Αναμνήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Αποστολίδη ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ 1900-1969 Δεύτερος Τόμος
Για τον Α τόμο του βιβλίου (ΓΚΑΡΝΙΖΟΝ ΟΥΣΙΑΚ) πατήστε ΕΔΩ
….ήμουν στη Β Γυμνασίου όταν πολιορκούνταν το Μπιζάνι. Βρισκόμουν στο χωριό (την Καλουτά στο Ζαγόρι) το γυμνάσιο κλειστό και παρέες - παρέες βγαίναμε στην κορυφή στο βουνό στο Μιτσικέλι και βλέπαμε τις οβίδες να σκάζουν στο Μπιζάνι και γύρω, ακούγαμε τους κρότους. Είχα ανακαλύψει σε κάποια κασέλα ένα πιστόλι του πατέρα μου, χωρίς φυσίγγια, το κρέμασα στη ζώνη μου και μαζί με άλλους παριστάναμε τους παλικαράδες.
Πριν μερικές μέρες είχε περάσει από το χωριό μας ένα τάγμα τούρκικος στρατός προς το Τρίστενο που είχε απελευθερωθεί, δεν ενόχλησαν όμως τους κατοίκους στο χωριό, μόνο ψωμί ζήτησαν και τους έδωκε η κοινότητα. Τους έστησαν όμως ενέδρα Κρητικοί αντάρτες, τους τσάκισαν και γύρισαν πίσω στα Γιάννενα κουβαλώντας και κάποιον βαριά τραυματισμένο, το δύστυχο το Βασίλη, απ’ τους Βορειοηπειρώτες που είχαν επιστρατεύσει.
Ο Τούρκος ταγματάρχης παρακάλεσε τους μουχταροδημογέροντες του χωριού:
Ο άνθρωπος αυτός, δικός σας είναι – δηλαδή χριστιανός. Είναι βαριά τραυματισμένος στο στήθος. Να τον μεταφέρω στα Γιάννενα καβάλα στο μουλάρι, θα μου πεθάνει στο δρόμο έξι εφτά ώρες στο ζώο. Εσείς εδώ γιατρό έχετε, ας μείνει εδώ κι αν γίνει καλά έρχεται στα Γιάννενα. Έτσι έμεινε στο χωρίο μας.
Τραυματίας πολέμου! Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα κι όλο το χωριό ήταν περίεργο. Τον είχαν βάλει σ’ ένα δωμάτιο στην Καζάρμα και τον περιποιόταν η κυρά Φίλπαινα. Πήγα την άλλη μέρα το πρωϊ να τον δω από περιέργεια κι από ικανοποίηση, γιατί τον είχαν χτυπήσει οι δικοί μας.
Τον είχε ξαπλωμένο στο μπάσι, ανασηκωμένο σε δυό τρία μαξιλάρια, γιατί ο άμοιρος ανάπνεε με δυσκολία και ήταν κατάχλωμος, προφανώς από αιμορραγία στο θώρακα.
Θυμόμουν αργότερα με ντροπή, και τώρα ακόμη, ότι όχι μόνο δεν ένοιωσα λύπη μπροστά στον πόνο και στην αγωνία του ανθρώπου, αλλά σκέφτηκα, καλά να του γίνει, αφού πήγε με τους Τούρκους να πολεμήσει τους δικούς μας. Τον κοίταξα για λίγες στιγμές, το πολύ-πολύ όπως βλέπεις ένα άσχημα χτυπημένο σκυλί, γύρισα τις πλάτες μου κι έφυγα. Στο σπίτι βρήκα τη μάνα μου να πλένει τα πιάτα και της είπα για τον τραυματία το Βασίλη.
--Και πως θα πάει τάχα;
--Πάει αυτός, δε θα ζήσει.
Η κυρά Σεβαστή, με την καρδιά της μάνας, άρχισε σαν να μοιρολογάει:
--Τον κακομοίρη, ποια μάνα και ποια αδελφή να τον περιμένουν.
--Τι;, για το Βασίλη κλαίς, που πήγε με τους Τούρκους να χτυπήσει τους δικούς μας; Δεν ντρέπεσαι!
Η μάνα μου, όμως, αδιαφορώντας για τα δικά μου «υψηλά πατριωτικά αισθήματα», εξακολουθούσε να μονολογεί: «Ποια μάνα και ποια αδελφή να τον περιμένουν τον άμοιρο».
Έφυγα αγαναχτισμένος με τη νοοτροπία της, αλλά όταν βρέθηκα μακριά, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: Εγώ σκέφτομαι σωστά ή η απλοϊκή μάνα μου;
Ήταν το πρώτο αλλά και το πιο δυνατό χτύπημα στον ηλίθιο σωβινισμό μου. Το θυμόμουν σ’ όλη μου τη ζωή το οδυνηρό αυτό μάθημα ανθρωπιάς.
Τούρκους δε βλέπαμε στα χωριά μας, στην Μπάγια (Κήποι Ζαγορίου) έμεινε κάποιος Μπεκήρ αγάς μ’ ένα λόχο, αλλά σε αδράνεια. Μόνο μια συμμορία Κουτσόβλαχοι με επικεφαλής κάποιον Βασίλη κι έναν που ‘λεγε πως είναι ανθυπολοχαγός, ο Τραγιάν. Τριγύριζαν οπλισμένοι και πλιατσικολογούσαν λίρες χρυσές και είδη ρουχισμού. Αντάρτες με επικεφαλής τον Καραγιώργη σε μια ενέδρα τους σκότωσαν και τους δυό.
Η μάνα μου από φόβο μ’ έστειλε με την οικογένεια του γιατρού Στεφάνου κι άλλους χωριανούς στα Τρίκαλα.
Ξεκινήσαμε. Το πρώτο βράδυ στο μοναστήρι στη Βουτσά. Το πρωϊ Γρεβενήτι, Τρίστενο, και περνώντας ένα πελώριο δάσος από ψηλές οξιές, τις Πολτσιές, το βράδυ στο Μέτσοβο. Εκεί για πρώτη φορά έβλεπα Έλληνες στρατιώτες και τους καμάρωνα. Μείναμε τέσσερις πέντε μέρες και μέσο Ζυγού, πάντα με τα πόδια, περνώντας το κατεβασμένο από τις βροχές ποτάμι Σαλαμπριά, εγώ στα καπούλια ενός αλόγου, φτάσαμε στα Τρίκαλα.
Εκεί σαν πρόσφυγες, μας δίναν μισή κουραμάνα ψωμί τη μέρα, πήγαινα το πρωί και έπαιρνα στην πλάτη μου το τσουβάλι με τις ζεστές κουραμάνες. Μείναμε μέχρι που έπεσε το Μπιζάνι και την άνοιξη γυρίσαμε στο χωριό. Θυμάμαι στο Ζυγό το χιόνι, καθώς είχαν ανοίξει δρόμο δεξιά κι αριστερά σαν τοίχος δυό μέτρα ύψος.
Βιαζόμουν να δω τα Γιάννενα λεύτερα και πήγα το γρηγορότερο.
Συνεχίσαμε τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου που είχαμε διακόψει, τέλειωσα την Τρίτη και την Τετάρτη τάξη και πήρα το απολυτήριό μου με λίαν καλώς.
Είχε έρθει κι ο πατέρας μου από τη Ρουμανία κι ο θείος μου ο Πέτσας από τη Μικρά Ασία και συζητούσαμε τι να σπουδάσω τώρα.
Εγώ ήθελα να γίνω μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος, με μάγευαν τα πειράματα που κάναμε στη φυσική, αλλά η Λιέγη, που ήθελα να πάω, είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, άσε που τα οικονομικά του πατέρα μου δεν έφταναν. Ο θείος μου πρότεινε την Ανωτάτη Γεωπονική της Λάρισας, δεν το ήθελα.
Βρισκόταν στο χωριό για διακοπές ο Γιώργος ο Αθανασούλας, τριτοετής της Ιατρικής, και μ’ έπεισε να σπουδάσω γιατρός. Έτσι γράφτηκα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
….ήμουν στη Β Γυμνασίου όταν πολιορκούνταν το Μπιζάνι. Βρισκόμουν στο χωριό (την Καλουτά στο Ζαγόρι) το γυμνάσιο κλειστό και παρέες - παρέες βγαίναμε στην κορυφή στο βουνό στο Μιτσικέλι και βλέπαμε τις οβίδες να σκάζουν στο Μπιζάνι και γύρω, ακούγαμε τους κρότους. Είχα ανακαλύψει σε κάποια κασέλα ένα πιστόλι του πατέρα μου, χωρίς φυσίγγια, το κρέμασα στη ζώνη μου και μαζί με άλλους παριστάναμε τους παλικαράδες.
Πριν μερικές μέρες είχε περάσει από το χωριό μας ένα τάγμα τούρκικος στρατός προς το Τρίστενο που είχε απελευθερωθεί, δεν ενόχλησαν όμως τους κατοίκους στο χωριό, μόνο ψωμί ζήτησαν και τους έδωκε η κοινότητα. Τους έστησαν όμως ενέδρα Κρητικοί αντάρτες, τους τσάκισαν και γύρισαν πίσω στα Γιάννενα κουβαλώντας και κάποιον βαριά τραυματισμένο, το δύστυχο το Βασίλη, απ’ τους Βορειοηπειρώτες που είχαν επιστρατεύσει.
Ο Τούρκος ταγματάρχης παρακάλεσε τους μουχταροδημογέροντες του χωριού:
Ο άνθρωπος αυτός, δικός σας είναι – δηλαδή χριστιανός. Είναι βαριά τραυματισμένος στο στήθος. Να τον μεταφέρω στα Γιάννενα καβάλα στο μουλάρι, θα μου πεθάνει στο δρόμο έξι εφτά ώρες στο ζώο. Εσείς εδώ γιατρό έχετε, ας μείνει εδώ κι αν γίνει καλά έρχεται στα Γιάννενα. Έτσι έμεινε στο χωρίο μας.
Τραυματίας πολέμου! Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα κι όλο το χωριό ήταν περίεργο. Τον είχαν βάλει σ’ ένα δωμάτιο στην Καζάρμα και τον περιποιόταν η κυρά Φίλπαινα. Πήγα την άλλη μέρα το πρωϊ να τον δω από περιέργεια κι από ικανοποίηση, γιατί τον είχαν χτυπήσει οι δικοί μας.
Τον είχε ξαπλωμένο στο μπάσι, ανασηκωμένο σε δυό τρία μαξιλάρια, γιατί ο άμοιρος ανάπνεε με δυσκολία και ήταν κατάχλωμος, προφανώς από αιμορραγία στο θώρακα.
Θυμόμουν αργότερα με ντροπή, και τώρα ακόμη, ότι όχι μόνο δεν ένοιωσα λύπη μπροστά στον πόνο και στην αγωνία του ανθρώπου, αλλά σκέφτηκα, καλά να του γίνει, αφού πήγε με τους Τούρκους να πολεμήσει τους δικούς μας. Τον κοίταξα για λίγες στιγμές, το πολύ-πολύ όπως βλέπεις ένα άσχημα χτυπημένο σκυλί, γύρισα τις πλάτες μου κι έφυγα. Στο σπίτι βρήκα τη μάνα μου να πλένει τα πιάτα και της είπα για τον τραυματία το Βασίλη.
--Και πως θα πάει τάχα;
--Πάει αυτός, δε θα ζήσει.
Η κυρά Σεβαστή, με την καρδιά της μάνας, άρχισε σαν να μοιρολογάει:
--Τον κακομοίρη, ποια μάνα και ποια αδελφή να τον περιμένουν.
--Τι;, για το Βασίλη κλαίς, που πήγε με τους Τούρκους να χτυπήσει τους δικούς μας; Δεν ντρέπεσαι!
Η μάνα μου, όμως, αδιαφορώντας για τα δικά μου «υψηλά πατριωτικά αισθήματα», εξακολουθούσε να μονολογεί: «Ποια μάνα και ποια αδελφή να τον περιμένουν τον άμοιρο».
Έφυγα αγαναχτισμένος με τη νοοτροπία της, αλλά όταν βρέθηκα μακριά, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: Εγώ σκέφτομαι σωστά ή η απλοϊκή μάνα μου;
Ήταν το πρώτο αλλά και το πιο δυνατό χτύπημα στον ηλίθιο σωβινισμό μου. Το θυμόμουν σ’ όλη μου τη ζωή το οδυνηρό αυτό μάθημα ανθρωπιάς.
Τούρκους δε βλέπαμε στα χωριά μας, στην Μπάγια (Κήποι Ζαγορίου) έμεινε κάποιος Μπεκήρ αγάς μ’ ένα λόχο, αλλά σε αδράνεια. Μόνο μια συμμορία Κουτσόβλαχοι με επικεφαλής κάποιον Βασίλη κι έναν που ‘λεγε πως είναι ανθυπολοχαγός, ο Τραγιάν. Τριγύριζαν οπλισμένοι και πλιατσικολογούσαν λίρες χρυσές και είδη ρουχισμού. Αντάρτες με επικεφαλής τον Καραγιώργη σε μια ενέδρα τους σκότωσαν και τους δυό.
Η μάνα μου από φόβο μ’ έστειλε με την οικογένεια του γιατρού Στεφάνου κι άλλους χωριανούς στα Τρίκαλα.
Ξεκινήσαμε. Το πρώτο βράδυ στο μοναστήρι στη Βουτσά. Το πρωϊ Γρεβενήτι, Τρίστενο, και περνώντας ένα πελώριο δάσος από ψηλές οξιές, τις Πολτσιές, το βράδυ στο Μέτσοβο. Εκεί για πρώτη φορά έβλεπα Έλληνες στρατιώτες και τους καμάρωνα. Μείναμε τέσσερις πέντε μέρες και μέσο Ζυγού, πάντα με τα πόδια, περνώντας το κατεβασμένο από τις βροχές ποτάμι Σαλαμπριά, εγώ στα καπούλια ενός αλόγου, φτάσαμε στα Τρίκαλα.
Εκεί σαν πρόσφυγες, μας δίναν μισή κουραμάνα ψωμί τη μέρα, πήγαινα το πρωί και έπαιρνα στην πλάτη μου το τσουβάλι με τις ζεστές κουραμάνες. Μείναμε μέχρι που έπεσε το Μπιζάνι και την άνοιξη γυρίσαμε στο χωριό. Θυμάμαι στο Ζυγό το χιόνι, καθώς είχαν ανοίξει δρόμο δεξιά κι αριστερά σαν τοίχος δυό μέτρα ύψος.
Βιαζόμουν να δω τα Γιάννενα λεύτερα και πήγα το γρηγορότερο.
Συνεχίσαμε τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου που είχαμε διακόψει, τέλειωσα την Τρίτη και την Τετάρτη τάξη και πήρα το απολυτήριό μου με λίαν καλώς.
Είχε έρθει κι ο πατέρας μου από τη Ρουμανία κι ο θείος μου ο Πέτσας από τη Μικρά Ασία και συζητούσαμε τι να σπουδάσω τώρα.
Εγώ ήθελα να γίνω μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος, με μάγευαν τα πειράματα που κάναμε στη φυσική, αλλά η Λιέγη, που ήθελα να πάω, είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, άσε που τα οικονομικά του πατέρα μου δεν έφταναν. Ο θείος μου πρότεινε την Ανωτάτη Γεωπονική της Λάρισας, δεν το ήθελα.
Βρισκόταν στο χωριό για διακοπές ο Γιώργος ο Αθανασούλας, τριτοετής της Ιατρικής, και μ’ έπεισε να σπουδάσω γιατρός. Έτσι γράφτηκα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου