Ό πατήρ Δημήτριος ήταν μιά πολύπλαγκτη προσωπικότητα. Λεγόταν Νταίηβιντ Μπάλφουρ, αλλά δέν ήταν από τή γνωστή αριστοκρατική οικογένεια. Μάλλον τό όνομα τό πήρε άπό τό ομώνυμο περιπετειώδες ανάγνωσμα. Ήταν μιά διχασμένη προσωπικότητα. Σάν τόν Καζαντζάκη, κυνηγούσε νά βρει ένα Θεό. Μέσα του όμως υπήρχε καί τό μικρόβιο της κατασκοπείας, δηλαδή της υποκλοπής μυστικών. Όποιος κλέβει μυστικά, νιώθει πιό δυνατός. “ήταν ένας τύπος Λώρενς, αλλά χωρίς τή δική του προβολή, παρόλο πού η δική του δράση ήταν πιό πολυσχιδής καί μακροχρόνια. Η κατασκοπεία, ως τό παλαιότερο —μαζί μέ τήν πορνεία— επάγγελμα, έχει κι αυτό μιά μυστικοπάθεια, έναν αποκρυφισμό σάν αυτόν πού διακρίνει κάποιους αυστηρούς μοναχούς. Τό «Άγιο» Όρος υπήρξε γι’ αυτόν Όχι σχολή θεολογίας άλλα κατασκοπείας. Τόν δίδαξε νά ετάζει νεφρούς, καρδίας, ψυχάς, μυαλά, κυρίως νά διαβάζει μυστικά καί νά τά στέλνει στους κατάλληλους αποδέκτες.
Ασφαλώς, υπάρχει δικός του δάκτυλος στην αυτοκτονία Κοριζή, κυρίως όμως στην ένταση καί στην έκταση των Δεκεμβριανών. Ήταν ή γλώσσα (μεταφραστής) καί τό μυαλό του Σκόμπυ. Αυτός Ίσως (ή μάλλον) οργάνωσε προτού αναχωρήσει από τή Σμύρνη τά επεισόδια τόν Σεπτέμβριο του 1955, όταν Τούρκοι «βασιβουζούκοι» ξεφτίλισαν Έλληνες αξιωματικούς καί τίς οικογένειες τους. Τότε ακούσαμε καί τό όνομα του ταγματάρχη Γρηγορίου Σπαντιδάκη, πού τόν γνωρίσαμε χρυσοπλουμισμένο παγόνι στή δικτατορία.
Είχα τό θλιβερό προνόμιο από παιδί νά ζήσω όλες τίς θλιβερές καταστάσεις της Κατοχής καί της μετέπειτα περιόδου της άλληλοσφαγής. Σφαζόμασταν χωρίς, κατά βάθος, νά ξέρουμε «γιατί;». Απλώς υπακούαμε καί υποκύπταμε σ’ ένα ένστικτο αυτοκαταστροφής. Καί άνθρωποι σάν τόν Μπάλφουρ μας «χόρεψαν στό ταψί». Όχι λόγω της δικής τους δαιμονικής, τάχα, Ικανότητας, αλλά λόγω του δαίμονα καταστροφής πού μας είχε κυριεύσει. Είχα από τότε τό πάθος τής περιέργειας. Θυμάμαι τόν Βελουχιώτη, όταν κατέβηκε στή Λακωνία. Έχω μάλιστα συγκρατήσει καί μία ομιλία του πού πρό ετών κατέγραψα στον Οικονομικό, επί τών ένδοξων ήμερων του Γιάννη Μαρίνου. Αργότερα, στην Αθήνα, στό γήπεδο του «Παναθηναϊκού», γαβριάς τότε πιά, γνώρισα τόν Ζαχαριάδη, πού ήταν αγκαλιά μέ τόν Σιάντο καί τόν «παντός καιρού» Μιχάλη Κύρκο. Κάποτε κάποιος συγγενής (ήταν θέρος του 1946) μου έδειξε πάνω σ’ ένα «τζίπ» καί κάποιον Άγγλο βαθμοφόρο. «Αυτός», μου είπε, «είναι ό Σκόμπυ». Δέν είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Θυμάμαι, όμως, πλην του οδηγού, έναν ταγματάρχη μέ κοντό παντελονάκι. Λόγω του μανιάτικου πουριτανισμού πού μέ διακατείχε, δέν πρόσεξα τό πρόσωπο του αλλά τήν «αισχρή» — κατά τά τότε μέτρα — εμφάνιση του. Διαβάζοντας τά όσα έγραψε αρχικά στην Εστία, καί στά οσα γράφει τώρα στην παρούσα εργασία του ό Νίκος Σοϊλεντάκης, θαρρώ ότι ό «κοντοπαντελονάκιας» (λέξη τής εποχής) ήταν ό άλλοτε πατήρ Δημήτριος του Ευαγγελισμού. Καί τό πιστεύω αυτό, διότι βασική αρχή τών κατασκόπων είναι ή έξης: νά τους βλέπεις, νά παρατηρείς πάνω τους καθετί, άλλ’ όχι τό πρόσωπο τους!
