"Στις σκιές
του Σάββα ΜιχαήλΤου
Ηλία Δαυίδ Μάτσα
Και της Ραχήλ Ηλία Μάτσα
Παππού και νόνας από τα Γιάννινα
Και στη σκιά
Του Σαμπεθάι ή Μπέσσου Δαυίδ Μάτσα
Που κρεμάστηκε από τους Ναζί
…Ger Toshan
…Πάροικος και παρεπίδημος εγώ εμί μεθ’ υμών…
Γένεσις κγ΄4
Όταν αποτίουμε φόρο τιμής σ’ ότι έγινε τελετουργούμε…
Γ. ΒΕΛΤΣΟΣ, «Στην Παράδεισο»
- Οι τρεις στάσεις
Πώς να ζήσεις όταν ανήκεις στους
καταπιεσμένους;
Ποια στάση ζωής να
τηρήσεις όταν προέρχεσαι από τους κατεξοχήν κατατρεγμένους,
εν παντί χρόνω – από το σπέρμα του Αβραάμ;
Μια αφήγηση στο Ταλμούδ, μια Άγγαδά με
άπειρες διακλαδώσεις και προεκτάσεις
δίνει το νήμα. (σ. σ. Βλέπε E. Wiesel, Celebration talmudique, Portraits et Legendes, Seuil 1991,σελ. 235).
Κάποτε ο Ραμπί Γεουντά κι ο Ραμπί Γιοσέ κι ο Ραμπί Σιμόν μπαρ Γιοχάι συζητούσαν για τους αφέντες του κόσμου τούτου. Ο Ραμπί Γεουντά λέει: «Πόσο θαυμάσιοι είναι οι Ρωμαίοι! Ανοίξανε και στρώσανε δρόμους, χτίσανε γιοφύρια κι όλα για το καλό το δικό μας!».
Ο Ραμπί Γιοσέ προτιμάει να μείνει σιωπηλός.
Ο Ραμπί Γιοσέ μπαρ Γιοχάι, όμως, με φωνή τρεμάμενη από επαναστατική οργή κραυγάζει: «Ότι φτιάξανε οι Ρωμαίοι είναι για το δικό τους το καλό: στρώσανε δρόμους για τις πόρνες τους, χτίσανε γιοφύρια για να μαζεύουν φόρους!».
Ο αναπόφευκτος χαφιές τους άκουσε και τους κάρφωσε στις αρχές. Κι οι αφέντες του κόσμου αποφάσισαν. Στον Ραμπί Γεουντά, που τους τίμησε, δώσαν τιμές. Τον Ραμπί Γιοσέ, που σώπασε, τον στείλαν εξορία. Και τον Ραμπί Σιμόν μπαρ Γιοχάι τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Μα ο Ραμπί Σιμόν αρνήθηκε το θάνατο και πέρασε στην παρανομία. Κρύφτηκε πρώτα σε μια γιεσιβά, ανάμεσα σ’ αυτούς που μελετούν το Νόμο. Έφυγε όμως από κει, φοβούμενος προδοσία. Μαζί με τον γιο του, τον Ραμπί Ελεάζαρ, χάθηκε μέσα σε μια σπηλιά. Εκεί έμεινε χρόνους δεκατρείς, χωμένος στο χώμα ως το λαιμό, κρυμμένος-θαμμένος ζωντανός, διαβάζοντας αδιάκοπα, μαζί με τον Ραμπί Ελεάζαρ, νύχτα-μέρα το βιβλίο της Τορά, περιμένοντας την ώρα και τη στιγμή μέχρι να έρθει ο Ελιάου-α-Ναβή, ο Ηλίας ο Προφήτης, να μηνύσει ότι πέθανε, χάθηκε ο Καίσαρας κι έπεσε καταγής ο νόμος κι η εξουσία του.
Αιώνες μετά, άξιος απόγονος και μαθητής του Ραμπί Σιμόν μπαρ Γιοχάι, ο Παναγιώτης Εβραίος ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά ήρθε κι αυτός κυνηγημένος να κρυφτεί σε μια ανάλογη σπηλιά. Μόνο που το σπήλαιον αυτή τη φορά ήταν εκείνο του Πλάτωνα. Επαναστάτης καταδιωγμένος από πάσαν αρχήν και εξουσίαν, προφήτης-ποιητής που απαγγέλλει τη Λύτρωση των Πάντων, μελετάει την Τορά, κρυμμένος-θαμμένος και ζωντανός μέσα στην ελληνίδα γης της διαλεκτικής: αυτός με μια κουβέντα είναι ο έσχατος Ρωμανιώτης ποιητής, ο γλυκός υμνωδός των μελλούμενων.
- Αθήνα και Ιερουσαλήμ
Εκεί «εν καταγείω οικήσει σπηλαιώδει, αναπεπταμένην προς το φως την είσοδον εχούση μακράν παρά παν το σπήλαιον, εν ταύτη εκ παίδων όντας εν θεσμοίς», (σ. σ. Πλάτωνος Πολιτείαa και d.)
Κι ήρθες, ω Μούσα ξελογιάστρα αθώα κι αγνή
Στ’ ωραίο μεθύσι του Καημού και της Ιδέας
Με της Ελλάδας τη μελίρρυτη φωνή
Και με τη φλογερή ψυχή της Ιουδαίας (σ. σ. Γιωσέφ Ελιγιά, Ποίηση, Δωδώνη,
Μα είναι ποτέ δυνατό; Ο Ησαΐας να μιλάει με τη φωνή του Ομήρου, σαν ένας Dybbuk, και ο Δαυίδ να ψαλμωδεί στη γλώσσα του Σολωμού; Είναι ποτέ δυνατόν η Ιερουσαλήμ να μετατοπιστεί στον τόπο της Αθήνας; Μήπως ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω;
Μήπως ο Γιωσέφ Ελιγιά, ο πιστός κατά τα άλλα μαθητής του Ραμπί Ακιμπά, με την ποιητική σύζευξη του Ελληνικού και του Εβραϊκού, ακολουθεί τα χνάρια του Ραμπί Έλισά μπεν Άμπουγιά, που επονομάστηκε «Αχέρ», δηλαδή ο «Άλλος»; Ο Αχέρ εσκανδάλιζε τους πάντες εισβάλλοντας στη γιεσιβά για να απαγγείλει με στεντόρεια φωνή Όμηρο, την ώρα που οι άλλοι διαβάζανε την Τορά. Ο θρύλος λέει ότι όταν μπήκε στην Παρντές, την Παράδεισο, «συνέτριψε τα φυτώρια» και βγήκε από κει ως Άλλος, σαν αποστάτης.
Ο Ελιγιά καταγράφει τον Ελισά με αγάπη και θαυμασμό, σαν τον «Φάουστ του Ταλμούδ» - ο ίδιος, όμως, παραμένει στο πλευρό του Ακιμπά και του Σιμόν μπαρ Γιοχάι. Το ιεροσολυμιτικό Ταλμούδ καταδικάζει τον Ελισά μπεν Αμπουγιά, τον ελληνίζοντα Ιουδαίο, σαν αιρετικό. Ως συνήθως, μπορούμε να βρούμε στο Ταλμούδ επιχειρήματα και περί του αντιθέτου.
Σ’ ένα σπουδαίο ταλμουδικό απόσπασμα, (σ. σ. Μεγγιλά 8d και 9a-9d) γίνεται συζήτηση για το αν μπορούν ή όχι οι Γραφές να μεταφραστούν σε άλλη γλώσσα. (Αυτή η ταλμουδική προβληματική περί μεταφράσεως θα γίνει ξανά επίκαιρη στις μέρες μας από τον Benjamin στο σχετικό περίφημο δοκίμιό του ή κι από τον Derrida, όταν στο Dissemination και στο L’ Oreille de l’ autre {Αχέρ!} δείχνει πως η μετάφραση ενεργοποιεί ότι διακυβεύεται στο πέρασμα προς τη φιλοσοφία).
Στην αρχαία συζήτηση, λοιπόν, ο Ραμπάν Γκαμλιέρ λέει ότι μόνο στα Ελληνικά επιτρέπεται να μεταφραστεί η Βίβλος. Γιατί; Διαβάζουμε στο Ταλμούδ: Έχει γραφεί: «πλατύναι ο Θεός τω Ιάφεθ και κατοικησάτω εν τοις οίκοις του Σημ» {Γένεσις θ’ 27}
Ο Ραβ Χιγιά μπαρ Αμπά λέει: «”Τι θα πει Ιάφεθ”; (θα πει) “Ο Θεός του δίνει ομορφιά”». Το ωραιότερο στη γενιά του Ιάφεθ είναι η ελληνική γλώσσα. Κατοικησάτω, λοιπόν, εν τοις οίκοις του Σήμ. Στην παραπομπή που γίνεται από το βιβλίο της Γενέσεως, ο Σήμ κι ο Ιάφεθ, σ’ αντίθεση με τον αδελφό τους Χάμ, κάλυψαν με ιμάτιο τον γυμνό πατέρα Νώε, την απογυμνωμένη πατρική λειτουργία, το καταρρέον όνομα του Πατρός – το Nom du Pere του Lacan. (Καθόλου τυχαία, το ίδιο απόσπασμα χρησιμοποιεί κι ο ψυχαναλυτής Philippe Julien στο βιβλίο του για την πατρότητα Το Ιμάτιο του Νώε). (σ. σ. Ph. Julien, Για την Πατρότητα, μετάφραση Π. Βαρδή, Ελληνικά Γράμματα, 1993, σελ. 51). Ακριβώς επειδή Σήμ και Ιάφεθ «συν-εκάλυψαν την γύμνωσιν του πατρός αυτών), (σ. σ. Γένεσις 8, 23) μπορούν και να συν-κατοικήσουν στη γλώσσα του μεγάλου Άλλου {Αχέρ}. Όχι χωρίς δυσκολίες συχνά ανυπέρβλητες.
Κάποιος μαθητής ρώτησε κάποτε τον Ραμπί του: «Διαβάζω ξανά και ξανά την Τορά. Μπορώ τώρα να μελετήσω και τη χοχμά γιαβανίτ, την ελληνική σοφία;». Κι ο Ραμπί απαντάει: «Ναι, αλλά δεν μπορείς να την μελετάς όταν είναι ώρα της ημέρας ή ώρα της νύχτας». Τότε πότε; Ποτέ;
Οι αρχαίοι σοφοί δίνουν την απάντηση: μπορείς να μελετήσεις την ελληνική σοφία μόνο στο λυκαυγές της Ημέρας της Εβδόμης. Τότε, όταν ο Αδωνάι τέλειωσε τη Δημιουργία και, λίγο πριν αναπαυθεί, έφτιαξε τους όρους του θαύματος, την υπέρβαση των όρων και των νόμων της ίδιας της δημιουργίας. Τότε και μόνο τότε μπορεί ο Εβραίος να μελετάει την ελληνική σοφία και τον Όμηρο και τον Πλάτωνα, και τον Πίνδαρο και τους Τραγικούς, και τον Ηράκλειτο και τον Σταγιρίτη. Μια τέτοιαν ώρα, βράδυ της Παρασκευής ξημερώνοντας Σάββατο, στο λυκόφως, στις 29 Ιουλίου 1931, πέθανε κι ο Ελληνοεβραίος ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά.
- Ιερουσαλήμ, η επί των υδάτων
Ο Έλληνας Λόγος στρέφεται πάντα στο όν ή όν, η ψυχή της Ιουδαίας, αντίθετα, ατενίζει διαρκώς την Εξορία, δηλαδή το Όν ως Ιστορία. Ο Γιωσέφ Ελιγιά κατορθώνει την επικίνδυνη και επισφαλή Ένωση των αντιθέτων με τη «μελίρρυτη φωνή» της νέας ελληνικής ποίησης.
Δεν έπεσε εξ ουρανού. Ανεδύθη από τα γενέθλια νερά της Λίμνης. Ένας τέτοιος αλλόκοτος ποιητής, ένας διφυής, ένας Dybbuk που μιλάει με ελληνική λαλιά μέσα από ένα εβραϊκό σώμα με μάκρος χιλιετηρίδων, δεν θα μπορούσε να γεννηθεί και να πλασθεί αλλού παρά στα αλλόκοσμα Γιάννινα. Που αλλού, έξω από τη μητρόπολη των Ρωμανιωτών Εβραίων, θα μπορούσε να επιχειρηθεί ένα τέτοιο μείγμα εκρηκτικών υλών;
Εδώ, πάνω από χίλια χρόνια, διατηρήθηκε ζωντανή η παράδοση έντασης και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο Εβραϊκό και το Ελληνικό, που ξεκινάει από ακόμα πιο παλιά, από την όψιμη εποχή της αρχαιότητας και την αλεξανδρινή περίοδο. Δεν είναι τυχαίος ο θρύλος που οι Γιαννιώτες Εβραίοι περνούσαν από γενιά σε γενιά: ότι κατάγονταν από τους Εβραίους αιχμαλώτους που έφερε στη Ρώμη από την Παλαιστίνη ο αυτοκράτορας Τίτος, μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού, στα 70 μ.Χ., και που μια θαλασσοταραχή τον ανάγκασε να τους εγκαταλείψει στις ακτές της Ηπείρου.
Ο Γιωσέφ Νεχαμά κι ο σοφός καθηγητής Νίκος Βέης τοποθετούν την εγκατάσταση των ελληνοφώνων Εβραίων στην ηπειρωτική γη ακόμα αρχαιότερα, στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Ασσέρ Μωυσής έγραφε ότι οι Εβραίοι μετανάστευσαν στα Γιάννινα από τη Νικόπολη το 80 μ.Χ. (σ.σ. R. Dalven, The Jews of Ioannina, Dacmus Press, Philadelphia-Pensylvania 1990, σελ. 3) Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ωριγένης, αναπτύσσοντας την αλληγορική του ερμηνευτική της Βίβλου και επειδή δεν τον ικανοποιούσαν τα υπάρχοντα αντίγραφα στα εβραϊκά ή η μετάφραση των Ο΄, ήρθε ακριβώς στη Νικόπολ, όπου εθεωρείτο ότι βρίσκονταν τα αρχαιότερα και αυθεντικότερα εβραϊκά χειρόγραφα των Γραφών.
Οι ελληνόφωνοι ή ελληνίζοντες ή ελληνιστές Εβραίοι, γνωστοί ως Ρωμανιώτες (από τη λέξη «Ρωμανία» της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου), χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή ζωή, αλλά και στις τελετουργίες, την ελληνική γλώσσα με προσμείξεις της εβραϊκής και πολλούς εβραϊσμούς. Τα ιδιώματά τους έτσι ακολουθούν και μπολιάζονται μ’ όλες τις μαγικές μεταμορφώσεις της ελληνικής γλώσσας, «του πιο ωραίου γεννήματος της γενιάς του Ιάφεθ».
Δυστυχώς ελάχιστα έχει προσεχτεί αυτός ο θησαυρός. Ο Ελιγιά αναφέρει τις πρώτες μελέτες του Αμπραάμ Ντανόν πάνω στην ελληνοραβινική και την ελληνοκαραϊτική διάλεκτο, καθώς και τις εργασίες του Λάζαρου Βελλέλη (Εβραίου από την Κέρκυρα και πρώτου καθηγητή της Εβραιολογίας στην Ελλάδα, όταν ιδρύθηκε η έδρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης το 1929), πάνω στα ρωμανιώτικα ιδιώματα του Μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων. Ιδού ένα δείγμα ρωμανιώτικης λαλιάς από την ελληνική μετάφραση της Τορά 1547, που γράφτηκε στα ελληνικά μεν αλλά με εβραϊκούς χαρακτήρες:
«23. ο ήλιος εβγήκεν επί την ηγή και ο Λότ ήρτεν εις τη Ζοάρ.
24. και ο κύριος έβρεξεν επί την Σεδόμ και επί την Αμόρα τειάφι και στιά από τον κύριον από τον ουρανό.
25. και εκύτταξεν η γυναίκα του αποπίσου του, και ήταν στίβα άλας.
………………………………………………………………………………………………………………
30. και ανέβην ο Λότ από τη Ζοάρ και έκατσεν εις το όρος, ότι εφουβήθην να κάτση εις τη Ζοάρ και έκατσεν εις τη σπηλιά, εκείνος και οι δύο θυγατέρες του.
31. και είπεν η πρωτότοκη προς τη μικρή, ο πατέρας μας γέρος, και ανήρ δεν είνε εις την ηγή απάνου μας σαν στράτα όλης της ηγής» κλπ. (σ.σ. Βλέπε Συντέλεια, τεύχος 2-3, Φθινόπωρο 1990 – Χειμώνας 1991, σελ. 132-133).
Δεν ακούγεται ο αντίλαλος αυτής της λαλιάς στη σολωμική Γυναίκα της Ζάκυνθος;
Μετά το διωγμό των Σεφαραντίμ Εβραίων από την Ισπανία το 1492 και την εγκατάστασή τους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι κοινότητες των Ρωμανιωτών περιορίζονται σε μια συρρικνούμενη μειονότητα. Βρίσκονται κυρίως στα Γιάννινα και την Ηπειρο, τη Χαλκίδα και την Πάτρα, λίγοι στα Επτάνησα, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, κάπως πιο συγκεντρωμένοι στην Πόλη και τη Σμύρνη. Αναμφίβολα η μεγαλύτερη κοινότητα Ρωμανιωτών και η πιο προσηλωμένη στις παραδόσεις της ήταν η γιαννιώτικη.
Μπορεί να μην έγινε ποτέ σαν την Ιερουσαλήμ του Βορρά, τη Βίλνα της Λιθουανίας των Εσκεναζίμ. Μπορεί να μην έγινε ποτέ σαν την Ιερουσαλήμ του Νότου, τη φημισμένη Θεσσαλονίκη των Σεφαραντίμ. Ελαμψε όμως κι αυτή ως η Ιερουσαλήμ η επί των υδάτων – γκιώδ -, η Ιερουσαλήμ της Παμβώτιδας.
Σε καμιά κοινότητα της Ευρώπης π.χ. δεν υπάρχει, όπως σημειώνει κι ο Ελιγιά, η ιδιόρρυθμη παιδική γιορτή «Τα ήρταμαν» (από το ελληνοεβραϊκό τραγούδι «ήρταμαν και καλώς σας πήραμαν…») στην αρχή του μηνός Αδάρ, αντίστοιχη με τα ρωμαίικα «Μαρτιάτικα» αλλά και σε εφαρμογή της ταλμουδικής ρήτρας: «Μόλις αρχίσει ο Αδάρ, ας αρχίσει κι η εκδήλωση της χαράς», που θα κορυφωθεί στο Πουρίμ της Εσθήρ.
Μια άλλη εβραϊκή γιορτή που αλλού ξεχάστηκε, στα Γιάννινα τιμούνταν ιδιαίτερα: το Λάγκ μπα Όμερ, 33 μέρες μετά το Πέσσαχ, το εβραϊκό Πάσχα, στις 18 του μηνός Ιγιάρ (Μάιος). Ήταν μέρα χαράς για τη σωτηρία των μαθητών του Ραμπί Ακιμπά από μιαν επιδημία. Στα Γιάννινα γιορταζόταν ειδικά σαν επέτειος του θανάτου του Ραμπί Σιμόν μπαρ Γιοχάι, του γνωστού μας αντάρτη, που ο θρύλος τον ήθελε και συγγραφέα του Ζοχάρ, του ιερού βιβλίου του καββαλιστών. (σ. σ. R. Dalven, όπ.π., σελ. 97). Οι Γιαννιώτες Εβραίοι πηγαίνανε στη Συναγωγή και ψάλλανε ύμνους προς τιμήν του Ραμπί Σιμόν. Όποιος δεν είχε μπορέσει να έχει σέντερ, το πασχαλινό τραπέζι, μπορούσε να κάνει την τελετή του σέντερ το βράδυ του Λάγκ μπα Όμερ. Κι αν καμιά Γιαννιώτισσα, που δυσκολευόταν να κάνει παιδί, γεννούσε για την ημέρα ετούτη, του έδιναν το όνομα του επαναστάτη ραβίνου του 2ου αιώνα.
Καθώς σχηματιζόταν κι έρεε το μεγάλο ποτάμι του ραμαίικου δημοτικού τραγουδιού, ξεπρόβαλλε σαν ρυάκι του το γιαννιώτικο εβραϊκό τραγούδι, ένα ρυάκι μάλαμα. Τραγούδια σαν το «Κίνα γλώσσα να μιλήσεις, θάματα να ‘μολογήσεις», το τραγούδι του Πουρίμ, ή σαν εκείνο της «Θυσίας του Αβραάμ», το βράδυ της περιτομής, ή το «Μην αφήνεις την ψυχή μου οχ τον κόσμο να χαθή, Έλ χάι ραχμάν μέλεχ νεεμάν», αποτελούν αριστουργήματα της λαϊκής δημοτικής ποίησης σε ρωμαίικη λαλιά. Απ’ αυτή τη φλέβα πηγάζει κι ο λυρισμός του Γιώσεφ Ελιγιά.
Την ίδια στιγμή που η αυστηρή προσήλωση στις πιο αρχαίες παραδόσεις υπηρετούσε μια στρατηγική επιβίωσης, δεν έλειπε και ο μεταβολισμός με το μεταβαλλόμενο ιστορικό περιβάλον. Από τον 18ο αιώνα τα Γιάννινα δεν ήταν κάποια περιφερειακή-περιθωριακή πόλη αλλά ένας βασικός κόμβος διασταύρωσης των διεθνών εμπορικών δρόμων και μια εστία ανθούσα της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στα Βαλκάνια.
Η διεθνής καπιταλιστική επέκταση επέτρεψε στα αστικά στοιχεία της γιαννιώτικης εβραϊκής κοινότητας να κινούνται και να έχουν διαρκώς ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, ανατολικά με τη Θεσσαλονίκη, την Πόλη, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Ρωσία, δυτικά με την Ιταλία, στα βόρεια με τη Βουδαπέστη, τη Βιέννη, τη Yiddishland. Οι ευρωπαϊκοί άνεμοι έπνεαν πάνω από τα Γιάννινα και η κοινότητα ήταν ανοιχτή στα ρεύματά τους, μαζί και στις εβραϊκές παραδόσεις. Η εγκατάσταση της Alliance Israelite Universelle το 1904 στα Γιάννινα, από τη μια εξέφραζε τις ανακατατάξεις που έφερνε στα Βαλκάνια η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής ζωής, από την άλλη έφερνε τη γαλλική κουλτούρα, έναν κοσμοπολίτικο αέρα, μια διεύρυνση των οριζόντων, ιδιαίτερα στα πιο ανήσυχα και πνευματικά στοιχεία μέσα στη γιαννιώτικη εβραϊκή νεολαία, το πιο λαμπρό δείγμα των οποίων ήταν ο Γιωσέφ Ελιγιά.
Στη συνέχεια, η πρώτη διείσδυση των πρώτων σιωνιστικών και σοσιαλιστικών ιδεών και προπαντός η θύελλα των πολέμων και της Ρωσικής Επανάστασης άλλαξαν ριζικά το κοινωνικό και το ιδεολογικό τοπίο.
Στο θαυμάσιο, έτσι κι αλλιώς, διήγημά του Σαμπεθάι Καμπιλής (σ. σ. Στο Δ. Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης, Ζώδιο, 1994, σελ. 47-83) ο μεγάλος Γιαννιώτης πεζογράφος Δημήτρης Χατζής παρουσιάζει το δίπολο του Καμπιλή και του Ελιγιά, του εκπροσώπου της συντηρητικής εσωστρέφειας από τη μια και του πρώτου εκφραστή της επαναστατικής νεοτερικότητας από την άλλη. Τα πράγματα έτσι ήταν, αλλά και πολύ πιο πολύπλοκα από όσο μπορεί να δει από τα έξω ακόμα και το διεισδυτικό μάτι ενός ευαίσθητου γκόι. Η σύγκρουση δεν ήταν απλώς ανάμεσα στους προσκολλημένους στην παράδοση και σ’ εκείνους που την απορρίπτανε. Ήταν σύγκρουση της Παράδοσης με τον ίδιο της τον εαυτό σε συνθήκες ραγδαίας μεταμόρφωσης όλων των κοινωνικών σχέσεων στον ευρύτερο ελλαδικό, βαλκανικό κι ευρωπαϊκό χώρο. Από μιαν άποψη, ο Γιωσέφ Ελιγιά ήταν πολύ πιο βαθιά βυθισμένος στην Παράδοση από τον οποιοδήποτε Σαμπεθάι Καμπιλή. Μπορούσε ν’ ανακαλύψει και να εκτιμήσει πολύ περισσότερο τις διαστάσεις της χάρη στην απέραντη κουλτούρα του, την οξυμένη ευαισθησία του ποιητή, το μεσσιανικό πάθος του κομμουνιστή. Ο ίδιος ήταν γέννημα αυτής της Παράδοσης, αυτό-συνείδησή της και διαλεκτική της αυτό-άρνηση, υπέρβαση, Aufhebung. Ήταν η λάμψη που φώτισε το τοπίο, πριν τούτο βυθιστεί στον ιστορικό ζόφο και τον αφανισμό.
Ο Δ. Χατζής βλέπει τον άδικο χαμό μιας ιδιόρρυθμης, συμπαθέστατης, κλειστής στον εαυτό της, αθεράπευτα συντηρητικής κοινότητας, που εξοβελίζει ότι ρηξικέλευθο – τον Ελιγιά – κι οδηγείται σαν πρόβατο επί σφαγήν, σημαδεύοντας με το τέλος της το τέλος της αγαπημένης μικρής του πόλης.
Έτσι φαίνονται να είναι τα πράγματα. Στην ουσία, χάθηκαν πολύ περισσότερα και υψηλότερα. Επεσε, καταποντίστηκε, χάθηκε η Ιερουσαλήμ ή επί των υδάτων, η Ιερουσαλήμ της Παμβώτιδας. Και μπρος στα τείχη της θρηνεί ο προφήτης:
«Επήγαγε γαρ επ’ αυτούς έθνος μακρόθεν, έθνος αναιδές και αλλόγλωσσον, οι ουκ ησχύνθησαν πρεσβύτην ουδέ παιδίον ελέησαν και απήγαγον τους αγαπητούς της χήρας και από των θυγατέρων την μόνην ερήμωσαν». (σ. σ. Βαρούχ δ’ 15-16)
Όταν τους παίρνανε για το Άουσβιτς – Μπίρκεναου, κάποιος θα θυμήθηκε τους στίχους του Ελιγιά…
Αχ, παινεμένα Γιάννινα, ω ανθότοποι των οραμάτων
Πικρός το πώς σας άφησα καημός με βασανίζει… (σ. σ. Γ. Ελιγιά, όπ.π., σελ. 46).
Οι προφήτες έρχονται πάντα πριν την Καταστροφή.
«…Ύστερα από αυτά, άνοιξεν ο Ιώβ το στόμα του και καταράστηκε τη μέρα που γεννήθηκε – και απελογήθηκε ο Ιώβ και είπε:
Η Μέρα αυτή που σύρθηκε στον Κόσμο να βουλιάξει
Κι η Νύχτα που διαλάλησαν: αρσενικό εγεννήθη!
Σκοτάδι να ‘ναι η μέρα αυτή…
…………………………………………………………………………………….
Γιατί το φως εδόθηκε δώρο στον κουρασμένο
Γιατί χαρίζεται η ζωή στους ψυχοσυντριμμένους
Που θάνατο προσμένουμε κι ο θάνατος αργεύει…
…………………………………………………………………………………….
Τι μύριοι φόβοι, βάσανα στη ράχη μου χυμήξαν
Κι ότι κακό φοβήθηκα σ’ εμένα έχει ξεσπάσει
Μήτε ξανάσασμα, μηδέ η ησυχία και γαλήνη
Κι όλο φριχτό μαρτυρολόι…» (σ. σ. Οπ.π., σελ. 156-157)
- Vita poetae fons Vitae
O Γιωσέφ Ελιγιά ήταν η τελευταία αναλαμπή πριν τη Σοάχ, τη γενοκτονία. Σαν αυθεντικός ποιητής, το ωραιότερο ποίημά του ήταν η ίδια η μαρτυρική και σύντομη ζωή του. Γεννήθηκε σχεδόν μαζί με τον αιώνα, στις 30 Οκτωβρίου 1901, και πέθανε στις 29 Ιουλίου 1931, τρεις μήνες πριν συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια. Ήταν μοναχογιός κι η μητέρα του ξενοδούλευε για να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει.
Από μικρός πλήρωσε το τίμημα που πληρώνει κάθε ανήσυχο, ανατρεπτικό και ταλαντούχο πνεύμα. Στο σχολείο, στην Alliance, τον κυνήγησαν σαν «απείθαρχο». Μικρός προσεχώρησε στη σιωνιστική κίνηση της πόλης, στην αριστερή σοσιαλιστική της πτέρυγα, με απόψεις αντίστοιχες προς εκείνες της Poale Zion, της οργάνωσης των οπαδών του μαρξίζοντος σιωνιστή Μπέρ Μποροχόφ. Στα 16 έγραψε και δημοσίευσε στο περιοδικό Ισραέλ των Τρικάλων, που έβγαζαν ο Γιομτώβ Γιακοέλ κι ο Ασσέρ Μωυσής, ένα φλογερό ποίημα για τη Σιών και την ελευθερία, εμπνευσμένο από τον προφητικό λόγο του Ραμπί Ακιμπά. Η διεύθυνση της Alliance φοβήθηκε την αντίδραση των ελληνικών αρχών και τον απέβαλε. Ένα χρόνο μετά, τον προσέλαβε σαν καθηγητή των Γαλλικών σε ηλικία 18 χρόνων.
Το 1920 τον πήρανε φαντάρο στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στο στρατό έγραφε επαναστατικά αντιπολεμικά ποιήματα κι εξαγρίωνε τους στρατοκράτες. Επειδή πέθανε ο πατέρας του κι ήτανε μοναχογιός, απολύθηκε σαν προστάτης το 1921. Τα επόμενα τέσσερα, εξαιρετικά γόνιμα χρόνια, δίδασκε στην Alliance και σε ιδιωτικά μαθήματα Γαλλικά και Εβραϊκά, μελετούσε όλη τη βιβλική και μεταβιβλική φιλολογία, έγραφε ποίηση – παρά τη συνεχή γκρίνια της αγαπημένης του μάνας – και διέδιδε παντού τις σοσιαλιστικές ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ο Δ. Χατζής τον περιγράφει ζωντανά: «…Αυτός ο καινούργιος προφήτης ήταν ο πρώτος εβραίος κομμουνιστής της πόλης αυτής. Σαν ο Σαμπεθάι Καμπιλής, φόραγε κι αυτός μια γκρίζα ρεπούμπλικα άχαρα τσαλαπατημένη στο κεφάλι του, που ‘τανε κι αυτουνού στρογγυλό και τα ρούχα του ήτανε το ίδιο σαν του Σαμπεθάι Καμπιλή κακοβαλμένα στο κορμί του – μόνο που, τα’ αντίθετο απ’ αυτόν, ήταν πάντα ξεκούμπωτος, παλτό, σακάκι, γιλέκο, καμιά φορά και τα κουμπιά του παντελονιού του. Ήταν ορφανός από πατέρα κι η μάνα του τον είχε αναστήσει ξενοδουλεύοντας και τον καμάρωνε ύστερα πο ‘γινε καθηγητής των γαλλικών σ’ ένα τέτοιο σχολειό σαν της “Αλλιάνς Φρανσαίζ”, που το κράταγε στα χέρια της η κοινότητα των οβραίων. Τον καμάρωνε ακόμα που ‘ταν έτσι ταπεινός και γλυκός κι οι οβραίοι τον κοιτούσαν στα μάτια και την τιμούσε κι αυτήν, όπως τιμούν οι φτωχοί τις μανάδες τους… Λίγο λίγο με δισταγμό και με φόβο οι οβραίοι αρχίσανε και μαζευόντανε γύρω κι ακούγανε ξαφνιασμένοι που τους εξήγαγε τη γραφή μ’ έναν τρόπο δικό του, καινούργιο κι ανασαίνανε τα’ όνειρό του». (σ. σ. Δ. Χατζή, όπ.π., σελ. 64-65)
Οι αρχές δεν μένανε, φυσικά, αδρανείς. Ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης, ο μετέπειτα αντιστασιακός «κόκκινος δήμαρχος» Ιωαννίνων (και πατέρας του μεγάλου καλλιτέχνη του βιολιού Τάτση Αποστολίδη) γράφει στις αναμνήσεις του πως συναντούσε, σε κάθε σύλληψή του, να βρίσκεται στο πιο βαθύ μπουντρούμι ο «συνήθης ύποπτος» Γιωσέφ Ελιγιά. «Τον πρωτογνώρισα στο κρατητήριο. Τον είχαν βάλει στην αρχή στο υπόγειο και ύστερα από ενέργειες του Κωνσταντινίδη τον ανέβασαν στο υποφερτό δωμάτιο μαζί μας. Ανάστημα μέτριο, κάπως παχουλός, πρόσωπο συμπαθητικό, μυωπία ούτε ξέρω πόσο διοπτριών, τα γυαλιά του χοντροί φακοί. Κάποια μέρα, στη μέση της οδού Αβέρωφ, κάποιος μπράβος τον χτύπησε στο πρόσωπο και του ‘σπασε τα γυαλιά του, όταν τον ρωτήσαμε αν είδε εκείνον που τον χτύπησε, είπε όχι, δεν έβλεπε είκοσι πόντους μακρύτερα απ’ τη μύτη του». (σ. σ. Π. Αποστολίδης, Όσο θυμάμαι 1900-1969, β’ Η Συνέχεια 1900-1922 και 1923-1969, Κέδρος, 1983, σελ. 69)
Εντελώς τυχαία, τον Σεπτέμβριο του 1981, ο γιος του Τάτσης, συζητώντας με τον Κώστα Φρόντζο, πρόεδρο της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, για τον Γιωσέφ, άκουσε τούτο: «τον θυμάμαι, τον καημένο, στην οδό Αβέρωφ, είδαμε και πάθαμε να τον βγάλουμε από τα χέρια του Γιωργουλάκη». Ο μπράβος λοιπόν ήτανε ο τότε υπασπιστής του Φρουραρχείου Γιωργουλάκης. Ο Π. Αποστολίδης περιγράφει τη ζωή του Ελιγιά με τους συντρόφους του στη φυλακή: Τα περισσότερα βράδια μας έκανε παρέα ο δικηγόρος μου Κωνσταντινίδης. Τον ευχαριστούσε ν’ ακούει τα σπαρταριστά ανέκδοτα του γερο-Μπάρκη, αλλά περισσότερο ν’ απαγγέλλει ο Γιωσέφ με την ωραία του άρθρωση και τη βροντώδη φωνή του ποιήματα δικά του ή μεταφράσεις δικές του από την αρχαία εβραϊκή που την είχε μάθει μόνος του χωρίς δάσκαλο, ή τους Μοιραίους του Βάρναλη. Αργά ένα βράδυ, ο υπομοίραρχος Διοικητής καλεί στο γραφείο τον Γιωσέφ. Το γραφείο ήταν απέναντί μας αριστερά. Αφήνω ανοιχτή την πόρτα μας και στέκομαι εκεί όρθιος να δω τι ήθελε τον Γιωσέφ. Άρχισε θυμωμένος να του λέει ότι φωνασκεί, γελάει, κάνει φασαρία και ενοχλεί τους άντρες του που θέλουν να κοιμηθούν, “Κάθισε καλά, Εβραίε, γιατί θα σε στείλω στο υπόγειο”. Ο κακόμοιρος ο Γιωσέφ διαμαρτυρόταν ότι δεν έκανε ταραχή. Προχωρώ στο γραφείο και στέκομαι όρθιος στην πόρτα.
- Κάνετε λάθος ή κακώς σας πληροφόρησαν, κ. Υπομοίραρχε, δε γελούσε ούτε φωνασκούσε ο Γιωσέφ, κανένας δεν φωνασκούσε. Εγώ μονάχα παρασύρθηκα και γέλασα κάπως δυνατά. Αν λοιπόν κάποιος πρέπει να πάει στο υπόγειο, δεν είναι ο Γιωσέφ, αλλά εγώ.
- Δεν σας μίλησε κανένας εσάς, κύριε.
- Όχι, αλλά αν είστε δίκαιος και πρέπει να είστε, σαν Διοικητής, να στείλεται εμένα κι όχι τον Γιωσέφ. Όχι γιατί είναι Εβραίος, να πληρώσει τα σπασμένα.
Δεν μπορούσε να με στείλει στο υπόγειο, ήμουν στη δικαιοδοσία του στρατού και όχι στη δική του. Γυρίσαμε με τον Γιωσέφ πολύ ταραγμένο στο δωμάτιό μας». (σ. σ. Οπ. π. σελ. 68)
Είναι χαρακτηριστική η στάση του υπομοίραρχου. Για έναν αντικομμουνιστή, μπροστά στο μίσος του, όλοι οι κομμουνιστές είναι ίσοι, αλλά μερικοί – αν μάλιστα είναι Εβραίοι – είναι πιο ίσοι. Αλλά συμβαίνει και κάτι άλλο, για έναν αντισημίτη, μπροστά στο μίσος του, όλοι οι Εβραίοι είναι ίσοι, αλλά μερικοί – αν είναι κομμουνιστές – είναι κι αυτοί «πιο ίσοι». Γι’ αυτό και σε αγαστή συνεργασία, οι ελληνικές διωκτικές αρχές και η συντηρητική ηγεσία της ισραηλιτικής κοινότητας Ιωαννίνων κατάφεραν να κάνουν αβίωτο το βίο του μετά θάνατον ένδοξου Γιωσέφ Ελιγιά. Του κόψανε τα μαθήματα και τους πόρους, τον κυνήγησαν, τον διώξαν από τα Γιάννινα. Καταδιωγμένος κι άνεργος ήρθε στην Αθήνα να μείνει με τη μάνα του σε μια καμαρούλα κοντά στην πλατεία Βάθης. Αλλά το πνεύμα του, αλύγιστο.
Από το 1925 ως το θάνατό του είναι και η πιο δημιουργική περίοδος του βίου του. Διαβάζει αχόρταγα, ξανά και ξανά, και μεταφράζει κομμάτια από όλη την εβραϊκή φιλολογία, τη Βίβλο, το Ταλμούδ, την Καμπαλά, τους Εβραίους φιλοσόφους του Μεσαίωνα, τους νεότερους ως και νεότατους Εβραίους λογοτέχνες, σαν τον Μπαλίκ ή τον Τσερνεχόφσκυ. Προφταίνει ακόμα και το πρόσφατο τότε έργο του Ανσκι, το περίφημο Dybbuk, να το εκτιμήσει ως αριστούργημα. Γράφει και δημοσιεύει δικά του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στον Νουμά, στη Νέα Εστία, το φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Στην ίδια εγκυκλοπαίδεια γράφει πάνω από 200 λήμματα για ζητήματα Εβραιολογίας (Wissenschaft des Judentums), με καταπληκτική βαθύτητα, ευρύτητα και ενάργεια.
Ως εβραϊστής είναι αναμφίβολα ο μέγιστος στον ελληνικό χώρο αυτόν τον αιώνα. Ως ποιητής δέχεται τη βαθιά εκτίμηση και τη φιλία των μεγάλων των ελληνικών γραμμάτων, του Κωστή Παλαμά, του Κώστα Βάρναλη, του Μάρκου Αυγέρη, του Γρηγόριου Ξενόπουλου, του Κ. Θ. Δημαρά κ. ά. Αλλά η πείνα, πείνα. Επιχειρεί να διοριστεί, με κάθε θυσία, σε κάποιο γυμνάσιο. Τελειώνει σαν νυχτερινός μαθητής τη Γαλλική Ακαδημία, ψάχνει για διορισμό, τον βοηθάει και ο ομοϊδεάτης τους Μάρκος Αυγέρης από τη θέση του γιατρού του Δημοσίου, βρίσκει εν τέλει θέση στο γυμνάσιο του Κιλκίς. Την αποδέχεται με την ελπίδα ότι θα κατεβαίνει τα Σαββατοκύριακα στη Θεσσαλονίκη να διαβάζει στις πλούσιες τότε εβραϊκές βιβλιοθήκες της εκεί κοινότητας που ανθούσε.
Ο γυμνασιάρχης στο Κιλκίς ήταν παθολογικά αντισημίτης. Τον ταπείνωνε διαρκώς, απαιτώντας του να χρησιμοποιεί το πατρικό του όνομα-παρατσούκλι Καπούλιας (από τα καπούλια του γαϊδάρου) και να κρύβει το εβραϊκότατο Ελιγιά. Ο Γιωσέφ, όμως, από πολύ παλιά είχε αντικαταστήσει το όνομα Ι. Καπούλιας, αρχικά με το Ιωσήφ Ηλία Ιωσήφ και στη συνέχεια με το Γιωσέφ Ελιγιά – όπως και έμεινε γνωστός στην Ιστορία. Τώρα δεχόταν τις βάναυσες πιέσεις ενός στενοκέφαλου θρησκόληπτου αντισημίτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γιωσέφ Ελιγιά, παρά την καταβύθισή του στην εβραϊκή παράδοση, όχι μόνο ήταν ανοιχτός και χωρίς προκαταλήψεις απέναντι στους χριστιανούς, αλλά και είχε σαγηνευτεί και μελετήσει με άπειρο σεβασμό το πρόσωπο του Χριστού και το Ευαγγέλιο. Όπως συμβαίνει όχι σπάνια, αν και Εβραίος, και μάλιστα κομμουνιστής, γνώριζε τα χριστιανικά πολύ καλύτερα από πολλούς χριστιανούς. Εξάλλου, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχε εξοργίσει και τους «δικούς του», «υπερορθόδοξους» της Κοινότητας, προπαντός με το περίφημο ποίημά του για τον Ιησού Χριστό, απ’ όπου κι ο θαυμάσιος στίχος:
Είσαι δεν είσαι γιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου.
(σ. σ. όπ.π., σελ. 68)
Τώρα, όμως, στο Κιλκίς αντιμετώπιζε έναν ηλίθιο αντισημίτη προϊστάμενο, που επιχειρούσε μάλιστα να τον προσηλυτίσει δια της βίας. Κι ο Γιωσέφ Ελιγιά του αντέταξε περήφανα τον προφητικό εκείνο λόγο (δέκα χρόνια πριν το ΕΑΜ!): «Ο Εβραίος είναι αναγκασμένος να κερδίσει τη λευτεριά του στο βουνό!». (σ. σ. Γ. Ελιγιά, όπ.π., σελ. 25)
Απευθύνθηκε ο Ελιγιά στους ιθύνοντες της Κοινότητας στη Θεσσαλονίκη να μεσολαβήσουν για καμιά μετάθεση. Μάταια. Προς δόξαν του διαδεδομένου αντισημιτικού μύθου περί «υπερταξικής» τάχα «αλληλεγγύης των Εβραίων», ο ποιητής κυριολεκτικά αφέθηκε να ψοφήσει σαν το σκυλί.
Στην αρχή του δεύτερου εξαμήνου της σχολικής χρονιάς 1930-31, ο Γιωσέφ Ελιγιά αρρώστησε με κοιλιακό τύφο. Η αίτησή του για άδεια για λόγους υγείας απερρίφθη από τη θρησκευόμενη προϊσταμένη αρχή. Του είπαν να πάει να νοσηλευτεί μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς. Έφτασε τελικά στην Αθήνα με εγκληματική καθυστέρηση, στις 15 Ιουλίου, κι οι φίλοι, ποιητές κι αριστεροί, τον βάλανε κακήν κακώς στον «Ευαγγελισμό». Ήταν αργά πια. Την Παρασκευή το βράδυ της 29ης Ιουλίου 1931, η μάνα του φώναξε δύο ραβίνους. Διαβάζανε όμως την Τορά με τόσο άσχημα εβραϊκά, που ο ετοιμοθάνατος νεαρός σοφός οργίστηκε και τους διέκοψε. Τους είπε να σταθούν στη μία και στην άλλη πλευρά του κρεβατιού του και ν’ ανοίξουν πάνω από το κεφάλι του το ρολό του Σέφερ Τορά. Ανασηκώθηκε, στηρίχτηκε στα μπράτσα του ενός και του άλλου ραβίνου, αριστερά και δεξιά, διάβασε την Τορά μόνος του, «με την ωραία του άρθρωση και τη βροντώδη φωνή» που ενοχλούσε τους υπομοίραρχους του κόσμου τούτου, είπε μόνος του το Καντίς, την Ευχή των Νεκρών, κι άφησε την πνοή του.
Επειδή ξεψύχησε κατά το Καμπαλάθ Σαμπάθ και δεν μπορούσε να ταφή Σάββατο, «ήτο γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του Σαββάτου», η κηδεία του έγινε την επόμενη νύχτα, με λίγους φίλους που κρατούσαν φαναράκια. Ο Στέφανος Δάφνης του αφιέρωσε τότε έναν σπαρακτικό επιτάφιο θρήνο: (σ. σ. R. Dalven, όπ.π., σελ. 171)
Το μεγάλο παιδί το αγαθό το πιστό
Που ήταν όλος καρδιά καλοσύνη
Αν κι Εβραίος πάει να βρει τον Χριστό
Στων ψυχών που τη λεν βιβλική τη γαλήνη.
Μελετούσε τα ιερά της φυλής του τα βιβλία
Ποιητής και σοφός ο Γιωσέφ Ελιγιά
Μια Ρεβέκκα του αγνή και την έψελνε αγία
Σα Δαυίδ σε μιαν άρπα γλυκιά.
Σε χωριό μακρινό ήταν δάσκαλος, ξένο
Κι έρμο η αρρώστια τον χτύπησε εκεί
Στην Αθήνα τον φέρανε ζωντανό πεθαμένο
Για να σβήσει σε μια κλινική
Στην κοιλάδα που λεν Ιωσαφάτ πάει η ψυχή του
το Χριστό π’ αγαπούσε πάει τώρα να βρει
Ήταν μέρα Σαββάτου ιερή…το κορμί του
Το σκεπάσανε με σεντόνι μακρύ.
Τα’ άλλο βράδυ μεσάνυκτα φαναράκια κρατώντας
Κι ο Ραβίνος να λέει και να λέει
Τον επήραν σκιές στο σκοτάδι γλιστρώντας
Τον επήραν και πάνε οι Εβραίοι.
- Ο επαναστατικός μεσσιανισμός
«Ο Εβραίος είναι αναγκασμένος να κερδίσει τη λευτεριά του στο βουνό!».
Σ’ αυτή τη ρήση του ανυπότακτου ποιητή στο τέλος της ζωής του συνοψίζεται όλο το περιεχόμενό της. Διαψεύδει συνάμα τον αστήρικτο ισχυρισμό ότι τάχα ο Ελιγιά «άλλαξε» στα τελευταία του χρόνια, άφησε τις επαναστατικές ιδέες και στράφηκε στα ιερά βιβλία του Ιουδαϊσμού – σάμπως να ‘χε ποτέ εγκαταλείψει τη μελέτη τους, από τα εφηβικά του χρόνια, μέσα σε διωγμούς και φυλακές…
Εξηγείται κάπως, χωρίς να δικαιολογείται, ο ισχυρισμός, από το γεγονός ότι καταγράφεται αρχικά στην έκδοση των Ποιημάτων του του 1938 – κάτω από το πέλμα δηλαδή της φιλοχιτλερικής δικτατορίας του Μεταξά, που δεν διακρινόταν για τη συμπάθειά της προς τους κομμουνιστές ή τους Εβραίους, πολύ λιγότερο για κείνους που ‘χαν και τα δύο «κακά της μοίρας» τους…
Όλοι οι άμεσοι σύντροφοι και φίλοι του ποιητή, μα προπαντός το μέχρι τώρα γνωστό έργο του, μαρτυρούν για την επαναστατική του συνέπεια μέχρι θανάτου. Το ζήτημα που βάζει στις μνήμες του ο Πέτρος Αποστολίδης, παραμένει ανοιχτό: «Ύστερα από το θάνατό του, μια ομάδα διανοούμενοι νεαροί Εβραίοι έβγαλαν μια συλλογή με ποιήματά του. Δεν υπήρχε όμως κανένα από τα επαναστατικά του ποιήματα. Τα παιδιά φοβήθηκαν να τα βάλουν στη συλλογή, αλλά ούτε και μια άλλη που βγήκε αργότερα είχε κανένα. Χάθηκαν;». (σ. σ. Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία στις 15 Αυγούστου 1931)
Στην έκδοση της «Δωδώνης» του 1967 (ξανά μια αποφράδα χρονολογία!) διασώζονται δύο απροκάλυπτα επαναστατικά ποιήματα, το Ποίημα της Αγάπης και το Όραμα του Γολγοθά, αφιερωμένο το δεύτερο, σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή, «στον τίμιο άνθρωπο, το Μεγάλο Πανάϊτ Ιστράτι», Τον μεγάλο Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, γνωστό κομμουνιστή αλλά κι αντίπαλο του σταλινισμού. (σ. σ. Γ. Ελιγιά, όπ. π. σελ. 89 και 90) Από κει η στροφή:
Νάτος ο Μεγάλος Λυτρωτής με την θεϊκιάν αχτίνα
Δεν είναι Θεός, μηδ’ Άγγελος, μηδ’ ουρανού θρεφτάρι
Κι ας έχει του Άγγελου φως και τα’ ουρανού τη χάρη,
Ο Σκλάβος είναι ο χθεσινός, ο Δουλευτής! Προσκύνα!
(σ. σ. Οπ. π., σελ. 90)
Εδώ είναι άμεσος και σαφής ο επαναστατικός μεσσιανισμός που διαπνέει τον ποιητή. Το ίδιο πνεύμα βρίσκουμε στο έργο του, εφόσον το δούμε σαν ενιαίο αντιφατικό σύνολο, τα Ποιήματα – όλα χωρίς λογοκρισίες – μαζί με τα Εβραϊκά Μελετήματα, (σ. σ. Γ. Ελιγιά, Εβραϊκά Μελετήματα, έκδοση Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, 1977) πάλι όλα, χωρίς περικοπές.
Ο Γιωσέφ Ελιγιά είναι ο λυρικός εκπρόσωπος, στον ελλαδικό κι ελληνόφωνο χώρο, του ευρύτερου ρεύματος του σύγχρονου επαναστατικού ιουδαϊκού μεσσιανισμού, που αγκάλιασε πολλά κι έξοχα πνεύματα της εβραϊκής διανόησης και νεολαίας στην Ευρώπη, πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και τη μεγάλη Οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση. Ο Michael Lowy έχει κάνει ένα περίγραμμα αυτού που ονομάζει «ελευθεριακό ιουδαϊσμό στην κεντρική Ευρώπη». (σ. σ. W. Lowy, Redemption et Utopie: La judaϊsme libertaire en Europe centrale, P.U.F., Paris 1988) Περιλαμβάνει στοχαστές, συγγραφείς και επαναστάτες όπως ήταν ο Martin Buber, o Franz Rosenzweig, o Franz Kafka, o Gershom Scholem, o Walter Bengamin, o Ernst Bloch, o Gustav Landauer κ. ά. Ένα αντίστοιχο περίγραμμα στον ελλαδικό χώρο θα περιλάμβανε, ανάμεσα σε άλλους, και τρεις εξέχουσες και σχετικά αγνοημένες προσωπικότητες: τον ποιητή και σοφό Γιωσέφ Ελιγιά από τα Γιάννινα, τον πρωτοπόρο βυθοσκόπο του θεάτρου σκιών και του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού Τζούλιο Καϊμη από την Κέρκυρα (προς τιμήν του οποίου έγινε, ευτυχώς, αναδρομική έκθεση στο Χώρο Τέχνης 24 από τις 5 Δεκεμβρίου 1994 έως τις 12 Ιανουαρίου 1995), και τον Αβραάμ Μπεναρόγια από τη Θεσσαλονίκη, που μαζί με τους συντρόφους του της «Φεντερασιόν» συγκρότησε το πρώτο «οργανικό διανοούμενο» του ελληνικού προλεταριάτου. Υπάρχουν βέβαια διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και τους Κεντροευρωπαίους εκπροσώπους του εβραϊκού ελευθεριακού πνεύματος. Όσες πάνω-κάτω ανάμεσα στον Έλληνα Παπαδιαμάντη και τον Ρώσο Ντοστογιέφσκι: μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για ιδιαίτερες και ανεπανάληπτες εκδηλώσεις μιας γενικότερης στάσης ζωής και θεώρησης του κόσμου.
Ο Γιωσέφ Ελιγιά χωρίς περιστροφές εστιάζει στον μεσσιανικό πυρήνα της ιουδαϊκής θεώρησης: στην αντίληψη που αρνείται την Αιώνια Επιστροφή, τον κυκλικό ή και τον συνεχή χρόνο, στ’ όνομα της ρήξης του ιστορικού συνεχούς και του λυτρωτικού τέλους της Ιστορίας. Ο νεαρός σοφός μιλάει για διαφορετικές εκδοχές του μεσσιανισμού, οι οποίες εξάλλου κατά καιρούς άσκησαν έλξη και στον ίδιο. Έτσι βλέπει τον μυστικιστικό μεσσιανισμό να καταλήγει «δια μεν τους εθνικόφρονας ιδεαλιστάς εις την πρακτικήν λύσιν του νεωτέρου σιωνισμού, δια δε τους μεταρρυθμιστάς εις τον ανθρωπιστικόν παμμεσσιανισμόν» που αντικαθιστά τον Μεσσία με τη μεσσιανική εποχή, (σ. σ. Γ. Ελιγιά, λήμμα «Ιουδαϊσμός» στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια) ενώ, τέλος, μιλάει και για το ενδεχόμενο ενός μεσσιανισμού που «αποβάλλει τον μυστικιστικόν αυτού χαρακτήρα». Ο τελευταίος συμπίπτει με την προοπτική του επιστημονικού σοσιαλισμού και της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης. Μέσα σ’ αυτή την προοπτική βλέπει και κινητοποιεί όλο τον πλούτο της εβραϊκής παράδοσης ως «παράδοσης των καταπιεσμένων», με την έννοια που δίνει στον όρο ο Walter Benjamin, και χαρίζει στο όραμα της βιβλικής Απολύτρωσης των πάντων ελληνική «μελίρρυτη φωνή».
- Το μείζον στο έλασσον
Αυτή η μελίρρυτη φωνή μπορεί να ξεγελάσει. Στην πρώτη ματιά, ο Γιωσέφ Ελιγιά φαίνεται να εντάσσεται στον αστερισμό των λεγόμενων «ελασσόνων ποιητών» του Μεσοπολέμου, με στίχους που απηχούν Παλαμά και Μαλακάση. Ο Κ. Δημαράς έχει εν μέρει δίκιο στην κριτική του αποτίμηση του έργου του Ελιγιά, όταν γράφει: «Η ποίησή του θα φέγγει το δικό της φως μέσα στην πλειάδα των ποιητών που εσήμαναν την δύση της μέσης αθηναϊκής σχολής που την ελάμπρυνε ο ήλιος του Παλαμά… Ο τόνος του έργου είναι ελάσσων, τόνος ελάσσονα ποιητή: η μελαγχολία, η αποτυχία, τα χάδια, η ανεκπλήρωτη απόλαυση, μα δίπλα σ’ αυτά, αδιάκοπο, αδιάπτωτο υπόστρωμα, η ευγένεια της ψυχής». (σ. σ. Κ. Θ. Δημαράς, «Τα ποιήματα του Ελιγιά», Ελεύθερον Βήμα, 3 Απριλίου 1939)
Τα ποιήματα του Ελιγιά, σίγουρα, έρχονται πριν τη μοντερνιστική στροφή που εγκαινιάζουν ο Σεφέρης κι οι Έλληνες υπερρεαλιστές και έχουν τον τόνο «ελάσσονος ποιητή» (αν αυτός ο όρος έχει κάποιο εννοιολογικό περιεχόμενο). Αλλά μέσα στο έλασσον υπάρχει το Μείζον. Μέσα στο λεπτό κέλυφος σπαρταράει και θραύει το φτενό περίβλημα ένας νεοσσός και μάλιστα νεοσσός αετού. Εξηγούμαστε.
Με τη γνωστή κριτική τους διεισδυτικότητα κι ο Παλαμάς κι ο Ξενόπουλος κι ο Δημαράς, είδαν την πρωτοτυπία του Ελιγιά στη σύζευξη ελληνικού-εβραϊκού. Για τον Παλαμά ο Ελιγιά είναι ο «σύνδεσμος όχι συνηθισμένος μεταξύ της ελληνικής ευρυθμίας και της βιβλικής μεγαλοπρέπειας». Για τον Ξενόπουλο «ο πρώτος μετά την αλεξανδρινήν περίοδον που αποτελεί δεσμόν μεταξύ των ομοφύλων του και των Ελλήνων». Για τον Δημαρά «εγνώριζε να συνδυάζει τον λυρισμό» της εβραϊκής του καταγωγής «με τη μορφική επεξεργασία που είναι του ελληνικού πνεύματος η απαίτηση». (σ. σ. Παρατίθεται από το βιβλίο του Γ. Ελιγιά, Ποίηση, όπ.π., σελ. 18-19) Και οι τρεις βλέπουν «σύνδεσμο», «δεσμό», «συνδυασμό» του ελληνικού και του εβραϊκού ως εξωτερικών του ενός στο άλλο στοιχείων, αλλά κανείς δεν βλέπει τη διαλεκτική τους, την εσωτερική τους αντιφατική σχέση και συνάφεια, τη δυναμική τους ως ενότητας αντιθέτων. Κι όμως, αυτό είναι το Μείζον της ποίησης του Ελιγιά στο έλασσον της λεπτής μορφής της.
Ο Shmuel Trigano σωστά, σ’ αυτό το σημείο, είδε την όλη δυναμική της Modernite των Νέων Καιρών να πηγάζει από την αντιπαράθεση του Έλληνα και του Εβραίου (σ. σ. Shmuel Trigano, La demeure oubliee, Genese religieuse du politique, Tel. Gallimard, Paris 1994, σελ. 332) – τον άξονα του έργου του Ελιγιά. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το νεοτερικό, το moderne μιας ποίησης ανάμεσα στο Όν και στην Εξορία, την ελληνική οντολογία και την εβραϊκή “hantologie” (Derrida). Είναι αδύνατο να νιώσεις στο βάθος της την ποίηση του Γιωσέφ Ελιγιά, όταν αγνοείς το εβραϊκό μάγμα που μορφοποιεί και το οποίο απλώνεται σ’ όλο το μήκος και πλάτος της βιβλικής και μεταβιβλικής εβραϊκής γραμματείας, λογοτεχνίας, θεολογικής και φιλοσοφικής. Κι η συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών του έχουν όχι μερική αλλά πλήρη άγνοια της εβραϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς.
Για να κάνουμε έναν κάπως ακραίο παραλληλισμό: είναι δυνατόν ποτέ να νιώσεις βαθιά και ν’ απολαύσεις τα Cantos του μεγάλου Έζρα Πάουντ όταν αγνοείς εντελώς τον Όμηρο, τους Λατίνους, τους Προβηγκιανούς τροβαδούρους, τον Ντάντε και τον Καβαλκάντι ή τους Κινέζους; Εύκολα μπορείς να παρεξηγήσεις τον «ελάσσονα τόνο», τη «μελαγχολία» ή τα «χάδια» του ποιητή. Χρειάστηκε ένας σύγχρονος Εβραίος φιλόσοφος σαν τον Emmanuel Levinas για να υψωθεί, για πρώτη φορά, το χάδι σε κατηγορία της φιλοσοφίας. Δύο δείγματα μπορούν να αφήσουν να φανεί ποιος λαβύρινθος ελληνικός και ποια άβυσσος βρίσκονται στα θεμέλια της φαινομενικά απλής ποίησης του Γιωσέφ Ελιγιά.
Μιλάμε για τα Τραγούδια της Ρεβέκκας.
- Σίρ-α-Σιρίμ / Άσμα Ασμάτων
Το ποίημα Άσμα Ασμάτων (σ. σ. Γ. Ελιγιά, όπ.π., σελ. 37) αρχίζει με την επίκληση στη μυστηριώδη Ρεβέκκα:
Αιθέριο πλάσμα, χίμαιρα του νου
Απ’ το βασίλειο του εβδόμου ουρανού
Κι απ’ τον Κόσμον των άυλων οραμάτων
Πρόβαλε αγάλι κι έλα να σου πω
Σιγαλινά, γλυκά σε νέο σκοπό,
Ρεβέκκα, το Άσμα των Ασμάτων
Πριν έρθουμε στην ταυτότητα της αλλόκοσμης Ρεβέκκας που δέχεται, απροσδόκητα, τα Ωσαννά των Αγγέλων στο τέλος του ποιήματος, ας δούμε αυτό που εξαρχής της λέγεται «σιγαλινά, γλυκά σε νέο σκοπό»: Το Άσμα των Ασμάτων.
Είναι γνωστή η κεντρική θέση που κατέχει το Άσμα αυτό, το Σίρ-α-Σιρίμ, στην εβραϊκή σκέψη και λατρεία, από τότε που ο Ραμπί Ακιμπά κατάφερε, ενάντια σε στενοκέφαλους ραβίνους, να το εντάξει στον Κανόνα της Βίβλου. Την ίδια κεντρική θέση κατείχε στην καρδιά, το νου και την ποίηση του Γιωσέφ Ελιγιά. Του αφιέρωσε όχι μόνο διαρκή μελέτη και ποιήματα μα κι ένα έργο ζωής, την αξεπέραστη μέχρι τώρα (ακόμα και από τον Σεφέρη) μεταγραφή του στα νέα ελληνικά.
Κεντρική θέση έχει το Άσμα Ασμάτων και στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του ανήσυχου νεαρού σοφού. Καταγράφει με προσοχή τα καίρια Σχόλια των μεγάλων αριστοτελιζόντων – και ανορθοδόξων! – φιλοσόφων του Μεσαίωνα: του αγαπημένου του Αβισεμπρών ή Αβισεμπρόλ ή Σολομόν ιμπν Γκαμπιρόλ (1022-1056) και του βαθύτατου αλλά παραμελημένου Γερσωνίδη ή Λεβί μπεν Γκερσόν ή (στα προβηγκιανά) Maestre Leon de Bagnols ή (στα λατινικά) Magister Leo Balneolis ή Magister Leo Hebraeus ή Leo de Bagnolo ή (στα αραβικά) Γκερσουνί ή (συντομογραφικά στα εβραϊκά) ΡαΛΜπαΓκ (από τα αρχικά του Ραμπί Λεβί Μπέν Γκερσόμ) (1288-1344).
Όπως σημειώνει με έμφαση ο Ελιγιά, οι Εβραίοι αριστοτελίζοντες, προπαντός ο Γερσωνίδης, βασίστηκαν στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη – το Σέφερ-α-Νέφες στα εβραϊκά – και στις ερμηνείες του από τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα και τον Αβερρόη για να δουν στο Άσμα Ασμάτων την αλληγορική παράσταση της ένωσης του υλικού νου 9intellectus materialis στα λατινικά, σεχέλ αρουχανί στα εβραϊκά) της ψυχής με τον ποιητικό νου (intellectus agens, σεχέλ αιζουλί), δηλαδή της παθητικής νόησης με την ενεργητική αρχή, που ενεργοποιεί τις δυνατότητες του νου.
Όταν συντελείται η ένωση ποιητικού και υλικού νου, τότε η διαδικασία της γνώσης και το αντικείμενο της γνώσης ταυτίζονται: «Το δ’ αυτό εστίν η κατ’ ενέργειαν επιστήμη τω πράγματι». (σ. σ. Αριστοτέλους, Περί Ψυχής Γ 7 431α.) Τότε, όταν η νόηση επιστρέψει στον εαυτό της και αυτονοείται, κατακτάται η αθανασία.
Παρά την υψηλή αφαίρεση ή και την ιδεαλιστική μορφή των λεγομένων, το ζήτημα που βάζουν ο Αβερρόης και οι Εβραίοι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα στην ανάγνωσή τους του Σίρ-α-Σιρίμ ήταν βαθύτατα πολιτικό. Η σύζευξη, η conjunction, ο «Γάμος» με τον Intellectus Agens, τον Ποιητικό Νου, τον Νυμφίο, δεν ήταν «ιδιωτική υπόθεση». Δεν αφορά την πορεία μιας ατομικής ψυχής αλλά όλης της ανθρωπότητας, που ενεργοποιεί τις δυνατότητές της, μεταμορφώνει τον κόσμο, αλλάζει τη ζωή, νικάει όλα τα δεινά, μαζί και τον έσχατο εχθρό, το θάνατο, το μέγιστο Κακό. Ο χρόνος, σ’ αυτή την προοπτική, διατηρείται και ταυτόχρονα ξεπερνιέται – ή, όπως λέει ο στίχος του Έκτορα Κακναβάτου.
Ο άλλος χρόνος απογειωνόταν.
(σ. σ. Ε. Κακναβάτου, Ποιήματα, Β’ τόμος, Άγρα, 1990, σελ. 124)
Το Άσμα Ασμάτων είναι η αλληγορία (με την έννοια που παίρνει ο όρος στις πρωτοποριακές ταινίες του Κώστα Σφήκα) της ίδιας της εφόδου στον ουρανό. Εκεί, στην έφοδο, συναντάει η ανθρωπότητα την αθανασία, ψάλλοντας τον περικαλλή ύμνο του ευλογημένου Σαββάτου που φτάνει, επιτέλους.
Λεχά Ντοντί Λιχρά Καλά…
Έλα, Αγαπημένε…
Εκεί, στην έφοδο στον ουρανό συναντάς τη Ρεβέκκα.
- Η Ρέινα Ρεβέκκα
Μα ποια είναι η Ρεβέκκα του Γιωσέφ Ελιγιά;
Ο ίδιος ο ποιητής μας δίνει το νόημα της απάντησης σ’ ένα από Τα Τραγούδια της Ρεβέκκας με τον τίτλο «Στα γαλανά σου μάτια» (σ. σ. Γ. Ελιγιά, όπ.π., σελ. 36) και με το χαρακτηριστικό μότο: Κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτήν.
Αφού στην πρώτη στροφή πει:
Απόψε που κρυφομιλούν, μες στη γαλήνη του βραδιού
Τα’ αστρί με το λουλούδι,
Έλα και σκύψε να σου πω τα μυστικά του τραγουδιού
Ρεβέκκα, θείο τραγούδι
Καταλήγει με το σημαδιακό
Καράβια γοργοτάξιδα να λάμνουν οι όλβιοι στοχασμοί
στου ωκεανού τα πλάτια
κι εγώ να οραματίζομαι του Μακροκόσμου τη μορφή
στα γαλανά σου μάτια!
Ο Μακρόκοσμος, με κεφαλαίο Μ, είναι όρος καββαλιστικός. Σύμφωνα με το Ζωχάρ, είναι το όνομα του πρώτου δημιουργήματος, του Αρχέγονου Ανθρώπου ή Αδάμ Καδμόν. Από πάνω του στέκεται ο Παλαιός Ημερών (Αττίκ Γιομίν), η άπειρη αρχή, το θεϊκό Απειρο Άιν Σοφ – το Ungrund του Jacob Boehme -, η Θεία Άβυσσος, περιβαλλόμενη από την Κορωνίδα (Κέθερ), από την οποία εκπέμπει το φως στα «σκεύη» ή μέλη του Αδάμ Καδμόν, του Μακρόκοσμου. Από τη δημιουργία του Μακρόκοσμου απορρέουν τέσσερις κόσμοι που υπάρχουν ταυτόχρονα και που σε καθοδική ιεραρχία είναι: Ατσιλά, Μπεριά, Γιετσιρά, Ασιγιά.
Ο άνθρωπος, ως μικρόκοσμος, ανήκει με την ψυχή (νέφες) στον κατώτερο κόσμο της Ασιγιά. Με το νου (ρούαχ) ανήκει στον κόσμο της Γιετσιρά. Με την εν Λόγω Διάνοια (νεσαμά) συμμετέχει στον δεύτερο κόσμο της Μπεριά. Από τον πρώτο κόσμο της Ασιγιά (της Απορροής) φαίνεται να είναι αποκομμένος, στην αρχή. Σ’ αυτόν ξετυλίγονται οι Δέκα Απορροές ή Σεφιρώθ που στις διαδοχικές τους μεταβάσεις της μιας στην άλλη, από τα πάνω προς τα κάτω είναι: Κορωνίς (Κέθερ), Σοφία (Χοχμά), Νους (Μπινά), Χάρις (Χέσεθ), Μεγαλείο (Γκεδουλά), Δύναμις (Γκεβουρά), Ωραιότητα (Σιφέρεθ), Δόξα (Χώθ), Βάσις (Γιεσώδ) και τέλος η δεκάτη και εσχάτη Σεφιρά ή Βασιλεία (Μαλχούθ) ή, όπως τη λένε στην ισπανοεβραϊκή διάλεκτο Ladino, Ρέινα.
(Όλα τα παραπάνω, τα παραθέτουμε από τα λήμματα τα σχετικά με την Καμπαλά που έγραψε ο Ελιγιά για τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια).
Οι δέκα Σεφιρώθ συνθέτουν σε μια διαλεκτική διαδικασία την ολότητα του θεϊκού Πληρώματος, των ενεργειών που έρχονται να συντροφέψουν τον άνθρωπο στη γη και τον Ισραήλ στην εξορία. Η παρουσία του Πληρώματος λέγεται Σεχινά και, σύμφωνα με ορισμένους καββαλιστές, αντιστοιχεί στη δέκατη Σεφιρά, τη Μαλχούθ ή Ρέινα, τη Βασιλεία. Λέει ο Ραμπί Μωσέ Κορντοβέρο (1522-1570) στο Παρντές Ριμουνίμ, εκφράζοντας στη συμβολική του γλώσσα τις προσδοκίες των ταπεινών και καταφρονεμένων: «Καμιά ευλογία δεν συντελείται πάνω, αν δεν συντελείται κάτω επίσης. Αυτό εξηγείται πολλές φορές μέσα στο Ζωχάρ: Το να είναι η Σεχινά κάτω, είναι ανάγκη του Πάνω». (σ. σ. Pardes Rimounim fol. a, παρατίθεται από το Charles Mopsik, Les Grands Textes de la Cabale, Verdier 1993, σελ. 402)
Ακριβώς γι’ αυτό ο άνθρωπος, σαν μικρόκοσμος εξαγνιζόμενος, ενώνεται ερωτικά με τη Σεχινά, τη Ρέινα, τη Βασιλεία, που με τη σειρά της ενώνεται με την κορυφαία Σεχινά, την Κορωνίδα (Κέθερ) – αυτή που αστράφτει πάνω στον Μακρόκοσμο, τον Αδάμ Καδμόν. Χάρη σ’ αυτή τη conjunction, την ερωτική σύζευξη με τη Ρέινα – τη Ρεβέκκα του Γιωσέφ Ελιγιά – είναι δυνατόν να οραματιστείς στα γαλανά της μάτια «του Μακρόκοσμου τη μορφή». Σ’ αυτή τη Βασιλεία τη μελλούμενη απευθύνεται ο ποιητής, όταν γράφει το ποίημα «Στη μελλούμενη Ρεβέκκα». (σ. σ. Γ. Ελιγιά, όπ.π., σελ. 35)
Πρόβαλε πια και μην αργείς, μελλούμενη γυναίκα
Σαν ήλιου αχτίδα που γλυστρά σε μαύρη χαμοκέλα
………………………………………………………………………………….
Κι οι πόρτες διάπλατα ανοιχτές – και θα ‘ν το σπιτικό μας
Του απόκληρου κρυφός Ναός κι άσυλο της Συμπόνιας.
Σ’ αυτό ακριβώς στοχεύει ο ποιητής: στην ανέγερση του κρυφού Ναού των απόκληρων. Στο φανταστικό γοητευτικό σύμπαν της Καμπαλά αναζητάει τον ορθολογικό πυρήνα – έτσι κι αλλιώς υποστήριζε την κριτική ορθοφροσύνη. Σημαντική είναι η έμφαση που δίνει στο άρθρο του για την Καμπαλά, στο γεγονός ότι η καββαλιστική μεταφυσική «υπενθυμίζει καταπληκτικώς» τη διδασκαλία του Μπαρούχ Σπινόζα. Όλοι οι πνευματικοί Εβραίοι των Νέων Καιρών είναι παιδιά του Σπινόζα: είτε πρόκειται για τον Καρλ Μαρξ και τον Σίγκμουντ ή Σλομό Φρόιντ είτε για τον Αλμπερτ Αινστάιν και τον Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν, γνωστότερο σαν Τρότσκι.
Η Ρεβέκκα του Ελιγιά είναι η Βεατρίκη του που οδηγεί στην Παρντές, την επίγεια Παράδεισο των φτωχών κι απόκληρων. Αλλά γιατί όλοι μας, μαζί κι ο ταπεινός Γιωσέφ, περάσαμε από το βωμό της θυσίας κάτω από το μαχαίρι του Πατέρα, γιατί Ισαάκ/Ιτσχάκ εβραϊστί σημαίνει: αυτός που γελάει, γιατί, όπως γράφει η Τορά, χάρη στη Ρεβέκκα, ο Ισαάκ παρηγορήθηκε για το χαμό της μητέρας του: «και έλαβε την Ρεβέκκαν και εγένετο αυτού γυνή, και ηγάπησεςν αυτήν και παρεκλήθη Ισαάκ περί Σάρρας της μητρός αυτού». (σ. σ. Γένεσις κδ’ 67).
- Καντίς
Ποιητής και σοφός ο Γιωσέφ Ελιγιά, χάθηκε αδικημένος. Ήταν κι αυτός από εκείνους «ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος». (σ. σ. Προς Εβραίους Επιστολή ια’ 38) Ας είναι τα λόγια αυτά συλλογική ανάμνηση, συλλογική τύψη, τεσουβά, μετάνοια, και Καντίς.
Ο Ραμπί Ναχμάν του Μπρατσλάβ, ο αγαθός σοφός των Χασσιντίμ, ο θεωρούμενος και δάσκαλος του Franz Kafka της Πράγας, λέει:
En Zakhor ela leama deate
- Δεν υπάρχει ανάμνηση παρά μόνο στην κατεύθυνση του κόσμου που έρχεται.
(σ. σ. Παρατίθεται από το Marc-Alain Ouaknin, Lire aux eclats, Eloge de la caresse, Seuil, coll, Points / Essais, Paris 1992, σελ. 240)
Του κόσμου χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς καταπίεση, χωρίς ταπείνωση ανθρώπου από άνθρωπο: του ταπεινού Γιωσέφ Ελιγιά τη μελλούμενη Ρεβέκκα!
16-19 Δεκεμβρίου 1994
ΤΕΛΟΣ
----------------------------------------------------------------------------
ΚΙ ΈΝΑ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Γιωσέφ Ελιγιά, παιδί ενός
αναπόδεικτου ακόμα μέλλοντος
Οι πλάκες του Μωϋσή κρατούσανε την παλιά τους γραφή, όπου κάποτε, πάνε τώρα 30 χρόνια, ακούστηκε και στη μικρή πολιτεία η φωνή ενός καινούργιου προφήτη. Δεν υπάρχει, έλεγε αυτός, κανένας άλλος τρόπος για τους Οβραίους να γλιτώσουν, να σταματήσει η χαμένη τυράννια τους και η ντροπή τους, παρά να τις σπάσουνε μια και καλή τις πλάκες του Μωϋσή. (Δημήτρης Χατζής, Το τέλος της μικρής μας πόλης) Ο Γιωσέφ Ελιγιά, Ισραηλίτης Γιαννιώτης, παιδί μιας χιλιετούς παρουσίας του ρωμανιώτικου Εβραϊσμού στα Γιάννενα. Γεννήθηκε το 1901 από φτωχή οικογένεια. Μεγάλωσε, απ τη μια, μέσα στην απόλυτη θρησκευτική προσήλωση της εβραϊκής κοινότητας. Από την άλλη, σε μια πόλη που εκείνο τον καιρό ήταν το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής, αντανακλώντας την πιο προωθημένη ανάπτυξη των αστικών κέντρων της οθωμανικής Βαλκανικής, και μετά το 1912, της Ελλάδας. Μια πόλη που αναδεικνύει πολυπρισματικά το άθροισμα όλων των στοιχείων και των πολιτισμών της (χριστιανών - εβραίων - μουσουλμάνων). Σπουδάζοντας ο Ελιγιά έρχεται σε επαφή με την αντίληψη της Alliance Israelite Universelle de Paris που είχε παράρτημα στα Γιάννενα. Η Σχολή εκτόπιζε τις παραδοσιακές θρησκευτικές εβραϊκές σχολές της εποχής. Έτσι ξεκινάει η περίοδος κατά την οποία ο Γιωσέφ Ελιγιά είναι σιωνιστικά προσανατολισμένος με διαφορετική όμως οπτική από αυτή της κλειστής και συντηρητικής εβραϊκής κοινότητας. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1921, αρχίζει την έντονη κοινωνική του δράση και το άνοιγμα προς τους διανοούμενους των Ιωαννίνων και προς άλλους κοινωνικούς κύκλους. Σύντομα η κίνηση των ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών ρευμάτων, που είναι αξιόλογη στην πόλη, η αίγλη της Οκτωβριανής επανάστασης και η ανήσυχη σκέψη του τον οδηγούν σε άλλα μονοπάτια..
Ο ποιητής Ελιγιά εξελίσσεται: ως το 1924 θεωρείται διανοούμενος ώριμος, με αρτιότητα στο έργο του. Μελετώντας τα ποιήματά του ως το 1924 βλέπει κανείς την προσπάθειά του να ορίσει την εβραϊκότητα, χρησιμοποιώντας το συμβολισμό και με σαφή επιρροή από τον Καρυωτάκη. Από το 1924 και μετά, τα ποιήματά του γονιμοποιούν την κοινωνική οπτική του Καρυωτάκη, συγχρονιζόμενα με τα σοσιαλιστικά και μετέπειτα κομμουνιστικά ρεύματα της εποχής. Εκφράζουν τα κοινωνικά προβλήματα, τις ταξικές αντιθέσεις και τους λαϊκούς αγώνες ως το τέλος της ζωής του. Η ακαδημαϊκή του καριέρα προς την έδρα Εβραιολογίας του πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης σταματά λόγω των έντονων οικονομικών προβλημάτων αλλά και της κοινωνικής του δράσης. Ο λόγιος Ελιγιά δίνει διαλέξεις και αρθρογραφεί. Ταυτόχρονα δουλεύει ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στην Alliance. Η προοδευτική γιαννιώτικη διανόηση τον αγκαλιάζει, όμως εκείνος σύντομα την προσπερνά ιδεολογικά. Στη δεκαετία του ‘20 ιδρύονται σωματεία, σύλλογοι και ενώσεις στην πόλη. Το ‘22 ιδρύεται το Πανηπειρωτικό Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων από οκτώ σωματεία. Το ΠΕΚΙ ζητά «αλεύρι, ψωμί, και κάρβουνα» για την εργατική τάξη, καταπολέμηση της αισχροκέρδειας και της ανεργίας. Ο Ελιγιά συνεργάζεται στην έκδοση της αριστερής, μαχητικής εφημερίδας Νέος Αγών, την οποία εκδίδει η Πανηπειρωτική Ένωση Παλαιών Πολεμιστών, σύλλογος που η ύπαρξή του μαρτυρεί την αριστερή αντιπολεμική δράση στην περιοχή. Η εφημερίδα φιλοξενεί από ένα ποίημα του Ελιγιά στην πρώτη σελίδα:
Σε μιαν άκρη σοβαρός ο τραπεζίτης / Με τη ματιά στη Βίβλο καρφωμένη / Αψελλίζει της Μετάνοιας το τροπάρι / Κ’ έχει χλωμή χλωμότατη θωριά.
Ω Φαρισαίοι, κυρτοί προσευχηθείτε / Κ’ είναι το βιος καλά σιγουρεμένο / Ταπεινωμένος σήμερα είν’ ο σκλάβος / Κ’ είν’ οι θεοί σας σκιάχτρα φοβερά!
Η εφημερίδα γινόταν ανάρπαστη, αλλά έπειτα από δέκα φύλλα οι στρατιωτικές αρχές σταμάτησαν την έκδοσή της. Η συμπόρευση του Γιωσέφ με τους κομμουνιστές είναι γεγονός. Την Πρωτομαγιά του ‘23 απαγγέλλει αποσπάσματα από το Φως που καίει του Βάρναλη. Το ‘24 η ομάδα του Νέου Αγώνα τελεί μνημόσυνο στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων για το θάνατο της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Κάρλ Λίμπκνεχτ . Ο Ελιγιά θα χτυπηθεί επανειλημμένα από στρατιωτικούς του φρουραρχείου και στις 20 Δεκεμβρίου θα συλληφθούν τα μέλη του κύκλου της εφημερίδας με αφορμή ένθετη προκήρυξη απεργίας των καπνεργατών Καβάλας. Τελικά είναι η ιδεολογία του Ελιγιά που το 1925 τον αναγκάζει να φύγει από τον τόπο του. Απολύεται από την Alliance και του στερείται το δικαίωμα παράδοσης ιδιωτικών μαθημάτων, ύστερα από συστάσεις των στρατιωτικών αρχών, της αστυνομίας αλλά και της ίδιας της κοινότητας. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μελετούσε ώρες στην Εθνική Βιβλιοθήκη και έγραφε για μεγάλα φιλολογικά - λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Συνδέεται με τον Βάρναλη, τον Κόντογλου, τον Μαλακάση και άλλους. Διορίζεται καθηγητής της Γαλλικής στο Κιλκίς. Δεν καταφέρνει να πάρει μετάθεση για τη Θεσσαλονίκη και το 1931 κατεβαίνει στην Αθήνα σε κακή οικονομική κατάσταση, απογοητευμένος και καταπονημένος από τον τύφο. Πέθανε την ίδια χρονιά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός στα 30 του χρόνια. Πολύτιμο βοήθημα γι’ αυτό το κείμενο ήταν το βιβλίο Γιωσέφ Ελιγιά - Πρωτοπόρος διανοούμενος των Ιωαννίνων στη δεκαετία του ‘20 της Ε. Κουρματζή, Λέκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων."
Ενα αξιολογότατο κείμενο του Πολιτικού Καφενείου
*Για τον Γιωσέφ Ελιγιά δείτε επίσης:
Τα υπόλοιπα μέρη της εκδήλωσης (23-9-2009) δείτε στα:
Μέρος 1: http://www.youtube.com/watch?v=f2u85MVmmiI
Μέρος 2: http://www.youtube.com/watch?v=gFoolKOnjYw
Μέρος 3: http://www.youtube.com/watch?v=dBzu6c3hOn0
Μέρος 4: http://www.youtube.com/watch?v=ldjIwxlYkSY
Μέρος 8: http://www.youtube.com/watch?v=_GsEDAfFcwQ
Μέρος 9: http://www.youtube.com/watch?v=pIDABMPWYno
Βλέπε και ΕΔΩ στο 3lak2xo μία ανάρτηση για τον Γιοσέφ Ελιγιά.
1 σχόλιο:
Μπράβο Στέργιο! Βρήκες και μας δίνεις πολύτιμο υλικό, ειδικά οι φιλόλογοι νάχουν καιρό και όρεξη να διαβάζουν...θα χαθούν στα σοκάκια του κάστρου και στα πέριξ αυτού, εκεί που ο Γιοζέφ στο μανάβικο του Εσδρά έστησε μια νέα συναγωγή που ευαγγελίζοταν νέους καιρούς που φευ δεν ήρθαν.
Δημοσίευση σχολίου