Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ένα "χαρτί" που ξοφλήθηκε στο ακέραιο


Κανάρης γύριζε τ 1825 πρακτος π τν λεξάνδρεια, που εχε πάει ν κάψη τν Τουρκοαιγυπτιακ στόλο. Κα σ ν μν φτανε πίκρα του γι τν ποτυχία, κουγε κα τ μουρμουρητ τν ναυτν του, πο μέρες εχαν ν φν κα ν πιον νερό. Τ καράβι τους εχε σώσει π μέρες τς προμήθειές του. Πλέοντας λοιπν στ’ νοιχτά, κάποιος ναύτης τν πλησιάζει κα το λέει:

―Καπετν Κωνσταντή, να καράβι π μακριά.

―Καλά, το ποκρίνεται συχα Κανάρης.

Σ μισ ρα τ δυ πλοα βρέθηκαν κοντ κα ο νατες το Κανάρη παρατήρησαν, τι ταν να μεγάλο αστριακ στιοφόρο.

μπρός, παιδιά, πιάστε τος γάντζους, προστάζει πυρπολητής.

Μερικο π τος νατες πραν τ τουφέκια τους, λλοι κατέβασαν μι βάρκα κα μ τος γάντζους κόλλησαν στ ξένο πλοο. Τότε Κανάρης μ τν χώριστό του σύντροφο Μικ κα μερικος λλους νατες σκαρφαλώνει σ’ ατ μ τν πιστόλα στ χέρι κα παρουσιάζεται στν πλοίαρχο.

―Τί θέλετε; ρωτ μ τρόμο Αστριακός, γιατ νόμισε, πς ταν πειρατές.

―Θέλομε ν μς δώσης ψωμί, τυρί, νερ κα π ,τι λλο χεις, γιατ πεθαίνομε π τν πενα.

πλοίαρχος κατάλαβε τότε μ ποιος εχε ν κάνη κα προστάζει τος νατες του ν τος φέρουν ψωμιά, τυρί, να βαρέλι σαρδέλες κα ρκετ νερό. φο τ κατέβασαν στ βάρκα, Κανάρης επε στν Αστριακ πλοίαρχο:

―Λεφτ δν χω τώρα ν σ πληρώσω· γράψε λοιπν πόσα κάνουν σ’ να χαρτ κα φέρε το ν σο τ πογράψω.

―Δν κάνει τίποτε, ποκρίθηκε πλοίαρχος γνωρίζοντας τ φτώχεια τν παναστατν.

―Φέρε το, επα, κα γράψε δυ χιλιάδες γρόσια! πάντησε θυμωμένος πυρπολητής. Τ πόγραψε κα τ δίνει στν πλοίαρχο λέγοντας:

―Τ θνος μας θ σ πληρώση!

λλ σες δν χετε θνος, τόλμησε ν π κενος.

στραψαν τ μάτια το Κανάρη, γρίεψε τ πρόσωπό του κα μ θυμ κα περιφρόνηση επε:

―Σ δν χωμε θνος, θ κάνωμε!

τσι χωρίστηκαν, νας πιστεύοντας στ λόγια του, πο ταν πεποίθηση λων τν σκλαβωμένων, κα λλος κουνώντας τ κεφάλι του π δυσπιστία στ νειροπολήματα τν ραγιδων.

ξόφληση

Πέρασαν τ χρόνια κα Ελλάδα γινε λεύθερη. Κανάρης, σεβαστς πι ναύαρχος, ταν πουργς τν Ναυτικν, κα καπετν Μικς πλοίαρχος σ’ μπορικ σκάφος. Μικς τυχε κάποτε στ Γαλάζι τς Ρουμανίας ν’ γοράζη σιτάρι. κε βρκε κα τν Αστριακ πλοίαρχο, πο τότε μόνο τν ναγνώρισε, ταν το θύμισε τν παλι δυσάρεστη συνάντηση· τν παρακίνησε μάλιστα ν περάση π τν θήνα, γι ν πληρωθ, κα μ κόπο τν κατάφερε ν δεχτ. να πρω λοιπν Μικς κα Αστριακς πγαν στ πουργεο κα ζήτησαν ν δον τν Κανάρη. μα μπκαν, Μικς το επε:

 ―ξοχώτατε, θυμσαι, πο πόγραψες μι πόδειξη γι δυ χιλιάδες γρόσια σ’ να πλοίαρχο Αστριακ κοντ στν λεξάνδρεια;

, ναί, θυμομαι, πάντησε, φο σκέφτηκε λίγο Κανάρης.

―Ν λοιπόν, πλοίαρχος ρθε ν πάρη τ χρήματα.

Κανάρης ζήτησε τν πόδειξη, τν κοίταξε καλ καλ κα πειτα μ θνικ περηφάνια λέει στν Αστριακό:

―Βλέπεις, πλοίαρχέ μου, πς μες ο λληνες ,τι λέμε τ κάνομε! πόγραψε κατόπιν να νταλμα κα τό δωσε στν πλοίαρχο, γι ν πληρωθ

Αναγνωστικό Έκτης Δημοτικού, 1952


1 σχόλιο:

Stergios Nastopoulos είπε...

Το μόνο κακό είναι ότι τον Αυστριακό συνεχίσαμε να τον πληρώνουμε και θα τον πληρώνουμε εσαεί. Σαν πολύ δεν πάνε τα γρόσια εκείνα;