Ό πατήρ Δημήτριος, ό κατά κόσμον Νταίηβιντ Μπάλφουρ, είχε πολλά πρόσωπα καί, ανάλογα μέ τό συνομιλητή του, παρουσιαζόταν μέ τό ταιριαστό γιά τήν περίπτωση πρόσωπο. Ακόμη καί του συντετριμμένου καί μετανοοΰντος χριστιανού. Ξεγέλασε πολλούς καί πολλές. ‘Αλλά ή γυναίκα πού του έκλεισε δύο φορές τήν πόρτα -καί τή δεύτερη (φορά ως ηγουμένη- είχε πιά καταλάβει «τι κάθαρμα, τι κάλπικος παράς, μιά ολόκληρη ζωή μέσα στό ψέμα», όπως θά έλεγε ό Μανόλης Αναγνωστάκης, ήταν αυτή ή θλιβερή μορφή, πού έπαιξε θλιβερό ρόλο στην πατρίδα μας σέ μιά θλιβερή εποχή. Δέν πιστεύω ότι ή περαιτέρω στάση (εκκλησιάσματα κλ.π.) δείχνουν μεταμέλεια. Αν όντως είχε μετανοήσει, θά έπρεπε προεχόντως ν’ αυτοκτονήσει. Απλώς καί στή μετάνοια του έπαιζε θέατρο.
Τό νά πώ ότι τό βιβλίο του Νίκου Σοϊλεντάκη πρέπει νά αγοραστεί καί νά διαβαστεί (όχι μόνο μία φορά), θά ήταν σάν νά έλεγα ότι τό νερό – ειδικά τό θέρος- κάνει καλό. Δέν τό συνιστώ, ως ιστορικός, ως αρίστη ιστορική μελέτη, πού είναι. Τό συνιστώ γιά λόγους ιατρικούς. Είναι τό καλύτερο αντίδοτο κατά τής πολιτικής μας βλακογνωσίας καί βλακοπραξίας. Παριστάνουμε τους πονηρούς, άλλ’ όπως έλεγε ό Έμμ. Ροΐδης «τό πονηρότερου αλλά τό μάλα έξαπατώμενον εξ όλων τών ζώων της γης είναι ό Ελλην». Ή μελέτη του βιβλίου του Νίκου Σοϊλεντάκη θά εξαλείψει πάσα αμφιβολία περί αυτού.
Σαράντος Ί. Καργάκος Λαύριο, 7 Ιουλίου 2009
Τέλος, ο επίλογος από το βιβλίο του Σοϊλεντάκη, που προλογίζει ο Καργάκος:
21. Επίλογος, – Συμπέρασμα
Ό Μπάλφουρ ενώ βασανιζόταν από παρατεταμένη ασθένεια, λίγο πρίν από τόν θάνατο του, πού επήλθε στίς 11 Όκτωβρίου 1989 είπε: « Έγώ, σάν ασύνετο γαϊδουράκι, σκέφτηκα νά τρέξω πίσω άπό δυο ισχυρά άλογα, τόν Γέροντα Σιλουανό και τόν πατέρα Σωφρόνιο». Έξ άλλου, σέ επιστολή του τόν Απρίλιο του 1988 προς τόν τότε μητροπολίτη Θυατείρων (Μεγάλης Βρετανίας) Μεθόδιο Φούγια, μέ τόν όποιο γνωρίσθηκε ό άλλοτε π. Δημήτριος κατά τήν τελευταία δεκαετία της ζωής του, γράφει: «Είμαι 85 ετών και τά τελευταία 42 χρόνια υπήρξα αντικείμενο της πιό χυδαίας συκοφαντίας, ή όποια ανθρωπίνως ειπείν, έχει καταστρέφει ανεπανόρθωτα τήν ζωή μου. Έν τούτοις, υπακούοντας στον πνευματικό μου πατέρα, τόν αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, δεν έχω ποτέ απαντήσει ή έκστομίσει μία λέξη γιά αυτοάμυνα, αλλά εχω μάθει νά παίρνω κυριολεκτικώς κατά λέξη τους λόγους του Χρίστου: “Μακάριοι έστέ όταν όνειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού” (Ματθ. 5:11)».30 Κατά μαρτυρία του μητροπολίτου Μεθοδίου Φούγια,31 ό Μπάλφουρ του είπε ότι εάν δεν είχε άποσχηματισθεί κατά τήν Κατοχή, «τίποτε δέν τόν εμπόδιζε νά συνεχίσει νά προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ίντέλλιτζενς Σέρβις και νά είναι και κληρικός». Όταν θέλησε νά επανέλθει στην ενεργό διακονία, ή γυναίκα του τόν απειλούσε πώς θά αυτοκτονήσει εαν τήν εγκατέλειπε γιά νά γίνει μοναχός. Έτσι έμεινε μετέωρος μέχρι του θανάτου του. Κάποια στιγμή ζήτησε από τόν ανωτέρω μητροπολίτη νά τόν επαναφέρει στην ενεργό ίεροσύνη, αλλά εκείνος τόν παρέπεμψε στον Ρώσο μητροπολίτη Αντώνιο Βλούμ, διότι ήταν κληρικός της Ρωσικής Εκκλησίας. Ή απάντηση του τελευταίου ήταν αρνητική. Έκτος άπό τό ‘Έσσεξ, πήγαινε τακτικά στην “Οξφόρδη με τό πρόσφορο του καί τά ονόματα γιά νά μνημονευθούν στην προσκομιδή.
Κατηγορήθηκε από τήν ελληνική δημοσιογραφία ότι κατασκόπευε καί καθοδηγούσε τόν βασιλιά Γεώργιο Β’. Όμως ο Μπάλφουρ σέ συνομιλία μέ τόν καθηγητή Άντ.- Αιμ. Ταχιάο παρατήρησε ότι δεν χρειαζόταν νά κατασκοπεύει τόν Γεώργιο Β’, διότι ό βασιλεύς συζούσε μέ τήν Αγγλίδα ερωμένη του. Όντως, ό Γεώργιος Β’ κατά τή διάρκεια της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935) διέμενε στό Λονδίνο, οπού συνδέθηκε μέ τήν Τζόυς Μπρίτταιν-Τζόουνς, ή οποία τόν ακολούθησε στην Αθήνα. Τό 1941, προτού καταφύγει ό βασιλιάς στην Κρήτη, προηγήθηκε ή κ. Τζόυς μαζί μέ τόν πρίγκιπα Γεώργιο (τόν άλλοτε Αρμοστή στην Κρήτη) καί τή σύζυγο του Μαρία Βοναπάρτη, ή οποία τή φρόντισε, Όσο ήταν μακριά από τόν βασιλέα. Μεταπολεμικά επανήλθε στην Ελλάδα μέ τόν Γεώργιο καί μετά τόν θάνατο του (1η Απριλίου 1947) παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Έντι Μπόξχωλ.33 Βρετανοί θεωρούν Ότι ή Τζόυς ήταν άπό τίς ελάχιστες βασιλικές ερωμένες στην ιστορία γιά τήν οποία μόνο καλά λόγια έχουν ειπωθεί καί τήν περιγράφουν34 ώς ιδανική σύζυγο στρατιωτικού, απόλυτα λογική, μηδέποτε άναμειχθεισα σέ ραδιουργίες καί μέ ορθή αντίδραση σέ περίοδο κρίσεων. Ό πρώτος σύζυγος της, δεινός πότης, ήταν υπασπιστής του άντιβασιλέως των Ινδιών. Όταν ό Γεώργιος Β’ επισκέφθηκε προπολεμικά τήν Ινδία, τή γνώρισε καί σύντομα δημιουργήθηκε στενή σχέση. Ή ένταξη της στό έδώ βασιλικό περιβάλλον καλύφθηκε υπό τήν ιδιότητα της κυρίας των τιμών της Φρειδερίκης, συζύγου του τότε διαδόχου Παύλου. Ό βασιλιάς Γεώργιος, μέ τά ήθη της εποχής, γιά νά νυμφευθεί τήν κοινή θνητή Τζόυς Μπρίτταιν-Τζόουνς έπρεπε νά παραιτηθεί άπό τόν θρόνο του, όπως έπραξε τό 1936 ό βασιλιάς Εδουάρδος Η’ της Αγγλίας, πού νυμφεύθηκε τήν Ούώλλις Σίμσον
Ό ιεροδιάκονος Νικόλαος, εγγονός αδελφού του γ. Σωφρονίου, σημειώνει Ότι πολλοί πιστεύουν Ότι ό Μπάλφουρ έζησε χρησιμοποιώντας υποκριτικά τήν Όρθοδοξία. Άποψη πού στηρίζεται στίς παλινωδίες του καί στην περιπετειώδη ζωή του.35 Κατά τόν Σ. Καργάκο, ώς καλός υποκριτής ήθελε μία υστεροφημία. Τήν πέτυχε. Ήταν ό αρχιτέκτων του Εμφυλίου. Ή ενασχόληση του μέ τό έργο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών ήταν γιά τή σωτηρία της ψυχής του, αφού έστειλε τόσες ψυχές στον Αδη. Κατά τήν αντίθετη άποψη πού εκφράζει ό καθηγητής Άντ.- Αιμ. Ταχιάος, ό Μπάλφουρ «ήταν πιστό τέκνο της Όρθοδόξου Εκκλησίας, τέτοιο πού δέν μπορεί νά είναι ένας υποκριτής ή κάποιος πού απλώς, ψυχρά καί μελετημένα εκτελεί μιαν αποστολή κατασκόπου, όπως τόν ερμήνευσαν άνθρωποι πού έστω καί στοιχειωδώς δέν μπορούν νά κατανοήσουν τίς παλινδρομήσεις μιας ανήσυχης καί ταραγμένης ψυχής, ούτε τι είναι αμαρτία καί μετάνοια. Ένας στρατολογημένος κατάσκοπος δέν χρειαζόταν, γιά νά εκτελέσει τήν αποστολή του στην Αθήνα, νά σπουδάσει χρόνια θεολογία στή Ρώμη, νά γίνει ρωμαιοκαθολικός μοναχός, αντί νά τόν υποδυθεί, στή συνέχεια νά γίνει ορθόδοξος μοναχός καί ιερέας, νά ζήσει στά απόκρημνα βράχια του «Άγιου» Όρους, τή στιγμή, πού στά σαλόνια του Κολωνακίου καί στίς δεξιώσεις τών διπλωματών στην Αθήνα, οι πληροφορίες πού ενδιέφεραν τήν αρμόδια βρετανική υπηρεσία κυκλοφορούσαν εν αφθονία».36 Έξ άλλου, στή δεκαετία του 1930-1940, ό άρμενοκαθολικός επίσκοπος Γιοχάννες Γκαμσαραγιάν ήταν επικεφαλής ενός άπό τά δίκτυα της γερμανικής κατασκοπείας στην Ελλάδα. Είχε εγκαταστήσει στον δεύτερο Οροφο του μεγάρου Γιάνναρου, στή συμβολή τών οδών Όθωνος καί Φιλελλήνων στό Σύνταγμα, μυστική σχολή δολιοφθορέων πού έδρασαν στά χρόνια του πολέμου στή Μέση Ανατολή.37 Στά άνωτέρω επιχειρήματα μπορεί νά αντιπαρατεθεί ότι καί τό νά γίνει κάποιος κατάσκοπος είναι μία μορφή αναχωρητισμού. Είναι ένας άλλου τύπου μοναχισμός. Ό κατάσκοπος απαιτείται νά έχει ισχυρή μυστικοπαθή ιδιοσυγκρασία. Ό Μπάλφουρ απλώς ράγισε καί έζησε σάν ραγισμένο γυαλί.
Στερούμενοι θεολογικών γνώσεων, νομίζουμε ότι ό Μπάλφουρ ακολούθησε τή γνωστή φράση τών Βενετών: «Είμαστε πρώτα Βενετοί καί κατόπιν χριστιανοί» . Προσχώρησε ειλικρινά στην Όρθοδοξία, αλλά δέν απαρνήθηκε, καί ορθώς, τήν εθνικότητα του. Στην Αθήνα βρέθηκε καθ’ όδόν προς τά Ιεροσόλυμα. Ένθουσιασθείς από τά στελέχη καί τό έργο της «Ζωής», παρέμεινε στην Αθήνα γιά νά εκπληρώσει τήν επιθυμία του νά σπουδάσει στή θεολογική Σχολή. Ιερέας στό θεραπευτήριο του Ευαγγελισμού βρέθηκε σέ εποχή κατά τήν οποία τά σύννεφα του πολέμου ήσαν βαριά καί θά ξεσπούσε ό Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, στην έλευση του οποίου εθελοτυφλούσαν οι Μεγάλοι. Έτσι, κατά τήν κρίσιμη αυτή περίοδο, ή εδώ αγγλική πρεσβεία τόν στράτευσε στην υπηρεσία της πατρίδος του, ώς κατασκόπου. Άλλωστε ή κατασκοπεία είναι πάντοτε προπομπός της πολιτικής ή της στρατιωτικής δράσεως, διαπιστευμένοι δέ κατάσκοποι είναι Όλοι οί πρεσβευτές καί οί στρατιωτικοί ακόλουθοι. Καί τούτο, διότι τά καθήκοντα του διπλωμάτη συνοψίζονται στό διαπραγματεύεσθαι, παρατηρείν καί προστατεύειν. Όπως διδάσκεται ό διπλωμάτης, παρατηρεί, άρύεται πληροφορίες καί αναφέρει κάθε ζήτημα πού ενδιαφέρει τή χώρα του, προωθώντας τά συμφέροντα της.
Ό Μπάλφουρ, μετά τή φυγή του στην Αίγυπτο, αποστάτησε, άλλα επανεντάχθηκε σταδιακά σέ αυτήν μεταπολεμικά καί πλήρωσε τό κοινό χρέος, ώς πιστό μέλος της.
Από το ιστολόγιο Η καλύβα ψηλά στο βουνό.
Ασφαλώς, υπάρχει δικός του δάκτυλος στην αυτοκτονία Κοριζή, κυρίως όμως στην ένταση καί στην έκταση των Δεκεμβριανών. Ήταν ή γλώσσα (μεταφραστής) καί τό μυαλό του Σκόμπυ. Αυτός Ίσως (ή μάλλον) οργάνωσε προτού αναχωρήσει από τή Σμύρνη τά επεισόδια τόν Σεπτέμβριο του 1955, όταν Τούρκοι «βασιβουζούκοι» ξεφτίλισαν Έλληνες αξιωματικούς καί τίς οικογένειες τους. Τότε ακούσαμε καί τό όνομα του ταγματάρχη Γρηγορίου Σπαντιδάκη, πού τόν γνωρίσαμε χρυσοπλουμισμένο παγόνι στή δικτατορία.
Είχα τό θλιβερό προνόμιο από παιδί νά ζήσω όλες τίς θλιβερές καταστάσεις της Κατοχής καί της μετέπειτα περιόδου της άλληλοσφαγής. Σφαζόμασταν χωρίς, κατά βάθος, νά ξέρουμε «γιατί;». Απλώς υπακούαμε καί υποκύπταμε σ’ ένα ένστικτο αυτοκαταστροφής. Καί άνθρωποι σάν τόν Μπάλφουρ μας «χόρεψαν στό ταψί». Όχι λόγω της δικής τους δαιμονικής, τάχα, Ικανότητας, αλλά λόγω του δαίμονα καταστροφής πού μας είχε κυριεύσει. Είχα από τότε τό πάθος τής περιέργειας. Θυμάμαι τόν Βελουχιώτη, όταν κατέβηκε στή Λακωνία. Έχω μάλιστα συγκρατήσει καί μία ομιλία του πού πρό ετών κατέγραψα στον Οικονομικό, επί τών ένδοξων ήμερων του Γιάννη Μαρίνου. Αργότερα, στην Αθήνα, στό γήπεδο του «Παναθηναϊκού», γαβριάς τότε πιά, γνώρισα τόν Ζαχαριάδη, πού ήταν αγκαλιά μέ τόν Σιάντο καί τόν «παντός καιρού» Μιχάλη Κύρκο. Κάποτε κάποιος συγγενής (ήταν θέρος του 1946) μου έδειξε πάνω σ’ ένα «τζίπ» καί κάποιον Άγγλο βαθμοφόρο. «Αυτός», μου είπε, «είναι ό Σκόμπυ». Δέν είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Θυμάμαι, όμως, πλην του οδηγού, έναν ταγματάρχη μέ κοντό παντελονάκι. Λόγω του μανιάτικου πουριτανισμού πού μέ διακατείχε, δέν πρόσεξα τό πρόσωπο του αλλά τήν «αισχρή» — κατά τά τότε μέτρα — εμφάνιση του. Διαβάζοντας τά όσα έγραψε αρχικά στην Εστία, καί στά οσα γράφει τώρα στην παρούσα εργασία του ό Νίκος Σοϊλεντάκης, θαρρώ ότι ό «κοντοπαντελονάκιας» (λέξη τής εποχής) ήταν ό άλλοτε πατήρ Δημήτριος του Ευαγγελισμού. Καί τό πιστεύω αυτό, διότι βασική αρχή τών κατασκόπων είναι ή έξης: νά τους βλέπεις, νά παρατηρείς πάνω τους καθετί, άλλ’ όχι τό πρόσωπο τους!
Ό πατήρ Δημήτριος, ό κατά κόσμον Νταίηβιντ Μπάλφουρ, είχε πολλά πρόσωπα καί, ανάλογα μέ τό συνομιλητή του, παρουσιαζόταν μέ τό ταιριαστό γιά τήν περίπτωση πρόσωπο. Ακόμη καί του συντετριμμένου καί μετανοοΰντος χριστιανού. Ξεγέλασε πολλούς καί πολλές. ‘Αλλά ή γυναίκα πού του έκλεισε δύο φορές τήν πόρτα -καί τή δεύτερη (φορά ως ηγουμένη- είχε πιά καταλάβει «τι κάθαρμα, τι κάλπικος παράς, μιά ολόκληρη ζωή μέσα στό ψέμα», όπως θά έλεγε ό Μανόλης Αναγνωστάκης, ήταν αυτή ή θλιβερή μορφή, πού έπαιξε θλιβερό ρόλο στην πατρίδα μας σέ μιά θλιβερή εποχή. Δέν πιστεύω ότι ή περαιτέρω στάση (εκκλησιάσματα κλ.π.) δείχνουν μεταμέλεια. Αν όντως είχε μετανοήσει, θά έπρεπε προεχόντως ν’ αυτοκτονήσει. Απλώς καί στή μετάνοια του έπαιζε θέατρο.
Τό νά πώ ότι τό βιβλίο του Νίκου Σοϊλεντάκη πρέπει νά αγοραστεί καί νά διαβαστεί (όχι μόνο μία φορά), θά ήταν σάν νά έλεγα ότι τό νερό – ειδικά τό θέρος- κάνει καλό. Δέν τό συνιστώ, ως ιστορικός, ως αρίστη ιστορική μελέτη, πού είναι. Τό συνιστώ γιά λόγους ιατρικούς. Είναι τό καλύτερο αντίδοτο κατά τής πολιτικής μας βλακογνωσίας καί βλακοπραξίας. Παριστάνουμε τους πονηρούς, άλλ’ όπως έλεγε ό Έμμ. Ροΐδης «τό πονηρότερου αλλά τό μάλα έξαπατώμενον εξ όλων τών ζώων της γης είναι ό Ελλην». Ή μελέτη του βιβλίου του Νίκου Σοϊλεντάκη θά εξαλείψει πάσα αμφιβολία περί αυτού.
Σαράντος Ί. Καργάκος Λαύριο, 7 Ιουλίου 2009
Τέλος, ο επίλογος από το βιβλίο του Σοϊλεντάκη, που προλογίζει ο Καργάκος:
21. Επίλογος, – Συμπέρασμα
Ό Μπάλφουρ ενώ βασανιζόταν από παρατεταμένη ασθένεια, λίγο πρίν από τόν θάνατο του, πού επήλθε στίς 11 Όκτωβρίου 1989 είπε: « Έγώ, σάν ασύνετο γαϊδουράκι, σκέφτηκα νά τρέξω πίσω άπό δυο ισχυρά άλογα, τόν Γέροντα Σιλουανό και τόν πατέρα Σωφρόνιο». Έξ άλλου, σέ επιστολή του τόν Απρίλιο του 1988 προς τόν τότε μητροπολίτη Θυατείρων (Μεγάλης Βρετανίας) Μεθόδιο Φούγια, μέ τόν όποιο γνωρίσθηκε ό άλλοτε π. Δημήτριος κατά τήν τελευταία δεκαετία της ζωής του, γράφει: «Είμαι 85 ετών και τά τελευταία 42 χρόνια υπήρξα αντικείμενο της πιό χυδαίας συκοφαντίας, ή όποια ανθρωπίνως ειπείν, έχει καταστρέφει ανεπανόρθωτα τήν ζωή μου. Έν τούτοις, υπακούοντας στον πνευματικό μου πατέρα, τόν αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, δεν έχω ποτέ απαντήσει ή έκστομίσει μία λέξη γιά αυτοάμυνα, αλλά εχω μάθει νά παίρνω κυριολεκτικώς κατά λέξη τους λόγους του Χρίστου: “Μακάριοι έστέ όταν όνειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού” (Ματθ. 5:11)».30 Κατά μαρτυρία του μητροπολίτου Μεθοδίου Φούγια,31 ό Μπάλφουρ του είπε ότι εάν δεν είχε άποσχηματισθεί κατά τήν Κατοχή, «τίποτε δέν τόν εμπόδιζε νά συνεχίσει νά προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ίντέλλιτζενς Σέρβις και νά είναι και κληρικός». Όταν θέλησε νά επανέλθει στην ενεργό διακονία, ή γυναίκα του τόν απειλούσε πώς θά αυτοκτονήσει εαν τήν εγκατέλειπε γιά νά γίνει μοναχός. Έτσι έμεινε μετέωρος μέχρι του θανάτου του. Κάποια στιγμή ζήτησε από τόν ανωτέρω μητροπολίτη νά τόν επαναφέρει στην ενεργό ίεροσύνη, αλλά εκείνος τόν παρέπεμψε στον Ρώσο μητροπολίτη Αντώνιο Βλούμ, διότι ήταν κληρικός της Ρωσικής Εκκλησίας. Ή απάντηση του τελευταίου ήταν αρνητική. Έκτος άπό τό ‘Έσσεξ, πήγαινε τακτικά στην “Οξφόρδη με τό πρόσφορο του καί τά ονόματα γιά νά μνημονευθούν στην προσκομιδή.
Κατηγορήθηκε από τήν ελληνική δημοσιογραφία ότι κατασκόπευε καί καθοδηγούσε τόν βασιλιά Γεώργιο Β’. Όμως ο Μπάλφουρ σέ συνομιλία μέ τόν καθηγητή Άντ.- Αιμ. Ταχιάο παρατήρησε ότι δεν χρειαζόταν νά κατασκοπεύει τόν Γεώργιο Β’, διότι ό βασιλεύς συζούσε μέ τήν Αγγλίδα ερωμένη του. Όντως, ό Γεώργιος Β’ κατά τή διάρκεια της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935) διέμενε στό Λονδίνο, οπού συνδέθηκε μέ τήν Τζόυς Μπρίτταιν-Τζόουνς, ή οποία τόν ακολούθησε στην Αθήνα. Τό 1941, προτού καταφύγει ό βασιλιάς στην Κρήτη, προηγήθηκε ή κ. Τζόυς μαζί μέ τόν πρίγκιπα Γεώργιο (τόν άλλοτε Αρμοστή στην Κρήτη) καί τή σύζυγο του Μαρία Βοναπάρτη, ή οποία τή φρόντισε, Όσο ήταν μακριά από τόν βασιλέα. Μεταπολεμικά επανήλθε στην Ελλάδα μέ τόν Γεώργιο καί μετά τόν θάνατο του (1η Απριλίου 1947) παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Έντι Μπόξχωλ.33 Βρετανοί θεωρούν Ότι ή Τζόυς ήταν άπό τίς ελάχιστες βασιλικές ερωμένες στην ιστορία γιά τήν οποία μόνο καλά λόγια έχουν ειπωθεί καί τήν περιγράφουν34 ώς ιδανική σύζυγο στρατιωτικού, απόλυτα λογική, μηδέποτε άναμειχθεισα σέ ραδιουργίες καί μέ ορθή αντίδραση σέ περίοδο κρίσεων. Ό πρώτος σύζυγος της, δεινός πότης, ήταν υπασπιστής του άντιβασιλέως των Ινδιών. Όταν ό Γεώργιος Β’ επισκέφθηκε προπολεμικά τήν Ινδία, τή γνώρισε καί σύντομα δημιουργήθηκε στενή σχέση. Ή ένταξη της στό έδώ βασιλικό περιβάλλον καλύφθηκε υπό τήν ιδιότητα της κυρίας των τιμών της Φρειδερίκης, συζύγου του τότε διαδόχου Παύλου. Ό βασιλιάς Γεώργιος, μέ τά ήθη της εποχής, γιά νά νυμφευθεί τήν κοινή θνητή Τζόυς Μπρίτταιν-Τζόουνς έπρεπε νά παραιτηθεί άπό τόν θρόνο του, όπως έπραξε τό 1936 ό βασιλιάς Εδουάρδος Η’ της Αγγλίας, πού νυμφεύθηκε τήν Ούώλλις Σίμσον
Ό ιεροδιάκονος Νικόλαος, εγγονός αδελφού του γ. Σωφρονίου, σημειώνει Ότι πολλοί πιστεύουν Ότι ό Μπάλφουρ έζησε χρησιμοποιώντας υποκριτικά τήν Όρθοδοξία. Άποψη πού στηρίζεται στίς παλινωδίες του καί στην περιπετειώδη ζωή του.35 Κατά τόν Σ. Καργάκο, ώς καλός υποκριτής ήθελε μία υστεροφημία. Τήν πέτυχε. Ήταν ό αρχιτέκτων του Εμφυλίου. Ή ενασχόληση του μέ τό έργο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών ήταν γιά τή σωτηρία της ψυχής του, αφού έστειλε τόσες ψυχές στον Αδη. Κατά τήν αντίθετη άποψη πού εκφράζει ό καθηγητής Άντ.- Αιμ. Ταχιάος, ό Μπάλφουρ «ήταν πιστό τέκνο της Όρθοδόξου Εκκλησίας, τέτοιο πού δέν μπορεί νά είναι ένας υποκριτής ή κάποιος πού απλώς, ψυχρά καί μελετημένα εκτελεί μιαν αποστολή κατασκόπου, όπως τόν ερμήνευσαν άνθρωποι πού έστω καί στοιχειωδώς δέν μπορούν νά κατανοήσουν τίς παλινδρομήσεις μιας ανήσυχης καί ταραγμένης ψυχής, ούτε τι είναι αμαρτία καί μετάνοια. Ένας στρατολογημένος κατάσκοπος δέν χρειαζόταν, γιά νά εκτελέσει τήν αποστολή του στην Αθήνα, νά σπουδάσει χρόνια θεολογία στή Ρώμη, νά γίνει ρωμαιοκαθολικός μοναχός, αντί νά τόν υποδυθεί, στή συνέχεια νά γίνει ορθόδοξος μοναχός καί ιερέας, νά ζήσει στά απόκρημνα βράχια του «Άγιου» Όρους, τή στιγμή, πού στά σαλόνια του Κολωνακίου καί στίς δεξιώσεις τών διπλωματών στην Αθήνα, οι πληροφορίες πού ενδιέφεραν τήν αρμόδια βρετανική υπηρεσία κυκλοφορούσαν εν αφθονία».36 Έξ άλλου, στή δεκαετία του 1930-1940, ό άρμενοκαθολικός επίσκοπος Γιοχάννες Γκαμσαραγιάν ήταν επικεφαλής ενός άπό τά δίκτυα της γερμανικής κατασκοπείας στην Ελλάδα. Είχε εγκαταστήσει στον δεύτερο Οροφο του μεγάρου Γιάνναρου, στή συμβολή τών οδών Όθωνος καί Φιλελλήνων στό Σύνταγμα, μυστική σχολή δολιοφθορέων πού έδρασαν στά χρόνια του πολέμου στή Μέση Ανατολή.37 Στά άνωτέρω επιχειρήματα μπορεί νά αντιπαρατεθεί ότι καί τό νά γίνει κάποιος κατάσκοπος είναι μία μορφή αναχωρητισμού. Είναι ένας άλλου τύπου μοναχισμός. Ό κατάσκοπος απαιτείται νά έχει ισχυρή μυστικοπαθή ιδιοσυγκρασία. Ό Μπάλφουρ απλώς ράγισε καί έζησε σάν ραγισμένο γυαλί.
Στερούμενοι θεολογικών γνώσεων, νομίζουμε ότι ό Μπάλφουρ ακολούθησε τή γνωστή φράση τών Βενετών: «Είμαστε πρώτα Βενετοί καί κατόπιν χριστιανοί» . Προσχώρησε ειλικρινά στην Όρθοδοξία, αλλά δέν απαρνήθηκε, καί ορθώς, τήν εθνικότητα του. Στην Αθήνα βρέθηκε καθ’ όδόν προς τά Ιεροσόλυμα. Ένθουσιασθείς από τά στελέχη καί τό έργο της «Ζωής», παρέμεινε στην Αθήνα γιά νά εκπληρώσει τήν επιθυμία του νά σπουδάσει στή θεολογική Σχολή. Ιερέας στό θεραπευτήριο του Ευαγγελισμού βρέθηκε σέ εποχή κατά τήν οποία τά σύννεφα του πολέμου ήσαν βαριά καί θά ξεσπούσε ό Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, στην έλευση του οποίου εθελοτυφλούσαν οι Μεγάλοι. Έτσι, κατά τήν κρίσιμη αυτή περίοδο, ή εδώ αγγλική πρεσβεία τόν στράτευσε στην υπηρεσία της πατρίδος του, ώς κατασκόπου. Άλλωστε ή κατασκοπεία είναι πάντοτε προπομπός της πολιτικής ή της στρατιωτικής δράσεως, διαπιστευμένοι δέ κατάσκοποι είναι Όλοι οί πρεσβευτές καί οί στρατιωτικοί ακόλουθοι. Καί τούτο, διότι τά καθήκοντα του διπλωμάτη συνοψίζονται στό διαπραγματεύεσθαι, παρατηρείν καί προστατεύειν. Όπως διδάσκεται ό διπλωμάτης, παρατηρεί, άρύεται πληροφορίες καί αναφέρει κάθε ζήτημα πού ενδιαφέρει τή χώρα του, προωθώντας τά συμφέροντα της.
Ό Μπάλφουρ, μετά τή φυγή του στην Αίγυπτο, αποστάτησε, άλλα επανεντάχθηκε σταδιακά σέ αυτήν μεταπολεμικά καί πλήρωσε τό κοινό χρέος, ώς πιστό μέλος της.
Από το ιστολόγιο Η καλύβα ψηλά στο βουνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου