Ὁ Κανάρης γύριζε
τὸ 1825 ἄπρακτος
ἀπὸ
τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου
εἶχε πάει
νὰ κάψη τὸν
Τουρκοαιγυπτιακὸ στόλο. Καὶ
σὰ νὰ
μὴν ἔφτανε
ἡ πίκρα
του γιὰ τὴν
ἀποτυχία,
ἄκουγε καὶ
τὰ μουρμουρητὰ τῶν ναυτῶν του, ποὺ
μέρες εἶχαν
νὰ φᾶν
καὶ νὰ
πιοῦν νερό.
Τὸ καράβι τους εἶχε σώσει ἀπὸ μέρες τὶς
προμήθειές
του. Πλέοντας λοιπὸν στ’ ἀνοιχτά, κάποιος
ναύτης τὸν
πλησιάζει καὶ τοῦ λέει:
―Καπετὰν Κωνσταντή, ἕνα
καράβι ἀπὸ μακριά.
―Καλά, τοῦ ἀποκρίνεται ἥσυχα
ὁ Κανάρης.
Σὲ μισὴ ὥρα
τὰ δυὸ
πλοῖα βρέθηκαν
κοντὰ καὶ
οἰ ναῦτες
τοῦ Κανάρη
παρατήρησαν, ὅτι ἦταν ἕνα μεγάλο
αὐστριακὸ
ἱστιοφόρο.
―Ἐμπρός, παιδιά,
πιάστε τοὺς
γάντζους, προστάζει ὁ πυρπολητής.
Μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς ναῦτες
πῆραν τὰ
τουφέκια τους, ἄλλοι κατέβασαν μιὰ βάρκα
καὶ μὲ
τοὺς γάντζους
κόλλησαν στὸ ξένο πλοῖο. Τότε
ὁ Κανάρης
μὲ τὸν
ἀχώριστό
του σύντροφο Μικὲ καὶ μερικοὺς ἄλλους
ναῦτες σκαρφαλώνει σ’ αὐτὸ μὲ
τὴν πιστόλα
στὸ χέρι
καὶ παρουσιάζεται στὸν πλοίαρχο.
―Τί θέλετε; ρωτᾶ
μὲ τρόμο
ὁ Αὐστριακός, γιατὶ
νόμισε, πὼς
ἦταν πειρατές.
―Θέλομε νὰ μᾶς
δώσης ψωμί,
τυρί, νερὸ
καὶ ἀπὸ ὅ,τι
ἄλλο ἔχεις,
γιατὶ πεθαίνομε ἀπὸ τὴν
πεῖνα.
Ὁ πλοίαρχος κατάλαβε
τότε μὲ
ποιοὺς εἶχε
νὰ κάνη
καὶ προστάζει
τοὺς ναῦτες
του νὰ τοὺς
φέρουν ψωμιά, τυρί, ἕνα βαρέλι
σαρδέλες καὶ ἀρκετὸ νερό.
Ἀφοῦ
τὰ κατέβασαν
στὴ βάρκα,
ὁ Κανάρης
εἶπε στὸν
Αὐστριακὸ
πλοίαρχο:
―Λεφτὰ δὲν ἔχω
τώρα νὰ
σὲ πληρώσω·
γράψε λοιπὸν πόσα κάνουν σ’ ἕνα
χαρτὶ καὶ
φέρε το νὰ
σοῦ τὸ
ὑπογράψω.
―Δὲν κάνει τίποτε,
ἀποκρίθηκε
ὁ πλοίαρχος
γνωρίζοντας τὴ φτώχεια τῶν ἐπαναστατῶν.
―Φέρε το, εἶπα, καὶ
γράψε δυὸ
χιλιάδες γρόσια! ἀπάντησε θυμωμένος
ὁ πυρπολητής. Τὸ ὑπόγραψε
καὶ τὸ
δίνει στὸν
πλοίαρχο λέγοντας:
―Τὸ Ἔθνος μας θὰ
σὲ πληρώση!
―Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν
ἔχετε ἔθνος,
τόλμησε νὰ
πῆ ἐκεῖνος.
Ἄστραψαν τὰ μάτια
τοῦ Κανάρη,
ἀγρίεψε
τὸ πρόσωπό του καὶ
μὲ θυμὸ
καὶ περιφρόνηση εἶπε:
―Σὰ δὲν ἔχωμε
Ἔθνος, θὰ
κάνωμε!
Ἔτσι χωρίστηκαν, ὁ
ἕνας πιστεύοντας στὰ λόγια του, ποὺ
ἧταν πεποίθηση
ὅλων τῶν
σκλαβωμένων, καὶ ὁ ἄλλος κουνώντας
τὸ κεφάλι
του ἀπὸ
δυσπιστία στὰ ὀνειροπολήματα τῶν
ραγιἀδων.
Ἡ ἐξόφληση
Πέρασαν τὰ χρόνια
καὶ ἡ
῾Ελλάδα
ἔγινε ἐλεύθερη. Ὁ
Κανάρης, σεβαστὸς πιὰ ναύαρχος, ἦταν
Ὑπουργὸς
τῶν Ναυτικῶν, καὶ ὁ καπετὰν
Μικὲς πλοίαρχος
σ’ ἐμπορικὸ σκάφος. Ὁ Μικὲς
ἔτυχε κάποτε
στὸ Γαλάζι
τῆς Ρουμανίας ν’ ἀγοράζη σιτάρι.
Ἐκεῖ
βρῆκε καὶ
τὸν Αὐστριακὸ πλοίαρχο,
ποὺ τότε
μόνο τὸν
ἀναγνώρισε,
ὅταν τοῦ
θύμισε τὴν
παλιὰ δυσάρεστη συνάντηση· τὸν
παρακίνησε μάλιστα νὰ περάση ἀπὸ τὴν
Ἀθήνα,
γιὰ νὰ
πληρωθῆ, καὶ μὲ κόπο τὸν
κατάφερε νὰ δεχτῆ. Ἕνα πρωὶ
λοιπὸν ὁ
Μικὲς καὶ
ὁ Αὐστριακὸς πῆγαν
στὸ Ὑπουργεῖο καὶ
ζήτησαν νὰ
ἰδοῦν
τὸν Κανάρη.
Ἅμα μπῆκαν,
ὁ Μικὲς
τοῦ εἶπε:
―Ἐξοχώτατε,
θυμᾶσαι, ποὺ ὑπόγραψες μιὰ
ἀπόδειξη
γιὰ δυὸ
χιλιάδες γρόσια σ’ ἕνα πλοίαρχο Αὐστριακὸ κοντὰ
στὴν Ἀλεξάνδρεια;
―Ἄ, ναί, θυμοῦμαι,
ἀπάντησε,
ἀφοῦ
σκέφτηκε λίγο ὁ Κανάρης.
―Νὰ λοιπόν, ὁ
πλοίαρχος ἦρθε νὰ πάρη τὰ
χρήματα.
Ὁ Κανάρης ζήτησε
τὴν ἀπόδειξη, τὴν
κοίταξε καλὰ καλὰ καὶ ἔπειτα
μὲ ἐθνικὴ περηφάνια
λέει στὸν
Αὐστριακό:
―Βλέπεις, πλοίαρχέ
μου, πὼς ἐμεῖς οἱ
Ἕλληνες ὅ,τι
λέμε τὸ
κάνομε! Ὑπόγραψε κατόπιν
ἕνα ἔνταλμα
καὶ τό
᾽δωσε στὸν
πλοίαρχο, γιὰ νὰ πληρωθῆ…
Αναγνωστικό Έκτης Δημοτικού, 1952
1 σχόλιο:
Το μόνο κακό είναι ότι τον Αυστριακό συνεχίσαμε να τον πληρώνουμε και θα τον πληρώνουμε εσαεί. Σαν πολύ δεν πάνε τα γρόσια εκείνα;
Δημοσίευση σχολίου