Το νησί των καταραμένων «ευλογεί» την Ελούντα
Στα «πέτρινα» χρόνια λειτουργίας του λεπροκομείου, το νησί αποτέλεσε «αιμοδότη» μιας κοινωνίας που πάσχιζε να θρέψει τα παιδιά της.
Η Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, που έφερε ξανά στο προσκήνιο η μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία «Το Νησί» του MEGA, δεν υπήρξε μόνο το «γκέτο» των καταραμένων, αλλά και «σανίδα σωτηρίας» για την οικονομία της Ελούντας και ολόκληρης της περιφέρειας του Μεραμπέλλου.
Στα «πέτρινα» χρόνια λειτουργίας του λεπροκομείου, το νησί αποτέλεσε «αιμοδότη» μιας κοινωνίας που πάσχιζε να θρέψει τα παιδιά της. Φύλακες και λεμβούχοι από άλλα μέρη της Ελλάδος εγκαταστάθηκαν εκεί με τις οικογένειές τους ως εργαζόμενοι, ενώ ντόπιοι από τα γειτονικά χωριά πουλούσαν τη φτωχική πραμάτεια τους στους απομονωμένους λεπρούς: ξύλα, χόρτα, γάλα, αβγά...
Σήμερα, 53 χρόνια μετά την απομάκρυνση και των τελευταίων Χανσενικών, το νησί του πόνου και της οδύνης επανέρχεται στο παγκόσμιο προσκήνιο χάρη σε μία Βρετανίδα συγγραφέα, αλλά και στην τηλεοπτική υπερπαραγωγή του MEGA, που κάθε Δευτέρα βράδυ καθηλώνει τους Ελληνες μπροστά από τη μικρή οθόνη.
«Το Νησί» της Βικτόριας Χίσλοπ, που έχει γίνει μπεστ σέλερ σε δεκάδες χώρες, αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή της περιοχής.
Τους τελευταίους μήνες και κυρίως τις τελευταίες ημέρες στην Ελούντα επικρατεί κλίμα ενθουσιασμού Οι ντόπιοι αισθάνονται υπερήφανοι και συγκινημένοι, ενώ οι επαγγελματίες... τρίβουν τα χέρια τους από χαρά, αφού καταγράφεται κυριολεκτικά κοσμοσυρροή.
Υποδοχή
Σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση έχει «γονατίσει» τους πάντες, στην Πλάκα αντικρίζεις μόνο πρόσωπα χαρούμενα.
Aνθρωποι κάθε ηλικίας προθυμοποιούνται με περισσή ευγένεια να εξυπηρετήσουν τον ξένο επισκέπτη, να τον ξεναγήσουν στη Σπιναλόγκα, αλλά και να τον οδηγήσουν στο τηλεοπτικό «Νησί» και στα σκηνικά του.
Κάπου εκεί θα αισθανθεί κανείς την παρουσία της «Ελένης» και του «Γιώργη», θα αφουγκραστεί τις φωνές του παρελθόντος και περπατώντας στα καλντερίμια ίσως νιώσει την ανάσα εκείνων που αγωνίστηκαν ακόμα και με τη ζωή τους να αποτινάξουν το στίγμα του μιάσματος.
Ενας από τους πρώτους συνομιλητές μας είναι ο ερευνητής, συγγραφέας και εκπαιδευτικός Μανόλης Μακράκης. Τον συναντάμε στο δημοτικό σχολείο της Ελούντας.
Τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί μαθητές του συμμετείχαν ως κομπάρσοι στα γυρίσματα του σίριαλ. Για την ακρίβεια, ελάχιστοι ήταν από την περιοχή που δεν συμμετείχαν, αφού κατά περιόδους οι βοηθητικοί ηθοποιοί έφθασαν και τους 700, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που παραχώρησαν τα σπίτια τους για τα γυρίσματα.
«Η κοινωνία της Ελούντας χρωστάει ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Βικτόρια Χίσλοπ.
Η προσφορά της ήταν τεράστια. Αυτή εξάλλου ήταν η αιτία για τη συνεργασία με το MEGA και τον σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη, για να φτάσουμε σε αυτό το πολύ καλό αποτέλεσμα.
Ηδη η αύξηση των αφίξεων στη Σπιναλόγκα είναι θεαματική και πιστεύω ότι τα αποτελέσματα της επιτυχίας θα φανούν τουριστικά την επόμενη χρονιά».
Σύμφωνα με τον δάσκαλο, αυτό που κέρδισε τον κόσμο είναι ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας προσέγγισε την ιστορία.
«Μία ιστορία πόνου, αγάπης, ανθρωπίνων αξιών πάνω σε ένα νησί όπου κατοικούσαν άνθρωποι εξοργισμένοι, μιάσματα για τον υπόλοιπο κόσμο».
Το 1940 στη Σπιναλόγκα κατοικούσαν 367 λεπροί -ήταν ο μέγιστος πληθυσμός των Χανσενικών-, ενώ για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί ότι τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας του λεπροκομείου δύο Χανσενικοί έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια εξέγερσης.
Διεκδίκησαν ανθρώπινες συνθήκες σε μία περίοδο που οι κραυγές τους «τσακίζονταν» στα βράχια της «Μακριάς Αγκάθας».
Γιάννης Λυράκης
Ο νοσοκόμος που βρέθηκε στο πλευρό των αρρώστων
Τον κυρ Γιάννη Λυράκη, τον συναντήσαμε στο χωριό της Ελούντας. Υπήρξε νοσοκόμος στο λεπροκομείο. Τις γνώσεις τις είχε από τη θητεία του στο Βασιλικό Ναυτικό. Με γυναίκα, παιδιά και εγγόνια αποφάσισε να εργαστεί στη Σπιναλόγκα. «Στην αρχή όλοι ήταν σε άθλια κατάσταση. Από τα έλκη είχαν παραμορφωθεί. Δείλιαζες να τους κοιτάξεις. Αργότερα, όταν ανακαλύφθηκαν τα φάρμακα, η βελτίωση ήταν μεγάλη».
Σήμερα, ο κυρ Γιάννης είναι 87 ετών, όμως θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα όσα συνέβαιναν στο νησί. «Μόλις έμπαιναν εκεί, παντρεύονταν αμέσως και τεκνοποιούσαν. Εκεί μέσα υπήρχαν και υγιείς γυναίκες που είχαν ακολουθήσει τους άνδρες τους. Δούλευαν ως υπάλληλοι και βοηθούσαν. Επαιρναν τα βρέφη και τα εξέταζαν. Αν το μωρό είχε το μικρόβιο του Χάνσεν, το επέστρεφαν στους γονείς. Αν ήταν υγιές, το κρατούσαν. Το μεγάλωναν, το μόρφωναν για να ακολουθήσει έπειτα τον δρόμο του εκτός νησιού».
Θυμάται την εμβληματική μορφή του τριτοετούς φοιτητή της Νομικής, Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη. Ηταν η «κεφαλή» της Σπιναλόγκας, ο άνθρωπος που αγωνίστηκε και πέτυχε να αλλάξει τις συνθήκες διαβίωσης των Χανσενικών.
Φυσιολογική ζωή
«Κατάφεραν να έχουν μία φυσιολογική ζωή. Ψάρευαν, είχαν φτιάξει συνεταιρισμούς, έπαιζαν χαρτιά, έκαναν γλέντια, πήγαιναν σχολείο». Θυμάται επίσης ότι στη Σπιναλόγκα επικρατούσαν δύο παρατάξεις: «Οι Κρητικοί και οι Παλιοελλαδίτες». Μάλιστα, για τα μάτια μιας καλλονής ήρθαν σε αντιπαράθεση, όμως εκείνη δεν έκανε τη χάρη σε κανέναν και έφυγε μονάχη σαν ήρθε η ώρα του φευγιού από το νησί. «Tώρα όλη η υδρόγειος μιλάει για τη Σπιναλόγκα», λέει με συγκίνηση.
Τον χρόνο πίσω γυρίζει η 90χρονη Μαρία Μπεμπελάκη
«Πήγαινα κάθε εβδομάδα στο νησί, όμως δεν φοβήθηκα ποτέ»
«Μορφή» της περιοχής είναι αναμφισβήτητα η κ. Μαρία Μπεμπελάκη. Παρά τα 90 της χρόνια, δεν έχει χάσει τη ζωντάνια της και το μυαλό της εξακολουθεί να είναι «κοφτερό». Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που βρίσκεται απέναντι από το νησί. Οπως λέει χαρακτηριστικά, «όταν ανοίγω την πόρτα, πρώτα θωρώ των ήλιο και μετά τη Σπιναλόγκα». Η μάνα της υπήρξε επί 17 χρόνια νοσοκόμα στο λεπροκομείο. «Πήγαινα κάθε εβδομάδα στο νησί γιατί κρατούσα πράγματα στη μάνα μου. Σχετίστηκα με τους αρρώστους, όμως δεν φοβήθηκα ποτέ», λέει στο «Εθνος». Κοριτσάκι τότε, πολλές φορές είχε χρειαστεί να φιλοξενήσει στον μικρό τους καφενέ, στην Πλάκα, τους συγγενείς των λεπρών. «Εκεί κοίμιζα τον κόσμο. Τους παρηγορούσα, τους μαγείρευα, να περάσουν δύο μέρες και να φύγουν. Δεν μπορώ να σας περιγράψω όσα είδαν τα μάτια μου και όσα άκουσαν τα αυτιά μου γι’ αυτό το νησί».
Γλέντια
Νοσταλγεί τα τρικούβερτα γλέντια που έστηναν ανήμερα του Αγίου Παντελεήμονα οι λεπροί. «Εβγαζαν δύο καΐκια και πήγαιναν στα Μάλια για να τα φορτώσουν καρπούζια.
Την ημέρα της γιορτής μάς φίλευαν όλους από μία φέτα και κερνούσαν λουκούμια με αμύγδαλο μέσα σε τεράστια ξύλινα κιβώτια. Πηγαίναμε πολλοί από ‘δω και τα χωριά. Το γλέντι με τα όργανα στηνόταν στον μεγάλο θάλαμο. Χορεύαμε ανακατωμένοι λεπροί και γεροί, κορίτσια και αγόρια. Εκεί αναπτύχθηκαν μεγάλοι έρωτες γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι», θυμάται. Η γερόντισσα δεν κρύβει την συγκίνηση της που η ιστορία της Σπιναλόγκας έγινε γνωστή σε όλον τον κόσμο και σχολιάζει: «Αυτό το ξερονήσι ήταν και είναι η σωτηρία της περιοχής μας».
ΠΗΓΗ: Το Εθνος, 18 Οκτ. 2010
Στα «πέτρινα» χρόνια λειτουργίας του λεπροκομείου, το νησί αποτέλεσε «αιμοδότη» μιας κοινωνίας που πάσχιζε να θρέψει τα παιδιά της.
Η Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών, που έφερε ξανά στο προσκήνιο η μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία «Το Νησί» του MEGA, δεν υπήρξε μόνο το «γκέτο» των καταραμένων, αλλά και «σανίδα σωτηρίας» για την οικονομία της Ελούντας και ολόκληρης της περιφέρειας του Μεραμπέλλου.
Στα «πέτρινα» χρόνια λειτουργίας του λεπροκομείου, το νησί αποτέλεσε «αιμοδότη» μιας κοινωνίας που πάσχιζε να θρέψει τα παιδιά της. Φύλακες και λεμβούχοι από άλλα μέρη της Ελλάδος εγκαταστάθηκαν εκεί με τις οικογένειές τους ως εργαζόμενοι, ενώ ντόπιοι από τα γειτονικά χωριά πουλούσαν τη φτωχική πραμάτεια τους στους απομονωμένους λεπρούς: ξύλα, χόρτα, γάλα, αβγά...
Σήμερα, 53 χρόνια μετά την απομάκρυνση και των τελευταίων Χανσενικών, το νησί του πόνου και της οδύνης επανέρχεται στο παγκόσμιο προσκήνιο χάρη σε μία Βρετανίδα συγγραφέα, αλλά και στην τηλεοπτική υπερπαραγωγή του MEGA, που κάθε Δευτέρα βράδυ καθηλώνει τους Ελληνες μπροστά από τη μικρή οθόνη.
«Το Νησί» της Βικτόριας Χίσλοπ, που έχει γίνει μπεστ σέλερ σε δεκάδες χώρες, αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή της περιοχής.
Τους τελευταίους μήνες και κυρίως τις τελευταίες ημέρες στην Ελούντα επικρατεί κλίμα ενθουσιασμού Οι ντόπιοι αισθάνονται υπερήφανοι και συγκινημένοι, ενώ οι επαγγελματίες... τρίβουν τα χέρια τους από χαρά, αφού καταγράφεται κυριολεκτικά κοσμοσυρροή.
Υποδοχή
Σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση έχει «γονατίσει» τους πάντες, στην Πλάκα αντικρίζεις μόνο πρόσωπα χαρούμενα.
Aνθρωποι κάθε ηλικίας προθυμοποιούνται με περισσή ευγένεια να εξυπηρετήσουν τον ξένο επισκέπτη, να τον ξεναγήσουν στη Σπιναλόγκα, αλλά και να τον οδηγήσουν στο τηλεοπτικό «Νησί» και στα σκηνικά του.
Κάπου εκεί θα αισθανθεί κανείς την παρουσία της «Ελένης» και του «Γιώργη», θα αφουγκραστεί τις φωνές του παρελθόντος και περπατώντας στα καλντερίμια ίσως νιώσει την ανάσα εκείνων που αγωνίστηκαν ακόμα και με τη ζωή τους να αποτινάξουν το στίγμα του μιάσματος.
Ενας από τους πρώτους συνομιλητές μας είναι ο ερευνητής, συγγραφέας και εκπαιδευτικός Μανόλης Μακράκης. Τον συναντάμε στο δημοτικό σχολείο της Ελούντας.
Τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί μαθητές του συμμετείχαν ως κομπάρσοι στα γυρίσματα του σίριαλ. Για την ακρίβεια, ελάχιστοι ήταν από την περιοχή που δεν συμμετείχαν, αφού κατά περιόδους οι βοηθητικοί ηθοποιοί έφθασαν και τους 700, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που παραχώρησαν τα σπίτια τους για τα γυρίσματα.
«Η κοινωνία της Ελούντας χρωστάει ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Βικτόρια Χίσλοπ.
Η προσφορά της ήταν τεράστια. Αυτή εξάλλου ήταν η αιτία για τη συνεργασία με το MEGA και τον σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη, για να φτάσουμε σε αυτό το πολύ καλό αποτέλεσμα.
Ηδη η αύξηση των αφίξεων στη Σπιναλόγκα είναι θεαματική και πιστεύω ότι τα αποτελέσματα της επιτυχίας θα φανούν τουριστικά την επόμενη χρονιά».
Σύμφωνα με τον δάσκαλο, αυτό που κέρδισε τον κόσμο είναι ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας προσέγγισε την ιστορία.
«Μία ιστορία πόνου, αγάπης, ανθρωπίνων αξιών πάνω σε ένα νησί όπου κατοικούσαν άνθρωποι εξοργισμένοι, μιάσματα για τον υπόλοιπο κόσμο».
Το 1940 στη Σπιναλόγκα κατοικούσαν 367 λεπροί -ήταν ο μέγιστος πληθυσμός των Χανσενικών-, ενώ για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί ότι τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας του λεπροκομείου δύο Χανσενικοί έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια εξέγερσης.
Διεκδίκησαν ανθρώπινες συνθήκες σε μία περίοδο που οι κραυγές τους «τσακίζονταν» στα βράχια της «Μακριάς Αγκάθας».
Γιάννης Λυράκης
Ο νοσοκόμος που βρέθηκε στο πλευρό των αρρώστων
Τον κυρ Γιάννη Λυράκη, τον συναντήσαμε στο χωριό της Ελούντας. Υπήρξε νοσοκόμος στο λεπροκομείο. Τις γνώσεις τις είχε από τη θητεία του στο Βασιλικό Ναυτικό. Με γυναίκα, παιδιά και εγγόνια αποφάσισε να εργαστεί στη Σπιναλόγκα. «Στην αρχή όλοι ήταν σε άθλια κατάσταση. Από τα έλκη είχαν παραμορφωθεί. Δείλιαζες να τους κοιτάξεις. Αργότερα, όταν ανακαλύφθηκαν τα φάρμακα, η βελτίωση ήταν μεγάλη».
Σήμερα, ο κυρ Γιάννης είναι 87 ετών, όμως θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα όσα συνέβαιναν στο νησί. «Μόλις έμπαιναν εκεί, παντρεύονταν αμέσως και τεκνοποιούσαν. Εκεί μέσα υπήρχαν και υγιείς γυναίκες που είχαν ακολουθήσει τους άνδρες τους. Δούλευαν ως υπάλληλοι και βοηθούσαν. Επαιρναν τα βρέφη και τα εξέταζαν. Αν το μωρό είχε το μικρόβιο του Χάνσεν, το επέστρεφαν στους γονείς. Αν ήταν υγιές, το κρατούσαν. Το μεγάλωναν, το μόρφωναν για να ακολουθήσει έπειτα τον δρόμο του εκτός νησιού».
Θυμάται την εμβληματική μορφή του τριτοετούς φοιτητή της Νομικής, Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη. Ηταν η «κεφαλή» της Σπιναλόγκας, ο άνθρωπος που αγωνίστηκε και πέτυχε να αλλάξει τις συνθήκες διαβίωσης των Χανσενικών.
Φυσιολογική ζωή
«Κατάφεραν να έχουν μία φυσιολογική ζωή. Ψάρευαν, είχαν φτιάξει συνεταιρισμούς, έπαιζαν χαρτιά, έκαναν γλέντια, πήγαιναν σχολείο». Θυμάται επίσης ότι στη Σπιναλόγκα επικρατούσαν δύο παρατάξεις: «Οι Κρητικοί και οι Παλιοελλαδίτες». Μάλιστα, για τα μάτια μιας καλλονής ήρθαν σε αντιπαράθεση, όμως εκείνη δεν έκανε τη χάρη σε κανέναν και έφυγε μονάχη σαν ήρθε η ώρα του φευγιού από το νησί. «Tώρα όλη η υδρόγειος μιλάει για τη Σπιναλόγκα», λέει με συγκίνηση.
Τον χρόνο πίσω γυρίζει η 90χρονη Μαρία Μπεμπελάκη
«Πήγαινα κάθε εβδομάδα στο νησί, όμως δεν φοβήθηκα ποτέ»
«Μορφή» της περιοχής είναι αναμφισβήτητα η κ. Μαρία Μπεμπελάκη. Παρά τα 90 της χρόνια, δεν έχει χάσει τη ζωντάνια της και το μυαλό της εξακολουθεί να είναι «κοφτερό». Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που βρίσκεται απέναντι από το νησί. Οπως λέει χαρακτηριστικά, «όταν ανοίγω την πόρτα, πρώτα θωρώ των ήλιο και μετά τη Σπιναλόγκα». Η μάνα της υπήρξε επί 17 χρόνια νοσοκόμα στο λεπροκομείο. «Πήγαινα κάθε εβδομάδα στο νησί γιατί κρατούσα πράγματα στη μάνα μου. Σχετίστηκα με τους αρρώστους, όμως δεν φοβήθηκα ποτέ», λέει στο «Εθνος». Κοριτσάκι τότε, πολλές φορές είχε χρειαστεί να φιλοξενήσει στον μικρό τους καφενέ, στην Πλάκα, τους συγγενείς των λεπρών. «Εκεί κοίμιζα τον κόσμο. Τους παρηγορούσα, τους μαγείρευα, να περάσουν δύο μέρες και να φύγουν. Δεν μπορώ να σας περιγράψω όσα είδαν τα μάτια μου και όσα άκουσαν τα αυτιά μου γι’ αυτό το νησί».
Γλέντια
Νοσταλγεί τα τρικούβερτα γλέντια που έστηναν ανήμερα του Αγίου Παντελεήμονα οι λεπροί. «Εβγαζαν δύο καΐκια και πήγαιναν στα Μάλια για να τα φορτώσουν καρπούζια.
Την ημέρα της γιορτής μάς φίλευαν όλους από μία φέτα και κερνούσαν λουκούμια με αμύγδαλο μέσα σε τεράστια ξύλινα κιβώτια. Πηγαίναμε πολλοί από ‘δω και τα χωριά. Το γλέντι με τα όργανα στηνόταν στον μεγάλο θάλαμο. Χορεύαμε ανακατωμένοι λεπροί και γεροί, κορίτσια και αγόρια. Εκεί αναπτύχθηκαν μεγάλοι έρωτες γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι», θυμάται. Η γερόντισσα δεν κρύβει την συγκίνηση της που η ιστορία της Σπιναλόγκας έγινε γνωστή σε όλον τον κόσμο και σχολιάζει: «Αυτό το ξερονήσι ήταν και είναι η σωτηρία της περιοχής μας».
ΠΗΓΗ: Το Εθνος, 18 Οκτ. 2010
1) Η ζωή στη Σπιναλόγκα, ένα συγκλονιστικό βίντεο.
2) Σπιναλόγκα, το νησί των δακρύων
3) Το νησί των σημαδεμένων, δυο παλαιότερα ελληνικά βιβλία για τη ζωή στη Σπιναλόγκα.
Προβολή μεγαλύτερου χάρτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου