Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Όταν οι πολιτικοί παίζουν θέατρο (του παραλόγου)


Όταν οι πολιτικοί παίζουν θέατρο
Γράφει:Ο Σπύρος Εργολάβος, στον ΠΡΩΪΝΟ ΛΟΓΟ

Είναι γνωστός σε όλους μας ο ρόλος που διαδραμάτισε το θέατρο στη ζωή –κοινωνική και πολιτική– της αρχαίας Αθήνας. Θεωρήθηκε, και πραγματικά ήταν, λαϊκό σχολείο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Περικλής, δίνοντας ουσιαστικό περιεχόμενο στη Δημοκρατία, καθιέρωσε τα περίφημα θεωρικά, που επέτρεπαν στους Αθηναίους πολίτες δωρεάν να παρακολουθούν στο θέατρο τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματικής τέχνης.
Στόχος τους η αγωγή των πολιτών. Και τούτο γιατί, και όταν ακόμα τα αρχαία δραματικά έργα είχαν ως πρωταγωνιστές θεούς και ήρωες, και τότε, το υπόστρωμά τους ήταν βαθύτατα κοινωνικό, πολιτικό.
Έτσι, όταν στο αρχαίο θέατρο ακούστηκε η φράση «ανδρός ος βούλεται είναι και μη φαίνεσθαι δίκαιος», όλοι οι θεατές έστρεψαν, αυθόρμητα, τα βλέμματά τους προς τον παριστάμενο Αριστείδη και τον χειροκρότησαν.
Κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβαινε στην αρχαία Αθήνα επιχειρήθηκε – και σε ικανοποιητικό βαθμό επιτεύχθηκε – τον 20ό αιώνα, με τους μεγάλους δημιουργούς των θεατρικών έργων.
Το θέατρο, σε μεγάλο βαθμό πολιτικοποιήθηκε, με την έννοια ότι έγινε φορέας όχι μόνο γενικών κοινωνικών θεωρήσεων, αλλά και ουσιαστικών πολιτικών μηνυμάτων. Έτσι, ανάμεσα στο θέατρο – μιλάμε, βέβαια, για θέατρο απαιτήσεων – και ανάμεσα στην πολιτική – μιλάμε, βέβαια, για την πολιτική εκείνη που εκπληρώνει, στο ακέραιο, μάλιστα, τον προορισμό της και γίνεται φορέας εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου, στα πλαίσια της πολιτικής ηθικής – αναπτύχθηκε στενή και δημιουργική σχέση, ένα είδος "εκλεκτικής συγγένειας" όπως θα την ονόμαζε ο Γκαίτε, και η μια πλευρά ένιωθε απαραίτητη την ύπαρξη και την επίδραση της άλλης.
Και αυτό ήταν επόμενο να συμβεί:
Πρώτα, γιατί το θέατρο αποτελεί μια ξεκάθαρη κοινωνική δραστηριότητα, ένα φαινόμενο κοινωνικό και, συχνά, άμεσα ή έμμεσα, πολιτικό. Έχει, συνεπώς, άμεση σχέση με την πολιτική: Αναδεικνύει τις πλευρές εκείνες που πρέπει να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή, και στις οποίες πρέπει να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία, για να συνδέεται, έτσι, η πολιτική ζωή με αρχές και αξίες που μπορούν να κάνουν καλύτερη τη ζωή των πολιτών. Παράλληλα επισημαίνει τρωτά και ελαττώματα στα οποία εύκολα παραδίνεται η ανθρώπινη φύση – όταν μάλιστα αυτή εμπλέκεται στα γρανάζια της αλαζονείας της εξουσίας – και γίνεται πρόξενος μυρίων δεινών.
Έπειτα, γιατί η πολιτική αφουγκράζεται τα μηνύματα που εκπέμπονται από τη θεατρική δημιουργία, τα αξιολογεί, και ανάλογα, τα αποδέχεται ή τα απορρίπτει, βελτιώνοντας, κατʼ αυτό τον τρόπο, την ίδια την πολιτική και τη ζωή της κοινωνίας. Όπως το θέατρο, έτσι και η πολιτική, επιζητούν μορφές διαμεσολάβησης ανάμεσα στη ζωή και στο θεατή το πρώτο, ανάμεσα στη ζωή – κοινωνική και πολιτική – και στον πολίτη η δεύτερη.
Ο καλός πολιτικός πρέπει να είναι και καλός ρήτορας, για να μπορεί να εξηγεί στους πολίτες τις σκέψεις του και τις αποφάσεις με τις οποίες σκοπεύει να αντιμετωπίσει τις εκάστοτε, παρουσιαζόμενες καταστάσεις όπως, άλλωστε, και το θέατρο, ενέχει και ένα στοιχείο ηθοποιΐας, βασικό μάλιστα.
Τι συμβαίνει όμως όταν η πολιτική αποξενώνεται από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο και, αντί να εκλαϊκεύσει, κατά τρόπο ειλικρινή, τη δράση της – πράγμα που θα την εξέθετε ανεπανόρθωτα στους πολίτες – καταφεύγει σε διάφορες "θεατρικές μορφές", προκειμένου να αποπροσανατολίσει τους πολίτες από τα βασικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, αλλά ούτε και να στερηθεί τους καρπούς της εξουσίας;
Τότε συμβαίνει, απλούστατα, οι πολιτικοί μας να προσπαθούν να αντικαταστήσουν την πολιτική πράξη – ανύπαρκτη στην ουσία – με διάφορες θεατρινίστικες μορφές, εκχυδαΐζοντας τόσο την πολιτική όσο και τη θεατρική δημιουργία. Δηλαδή, επειδή δεν είναι σε θέση να ασκήσουν πολιτική, παίζουν θέατρο σε βάρος των πολιτών.
Αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα τη ζούμε, σε όλο το τραγικό της μεγαλείο, στον τόπο μας – με ελάχιστες εξαιρέσεις που όμως δεν αναιρούν τον κανόνα – εδώ και τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Ατμόσφαιρα πνιγηρή που, στις μέρες μας, έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς "αποπνέει" – όπως εξομολογήθηκε δημόσια, ανώτατος δικαστικός λειτουργός – "οσμές διαφθοράς, αδιαφάνειας και ανομίας σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος" .
Έτσι φτάσαμε στα όρια – αν δεν τα έχουμε ξεπεράσει – μιας ολοκληρωτικής χρεοκοπίας. Χρεοκοπία που είναι, κατά κύριο λόγο, πολιτική.Έχει χρεοκοπήσει, κατά κοινή ομολογία, το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας. Το ομολογούν, άλλωστε, οι ίδιοι οι πολιτικοί μας – με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό – που καλεί τους πολίτες να υποστούν τα νέα οδυνηρά οικονομικά μέτρα, για να μη χρεοκοπήσει ολοκληρωτικά η χώρα.
Και μέσα σʼ αυτή την πολιτική χρεοκοπία που δεν επιτρέπει την άσκηση πολιτικής παίζεται, σε βάρος του λαού, το θέατρο με πρωταγωνιστές, όχι ηθοποιούς, αλλά πολιτικούς που παίζουν το ρόλο των ηθοποιών.
Ανοίξτε την τηλεόραση και παρακολουθήστε τους πολιτικούς μας να συζητούν – δηλαδή να διαπληκτίζονται – περί παντός επιστητού. Παριστάνουν τους παντογνώστες για θέματα γύρω από τα οποία έχουν πλήρη άγνοια, παράλληλα, βέβαια, με την άγνοια της ουσίας της πολιτικής.
Δυο πρόσφατες χαρακτηριστικές εικόνες που σχετίζονται με την πολιτική ζωή του τόπου, αλλά έχουν έντονα τα στοιχεία της θεατρικής παράστασης, είναι αρκετές να μας κάνουν να νιώσουμε την ουσία του προβλήματος.
Εικόνα πρώτη:
Το υπουργικό συμβούλιο, σε πλήρη απαρτία, περιμένει την άφιξη του πρωθυπουργού για να αρχίσει η συνεδρίαση. Προς μεγάλη έκπληξη των περισσότερων, αν όχι όλων των υπουργών, ανοίγει η πόρτα και βλέπουν να προπορεύεται ο αρχιεπίσκοπος και να ακολουθεί ο πρωθυπουργός.
Κάποιος υπουργός τότε, αν αληθεύουν οι δημοσιογραφικές πληροφορίες, παρατήρησε: "Αυτό δεν είναι υπουργικό συμβούλιο, είναι talk show".
Με απλά λόγια: μια πρωτότυπη θεατρική παράσταση, μεσαιωνικής κοπής και έμπνευσης". Πού βρίσκεται τώρα το θεατρικό στοιχείο της υπόθεσης; Βρίσκεται, ακριβώς στο "ενδιαφέρον" του αρχιεπισκόπου για τους μετανάστες και στην "προβολή" εκ μέρους του – και εκ μέρους της άλλης πλευράς – του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας.
Και ποια είναι η ουσία η πολιτική αυτής της υπόθεσης; Απλούστατα το γνωστό θέμα της λεγόμενης εκκλησιαστικής περιουσίας". Η μια πλευρά – η πολιτική – προσπαθεί να τη φορολογήσει – γιατί ξέρει πως αν αυτό δε γίνει, με τα νέα – δυσβάσταχτα για το λαό – φορολογικά μέτρα, θα ξεσηκωθούν ακόμα και οι πέτρες˙ η άλλη πλευρά – η εκκλησιαστική – προσπαθεί, με νύχια και με δόντια, να διατηρήσει τα προνόμιά της, με πρόσχημα το κοινωνικό της έργο.
Δηλαδή, και οι δυο πλευρές, επειδή δεν μπορούν να πουν ευθέως την αλήθεια στο Λαό, δηλαδή να εκφραστούν πολιτικά, παίζουν θέατρο.
Εικόνα δεύτερη:
Με υπογραφές βουλευτών της συμπολίτευσης, και με συμφωνία των βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποφασίστηκε να συσταθούν πέντε εξεταστικές επιτροπές για να διερευνήσουν – λέει – τα μεγάλα σκάνδαλα που συγκλόνισαν, τα τελευταία δέκα χρόνια, τη χώρα και την οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Πού βρίσκεται, τώρα, το δραματικό – πολιτικό – στοιχείο της υπόθεσης; Βρίσκεται απλούστατα στο γεγονός, ότι πρωταγωνιστές αυτών των σκανδάλων, είναι τα δυο κόμματα εξουσίας που θα "διερευνήσουν" τις υπο­θέσεις˙ βρίσκεται ακόμα στο γεγονός – κωμικό – τραγικό αυτό – ότι τα σκάνδαλα αυτά, με νόμο που ψήφισαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους, έχουν παραγραφεί και κανένας δεν πρόκειται να τιμωρηθεί.
Δηλαδή και εδώ οι πολιτικοί μας, επειδή δεν μπορούν – και δε θέλουν – να ασκήσουν πολιτική, παίζουν θέατρο σε βάρος του Λαού.
Και εδώ δεν πρόκειται για απλό θέατρο: πρόκειται για θέατρο παραλόγου, για πραγματική κοροϊδία του Λαού.
Τώρα θα μου πείτε: Και τι σε πειράζει που, με τέτοια και παρόμοια περιστατικά, οι πολιτικοί μας, με το θέατρο που παίζουν, μας διασκεδάζουν και μας κάνουν να ξεχάσουμε τα πιεστικά προβλήματα;
Με πειράζει – και πρέπει όλους να μας πειράζει – γιατί σʼ αυτό το θέατρο, άλλοι είναι οι θύτες – οι πολιτικοί – και άλλα είναι τα θύματα – εμείς οι πολίτες.
Εμείς καλούμαστε, για μια ακόμα φορά – που μπορεί να είναι και η τελευταία για τη χώρα μας – να πληρώσουμε τα πολλαπλά ανομήματά τους, εμείς καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την τραγικότητα της κατάστασης στην οποία μας έχουν οδηγήσει. Αυτή την κατάσταση διεκτραγώδησε, πρόσφατα, ο οξυδερκής πολιτικός, Μίμης Ανδρουλάκης, με τούτη τη χαρακτηριστική φράση που απηύθυνε, μέσα στη Βουλή, προς τους βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης:
"Να μη χαίρεστε – τους είπε – αν η κυβέρνηση αποτύχει. Η επόμενη κυβέρνηση δε θα είναι ελληνική, έστω και αν κάθονται εκεί Έλληνες υπουργοί".
Εγώ, απλούστατα, ήθελα να προσθέσω:
Μπορεί σήμερα η Κυβέρνηση να είναι ελληνική, όπως είναι και η Βουλή.
Η πολιτική όμως που ασκείται στη χώρα μας – κάτω από τη δαμόκλεια σπάθη της χρεοκοπίας – δεν είναι ελληνική. Την πολιτική σήμερα στη χώρα μας την υπαγορεύουν ο Αλμούνια, ο Όλι Ρεν και ο Τρισέ.
Οι Έλληνες πολιτικοί απλώς εκτελούν τις εντολές τους. Μα, αυτό συμβαίνει, θα μου πείτε, στον τομέα τον οικονομικό.
Όμως, πρέπει να έχουμε το θάρρος να το ομολογήσουμε:
Μια χώρα, βουτηγμένη στο δημόσιο χρέος, στα ελλείμματα, στη διαφθορά και στη χρεοκοπία, που δεν είναι σε θέση να ασκήσει ανεξάρτητη οικονομική πολιτική, δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να ασκήσει εθνική, ελληνική πολιτική. Αυτό όσο δύσπεπτο κι αν είναι, πρέπει, επί τέλους, να το χωνέψουμε. Και να δεχθούμε ότι η πολιτική που ασκείται στον τόπο μας, 35 χρόνια τώρα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κακόγουστο θέατρο που παίζεται σε βάρος του Λαού.
Αυτό πρέπει να είναι το κυριότερο δίδαγμα από την 35ετία που πέρασε, και το ισχυρότερο μήνυμα για τη νέα χρονιά, για την οποία σας εύχομαι:
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: