Τα πήραμε τα Γιάννινα
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Οπού γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
Κι αηδόνια του Μετσόβου,
Που τα έκαψεν η παγωνιά
Κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
Το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε και χαρούμενες
Οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες
Που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι Σουλιώτισσες
Στις ράχες του Ζαλόγγου. (Του Γεωργίου Σουρή)
Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο διάδοχος και μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος αναλαμβάνει στη Φιλιππιάδα τη διοίκηση του στρατού της Ηπείρου και εγκαθιστά το Αρχηγείο στο Χάνι του Εμίν Αγά 14 χιλιόμετρα νότια του Μπιζανίου. Οι στρατιώτες ενισχύονται και με άλλες δυνάμεις και νοιώθουν πως η μέρα της λευτεριάς είναι πολύ κοντά.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πριν από την τελική επίθεση, έκρινε καλό να απευθύνει μήνυμα για παράδοση προς τον Εσσάτ πασά, που ήταν συμμαθητής του στη στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
Προς τον Διοικητή του Οθωμανικού Στρατού Ιωαννίνων Εσσάτ Πασσάν,
Εξοχώτατε!
Προσφεύγω εις Υμάς εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού, προ της τελικής εφόδου, όπως αποφευχθή αιματοχυσία πολλών ηρώων και όπως περιφρουρηθεί η πόλις εκ της καταστροφής ην θα φέρη η μάχη εις τας πύλας ταύτης. Ο εν Κορυτσά στρατός μου αφαιρεί κάθε ελπίδα διαφυγής σας εκ της αιχμαλωσίας.
Αφ’ ετέρου ασφαλώς γνωρίζετε, ότι ο Οθωμανική Κυβέρνησις από της ενάρξεως των συζητήσεων εν Λονδίνω δια την σύναψιν της ειρήνης, παρητήθη των εδαφών, των περιλαμβανομένων από της Θράκης μέχρι του Αδριατικού πελάγους και κατόπιν τούτου δεν βλέπω τον λόγον δι’ επιμονήν εις άμυναν της πόλεως.
Εάν πρόκειται δια την τιμήν και δόξαν των όπλων σας, είμαι έτοιμος, εν περιπτώσει παραδόσεως της πόλεως εις τον Στρατόν μου, προ της οριστικής εφόδου, να επιτρέψω εις τον Στρατόν Σας να εξέλθη της πόλεως με όλην την πολεμικήν τιμήν και δόξαν και με τα όπλα και στρατιωτικά του είδη και να μεταφερθή εις κατάλληλον σημείον.
Συγχρόνως εγγυώμαι, ότι θα επιδειχθή σεβασμός προς θρησκείαν, ζωήν, τιμήν και περιουσίαν των Μουσουλμάνων.
Είναι ματαία η επιμονή της διατηρήσεως των Ιωαννίνων μέχρι της ειρήνης, με την ελπίδα ότι αύτη θα είναι προσεχής. Τα δε τελευταία γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως δεν επιτρέπουσι να υποθέση τις και να ελπίζη ότι η σύναψις και η υπογραφή της ειρήνης θα είναι προσεχής.
Ο Στρατός Σας, παρά την ανδρείαν και το θάρρος, είναι ασφαλώς καταδικασμένος εις αιχμαλωσίαν ή καταστροφήν. Η απώλεια των Ιωαννίνων δεν είναι δυνατόν να σας παράσχη ευθύνας, διότι η Κυβέρνησίς Σας έχει παρητηθή της χώρας ταύτης, κατά πάντα τρόπον.
Εγώ δ’ έχω την στερράν απόφασιν και την επιθυμίαν να καταλάβω οπωσδήποτε τα Ιωάννινα.
Εάν η Υμετέρα Εξοχότης δέχεται κατ’ αρχήν τας προτάσεις μου, παρακαλώ όπως μοι απαντήση δι’ αξιωματικού ερχομένου εις τας προφυλακάς μου δια της μεγάλης οδού.
Παρακαλώ όπως δεχθήτε την έκφρασιν της εκτιμήσεως μου, εξοχώτατε Πασσά.
Αρχηγός της Στρατιάς Μακεδονίας και Ηπείρου
Κωνσταντίνος, Δουξ της Σπάρτης.
Ο Εσσάτ Πασσάς απορρίπτει τις προτάσεις
Ο Εσσάτ Πασσάς αφού συμβουλεύτηκε και τους ανωτέρους του, απορρίπτει τις προτάσεις του Κων/νου απαντώντας τα εξής:
Προς τον Αρχηγόν του Ελληνικού Στρατού, Δούκα της Σπάρτης, Κωνσταντίνον.
Υψηλότατε Πρίγκηψ!
Τας εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού γενομένας προτάσεις της Υμετέρας Υψηλότητος ανέγνωσα μετά της αυτής σοβαρότητος και λεπτότητος και μετά πλήρους σεβασμού. Αναφέρω ότι διαθέτομεν τα απαιτούμενα μέσα, συν Θεώ, δια την άμυναν των Ιωαννίνων κατά πάσης ενεργείας του θαρραλέου Στρατού Σας.
Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, διότι πιστεύετε ότι θα επιμείνω, μέχρι του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου βλήματος εις την εκτέλεσιν του καθήκοντος όπερ επιβάλλει εις τους υπερασπιστάς ενός φρουρίου η στρατιωτική τιμή και το στρατιωτικόν γόητρον.
Αλλά, όπερ η Υμετέρα Υψηλότης, ούτω και εγώ ανέλαβον καθήκον και έχω σταθεράν απόφασιν να το εκτελέσω και το εκπληρώσω πάση θυσία.
Είναι τιμή δι’ εμέ να συνεχίσω τον πόλεμον μέχρι τέλους με τον γενναίον Στατόν Σας. Δια το χυθέν και χυνόμενον αίμα ο πολιτισμός και ο ανθρωπισμός δεν θα επικρίνη εμέ και τον Στρατόν μου.
Το δίκαιον και η δικαιοσύνη θα καταλογίσωσι ταύτην εις τους υπαιτίους του πολέμου.
Σας ευχαριστώ δια την ευγενή σας λεπτότητα και Σας παρακαλώ να δεχθήτε την έκφρασιν του σεβασμού μου.
Αρχηγός Στρατού Ιωαννίνων
Εσσάτ Πασσάς.
ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΕΔΙΟ
Τώρα εκπονείται την τελευταία στιγμή νέο σχέδιο. Θα χτυπήσουν από αριστερά από τα πλάγια, κι όχι κατά μέτωπο από Μπιζάνι, αλλά από Μανωλιάσσα, Άγιο Νικόλαο, Τσούκα, ενώ θα δείχνουν ότι η κύρια προσπάθειά τους είναι το δεξιό (το Μπιζάνι). Την τελευταία λοιπόν στιγμή με άκρα μυστικότητα πίσω από την Ολύτσικα σε κακοτράχαλα και δύσβατα μέρη μεταξύ 17-19 Φεβρουαρίου 1913 μέσα σε ελάχιστο χρόνο μεταφέρουν τις δυνάμεις πίσω από τους Τούρκους και τους αιφνιδιάζουν. Ένα έξυπνο σχέδιο με επιτυχέσταρη εφαρμογή! Εν τω μεταξύ το Μπιζάνι σείεται από αμέτρητες οβίδες που ρίχτηκαν εναντίον του αλλά και από τις οβίδες που το ίδιο ξέρναγε προς τους Έλληνες λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
20η Φεβρουαρίου 1913.
Στις 6 η ώρα μετά από πορεία όλη τη νύχτα χτυπούν τον Άγιο Νικόλαο ο οποίος πέφτει. Στη συνέχεια χτυπούν το πιο ψηλό ύψωμα την Τσούκα, και κατόπιν τη Δουρούτη, τη Μανωλιάσσα. Οι εύζωνοι του Βελισσάριου και του Ιατρίδη κατευθύνονται προς τα Ιωάννινα μέσα στον κάμπο, προτού καν το Μπιζάνι παραδοθεί και σιγήσει εντελώς.
Μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα οι Τούρκοι ζητούν παράδοση της πόλης και την άλλη μέρα 21η Φεβρουαρίου ανέτειλε περίλαμπρος ο ήλιος της ελευθερίας μετά από 500 περίπου χρόνια σκληρής δουλείας.
Την άλλη μέρα παραδόθηκε το Μπιζάνι. Ο χώρος είναι κατασκαμμένος από τις οβίδες και γεμάτος νεκρούς.
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Η άλωση του Μπιζανίου θεωρήθηκε γεγονός μεγάλης στρατιωτικής σημασίας, γιατί ήταν πολύ οχυρωμένο και υποστηρίζονταν από 32 περίπου χιλιάδες στρατού και πολλά όπλα. Πρωταγωνιστές θα λέγαμε της πτώσεως του Μπιζανίου ήταν:
1) Ο Πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος που εδώ και 2 χρόνια είχε ετοιμάσει τη χώρα αλλά και με τους σωστούς χειρισμούς του κατά τη διάρκεια του πολέμου.
2) Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος που είχε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο αυτό, στην τελευταία φάση
3) Ο Στρατηγός Σαπουντζάκης, γηραιός πια, που από τις 12 Οκτωβρίου 1912 ανέλαβε με λίγες δυνάμεις (μία μεραρχία) να ξεκαθαρίσει με την Τουρκία το μέτωπο της Ηπείρου.
Και προ πάντων και πάνω απ’ όλους – για να είμαστε δίκαιοι – οι αξιωματικοί και οι Έλληνες στρατιώτες που προχωρούσαν στην πρώτη γραμμή και όρθιοι πολλές φορές μπροστά στις κάννες των όπλων του εχθρού!
Στα χείλη του θυμόσοφου λαού που σπάνια να πέσει έξω, κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα τούτο το τετράστιχο:
Ποιος το πήρε το Μπιζάνι;
Εύζωνας με το φουστάνι
Βενιζέλος με την πέννα
Κωνσταντίνος με την πάλλα
Έγιναν μεγάλες μάχες (πριν ο Βελισσαρίου πατήσει πρώτος στα Γιάννενα, στην Αετοράχη, στα Πεστά, στα Πέντε Πηγάδια και αλλού.
Το Β΄ Τμήμα Στρατιάς, προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του αποφασίστηκε να κινηθεί σε τρεις φάλαγγες (1η, 2η και 3η). Η 2η Φάλαγγα με αφετηρία τα στενά της Μανολιάσας, όπου είχε μετακινηθεί, ανέλαβε να προελάσει προς το ύψωμα Άγιος Νικόλαος και στη συνέχεια προς το χωριό Πεδινή. Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, με τα 8ο και 9ο Τάγματα, μαζί με το 1/17 Τάγμα Πεζικού αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας. Με τα δύο Τάγματα Ευζώνων ανεπτυγμένα εμπρός και το 1/17 πίσω ως εφεδρεία, περί τις 07.45 ξεκίνησε η προέλαση.
Μετά από σκληρές μάχες και με τους άνδρες του βουτηγμένους μέχρι το γόνατο στους βούρκους της περιοχής ο Βελισσαρίου κατάφερε να διεισδύσει ανάμεσα σε τρία τουρκικά οχυρά που ακόμη δεν είχαν παραδοθεί (οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας) και μαζί με τον Ιατρίδη και το τάγμα του κατέλαβε το χωριό Άγιος Ιωάννης, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και κυριεύοντας μεγάλες ποσότητες εχθρικού υλικού. Τα δύο τάγματα εγκατέστησαν άμεσα προφυλακές και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι. Την υπόλοιπη νύκτα οι άνδρες των δύο ταγμάτων αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του Τουρκικού Στρατού που υποχωρούσαν και διέρχονταν από την περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη, ενώ ταυτόχρονα προώθησαν τις θέσεις τους προς τα Γιάννενα.
Περί τις 23.00 της 20 Φεβρουαρίου ο Βελισσαρίου διέκρινε δύο πολύ μεγάλους φανούς πίσω από του οποίους σύντομα εμφανίστηκαν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο Τούρκος υπολοχαγός Ρεούφ και ο επίσης Τούρκος ανθυπολοχαγός Ταλαάτ, οι οποίοι έφερναν επιστολή των ξένων προξένων και του Εσσάτ Πασά με τις προτάσεις για παράδοση των Ιωαννίνων. Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη, έκανε τους Τούρκους να πιστέψουν πως έξω από τα Ιωάννινα είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη και άρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη!
Τα Γιάννενα υπερασπίζεται ο Εσσάτ Πασάς με 30 χιλιάδες περίπου στρατό και το Μπιζάνι οι Φαϊκ και Φουάτ Μπέης. Αρχηγός του Επιτελείου και της άμυνας του Μπιζανίου ήταν ο αδελφός του Εσσάτ Πασά, ο Βεχήπ Μπέης.
ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΟΙΗΣΗ
Του πολέμου του 1912
Ισείς βουνά του Γκρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσσας,
Λίγου να χαμηλώσετε κάνα ντουφέκι τόπου
Για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημου Μπιζάνι,
Πως πολεμούν οι Έλληνες με τους Τουρκαρβανίτες
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή, ουβίδες σαν χαλάζι
Κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμους της θαλάσσης.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ
Μου γράφεις Μάνα μια γραφή και με ρωτάς τι κάνω,
στου Μπιζανιού την παγωνιά, στο κρύο θα πεθάνω!
Δε με φοβίζουν Μάνα μου οι σφαίρες τα κανόνια
μα με φοβίζει η βροχή, του Μπιζανιού τα χιόνια…
Λειτούργησε την Παναγιά κι άναψε αγιοκέρι
να κάνει θαύμα, Μάνα μου, να γίνει καλοκαίρι
να ιδώ τον ήλιο μια φορά κι απ’ τη χαρά να κλάψω
κι’ από τα Γιάννινα γραφή, μάνα μου, θα σου γράψω.
Μάνα μ’ ο Κωνσταντίνος μας, παιδιά όλους μας έχει,
σαν αητός στο πλάϊ μας και σαν πατέρας τρέχει
Μη κλαις μανούλα μου χρυσή, γρήγορα θα γυρίσω
και θάμαι Μάνα νικητής, γλυκά να σε φιλήσω.
(Γεωργίου Βουγιουκλάκη)
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
(Σπερχειάδα Φθιώτιδας) Δημοτικό
Ένα πουλάκι ν’ έβγαινε πομέσ’ απ’ το Μπιζάνι,
είχε θολά τα μάτια του και μαύρα τα φτερά του,
κι η Ρούμελη το ρώτησε κι η Ρούμελη του λέει:
Ακού’ κανόνια πέφτουνε και θλιβερά βουϊζουν.
Πες μας, πουλί, τι γίνεται και τι λεβέντες πέφτουν:
--Τι να σου πω, βρε Ρούμελη, τι να σου μολογήσω;
Τα ευζωνάκια πολεμούν στο ξακουστό Μπιζάνι
πέντε μερούλες νηστικά και δέκα διψασμένα,
μέσα στους πάγους πολεμούν κι είναι κρουσταλιασμένα.
Πέφτουν λεβέντες μας νεκροί, λεβέντες πληγωμένοι
κι ο Σαπουντζάκης έλεγε κι ο Σαπουντζάκης λέγει:
--Παιδιά μου, μη δειλιάσετε το τούρκικο το βόλι,
να πάρουμε τα Γιάννινα κι ας σκοτωθούμε όλοι.
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Οπού γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
Κι αηδόνια του Μετσόβου,
Που τα έκαψεν η παγωνιά
Κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
Το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε και χαρούμενες
Οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες
Που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι Σουλιώτισσες
Στις ράχες του Ζαλόγγου. (Του Γεωργίου Σουρή)
Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο διάδοχος και μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος αναλαμβάνει στη Φιλιππιάδα τη διοίκηση του στρατού της Ηπείρου και εγκαθιστά το Αρχηγείο στο Χάνι του Εμίν Αγά 14 χιλιόμετρα νότια του Μπιζανίου. Οι στρατιώτες ενισχύονται και με άλλες δυνάμεις και νοιώθουν πως η μέρα της λευτεριάς είναι πολύ κοντά.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πριν από την τελική επίθεση, έκρινε καλό να απευθύνει μήνυμα για παράδοση προς τον Εσσάτ πασά, που ήταν συμμαθητής του στη στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
Προς τον Διοικητή του Οθωμανικού Στρατού Ιωαννίνων Εσσάτ Πασσάν,
Εξοχώτατε!
Προσφεύγω εις Υμάς εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού, προ της τελικής εφόδου, όπως αποφευχθή αιματοχυσία πολλών ηρώων και όπως περιφρουρηθεί η πόλις εκ της καταστροφής ην θα φέρη η μάχη εις τας πύλας ταύτης. Ο εν Κορυτσά στρατός μου αφαιρεί κάθε ελπίδα διαφυγής σας εκ της αιχμαλωσίας.
Αφ’ ετέρου ασφαλώς γνωρίζετε, ότι ο Οθωμανική Κυβέρνησις από της ενάρξεως των συζητήσεων εν Λονδίνω δια την σύναψιν της ειρήνης, παρητήθη των εδαφών, των περιλαμβανομένων από της Θράκης μέχρι του Αδριατικού πελάγους και κατόπιν τούτου δεν βλέπω τον λόγον δι’ επιμονήν εις άμυναν της πόλεως.
Εάν πρόκειται δια την τιμήν και δόξαν των όπλων σας, είμαι έτοιμος, εν περιπτώσει παραδόσεως της πόλεως εις τον Στρατόν μου, προ της οριστικής εφόδου, να επιτρέψω εις τον Στρατόν Σας να εξέλθη της πόλεως με όλην την πολεμικήν τιμήν και δόξαν και με τα όπλα και στρατιωτικά του είδη και να μεταφερθή εις κατάλληλον σημείον.
Συγχρόνως εγγυώμαι, ότι θα επιδειχθή σεβασμός προς θρησκείαν, ζωήν, τιμήν και περιουσίαν των Μουσουλμάνων.
Είναι ματαία η επιμονή της διατηρήσεως των Ιωαννίνων μέχρι της ειρήνης, με την ελπίδα ότι αύτη θα είναι προσεχής. Τα δε τελευταία γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως δεν επιτρέπουσι να υποθέση τις και να ελπίζη ότι η σύναψις και η υπογραφή της ειρήνης θα είναι προσεχής.
Ο Στρατός Σας, παρά την ανδρείαν και το θάρρος, είναι ασφαλώς καταδικασμένος εις αιχμαλωσίαν ή καταστροφήν. Η απώλεια των Ιωαννίνων δεν είναι δυνατόν να σας παράσχη ευθύνας, διότι η Κυβέρνησίς Σας έχει παρητηθή της χώρας ταύτης, κατά πάντα τρόπον.
Εγώ δ’ έχω την στερράν απόφασιν και την επιθυμίαν να καταλάβω οπωσδήποτε τα Ιωάννινα.
Εάν η Υμετέρα Εξοχότης δέχεται κατ’ αρχήν τας προτάσεις μου, παρακαλώ όπως μοι απαντήση δι’ αξιωματικού ερχομένου εις τας προφυλακάς μου δια της μεγάλης οδού.
Παρακαλώ όπως δεχθήτε την έκφρασιν της εκτιμήσεως μου, εξοχώτατε Πασσά.
Αρχηγός της Στρατιάς Μακεδονίας και Ηπείρου
Κωνσταντίνος, Δουξ της Σπάρτης.
Ο Εσσάτ Πασσάς απορρίπτει τις προτάσεις
Ο Εσσάτ Πασσάς αφού συμβουλεύτηκε και τους ανωτέρους του, απορρίπτει τις προτάσεις του Κων/νου απαντώντας τα εξής:
Προς τον Αρχηγόν του Ελληνικού Στρατού, Δούκα της Σπάρτης, Κωνσταντίνον.
Υψηλότατε Πρίγκηψ!
Τας εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού γενομένας προτάσεις της Υμετέρας Υψηλότητος ανέγνωσα μετά της αυτής σοβαρότητος και λεπτότητος και μετά πλήρους σεβασμού. Αναφέρω ότι διαθέτομεν τα απαιτούμενα μέσα, συν Θεώ, δια την άμυναν των Ιωαννίνων κατά πάσης ενεργείας του θαρραλέου Στρατού Σας.
Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, διότι πιστεύετε ότι θα επιμείνω, μέχρι του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου βλήματος εις την εκτέλεσιν του καθήκοντος όπερ επιβάλλει εις τους υπερασπιστάς ενός φρουρίου η στρατιωτική τιμή και το στρατιωτικόν γόητρον.
Αλλά, όπερ η Υμετέρα Υψηλότης, ούτω και εγώ ανέλαβον καθήκον και έχω σταθεράν απόφασιν να το εκτελέσω και το εκπληρώσω πάση θυσία.
Είναι τιμή δι’ εμέ να συνεχίσω τον πόλεμον μέχρι τέλους με τον γενναίον Στατόν Σας. Δια το χυθέν και χυνόμενον αίμα ο πολιτισμός και ο ανθρωπισμός δεν θα επικρίνη εμέ και τον Στρατόν μου.
Το δίκαιον και η δικαιοσύνη θα καταλογίσωσι ταύτην εις τους υπαιτίους του πολέμου.
Σας ευχαριστώ δια την ευγενή σας λεπτότητα και Σας παρακαλώ να δεχθήτε την έκφρασιν του σεβασμού μου.
Αρχηγός Στρατού Ιωαννίνων
Εσσάτ Πασσάς.
ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΕΔΙΟ
Τώρα εκπονείται την τελευταία στιγμή νέο σχέδιο. Θα χτυπήσουν από αριστερά από τα πλάγια, κι όχι κατά μέτωπο από Μπιζάνι, αλλά από Μανωλιάσσα, Άγιο Νικόλαο, Τσούκα, ενώ θα δείχνουν ότι η κύρια προσπάθειά τους είναι το δεξιό (το Μπιζάνι). Την τελευταία λοιπόν στιγμή με άκρα μυστικότητα πίσω από την Ολύτσικα σε κακοτράχαλα και δύσβατα μέρη μεταξύ 17-19 Φεβρουαρίου 1913 μέσα σε ελάχιστο χρόνο μεταφέρουν τις δυνάμεις πίσω από τους Τούρκους και τους αιφνιδιάζουν. Ένα έξυπνο σχέδιο με επιτυχέσταρη εφαρμογή! Εν τω μεταξύ το Μπιζάνι σείεται από αμέτρητες οβίδες που ρίχτηκαν εναντίον του αλλά και από τις οβίδες που το ίδιο ξέρναγε προς τους Έλληνες λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
20η Φεβρουαρίου 1913.
Στις 6 η ώρα μετά από πορεία όλη τη νύχτα χτυπούν τον Άγιο Νικόλαο ο οποίος πέφτει. Στη συνέχεια χτυπούν το πιο ψηλό ύψωμα την Τσούκα, και κατόπιν τη Δουρούτη, τη Μανωλιάσσα. Οι εύζωνοι του Βελισσάριου και του Ιατρίδη κατευθύνονται προς τα Ιωάννινα μέσα στον κάμπο, προτού καν το Μπιζάνι παραδοθεί και σιγήσει εντελώς.
Μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα οι Τούρκοι ζητούν παράδοση της πόλης και την άλλη μέρα 21η Φεβρουαρίου ανέτειλε περίλαμπρος ο ήλιος της ελευθερίας μετά από 500 περίπου χρόνια σκληρής δουλείας.
Την άλλη μέρα παραδόθηκε το Μπιζάνι. Ο χώρος είναι κατασκαμμένος από τις οβίδες και γεμάτος νεκρούς.
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Η άλωση του Μπιζανίου θεωρήθηκε γεγονός μεγάλης στρατιωτικής σημασίας, γιατί ήταν πολύ οχυρωμένο και υποστηρίζονταν από 32 περίπου χιλιάδες στρατού και πολλά όπλα. Πρωταγωνιστές θα λέγαμε της πτώσεως του Μπιζανίου ήταν:
1) Ο Πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος που εδώ και 2 χρόνια είχε ετοιμάσει τη χώρα αλλά και με τους σωστούς χειρισμούς του κατά τη διάρκεια του πολέμου.
2) Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος που είχε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο αυτό, στην τελευταία φάση
3) Ο Στρατηγός Σαπουντζάκης, γηραιός πια, που από τις 12 Οκτωβρίου 1912 ανέλαβε με λίγες δυνάμεις (μία μεραρχία) να ξεκαθαρίσει με την Τουρκία το μέτωπο της Ηπείρου.
Και προ πάντων και πάνω απ’ όλους – για να είμαστε δίκαιοι – οι αξιωματικοί και οι Έλληνες στρατιώτες που προχωρούσαν στην πρώτη γραμμή και όρθιοι πολλές φορές μπροστά στις κάννες των όπλων του εχθρού!
Στα χείλη του θυμόσοφου λαού που σπάνια να πέσει έξω, κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα τούτο το τετράστιχο:
Ποιος το πήρε το Μπιζάνι;
Εύζωνας με το φουστάνι
Βενιζέλος με την πέννα
Κωνσταντίνος με την πάλλα
Έγιναν μεγάλες μάχες (πριν ο Βελισσαρίου πατήσει πρώτος στα Γιάννενα, στην Αετοράχη, στα Πεστά, στα Πέντε Πηγάδια και αλλού.
Το Β΄ Τμήμα Στρατιάς, προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του αποφασίστηκε να κινηθεί σε τρεις φάλαγγες (1η, 2η και 3η). Η 2η Φάλαγγα με αφετηρία τα στενά της Μανολιάσας, όπου είχε μετακινηθεί, ανέλαβε να προελάσει προς το ύψωμα Άγιος Νικόλαος και στη συνέχεια προς το χωριό Πεδινή. Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, με τα 8ο και 9ο Τάγματα, μαζί με το 1/17 Τάγμα Πεζικού αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας. Με τα δύο Τάγματα Ευζώνων ανεπτυγμένα εμπρός και το 1/17 πίσω ως εφεδρεία, περί τις 07.45 ξεκίνησε η προέλαση.
Μετά από σκληρές μάχες και με τους άνδρες του βουτηγμένους μέχρι το γόνατο στους βούρκους της περιοχής ο Βελισσαρίου κατάφερε να διεισδύσει ανάμεσα σε τρία τουρκικά οχυρά που ακόμη δεν είχαν παραδοθεί (οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας) και μαζί με τον Ιατρίδη και το τάγμα του κατέλαβε το χωριό Άγιος Ιωάννης, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και κυριεύοντας μεγάλες ποσότητες εχθρικού υλικού. Τα δύο τάγματα εγκατέστησαν άμεσα προφυλακές και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι. Την υπόλοιπη νύκτα οι άνδρες των δύο ταγμάτων αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του Τουρκικού Στρατού που υποχωρούσαν και διέρχονταν από την περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη, ενώ ταυτόχρονα προώθησαν τις θέσεις τους προς τα Γιάννενα.
Περί τις 23.00 της 20 Φεβρουαρίου ο Βελισσαρίου διέκρινε δύο πολύ μεγάλους φανούς πίσω από του οποίους σύντομα εμφανίστηκαν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο Τούρκος υπολοχαγός Ρεούφ και ο επίσης Τούρκος ανθυπολοχαγός Ταλαάτ, οι οποίοι έφερναν επιστολή των ξένων προξένων και του Εσσάτ Πασά με τις προτάσεις για παράδοση των Ιωαννίνων. Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη, έκανε τους Τούρκους να πιστέψουν πως έξω από τα Ιωάννινα είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη και άρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη!
Τα Γιάννενα υπερασπίζεται ο Εσσάτ Πασάς με 30 χιλιάδες περίπου στρατό και το Μπιζάνι οι Φαϊκ και Φουάτ Μπέης. Αρχηγός του Επιτελείου και της άμυνας του Μπιζανίου ήταν ο αδελφός του Εσσάτ Πασά, ο Βεχήπ Μπέης.
ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΟΙΗΣΗ
Του πολέμου του 1912
Ισείς βουνά του Γκρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσσας,
Λίγου να χαμηλώσετε κάνα ντουφέκι τόπου
Για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημου Μπιζάνι,
Πως πολεμούν οι Έλληνες με τους Τουρκαρβανίτες
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή, ουβίδες σαν χαλάζι
Κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμους της θαλάσσης.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ
Μου γράφεις Μάνα μια γραφή και με ρωτάς τι κάνω,
στου Μπιζανιού την παγωνιά, στο κρύο θα πεθάνω!
Δε με φοβίζουν Μάνα μου οι σφαίρες τα κανόνια
μα με φοβίζει η βροχή, του Μπιζανιού τα χιόνια…
Λειτούργησε την Παναγιά κι άναψε αγιοκέρι
να κάνει θαύμα, Μάνα μου, να γίνει καλοκαίρι
να ιδώ τον ήλιο μια φορά κι απ’ τη χαρά να κλάψω
κι’ από τα Γιάννινα γραφή, μάνα μου, θα σου γράψω.
Μάνα μ’ ο Κωνσταντίνος μας, παιδιά όλους μας έχει,
σαν αητός στο πλάϊ μας και σαν πατέρας τρέχει
Μη κλαις μανούλα μου χρυσή, γρήγορα θα γυρίσω
και θάμαι Μάνα νικητής, γλυκά να σε φιλήσω.
(Γεωργίου Βουγιουκλάκη)
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
(Σπερχειάδα Φθιώτιδας) Δημοτικό
Ένα πουλάκι ν’ έβγαινε πομέσ’ απ’ το Μπιζάνι,
είχε θολά τα μάτια του και μαύρα τα φτερά του,
κι η Ρούμελη το ρώτησε κι η Ρούμελη του λέει:
Ακού’ κανόνια πέφτουνε και θλιβερά βουϊζουν.
Πες μας, πουλί, τι γίνεται και τι λεβέντες πέφτουν:
--Τι να σου πω, βρε Ρούμελη, τι να σου μολογήσω;
Τα ευζωνάκια πολεμούν στο ξακουστό Μπιζάνι
πέντε μερούλες νηστικά και δέκα διψασμένα,
μέσα στους πάγους πολεμούν κι είναι κρουσταλιασμένα.
Πέφτουν λεβέντες μας νεκροί, λεβέντες πληγωμένοι
κι ο Σαπουντζάκης έλεγε κι ο Σαπουντζάκης λέγει:
--Παιδιά μου, μη δειλιάσετε το τούρκικο το βόλι,
να πάρουμε τα Γιάννινα κι ας σκοτωθούμε όλοι.
Οταν ήμουν στον πόλεμο
View more presentations from Stergios.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου