετία 1931-1940
Ολοκληρώνεται στην Ήπειρο η διάλυση των τσελιγκάτων και αρχίζει η αγορά κτημάτων στην περιοχή Πρέβεζας- Άρτας κυρίως για χειμερινά βοσκοτόπια (πχ Καζουκαίοι, Τσουμαναίοι, Μυριουναίοι, Ταγκαίοι). Οι Σαρακατσαναίοι στην πλειοψηφία τους ζουν εκτός οικισμών.
Οι Σ συμπληρώνουν το εισόδημά τους κάνοντας τους αγωγιάτες – κυρατζήδες και μάλιστα σε μεγάλες διαδρομές. Κάποιοι εγκαταλείπουν τη νομαδική ζωή μένουν με τα λίγα πρόβατά τους βόσκοντας παράλληλα και τα πρόβατα κάποιων μοναστηριών (Μονή Ασπραγγέλων, Ευαγγελίστρια Άνω Πεδινών).
Ιδρύεται ο Σύλλογος Σκηνιτών Κτηνοτρόφων, στον οποίο επίσης πρωτοστατούν οι Σ, με σκοπό τον αγώνα για γεωργοκτηνοτροφική αποκατάσταση. Ουσιαστική συμβολή στην μετεξέλιξη των Σαρακατσαναίων όχι μόνο της Ηπείρου είναι ο Νόμος 1223/38 που ανάγκασε τις κοινότητες να εγγράψουν ως Δημότες και πάλι με πολλές αντιδράσεις ακόμα και δικαστικούς αγώνες
Δεκαετία 1941-1950
Στη δεκαετία του 40, στην Ήπειρο ανοίγει για τη χώρα μας η συμμετοχή της στο 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και κλείνει επίσης ο εμφύλιος που ακολούθησε. Οι Ηπειρώτες Σ αναγκάζονται, ιδιαίτερα στην περίοδο του εμφυλίου, να παραμείνουν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά για να τα προστατεύσουν και έτσι διαπίστωσαν πως μπορούσαν να επιβιώσουν και στον κάμπο, το οποίο μέχρι τότε θεωρούσαν αδύνατο.
Κάποιοι που Παρέμειναν στα βουνά υπέστησαν σημαντικές φθορές (Ραφταίοι). Τη δεκαετία αυτή αρχίζουν οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου να χρησιμοποιούν τους κάμπους της Θεσπρωτίας ως χειμερινά βοσκοτόπια στους τόπους που μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν οι Τουρκοτσάμηδες που για τους γνωστούς λόγους εκδιώχθηκαν.
Δεκαετία 1951-1960
Τη δεκαετία του ’50 έχουν ήδη διαλυθεί τα τσελιγκάτα, η κάθε οικογένεια λειτουρεί ως αυτόνομη μονάδα. Το πολύ να είχαν κοινό κοπάδι πατέρας και γιος ή αδέλφια. Το ζωικό κεφάλαιο κάθε συζυγικής οικογένειας αυτή την εποχή, ήταν δεν ήταν τα 200 πρόβατα. Ο νομαδισμός όμως εξακολουθούσε και τη δεκαετία αυτή παρότι άρχισαν μερικοί να τον εγκαταλείπουν.
Στη Θεσπρωτία που ήδη έρχονται αρκετοί Σαρακατσάνοι που είχαν ως χειμαδιά την Πρέβεζα, αγοράζονται από τους Σαρακατσαναίους τα πρώτα κτήματα για χειμερινά λιβάδια (πχ Γογολαίοι, Κωνσταίοι, Ζηγαίοι, Τσουμαναίοι). Παρά την επιθυμία τους για απόκτηση μόνιμης γης τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πουλήσουν έστω και ένα μέρος του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου των, δηλαδή του κοπαδιού των με το οποίο ήταν συναισθηματικά δεμένοι.
Σε κάποιους Σαρακατσάνους της Θεσπρωτίας (Αγιος Γεώργιος, περιοχή Μαργαριτίου, Φιλιατών κλπ) μοιράστηκαν τη δεκαετία αυτή γεωργοκτηνοτροφικοί κλήροι. Την επιθυμία του για απόκτηση γεωργικών κλήρων που θα μοιράζονταν κάποιοι την πλήρωσαν πολύ ακριβά. Για παράδειγμα οι Φερεντιναίοι του Ασπροκκλησιού που έμειναν στον κάμπο έχασαν το 1953-54 σχεδόν όλα τους τα πρόβατα από βδέλλα και από τότε άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποκατάστασης Σ είναι αυτές του Καλπακίου και των Ηλιοβουνίων.
Οι Σαρακατσάνοι των Κάτω Πεδινών και του Ελαφότοπου Ζαγορίου που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε τον τόπο που σήμερα είναι το Καλπάκι ως τόπο χειμερινής διαμονής σε αχυροκαλύβες, αρχίζουν στο χώρο αυτό να κατασκευάζουν μόνιμες κατοικίες και έρχονται σε προστριβές και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες με την Κοινότητα του Ελαφότοπου που θεωρούσε ιδιοκτησία της τον τόπο και δεν αναγνώριζε το δικαίωμα στους Σ που επί χρόνια τον χρησιμοποιούσαν. Σταδιακά εγκατέλειψαν και αυτοί τη νομαδική ζωή και δημιούργησαν το γνωστό σήμερα οικισμό.
Η περιοχή των Ηλιοβουνίων Πρεβέζης ήταν τα χειμαδιά μερικών Σαρακατσάνικων οικογενειών και ανήκε στο κοντινό μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Οι Σ δημιούργησαν κτηνοτροφικό συνεταιρισμό και τους δόθηκε όταν απαλλωτριώθηκε η μοναστηριακή έκταση κλήρος 3 στρέμματα για κατασκευή σπιτιού και «βελαώρα» για τα πρόβατά τους. Η μοναδική ίσως περίπτωση απαλλοτρίωσης για αποκατάσταση μικροκτηνοτρόφων Σ στην Ήπειρο.
Η εγκατάστασή των Σ σε οικισμούς ή κοντά σε αυτούς, αναγκαστική ή ηθελημένη μοιραία τους έφερε κοντά στην κρατική εκπαίδευση και οδήγησε στην απόφασή τους να κάνουν την υπέρβαση, να αλλάξουν δηλαδή την επί αιώνες δρομολογημένη πορεία τους. Έτσι ξεκίνησαν δυναμικά τη γρήγορη έξοδο από την κοινωνική τους οργάνωση και την ενσωμάτωσή τους στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Δεν άντεχαν πλέον, και στις συνθήκες που τότε επικρατούσαν, να «κληροδοτήσουν» στα παιδιά τους αυτή την «παλιοζωή», όπως τη χαρακτήριζαν.
Για τους Ηπειρώτες Σαρακατσαναίους, η επιλογή τους να στραφούν προς τα γράμματα, ως τρόπου και μέσου εξόδου από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, ήταν πια μονόδρομος. Για κάποιους που βρέθηκαν κοντά σε τόπους που είχαν Γυμνάσια τα πράγματα ήταν ευκολότερα. Στην πορεία αλλαγής των Σαρακατσαναίων ιδιαίτερη είναι η συμβολή της δημιουργίας το 1957 του Γυμνασίου Τσεπελόβου στο οποίο φοίτησαν αρκετά σαρακατσανόπουλα αφού στο χωριό αυτό και στα γειτονικά ζούσαν πολλοί σαρακατσάνοι. Την εποχή αυτή αρχίζουν να πηγαίνουν και οι Σαρακατσανοπούλες στο Γυμνάσιο και έχουμε την πρώτη Σαρακατσάνα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη δασκάλα Άννα Γατσέλου, τριάντα χρόνια μετά την φοίτηση σε ανώτατη Σχολή των πρώτων αρρένων Σαρακατσάνων. Τα Σαρακατσανόπουλα, όσα πηγαίνουν σε γυμνάσια πηγαίνουν εκτόςαπό το Τσεπέλοβο και σε κάποια άλλα σχολεία που υπάρχουν οικοτροφεία. Αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση το πρώτο λόγο έχει η Ακαδημία Ιωαννίνων, η Εκκλησιαστική Σχολή της Βελάς που έβγαζε δασκάλους και οι στρατιωτικές σχολές.
Η Ήπειρος δεν προσφέρει γεωργικές εκτάσεις όπως αυτές άλλων περιοχών της Ελλάδας, ούτε είχε βιομηχανική ανάπτυξη, και για τούτο η προτεραιότητα που έμπαινε για αυτούς, στο δρόμο που διάλεξαν να αλλάξουν τη μοίρα τους ήταν, καταρχήν, να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. Σε αντίθεση προς την μετάβαση των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου που την κοινωνική μεταβολή την έκανε ουσιαστικά μια γενιά, στην πορεία της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των Σαρακατσαναίων άλλων περιοχών από το νομαδικό στον αστικό βίο μεσολάβησε μια ακόμα γενιά, αυτή της γεωργική εγκατάστασης και της αγροτικής διαβίωσης, αφού στις περιοχές αυτές οι Σαρακατσαναίοι πριν από την αστικοποίηση καλλιέργησαν τα χειμερινά τους βοσκοτόπια.
Τη δεκαετία του 50 ξαναρχίζουν να σπουδάζουν κάποιοι, ελάχιστοι βέβαια, σε Πανεπιστήμια της Αθήνας. Αυτή τη δεκαετία έρχονται για σπουδές στην Αθήνα το πολύ 10 άτομα από ένα πληθυσμό περίπου 7000 Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων. Σημειώνεται ότι τα Γιάννινα δεν έχουν ακόμα Πανεπιστήμιο. Έρχονται επίσης και ορισμένοι από τους Ηπειρώτες Σαρακατσαναίους για επαγγελματική αποκατάσταση, είτε γιατί κρέμασαν την κλίτσα τους στην Ήπειρο είτε γιατί δεν θέλησαν να την πιάσουν. Ο αριθμός των Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων στην Αθήνα τη δεκαετία αυτή είναι πολύ μικρός σε σχέση με αυτόν των υπολοίπων κατοίκων της Ηπείρου, στην οποία γίνεται κυριολεκτικά αφαίμαξη στο βωμό της γιγάντωσης και της άναρχης δόμησης της Αθήνας.
Δεκαετία 1961-1970
Τη δεκαετία του 60, στην Ήπειρο αρχίζει μαζικά η στροφή των Σ προς άλλα επαγγέλματα, και ιδιαίτερα τα γράμματα. Ο αριθμός αυτών που σπουδάζουν στην Αθήνα ή έρχονται για επαγγελματική αποκατάσταση μεγαλώνει αισθητά.
Το νερό μπήκε για καλά στο αυλάκι και ιδίως μετά τη δημιουργία Πανεπιστημιακών Σχολών στα Γιάννενα οπότε ήταν ευκολότερη η πρόσβαση των παιδιών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής, που άρχισε τη λειτουργία του το ακαδημαϊκό έτος 1964 – 65 και στο Μαθηματικό Τμήμα που ιδρύθηκε το 1966 και τα δύο ως παραρτήματα των αντίστοιχων Σχολών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης άρχισαν να φοιτούν αρκετά Σαρακατσανόπουλα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τη διάλυση των τσελιγκάτων, ο ιστός μεταξύ των Σαρακατσαναίων δεν είχε σπάσει, εξακολουθεί ακόμα να ισχύει σε μεγάλο βαθμό η ενδογαμία και η «εξωγαμία» ήταν στο ξεκίνημά της, οι συγγενικοί δεσμοί κυριαρχούν στις κοινωνικές σχέσεις και υπάρχει ακόμα έντονη η «φυλετική» ενότητα.
Κάποιοι άλλοι Σ διάλεξαν ως σωτηρία τον ξενιτεμό, κυρίως στη Γερμανία, και πήγαν στα εργοστάσιά της στην κυριολεξία πετώντας την προηγουμένη της αναχώρησης την κλίτσα Ακόμα όμως και για να πάνε εργάτες στη Γερμανία με δεδομένο ότι δεν χρειάσθηκαν μέχρι τότε γνωριμίες και διαπλοκές με το «σύστημα», συνάντησαν μύριες δυσκολίες. Οι περισσότεροι επέστρεψαν. Εκτός από τη Γερμανία κάποιοι, λίγοι, πήγαν στο Βέλγιο, Αυστραλία και λιγότεροι στην Αμερική
Πριν τον ξενιτεμό τους δοκίμασαν κάποιοι να ασκήσουν και αυτοί τις δραστηριότητες που ασκούσαν οι συγχωριανοί τους, πιστεύοντας ότι η αναγκαστική εγγραφή τους ως δημοτών στους οικισμούς που εγκαταστάθηκαν θα τους έδινε το δικαίωμα να έχουν ίση μεταχείριση με τους υπόλοιπους, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκαν. Για παράδειγμα, μια αποτυχημένη απόπειρα 35 Σαρακατσάνων στο Σκαμνέλι να σχηματίσουν δασικό συνεταιρισμό, συνάντησε την αντίδραση των Ζαγορίσιων τοπικών αρχών και τελικά δεν μπόρεσαν γιατί σύμφωνα με την άποψη του τότε Δασάρχη, που προφανώς υπαγορεύθηκε από τους τοπικούς παράγοντες τα περισσότερα μέλη του υπό ίδρυση Συνεταιρισμού «ουδόλως ηργάσθησαν κατά το παρελθόν εις υλοτομικάς εργασίας».
Δεκαετίες του ’70, του ’80
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου ολοκληρώνεται.
Ενώ μέχρι το 1960 είχαν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση περίπου 20 άτομα, ο αριθμός αυτός σύμφωνα με την απογραφή που έκανε η Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου το 1984 ύστερα από πρωτοβουλία της ΠΟΣΣ ήταν 462 άτομα και ο αριθμός όσων τελείωσαν Γυμνάσιο – Λύκειο ήταν 1279 άτομα.
Ενώ μέχρι τις αρχές του 60 εξακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η ενδογαμία, σύμφωνα με την η παραπάνω απογραφή, όταν αυτή έγινε, καταγράφονται 305 Σαρακατσάνες που δεν παντρεύτηκαν Σαρακατσάνο και φυσικά αντίστοιχος ήταν και ο αριθμός των ανδρών.
Ουσιαστικά τερματίζεται η νομαδική ζωή και εγκαταλείπεται σταδιακά ακόμα και αυτή η κτηνοτροφία σε μεγάλο βαθμό. Οι σαρακατσάνοι είναι κυρίως υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες.
Οι πλήρως ενσωματωμένοι Σαρακατσάνοι συμμετέχουν σιγά σιγά ενεργά στα κοινά των κοινωνιών που έχουν πλέον ενταχθεί. Η συμμετοχή τους αυτή μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου.
Κάπως έτσι, πάνω κάτω, πορεύτηκαν οι Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Σε όλη αυτή την πορεία, η σημαντικότερη κατά την άποψή μου δεκαετία, αυτή με τις μεγαλύτερες κοινωνικά αλλαγές ήταν αυτή μεταξύ 1950-1960 και η γενιά που τότε έκανε «κουμάντο» και πήρε τις αποφάσεις είναι η σημαντικότερη γενιά στη μακρόχρονη πορεία των Σ.
Η γενιά της «αλλαγής».
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της τελευταίας νομαδικής και ταυτόχρονα της πρώτης μετανομαδικής γενιάς των Σαρακατσαναίων;
Ποια ήταν η παιδεία της, οι γραμματικές γνώσεις της , και πόσο έτοιμη ήταν, να κάνει την υπέρβαση αυτή;
Κάτω από ποιες συνθήκες στην Ήπειρο και την Ελλάδα έγινε αυτή η υπέρβαση;
Ποιες ήταν οι προτεραιότητες της πολιτείας και η συνδρομή προς τους Σαρακατσαναίους;
Η εκπαίδευση των Σ μέσα στις δομές, το θεσμοποιημένο πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και τις λειτουργικές διαδικασίες του τσελιγκάτου, το οποίο δεν ήταν απλά άτυπος κτηνοτροφικός συνεταιρισμός, αποσκοπούσε στην εκμάθηση των ρόλων τους οποίους επρόκειτο μελλοντικά να παίξουν τα άτομα αυτής της κοινωνίας. Μέσα από αυτή την «εκπαίδευση», η οποία ήταν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, προετοιμάζονταν και κατευθύνονταν τα Σαρακατσανόπουλα για να αναλάβουν, όταν εκείνα θα έπαιρναν τα ινία, συγκεκριμένους ρόλους, ανάλογα με τις ικανότητες τους και τις ανάγκες της κοινωνικής ομάδας που ζούσαν. Η σκληρή αυτή μαθητεία, ολοκληρώνονταν περίπου στην αρχή της εφηβείας οπότε εθεωρείτο ότι είχαν αποκτήσει πλέον τους βιωμένους τρόπους, τις γνώσεις και τις τεχνικές που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να κινηθούν στο μέλλον υπεύθυνα επιτελώντας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους.
Για τη γενιά που αναφερόμαστε, η ολοκλήρωση της «επαγγελματικής» μαθητείας αλλά και της εκμάθησης των κοινωνικών τους ρόλων συνέπεσε, δυστυχώς ή ευτυχώς, με την έναρξη της διάλυσης των τσελιγκάτων. Ουσιαστικά οι αποκτημένες γνώσεις, αφού ήταν διαφορετικά και για άλλες συνθήκες προσανατολισμένες, ήταν στην πλειοψηφία τους άχρηστες. Συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία αιώνων, όχι μόνο για τη συμπεριφορά στην παραδοσιακά δομημένη κοινωνία τους, αλλά και γύρω από την νομαδική κτηνοτροφία πετάχτηκε στα άχρηστα μέσα σε είκοσι χρόνια.
Τις γνώσεις που η γενιά των τελευταίων νομάδων απόκτησε μέσα από το «εκπαιδευτικό σύστημα» των δικών της δραστηριοτήτων μπορεί να μην αξιοποίησε ή δεν χρειάσθηκε να αξιοποιήσει , εκείνο όμως που ως όπλο χρησιμοποίησε ήταν το σύστημα αξιών που διαχρονικά απόκτησε και με το παράδειγμά της μεταβίβασε.
Θύματα - ανθρώπινο κόστος.
● οι γυναίκες.
● Οικονομικά ασθενείς που δεν είχαν δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
● τσοπάνοι με λιγοστά ή και καθόλου πρόβατα.
● Οι πρωτεργάτες, οι μπροστάρηδες αυτής της αλλαγής όταν πέρασαν στην τρίτη ηλικία.
Οι παραδοσιακές κοινωνίες, το ίδιο και η σαρακατσάνικη, εξασφαλίζουν τη συνέχειά τους επιφυλάσσοντας ιδιαίτερο ρόλο στους ηλικιωμένους, αυτόν του καθοδηγητή και του παιδαγωγού και με αυτόν τον τρόπο επίσης δεν αισθάνονται άχρηστα τα άτομα αυτά. Θεωρούν ότι βρίσκονται πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο για να κρατήσουν τις παραδόσεις που τους έδωσαν οι πατεράδες τους. Είναι αυτοί που διατήρησαν την κληρονομιά της παράδοσης και πρέπει τώρα να τη μεταδώσουν. Η μετάδοση της συμπυκνωμένης και συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας θα είναι το τελευταίο έργο τους πριν φύγουν για τον άλλο κόσμο. Αυτή η τελευταία πράξη, ισοδύναμη με την υπογραφή του ζωγράφου στο έργο που με πολύ μεράκι και κόπο τελείωσε, ποτέ γι’ αυτούς δεν παίχθηκε. Και τούτο, γιατί άνδρες και γυναίκες αυτής της γενιάς, που ήταν ο τελευταίος κρίκος, δεν είχαν τίποτα να μεταδώσουν, όχι γιατί δεν ήξεραν, αλλά γιατί αυτό το οποίο γνώριζαν ήταν πλέον άχρηστο. Σε κανέναν δεν χρειαζόταν. Ποιος χρειάζονταν να του δείξουν πώς αρμέγουν, πώς κουρεύουν, ποια είναι τα καλά λιβάδια και ποια τα άχρηστα;
Δεν έπαιξαν ακόμα οι γυναίκες το ρόλο που παραδοσιακά έπαιζαν οι γριές όπως οι ίδιες τον είδαν στις γιαγιάδες τους και ίσως περίμεναν να τον παίξουν. Δεν είπαν παραμύθια και μουραπάδες που έμαθαν, λαϊκή σοφία και καταστάλαγμα μιας ζωής, δεν «μέτρησαν κρέας», δεν ξεμάτιασαν.
Κι αν ακόμα έδειξαν κάποια απ’ αυτά, δεν ήταν πλέον χρηστικά, γίνονταν για φολκλορισμό. Ο φλάμπουρας που ράβεται σήμερα, όπου αυτό γίνεται και καλώς γίνεται, με τίποτα δεν προκαλεί το συναίσθημα, όσο δασιά κι αν ράβεται, που προκαλούσε όταν πραγματικά ράβονταν να μη «τον γελάσουν τα πουλιά όταν έγερνε ράχες και βουνά».
Οι άνθρωποι αυτοί ξεκίνησαν ως μέλη όχι απλά μιας πλατιάς οικογένειας αλλά ολόκληρης στάνης που εκτός από γονείς, παππούδες κι ένα τσούρμο παιδιά, είχε αδερφοξάδερφα, μπαρμπάδες, θειάδες κ.λπ. Στα γεράματά τους, αυτοί που αυτοπροσδιορίζονταν ως μέλη ολόκληρης κοινωνίας (εγώ είμαι από τους ….αίους, έλεγαν και καμάρωναν ο καθένας για το σόι του), βρέθηκαν εκτός της οικογένειας που είχε πια μετατραπεί σε πυρηνική και την αποτελούσαν η μάνα, ο πατέρας και το πολύ δυο παιδιά.
Πού βρίσκονται σήμερα οι τελευταίοι Σ;
Οι περισσότεροι από τους άνδρες της γενιάς που γεννήθηκαν και πέρασαν αρκετό κομμάτι της ζωής τους στα καλύβια και αρκετοί από αυτούς έφτιαξαν όχι ένα, αλλά δυο σπίτια, ένα στα χειμαδιά και άλλο στα βουνά δεν ζουν πλέον και οι ελάχιστοι εναπομείναντες, για να τους προσδιορίσουμε ηλικιακά, είναι πάνω από τα ογδόντα, γύρω στα ενενήντα, μπορεί και παραπάνω. Μερικές γυναίκες απόμειναν, οι τελευταίες της τελευταίας γενιάς νομάδων Σαρακατσαναίων. Οι τυχερότερες από αυτές μένουν ακόμα στα χωριά που ρίζωσαν και τα έκαναν δικά τους όταν σταμάτησαν το ανέβα-κατέβα. Και φυσικά ακόμα πιο τυχεροί αυτοί που ζουν και οι δυο στα χωριά τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Οι περισσότεροι ίσως από τους επιζώντες έστησαν το τελευταίο τους «κονάκι», ή μάλλον το στήσαν τα παιδιά τους για να τους έχουν κοντά τους, σε κάποιο αστικό κέντρο. Όσοι από αυτούς ακόμα είναι «βασταεροί», όταν πιάνουν οι ζέστες την άνοιξη ανεβαίνουν στα χωριά τους για να ανταμώνουν με άλλους συνομήλικους και να θυμούνται τα παλιά.
Συμπεράσματα
Η πορεία μετάβασης από την νομαδική στην αστική ζωή των Σαρακατσαναίων χρειάζεται συστηματική μελέτη και η προσφορά της γενιάς που αποτέλεσε τον τελευταίο κρίκο μιας μακριάς αλυσίδας, με άγνωστη αρχή χαμένη στους αιώνες, χρειάζεται αναγνώριση.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων, όχι μόνο της Ηπείρου αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, έγινε με αποκλειστική πρωτοβουλία και ευθύνη των ίδιων και χωρίς καμιά βοήθεια και κατεύθυνση της πολιτείας.. Ο τρόπος που ολοκληρώθηκε ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου απέδειξε την ικανότητά τους για κοινωνική αλλαγή με αξιόλογη δυνατότητα προσαρμογής και έντονη συμμετοχή στα δρώμενα της τοπικής και της ευρύτερης κοινωνίας.
Οι πολλοί οδήγησαν την κλειστή τους κοινωνία στην έξοδο απ’ τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, και έδειξαν το δρόμο για επαγγελματική απoκατάσταση στα παιδιά τους, χρησιμοποιώντας την κλίτσα ακόμα και για μονάδα μέτρησης της γραμματοσύνης, και αποζητώντας καταρχήν να μάθουν αυτά όχι «νια κλίτσα γράμματα», αλλά πολλές. Χρειάζεται αναγνώριση σε αυτούς που έκαναν αθόρυβα, χωρίς συγκρούσεις με άλλες πληθυσμιακές κατηγορίες, χωρίς να υπάρξουν φαινόμενα «κοινωνικής παθολογίας» και «κοινωνικής παθογένειας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν μελετητές της πορείας αλλαγής της πολιτιστικής ιδιομορφίας των Σαρακατσαναίων και την χαρακτηρίζουν ως τον πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό μετασχηματισμό στη χώρα μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου